Η διδασκαλία των ξένων γλωσσών στη δημόσια εκπαίδευση

 

 Εκπαιδευτικές ανησυχίες…

Με αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις στη Δημόσια Ξενόγλωσση Εκπαίδευση, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό κυρίως από την ηγεσία του ΥΠΕΠΘ η σημασία των ξένων γλωσσών, ως βασική δεξιότητα σε μια προοπτική δια βίου μάθησης. Αν και τα τελευταία χρόνια οι μαθητές διδάσκονται δύο ξένες γλώσσες από την αρχή της εκπαίδευσής τους, πολλοί είναι οι τομείς στους οποίους θα πρέπει ακόμη να γίνουν πολλά. Για παράδειγμα η διδασκαλία των ήδη προσφερόμενων και διδασκόμενων ξένων γλωσσών δεν καλύπτει όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες και εκεί που το κάνει, δεν ευνοεί την εκμάθηση των γλωσσών. Αποτέλεσμα; Η δημόσια ξενόγλωσση εκπαίδευση να είναι ανεπαρκής και οι μαθητές να μην μπορούν να αξιοποιήσουν δημιουργικά την εξοικείωσή τους με το νέο γλωσσικό και πολιτισμικό κώδικα, αλλά κυρίως να μην μπορούν στο τέλος της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης τους, να αποκτήσουν ένα ικανοποιητικό και πιστοποιήσιμο επίπεδο γλωσσομάθειας. Το γεγονός αυτό όχι μόνο δε συμβάλει στην αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης ξενόγλωσσης εκπαίδευσης στο δημόσιο σχολείο, θα λέγαμε αντίθετα ότι οξύνει τις εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες που παρατηρούνται και σαφώς δικαιολογεί την ύπαρξη χιλιάδων κέντρων ξένων γλωσσών στη χώρα μας.

     Οι στρατηγικοί τομείς παρέμβασης για άμεση βελτίωση της κατάστασης είναι η αλλαγή στον τρόπο διδασκαλίας των ξένων γλωσσών καθώς και η δημιουργία ενός περιβάλλοντος πιο φιλικού προς τις γλώσσες.
     Η βασική αρχή που υιοθετείται μέχρι σήμερα για τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας στο δημόσιο σχολείο είναι ο «δασκαλοκεντρισμός», άποψη εντελώς αντίθετη με το «μαθητοκεντρισμό». Πράγματι κέντρο του ενδιαφέροντος θα πρέπει να είναι ο μαθητής (αφού γι’ αυτόν υπάρχει η εκπαίδευση)  και η ικανοποίηση των ενδιαφερόντων του.
     Για να επιτευχτεί αυτό, απαιτείται η ενεργός συμμετοχή του μαθητή σε όλες τις εκπαιδευτικές διαδικασίες και δυστυχώς αυτό, τουλάχιστον στο χώρο της δημόσιας ξενόγλωσσης εκπαίδευσης δε γίνεται.  Άλλωστε δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως στόχος της εκπαίδευσης, είναι η προετοιμασία του ατόμου για την ομαλή ένταξή του στο κοινωνικό σύνολο και τη δημιουργική και παραγωγική του πορεία σ’ αυτό.
     Η τελευταία μείωση των διδακτικών ωρών στη δεύτερη ξένη γλώσσα (από 3 σε 2 την εβδομάδα) πριν από μερικά χρόνια, είναι άλλη μια κατάφορη απόδειξη των αποσπασματικών παρεμβάσεων και της εκπαιδευτικής πολιτικής χωρίς σαφείς στόχους που υιοθετήθηκε τουλάχιστον μέχρι σήμερα.  Ο μεγάλος αριθμός μαθητών ανά τμήμα και η ταυτόχρονη μείωση των ωρών διδασκαλίας περιορίζουν ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο χρόνο που έχει ο μαθητής για να εκφραστεί και να μιλήσει στην ξένη γλώσσα.
     Ο μαθητής δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο σαν δέκτης (να ακούει και να διαβάζει) αλλά κυρίως σαν πομπός (να μιλάει και να γράφει) γιατί είναι αυτονόητο πως ό,τι μπορεί να κάνει σαν πομπός μπορεί να το κάνει και σανδέκτης, ενώ το αντίθετο δεν ισχύει. Μάλλον μας διαφεύγει ότι η γλώσσα είναι κυρίως προφορική, η γραφή είναι ανθρώπινη επινόηση.
     Σε μια Ενωμένη Ευρώπη, όπου η διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων είναι ελεύθερη, η γνώση ξένων γλωσσών και υπολογιστών αποτελούν τα«όπλα» για την αντιμετώπιση του διεθνούς ανταγωνισμού και δυστυχώς όσοι θα βρίσκονται εκτός ανταγωνισμού θα είναι οι αγράμματοι του μέλλοντος.
Ευχαριστώ για την προσοχή
Γιώργος Αρμένης
Dott. InRedagogia
καθηγητής Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ.
master στη Γλωσσοδιδακτική

Σχολιάστε

Top