Στήλη: Βιβλία

»Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Watson!»

Ένας από τους πλέον πασίγνωστους και αγαπημένους ήρωες της λογοτεχνίας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι το δημιούργημα του Βρετανού (Σκωτσέζου) συγγραφέα και ιατρού, Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, ο Σέρλοκ Χολμς. Ο ταλαντούχος σύμβουλος ντετέκτιβ, του οποίου οι εξαιρετικές ικανότητες αγγίζουν το υπερφυσικό, έχει αιχμαλωτίσει με τις περιπέτειες του μικρούς και μεγάλους για περισσότερο από έναν αιώνα.

Είναι αναμφισβήτητο ότι ο διάσημος ήρωας κατέχει απίστευτες δυνατότητες, που τον κάνουν να φαντάζει εκτός των ορίων της πραγματικότητας, πέρα από οτιδήποτε είναι ανθρώπινα πιθανό. Η θαυμαστή του ικανότητα να συνδέει φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους στοιχεία, χρησιμοποιώντας τη λεγόμενη επαγωγική μέθοδο, και να φτάνει με ταχύτητα στη λύση οποιουδήποτε μυστηρίου, καθώς και οι καταπληκτικές του γνώσεις πάνω σε ποικίλους τομείς, προσδίδουν στον ήρωα μεγάλη αίγλη, που αποτελεί το κλειδί της επιτυχίας των μυθιστορημάτων του Ντόιλ.

Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένοι αναγνώστες που παρουσιάζουν ενστάσεις  σε σχέση με αυτά τα χαρακτηριστικά του Χολμς. Ισχυρίζονται πως εξαιτίας τους καταλήγει απόμακρος και ξένος προς το κοινό, ενώ αυτά τονίζουν την ιδιορρυθμία και τη ματαιοδοξία του. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με εκείνους, ο Χολμς είναι ένας ήρωας με τον οποίο δεν μπορούν οι αναγνώστες να ταυτιστούν. Ακόμη, κάποιοι υποστηρίζουν ότι η κλασική έκφραση ‘’ Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Watson’’,  που χρησιμοποιεί ο ήρωας, απευθυνόμενος προς το συνεργάτη του, για να αποδείξει την απλότητα κάποιας υπόθεσης, αφού βρει τη λύση της, είναι ένα ακόμα σημάδι του απόμακρου χαρακτήρα του και της ματαιοδοξίας του, που τον καθιστούν αντιπαθή.

Από την άλλη πλευρά, η πλειοψηφία των αναγνωστών θεωρεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή των επιτυχημένων αυτών βιβλίων ένα βασικό στοιχείο, χωρίς το οποίο τα μυθιστορήματα δε θα μπορούσαν να κατακτήσουν το κοινό. Ακόμη, σύμφωνα με κάποιες απόψεις, οι απίστευτες δυνατότητές του έχουν και μία πιο ανθρώπινη πλευρά και εξήγηση, αφού πιθανόν να είναι μία σύνθεση στοιχείων διάφορων εξαιρετικά ικανών πρακτόρων τηςScotland Yard. Επιπροσθέτως, όλοι έχουν συνδέσει το διάσημο ήρωα με τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του και για αυτό το λόγο τον έχουν αγαπήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι, αφού ο Ντόιλ αποφάσισε να απαλλαχθεί από τον ήρωά του και αφηγήθηκε το θάνατό του στο διήγημα ‘’The Final Problem’’, το κοινό προέβη σε βίαιες αντιδράσεις και αποδοκιμασίες. Μάλιστα, η ίδια η μητέρα του συγγραφέα έμεινε κατάπληκτη, οργίστηκε και απαίτησε την άμεση αποκατάσταση του ήρωα. Ποιος δυσκολεύεται, άλλωστε, να αγαπήσει έναν ιδιόρρυθμο ήρωα, όταν αυτός με την οξυδέρκεια και την πονηριά του έχει καταφέρει να μαγέψει γενιές αναγνωστών και να θέσει νέες βάσεις για όλους τους πρωταγωνιστές αστυνομικών μυθιστορημάτων;

Εν κατακλείδι, προσωπικά πιστεύω πως, παρότι οι ικανότητες  του Σέρλοκ Χολμς είναι πέρα από τα όρια του πραγματικού, δεν τον καθιστούν ξένο προς το κοινό. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή οι αναγνώστες επιζητούν, έστω και στον φανταστικό κόσμο έναν ήρωα, κάποιον που κατέχει εκπληκτικές δυνατότητες και στον οποίον όλοι μπορούν να βασιστούν, μέχρι τουλάχιστον να κλείσουν μαγεμένοι το βιβλίο στις σελίδες του οποίου είχαν χαθεί.

Τσουκανέρη Γωγώ
 

 

 

 

 

Harry Potter Η Μεγάλη αγάπη των εφήβων

   ΧΑΡΙ ΠΟΤΕΡ είναι το όνομα μιας σειράς επτά μυθιστορημάτων φαντασίας από τη Βρετανίδα συγγραφέα Τζ. Κ. Ρόουλινγκ. Τα βιβλία περιγράφουν έναν κόσμο Μάγων με βασικό Ήρωα και χαρακτήρα ένα νεαρό αγόρι με το όνομα Harry Potter. Η κεντρική ιστορία των βιβλίων περιγράφει τον αγώνα του Harry εναντίον του ισχυρού μάγου Βόλντεμορτ ο οποίος θέλει να λάβει στην κατοχή του τον κόσμο των μάγων.

Το πρώτο μυθιστόρημα, ο HARRY POTTER ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΛΙΘΟΣ, κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1997 και στα ελληνικά τον Νοέμβριο 1998. Και τα επτά βιβλία έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Ο τίτλος του έβδομου βιβλίου της σειράς, ο οποίος ανακοινώθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2006 στην προσωπική ιστοσελίδα της Τζ .Κ .Ρόουλινγκ, είναι HARRY POTTER AND THE DEALTHY HALLOWS.  Κυκλοφόρησε στις 21 Ιουλίου 2007 και σύμφωνα με τους εκδότες έσπασε όλα τα ρεκόρ, αφού η πρώτη έκδοση πούλησε 12 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Εντούτοις, έχουν δεχτεί οξεία κριτική από κάποιες ομάδες.

  Τα πρώτα 5 βιβλία μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από τη Warner Bros. Οι πολυαγαπημένες ταινίες του HARRY POTTER εντυπωσίασαν μικρούς και μεγάλους. Ακόμα και γονείς έμειναν έκπληκτοι από τις ταινίες της Warner Bros και από το σενάριο της Τζ. Ροουλινγκ. Οι επιλογές των παιδιών κατέληγαν στις ταινίες του HARRY POTTER όπου η αγάπη τους προς αυτές τους παρέσυραν θετικά. Η αρχική επιτυχία  βασίστηκε σε μερικές καλές κριτικές και σε από στόμα σε στόμα διαφήμισηΟι αναγνώστες αυξήθηκαν και για αυτό το λόγο χρησιμοποιήθηκαν υπότιτλοι για τις ταινίες.

Η προβολή και η έμμεση διαφήμιση κλιμακώθηκε με την έκδοση των 2 επόμενων βιβλίων της σειράς HARRYPOTTER KAI TO ΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΦΟΙΝΙΚΑ καθώς και το HARRYPOTTER ΚΑΙ Ο ΗΜΙΑΙΜΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ, με μεσονύχτια πάρτι έκδοσης σε εκατοντάδες βιβλιοπωλεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, ταυτόχρονες εκδηλώσεις πρώτης παρουσίασης σε περιοχές του αγγλόφωνου κόσμου και μαζικό ενδιαφέρων των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, που οδήγησαν σε πρωτοφανείς πωλήσεις για την πρώτη  μέρα έκδοσης στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις Η.Π.Α. και αλλού. Η σειρά είναι  το ίδιο δημοφιλής στον μη-αγγλόφωνο  κόσμο μέσω των μεταφράσεών της. Η επιθυμία ανάγνωσης των βιβλίων τη μέρα κυκλοφορίας τους  έγινε τόσο μεγάλη από μερικούς αναγνώστες της σειράς, σε σημείο ώστε η αγγλική έκδοση του Τάγματος του Φοίνικα να γίνει το πρώτο βιβλίο στα αγγλικά που έφτασε  στην κορυφή των πωλήσεων βιβλίων στη Γαλλία. Οι ταινίες της σειράς κέρδισαν 3 υποψηφιότητες για όσκαρ (8η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών).

  Ο HARRY POTTER μπορεί να τελείωσε  την ιστορία του στα βιβλία και στις ταινίες , αλλά στις καρδιές μας θα ζει για πάντα. Μας δίδαξε πως η αληθινή μαγεία κρύβεται μέσα μας και πως η ζωή είναι ξεχωριστή και διαφορετική για τον καθένα χωρίς τη μαγεία!!!!!!!!!!!!!!!!

 

ΣΤΕΛΛΑ ΦΟΥΛΟΥΛΗ
  Α5

Διαβάσαμε και προτείνουμε

1. Πετράρχης: Η ανάβαση στο όρος Βεντού

 
Familiarum Rerum Libri IV, 1: La lettera del Ventos
Συγγραφέας: Petrarca, Francesco
Μεταφραστής: Αμπατζοπούλου, Φραγκίσκη
Επιμελητής: Vérain, Jérôme
Εκδότης: Άγρα
ISBN: 960-325-728-1
Έτος Έκδοσης: 2008
Κωδικός προϊόντος: 138022
Στις 26 Απριλίου 1336 ένας τριανταδυάχρονος ποιητής, ο Φραγκίσκος Πετράρχης, αποφασίζει να ανεβεί στην κορυφή ενός βουνού για να ατενίσει από ψηλά τη θέα. Αλλά εάν σήμερα μια τέτοια απόφαση μοιάζει τετριμμένη, τον 14ο αιώνα φαίνεται ότι ηχούσε παράδοξα. Γιατί να θέλει κανείς να κοιτάξει τη φύση αντί να ζήσει μέσα της; Τι κρύβεται άραγε πίσω από αυτή την πρωτόγνωρη επιθυμία; Ο πρώτος που αναρωτιέται και ταλαντεύεται είναι ο ίδιος ο ποιητής. Για να καταλάβει λοιπόν τί του συμβαίνει, καταγράφει τις σκέψεις του σε μια επιστολή που την απευθύνει σε έναν μοναχό. Στις αντιφάσεις της αναγνωρίζει κανείς τους σπασμούς του μεσαιωνικού κόσμου που, στη χαραυγή της αναγέννησης, εκπνέει. Ωστόσο, η απώλεια της μεσαιωνικής συνείδησης ανανεώνει μοιραία και τον τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας: η φύση μπορεί πλέον να γίνει αντιληπτή όχι ως θρησκευτικό βίωμα αλλά ως κοσμικό τοπίο. Εδώ έγκειται και η σημασία της παρούσας επιστολής πέρα από υψηλής αξίας λογοτεχνικό κείμενο, αποτελεί και την ιδρυτική πράξη της δυτικής τοπιογραφίας.

Ο τόμος περιέχει τα κείμενα:
- Jerome Verain, Εισαγωγή: στον ανάλαφρο αέρα των ποιητών
- Πετράρχης, Η ανάβαση στο όρος Βεντού
- Νίκος Δασκαλοθανάσης, Επίμετρο Ι: Πετράρχης και Posteritati
- Jerome Verain, Επίμετρο ΙΙ: η ζωή του Πετράρχη
2.  Dalrymple, William: Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου
Εκδότης: ΩΚΕΑΝΙΔΑ
Ημερομηνία Έκδοσης: 12/2000
Σελίδες: 637
ISBN: 9789604101795
Την άνοιξη του 587 μ.Χ. δυο καλόγεροι, ο Ιωάννης Μόσχος και ο μαθητής του Σοφρώνιος ο Σοφιστής, ξεκίνησαν να διασχίσουν ολόκληρη την τότε βυζαντινή αυτοκρατορία, από τις ακτές του Βοσπόρου ώς τους αμμόλοφους της Αιγύπτου. Σκοπός τους να συλλέξουν τη σοφία των μοναχών της ερήμου, των Αγίων Πατέρων της βυζαντινής Ανατολής, προτού ο εύθραυστος κόσμος τους -εμφανώς σε κατάσταση προχωρημένης ήδη διάλυσης- καταστραφεί οριστικά και εξαφανιστεί. Απόσταγμα του ταξιδιού τους ήταν το Λειμωνάριο, ένα βιβλίο που σήμερα κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ως το αριστούργημα της βυζαντινής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Δεκατέσσερις αιώνες αργότερα, ο Oυίλιαμ Νταλρίμπλ ξεκινάει από το Άγιο Όρος το ίδιο ταξίδι με οδηγό τον Μόσχο. Σκοπός του είναι αυτό που καμιά μελλοντική γενιά ταξιδιωτών δεν θα μπορεί να πραγματοποιήσει: ν” αντικρίσει, όπου αυτό είναι ακόμη δυνατόν, ό,τι αντίκρισαν ο Μόσχος και ο Σοφρώνιος, να κοιμηθεί στα ίδια μοναστήρια, να προσευχηθεί κάτω από τις ίδιες τοιχογραφίες, ν” ανακαλύψει τι απέμεινε και να καταγράψει την τελευταία αναλαμπή του Βυζαντίου.
Σημείωση: Αυτό το βιβλίο ξαναδιαβάστηκε!
3.  Horst Dietrich Preuß, Θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης, ΒΒ 49, επιμέλεια-μετάφραση Ι. Μούρτζιου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2011
 
Στο έργο αυτό πραγματοποιείται μια επισκόπηση των παλαιοδιαθηκικών ομολογιών πίστης και καταδεικνύεται η σημασία που αυτές έχουν για το σύνολο της βιβλικής θεολογίας. Επιπλέον λαμβάνεται υπόψη και το περιβάλλον του Ισραήλ, εκείνο της αρχαίας Εγγύς Ανατολής. Όλη η παλαιοδιαθηκική μαρτυρία σχετικά με το Θεό εξαρτάται άμεσα από την πράξη της εκλογής του λαού του Ισραήλ από τον Γιαχβέ και από τη δέσμευσή του απέναντί του. Ο Γιαχβέ επιλέγει το λαό του και δεσμεύεται σε μια κοινωνία με αυτόν. Στον πρώτο τόμο εξετάζονται οι μαρτυρίες για το γεγονός της εξόδου και του Σινά. Επίσης τίθενται τα ζητήματα του δικαίου και του νόμου του Ισραήλ, του ονόματος, της ιδιαιτερότητας, της δράσης και της επίδρασης του Θεού μέσα στην αποκάλυψη.
Στο δεύτερο τόμο εξετάζονται οι συνέπειες και τα επακόλουθα που προέκυψαν για τον Ισραήλ μέσα από αυτές τις εμπειρίες πίστης. Αυτές σχετίζονται με τις αφηγήσεις των Πατριαρχών, της βασιλείας, τη Σιών, τους ιερείς και τους προφήτες. Επίσης εξετάζεται πώς αυτές οι εμπειρίες πίστης αναπτύχθηκαν και επηρέασαν περαιτέρω την ανθρωπολογία, την ηθική, τη λατρεία, κλπ.
Σημείωση: Ένα σπουδαίο βιβλίο που καλύπτει ένα μεγάλο κενό στη βιβλική βιβλιογραφία. Θερμά συγχαρητήρια στον αγαπημένο φίλο Αναπληρωτή Καθηγητή του ΑΠΘ κ. Ιωάννη Μούρτζιο, που μας έδωσε την ευκαιρία να το γνωρίσουμε!
4.  Το νέο τεύχος του Δελτίου Βιβλικών Μελετών (ΔΒΜ)
 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πολιτισμική ανθρωπολογία και Βίβλος Προλογικό σημείωμα (Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος)     7
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΕΪΚΟΥ Πολιτισμός ή πολιτισμοί; Νέα προβλήματα σε παλιούς ορισμούς   11
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΡΑΒΒΑ Να μην ξεχάσω να θυμηθώ: Πολυπολιτισμικές πρακτικές που ξορκίζουν το κακό      21
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΝΟΣ Πολιτική, πολιτισμός και μειονοτικά δικαιώματα στα μετα-κομμουνιστικά Βαλκάνια. Μια ανθρωπολογική προσέγγιση     35
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΣ  Το κοινωνικό φαινόμενο της πατρωνίας ως υπόβαθρο κατανόησης του 2 Θεσ. 3,10: ει τις ου θέλει εργάζεσθαι μηδέ εσθιέτω    47
ΛΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ. ΠΑΣΣΑΚΟΣ Η «σχετικοποίηση» του αρχέγονου χριστιανικού κηρύγματος από τον απόστολο Παύλο. Ακαδημαϊκές ιδεοληψίες και η μαρτυρία των πηγών   56
ΖΩΗ ΤΕΡΛΙΜΠΑΚΟΥ Κοινωνιολογική προσέγγιση των διηγήσεων του πολλαπλασιασμού των άρτων μέσω της τροφής     63
¤¤
ΕΛΕΝΗ ΣΟΥΜΑΝΗ Η Εξαήμερος κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας. Έλλογη αιτία και φυσική τάξη        81
Βιβλιοκρισίες
Βασίλειος Α. Τσίγκος, Θεσμική και χαρισματική διάσταση της Εκκλησίας. Η ενότητα χριστολογίας και πνευματολογίας στην εκκλησιολογία Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010 (Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος)     95
Απόστολος Παύλος και Κόρινθος: 1950 χρόνια από τη συγγραφή των Επι­στολών προς Κορινθίονς. Ερμηνεία – Θεολογία – Ιστορία Ερμηνείας – Φι­λολογία – Φιλοσοφία – Εποχή, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου (Κόρινθος, 23-25 Σεπτεμβρίου 2007), επιστημονική οργα­νωτική επιτροπή: επικεφαλής Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, εκδ. επιμ. Κωνσταντίνος I. Μπελέζος συνεργία Σωτηρίου Σ. Δεσπό­τη και Χρήστου Κ. Καρακόλη, Ψυχογιός, Αθήνα 2009, 2 τόμ. (π. Κωνσταντίνος Παπαθανασίου)    98
Jodi Magness, Stone and Dung, Oil and Spit. Jewish Daily Life in the Time of Jesus, Eerdmans, Γκραντ Ράπιντς 2011 (Μόσχος Γκουτζιούδης)     103

 

Βιβλικός στοχασμός
Ενδιαφέρουσα ερμηνεία του Δ’ Ευαγγελίου από Ινδό διανοούμενο με τη μέθοδο του «κάθετου συλλογισμού» (Ραβί Ραβίντρα)     108
Η Βίβλος στη σχολική αίθουσα
Η διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με εφαρμογές των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας (Νικόλαος Παύλου)     117
Χρονικά
Διεθνής συνάντηση της Society of Biblical Literature, Λονδίνο, 3-7 Ιουλίου 2011 (Αικατερίνη Γ. Τσαλαμπούνη)    122
Συνάντηση της European Association for Biblical Studies, Θεσσαλονίκη, 8-11 Αυγούστου 2011 (Αικατερίνη Γ. Τσαλαμπούνη)    122
Διεθνές συνέδριο για την ερμηνευτική των βιβλικών κειμένων, Βηθλεέμ, Παλαιστίνη, 8-12 Αυγούστου 2011 (Ελένη Κασσελούρη-Χατζηβασιλειάδη)     123
Ετήσιο συνέδριο της Society of Biblical Literature, Σαν Φρανσίσκο, 19-21 Νοεμβρίου 2011 (Χρήστος Καρακόλης)     124
5.  Λούντβιχ Βιττγκενστάιν (Ludwig Wittgenstein):  Στοχασμοί
Μετάφραση: Κωστής Κωβαίος
Εκδόσεις: Στιγμή, 2007 Σελίδες:136
 Η συγκεκριμένη συλλογή έρχεται να φωτίσει μιαν άλλη πλευρά του Βιττγκενστάιν: εκείνη του λογοτέχνη. Υποστηρίζεται ευρέως ότι η γερμανική του πρόζα αποτελεί σπουδαία συνεισφορά στα αυστριακά γράμματα. Ωστόσο η ομορφιά των στοχασμών του δεν οφείλεται σε κάποια ιδιομορφία του λόγου του (εκτός ίσως στην απέριττη, δωρική, θα έλεγε κανείς, έκφραση), αλλά πηγάζει από το βάθος και το βάρος των σκέψεων που εκφράζονται με τη συγκεκριμένη πρόζα. Οι ιδέες που κλείνονται μέσα σε αυτούς τους στοχασμούς είναι μεγάλες, καινοφανείς, ανατρεπτικές, χαριτωμένες και συχνά με μιαν αδιόρατη αίσθηση του χιούμορ.
6. Λούντβιχ Βιτγκενστάιν: Το μπλε και το καφέ βιβλίο. Προεισαγωγικές μελέτες για τις φιλοσοφικές έρευνες
Εκδότης: Καρδαμίτσα
Μετάφραση:  Κωστής Κωβαίος
Σελίδες:  318
Ημ. Έκδοσης: 2008
Οι βασικές προτάσεις και κύριες θέσεις (και αυτού) του έργου του Βιτγκενστάιν μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω:
Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν.
Το γεγονός, είναι η ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων.
Κάθε σκέψη είναι μία λογική εικόνα των γεγονότων.
Η σκέψη είναι μια πρόταση με νόημα.
Η πρόταση είναι μια συνάρτηση αλήθειας των στοιχειωδών προτάσεων.
Η γενική μορφή της συνάρτησης αλήθειας είναι .
Για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς θα πρέπει να σωπαίνει.

Ο βάτραχος κι ο χάρος

Έχοντας πια απωλέσει εκείνη τη βούληση των διαφωτιστών που ήταν ικανή να ανιχνεύει ερμηνευτικά τα πράγματα, μέσα μας αρχίζει να αυξάνεται μια αμηχανία που στη συνέχεια θα γίνει ένα είδος νεύρωσης, μιας νεύρωσης που δεν αφορά πλέον τον εαυτό μας αλλά τη χώρα της Ελλάδας˙ η τελευταία, ιδωμένη ως θηλυκό, φαντάζει σαν μια κοπέλα που αγαπιέται από δύο νεαρούς, όπου ο ένας πρόκειται να γίνει δικαστής και ο άλλος τρομοκράτης.

Έτσι, η κρίση καλά κρατεί, τόσο στα πορτοφόλια όσο και στα μυαλά μας. Απ” την άλλη, ενώ όταν κάθεσαι στην καρέκλα νιώθεις πως εσύ αποκλείεται να έχεις ποτέ άδικο, όταν ωστόσο κοιτάς απ ̉  το παράθυρο σκέφτεσαι πόσο τα δίκαια έχουν υπερπολλαπλασιασθεί. Χμ! Μήπως τελικά όποιος δεν αμφιβάλλει, να σημαίνει ταυτόχρονα ότι γίνεται και επικίνδυνος;

Η επικινδυνότητα ενός ανθρώπινου ζώου συνίσταται στη δυνατότητά του να ατενίζει την πραγματικότητα ως ένα συμπαγή τοίχο από ατσάλι, δίχως την παραμικρή ρωγμή. Δεν χωρά αμφιβολία ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε μ” ένα εσωτερικής φύσεως αδιέξοδο που καλείται υπαρξιακό˙ τότε, λοιπόν, η ευφυΐα του εν λόγω ζώου παύει να ασκείται, κι αυτό επειδή δεν προκαλείται, καθώς, όπως βρίσκεται αντιμέτωπο με μια ατσάλινη πραγματικότητα που δεν παρουσιάζει ούτε ίχνος ρωγμής, αρχίζει να μεταμορφώνεται με ρυθμό αργόσυρτο σε ένα ον ανάπηρο να υποψιαστεί αν υπάρχει κάποιο μυστήριο απ ̉  την άλλη πλευρά του τοίχου.

Για κάθε ενδεχόμενο, πάντως, το 2020 μ.Χ. στο κέντρο της Βαρκελώνης και σε απόσταση λίγα μέτρα από το ναό της Sagrada Familia, ο άνθρωπός μας δεν λησμονεί να πάρει τα απαραίτητα μέτρα υγιεινής: αλητεύει συχνά-πυκνά γελώντας μέσα σε σκοτεινά μονάχα σοκάκια, και, χωρίς να νοσταλγεί κάποια πατρίδα, δηλαδή κάποιο υπαρκτό τόπο με αγαπημένα πρόσωπα. Μοναδική του έγνοια είναι να ξετρυπώσει μία έστω ελάχιστη ρωγμή τοίχου ώστε να μπορέσει ελεύθερα μέσα απ ̉ αυτήν να φωνάξει ένα ναι ή ένα όχι, που να είναι όμως εντελώς δικό του. Πάνω του κρατά συνεχώς ένα βιβλιαράκι, τους «Παρ ̉ ολίγον διαλόγους», του Antonio Tabucchi: πρόκειται για διαλόγους με κάποιον που δεν μπορεί να απαντήσει.

Η βλακεία – κι όλα τα παράγωγα της όπως ανοησία, αμαρτία, αποτυχία, κ.τ.λ. – προβάλλει σαν μία μικρή και ασήμαντη μπαλίτσα χιονιού που κατεβαίνει από το βουνό και που σιγά σιγά γίνεται τεράστια και σε πλακώνει. Μέχρι να συμβεί όμως αυτό, το βλέμμα σου, φίλε αναγνώστη, έχει σταματήσει πάνω στην αρνητική πλευρά της ζωής, αυτήν που ονομάζουμε mal du monde. Οπότε, με χαρακτηριστική ευκολία ξεχνάς ότι πολιτική , ίσως,  σημαίνει να ζω στηρίζοντας τη ζωή˙ ποια ζωή όμως; Εκείνη που αφορά τη συνήθεια να αλλάζεις απλά κρεβάτι σε έναν αποστειρωμένο θάλαμο νοσοκομείου, ή, μήπως εκείνη που αφορά την τόλμη να εμπλακείς σε περιπετειώδεις διαδικασίες αλχημείας; Δική σου η απόφαση. Πάραυτα, και δίχως να θέλει να αναλάβει κάποιο ρίσκο, κάποια ψυχή παραμένει ερμητικά στενό-χωρη και μονολογεί: – Θέλω να γνωρίζω αλλά όχι να μετέχω˙ με αποτέλεσμα, τα περισσότερα πράγματα (γι” αυτήν) να μην αξίζουν τον κόπο.

Επομένως, αν για την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, η κόλαση αντιστοιχεί (οντολογικά) σε τρόπο και όχι τόπο υπάρξεως – υπό την έννοια ότι μη σχέση με τον συνάνθρωπο σημαίνει μη σχέση και με το θεό – μήπως έφθασε η ώρα για να διερωτηθούμε επιτέλους τι λογής θεό εμπιστευόμαστε; Ειδάλλως, ας το πάρουμε απόφαση ότι το δυσκολοχώνευτο εν Χριστω άθλημα της αγάπης θα συνεχίσει να μεταβάλλεται εσαεί σε εύθραυστο theatrum mundi, ωθώντας έτσι αφενός, τους θεολόγους να επικαλούνται μπρος στον Χάρο τη φράση του Λουκιανού «δεν θα πάρεις τίποτα από αυτόν που δεν έχει«, και αφετέρου, τους βιολόγους να ευελπιστούν πως ο άνθρωπος θα αποδειχθεί λίγο πιο έξυπνος και πιο ενεργός από τον βάτραχο, δεδομένου ότι τον τελευταίο μπορούμε να τον σιγοβράσουμε αγόγγυστα (δηλ. χωρίς να αποδράσει ο βάτραχος) σε μια κατσαρόλα.

Εύγε! Ως εκ τούτου, η στενόχωρη κυρία που καλείται ψυχή, επειδή αναπνέει διαρκώς σε θερμοκρασία καύσωνα, αποζητά ένα ποτήρι νερό για να ξεδιψά αντί να ψάχνει να βρει τρόπο να γίνει η ίδια μια δροσερή ύπαρξη˙ συνακόλουθα, ενώ φθάνει στο σημείο να απορρίπτει άλλες δροσερές υπάρξεις ούτως ώστε να νιώθει καλύτερα ο εαυτός της, ξεχνά πως το πρόσωπό της – για να υφίσταται – έχει ανάγκη από τη σχέση με το προς-όψιν (πρόσωπο) μιας άλλης ψυχής-ύπαρξης. Πιθανόν, όσον αφορά την εν λόγω κυρία, να έχουμε να κάνουμε με μια εν δυνάμει αυτόχειρα παρθένα, η οποία αν και αποκαθαρμένη από όλη την κόπρο που έθρεψε το ρόδο της ζωής, αδυνατεί να συνειδητοποιήσει πως η κόπρος καθαίρεται αλλά το ρόδο διαφυλάσσεται˙ γι” αυτό και προτιμά, αστόχαστα υποθέτουμε, την αναιμική κόπρο της μοναξιάς (κόλαση) από το αγκαθωτό ρόδο της ζωής (παράδεισος). Όντας αποξηραμένα φυτά εσωτερικού χώρου, αδυνατούμε (οντολογικά) να προβούμε σε κάποια πράξη επιλογής. Άρα, αποδεικνύεται αναληθής εκείνη η φιλοσοφική θέση που λέει ότι, δυσαρέσκεια με κάτι σημαίνει αξιολογική προτίμηση του αντιθέτου του. Πάντως, τα προς διάθεση στόμια του ανθρώπινου corpus αρκούν για τις όποιες αντιλειτουργικές φλυαρίες του˙ κι αυτό προς επίρρωση του γεγονότος πως το εσωτερικό μας περιβάλλον, το οποίο φαίνεται να παράγει μία σιωπή απορριμματοφόρα, έχει καταστεί οιονεί conservation religionis.

Βγαίνοντας ο άνθρωπός μας από τον εσπερινό της αγάπης κι ενώ βαδίζει προς το hostel του (ένα φθηνιάρικο χώρο διανυκτέρευσης), αναπολεί τα λόγια του αποστόλου Παύλου: Δεν στοχεύουμε σ ̉ αυτά που φαίνονται, αλλά σ ̉ αυτά που δεν φαίνονται. Μη γίνεστε δούλοι ανθρώπων. Κι όμως, του είναι δύσκολο να χαμογελάσει συγκαταβατικά, διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι οι γύρω του άνθρωποι, ακόμα και οι δίκαιοι, δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν σήμερα μόνο μέσω της πίστεως τους, καθότι το απόρθητο φρούριο της λογικής που διαθέτουν δεν αφήνει να εισχωρήσει μέσα στην καρδιά τους παρά απειροελάχιστες στάλες αγάπης με τη μορφή σκουληκιού, κι ας εξισώνεται – σύμφωνα με ένα χειρόγραφο της κοινότητας του Κουμράν – το προαναφερθέν πλασματάκι με τον άνθρωπο εξαιτίας της αμαρτωλότητας του τελευταίου.

Στο δωμάτιο του hostel ο άνθρωπός μας ξεφυλλίζει ένα βιβλίο που ̉ χει βρει κάτω από το μαξιλάρι του, ξεχασμένο μάλλον από προηγούμενο ταξιδιώτη, με τον τίτλο Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας, όταν κάποια στιγμή τραβά τη ματιά του η παρακάτω υπογραμμισμένη φράση: « Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις, την αναγνωρίζεις ˙ κι αυτό γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα, όταν είσαι κοντά της ή μαζί της ». Αίφνης, μελαγχολεί, κι ύστερα σιγοψιθυρίζει: Πριν από όλα υπήρχε ο Λόγος, μετά εμείς στη μέση, το τέλος άραγε πού να είναι; Ούφ! Σε λίγα λεπτά αφήνει το hostel για να κατευθυνθεί προς ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο με σκοπό να πάρει ένα ελληνικό παραμύθι, όχι με βάτραχο ή με Χάρο, αλλά κάποιο σχετικό με σπίρτα και όνειρα, κάτι δηλαδή ανατρεπτικά αισιόδοξο, με τίτλο Μην κλαίς, κοριτσάκι. Το όνομα του hostel είναι Cool και ο άνθρωπός μας ονομάζεται Ιησούς.

 

 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΖΙΩΓΑΣ

Βιολόγος-φοιτητής Θεολογίας ΑΠΘ

 

 

Ρωμιές στη Χώρα του Παπαδιαμάντη

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στο επίκεντρο της  παπαδιαμαντικής δημιουργίας εξέχουσα σημασία καταλαμβάνουν οι γυναίκες, οι Ρωμιές ,κατά τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, οι οποίες έχουν κατακτήσει το δικό τους κοινωνικό ρόλο και θέση στην τότε κοινωνία που ζουν, δημιουργώντας έτσι έναν κατάλογο με μορφές και χαρακτήρες, ίσως αρκετά διαχρονικό και συνυφασμένο με τούς σημερινούς τύπους γυναικών. Πώς άραγε θα ήταν η πνευματική του δημιουργία χωρίς την παρουσία αυτών των ηρωίδων; Ποια  ήταν η σχέση του μαζί τους;

Γράφει ο Κώστας Βάρναλης στο «Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά»: «Όταν τις νύχτες του χειμώνα στην τρώγλη του και τα πρωινά του καλοκαιριού κάτου από τα πεύκα της Δεξαμενής έδενε τα χέρια του απάνου στην κοιλιά του κ’ έγερνε ….το κεφάλι του στον αριστερό του τον ώμο ο “κοσμοκαλόγερος” Παπαδιαμάντης κι αναπολούσε τα περασμένα της “αμαρτωλής” ζωής του, τι μεγάλες τύψεις και τι πόθοι εξιλασμού ταράζανε τον εσωτερικό του κόσμο! Και ποια ήταν τα “κρίματά του”! Κάποια Παρασκευή θα έφαγε ψάρι (“επτωμοφάγησεν”, όπως θα έλεγε ο ίδιος), κάποιο πρωί του Αυγούστου θα μπήκε μ’ άλλα παιδιά σε ξένο αμπέλι κι έκλεψε σταφύλια, ή όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών, ο οφθαλμός του εσκανδαλίσθη κ’ η καρδιά του φτεροκόπησε βλέποντας άξαφνα τη γειτονοπούλα μ’ ανασκουμπωμένα μανίκια και γυμνό λαιμό να κάνει μπουγάδα στην αυλή .

     Αλλά ίσως να είχε κάμει και “αδικία” σε κάποια κοπέλα! Να. όπως στο περιστατικό με το Μιλτιάδη Μαλακάση στη Δεξαμενή, όπου τον πλησίασε σκυθρωπός και μαζεμένος ο κυρ Αλέξανδρος. “Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο”! Ο κυρ Αλέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος: “Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;”. “Ευχαρίστως, αλλά τι τη θες;”. “Πέθανε η τάδε…Την είχα “αδικήσει”. Και τώρα θέλω να πενθήσω ”! Θα φαντάζεται κανείς τι μεγάλο “αδίκημα” της είχε κάνει! Τουλάχιστο την απάτησε κι ύστερα την εγκατάλειψε…Κι όμως το “αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο- έτσι το ένιωθε! Όταν ήτανε δώδεκα χρονών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη- Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα…Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί. Αλλ’ ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο «βάραθρο της ακολασίας»! Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα. Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό. Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κ’ είδε την κοπέλα να..γδύνεται! Αυτό ήταν το μεγάλο “αδίκημά” του, Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο. Αλλά τώρα πηγ’ επίτηδες. Και “ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού”, γράφει ο Βάρναλης με αγαθήν “ειρωνία”.(Κ. Βάρναλης, Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά, εκδ. Κέδρος).

     Οι μορφές γυναικών που σκιαγραφεί ο Παπαδιαμάντης, μη φανταστείτε ότι διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τις σημερινές. Πρόκειται για χήρες, γραίες, καλλίκομες, ευσταλείς και νεοδρεπείς νεάνιδες, νεαρά κορίτσια γεμάτα όρεξη για ζωή, πτωχές κόρες απλοϊκές, παντρεμένες με οικογενειακά άχθη, ορφανές όπως η Σοφία και η Λουκρητία, η Νταντώ κ.α Στο διήγημα «Θέρος-έρος», προβαίνει σε μια από τις γλαφυρότερες περιγραφές του, απαριθμώντας τις χάρες της έφηβης Ματούλας: «Υπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγε τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου. Η κόμη επέστρεφε το μέτωπόν της ως ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός και οι οφρύες της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού».

     Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάναστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήταν νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει μαγική, η ναύς των ανείρων…».περιγράφει τη Μοσχούλα στο Ονειρο στο κύμα.
     Ιδιαίτερης μνείας, από την άλλη πλευρά, αξίζει το πλήθος των γραίων και χηρευουσών που με επιτηδευμένη σκηνοθεσία ο Παπαδιαμάντης έχει ενσωματώσει στην σκιαθίτικη κοινωνία. Μέσω της παπαδιαμαντικής ευρηματικότητας αυτές οι γραίες, και όχι μόνο, αντιπροσωπεύουν τη γυναικεία επιδεξιότητα, χαρισματικότητα και ευελιξία στους καθημερινούς γυναικείους χειρισμούς, αποκτώντας ίσως επάξια τα ηνία μιας υπολανθάνουσας μητριαρχικής κοινωνίας, χρήζοντας εαυτούς ηγήτορες φεμινιστικών κινημάτων.
     Πέρα όμως από την οικογενειακή κατάσταση, ενδιαφέρουσα είναι και η κοινωνική ιδιότητα που φέρει η καθεμιά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αποσώστρα, μια γυναίκα που καταφέρνει να ξεπεράσει το βαρετό της καθημερινότητας αλλά και το βαρύ πεπρωμένο του παρελθόντος της με το δηκτικό αλλά και λακωνικό σχολιασμό των συντοπιτών της.
     Οι γυναίκες κυριαρχούν με το δικό τους περίεργο τρόπο, χωρίς να έχουν υποστεί κάποια ιδιαίτερη μετατροπή από το δημιουργό τους. Απλά,  ξεδιπλώνουν όλες τις πτυχές τη ζωή τους μέσα στο συνηθισμένο, καθημερινό γίγνεσθαι, βγάζουν τα ενδόμυχα τους με τις περίεργες σκέψεις που κάνουν, αφήνοντας έτσι κάπου- κάπου μια γεύση οικειοθελούς υποδούλωσης και υποταγής στον καθωσπρεπισμό και την κοινωνική επιταγή που τις κρατά πάντα ένα βήμα πίσω.
     Ο Παπαδιαμάντης, ξεδιπλώνοντας αυτό το πολύπτυχο των γυναικείων χαρακτήρων, εγκαινιάζει τη φιλογυναικεία λογοτεχνία μολονότι οι σχέσεις του με τις γυναίκες είναι ιδιότυπες, περίπλοκες και συχνά αντιφατικές: σχέσεις αγάπης, φόβου, συμπόνιας, αποστροφής και κατανόησης, ανομολόγητου έρωτα και ομολογουμένης απόρριψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τ’ Αστεράκι που καταφέρνει ίσως να αγγίξει τις ιδιαίτερες χορδές του πεζογράφου, και πάλι μέσα από το όνειρο. Δε στιγματίζει την αμαρτωλή γυνή, στηλιτεύει, όμως, την ψευτομετάνισσα, και στο πρόσωπό της στηλιτεύει ευθαρσώς την άκρατη υποκρισία που ελλοχεύει στους κόλπους την θρησκευόντων. Στηλιτεύει το ναρκισσισμό της πίστης και τη λανθάνουσα υπερηφάνεια, την αλαζονεία κάποτε και την αυτοπροβολή, μα πόσο εύκολο είναι κανείς να αυτοθαυμάζεται και να αυτοθωπεύει την άκρατη συγκατάβαση.

Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις που οι γυναίκες προκαλούν στον Παπαδιαμάντη παραμένουν συνήθως κρυμμένα πίσω από μία μοναχική και προσηλωμένη θρησκευτικότητα, η οποία δεν πρόσφερε πολλά περιθώρια σ” αυτούς που θα επιθυμούσαν, ίσως, να διερευνήσουν αυτό το κομμάτι του εαυτού του, ενόσω ακόμα ζούσε. Αρκετοί το επιχείρησαν αργότερα, αρκέστηκαν, όμως, στην προσπάθεια αποκάλυψης μιας μόνο πτυχής της στάσης του Παπαδιαμάντη απέναντι στις γυναίκες, της ερωτικής, μη υποψιαζόμενοι, προφανώς, την ευρύτητα και το βάθος αυτής της στάσης, μας αναφέρει πολύ πετυχημένα η κ. Γκασούκα που εξειδικεύεται στο φυλετικό ζήτημα. Δεν αρκεί όμως να αναλύσουμε μόνο τη στάση του πεζογράφου στο ερωτικό θέμα, παραβλέποντας τη συμβολή αλλά και το δεσπόζοντα ρόλο του γυναικείου χαρακτήρα στην υπόλοιπη δημιουργία του.

     Επιστρέφοντας στον κοινωνικό ρόλο των γυναικών, μια, πιστεύω, κατόρθωσε να πάρει τον κύριο αλλά και καίριο πρωταγωνιστικό ρόλο, η Φόνισσα. Η κοινωνική διάσταση της φόνισσας, ως μιας γυναίκας που λειτούργησε για πρώτη φορά αυτοβούλως παίρνοντας το νόμο στα χέρια της, ίσως θα έπρεπε να παραλληλιστεί με μια άλλη ηρωίδα , τη Χαρμολίνα,  μια παραλλαγή της φόνισσας  απαλλαγμένης από το φονικό αλλά συνοδευόμενης πάντα από την απόγνωση και την βασανισμένη αυτοσυνειδησία.

Η Χαρμολίνα είναι η παθητική πλευρά, η ηθογραφική διάσταση της Φόνισσας. Η γυναίκα των «συνήθων αμαρτημάτων», της ανάγκης και της υπηρεσίας που λίγο θα ξεχώριζε από το κοινό βόσκημα, αν δεν υπήρχε ο άλλος κόσμος, η δικαίωση της υπηρεσίας, επίγεια προτύπωση του οποίου είναι το μοναστήρι. Ώστε δεν είναι τυχαίο, αν ο Παπαδιαμάντης δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να τονίσει τη ριζική αντίθεση μεταξύ κοινότητας και συμβατικής κοινωνίας, της «μεγάλης κεντρικής γαστέρας» της «ώτα ουκ έχουσας». Ούτε είναι τυχαίο ότι οι εκπρόσωποι του ανεξάρτητου Ελληνικού βασιλείου απεικονίζονται ως καρικατούρες ανθρώπων, ως ανέκφραστοι πλην αλύγιστοι φορείς διαταγών. Η δήθεν ατομική ελευθερία τους δεν γνωρίζει την εσωτερική σύγκρουση. Αντίθετα, οι άνθρωποι της αποπνικτικής κοινότητας μπορούν να αντέξουν τα θανάσιμα αμαρτήματα της Φραγκογιαννούς, επειδή διέπονται από την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι αυτό που είναι και όχι αυτό που γίνεται με τις πράξεις του. Αλλά το να είσαι, έστω και ασυνειδήτως, δεν απαιτεί λιγότερη ελευθερία από το να γίνεις.

Όσο αφορά το πρώτο του μυθιστόρημα «Η μετανάστις» (1879-1880), και το διήγημα «Γυνή πλέουσα» (1905) μαζί με την προαναφερθείσα φόνισσα (1903) παρατηρούμε τα εξής. Σε αυτά πρωταγωνιστούν τρεις τύποι γυναικών που ενώ σε μια πρώτη εκτίμηση φαίνονται σαν εντελώς διαφορετικές, με μια προσεκτικότερη εξέταση αποδεικνύεται πως είναι δυνατό να αποτελούν ένα και μόνο γυναικείο πρόσωπο, το οποίο αλλάζει όχι ως προς τη γυναικεία φύση του, αλλά ως προς τη στάση του απέναντι στο κοινωνικό, δηλαδή το ανδρικό, περιβάλλον. Στο πρώτο έργο παρουσιάζεται μια ξεκάθαρη εικόνα της γυναίκας-θύματος, δηλαδή της τυπικής εικόνας της ιδανικής γυναίκας, η οποία κυριαρχούσε στα μέσα του 19ου αιώνα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Πρόκειται για τη γυναίκα που ζει σαν μια οικιακή μοναχή, με σκοπό της ζωής της να υπηρετεί έναν άνδρα -συνήθως πατέρα ή σύζυγο-, με μοναδική μοίρα της το γάμο ή το θάνατο. Αυτή ακριβώς είναι η μοίρα της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, η οποία πεθαίνει από μαρασμό, όταν την εγκαταλείπει ο αρραβωνιαστικός της, που πίστεψε στη συκοφαντία πως η Μαρίνα πριν από αυτόν είχε αγαπήσει κάποιον άλλον.
Η Φραγκογιαννού στη Φόνισσα ανατρέπει δυναμικά την παραπάνω ανδροκρατούμενη στερεότυπη εικόνα της γυναίκας: αφού κατορθώνει να επιβιώσει αναπτύσσοντας μια οικονομία της συμπεριφοράς, η οποία αποτελεί καρπό της επιτυχημένης προσαρμογής της στις απαιτήσεις της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ξαφνικά «ψηλώνει ο νους της» και επαναστατεί με έναν τρόπο που δεν αμφισβητεί απευθείας και προκλητικά τους ισχύοντες κανόνες, αλλά τους υπονομεύει καταλυτικά μέσα από μια κλιμάκωση εκείνης της αποτελεσματικής οικονομίας της συμπεριφοράς και της δράσης της: η Φραγκογιαννού δεν προσπαθεί να ανατρέψει τους κανόνες, αλλά να προσαρμοστεί σε αυτούς -με τη διαφορά πως δεν το κάνει υπάκουα, πειθήνια ή δουλικά.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Καραβοκυρού στο διήγημα «Γυνή πλέουσα», η οποία αποτελεί μια τελική σύνοψη των πιθανών στάσεων της γυναίκας απέναντι στην κοινωνία των ανδρών. Η στάση της συνδυάζει την υπακοή τής Μαρίνας με τη βίαιη αντίδραση της Φραγκογιαννούς. Ο συνδυασμός, ωστόσο, αυτός παρουσιάζεται από τον Παπαδιαμάντη να πραγματοποιείται με έναν τρόπο θεατρικό, με μια επίφαση δραματικής συμπεριφοράς: η Καραβοκυρού απαλύνει τη λανθάνουσα δυσαρέσκεια από τη ζωή της πίνοντας κρασί και μεθώντας, ενώ παράλληλα κρύβει επιμελώς από τον άντρα της αυτή τη συνήθειά της. Και όταν ο τελευταίος το μαθαίνει και απειλεί πως θα την εγκαταλείψει, αυτή επιχειρεί μια αυτοκτονία που ουσιαστικά είναι εικονική. Με τον τρόπο αυτόν ο Παπαδιαμάντης, ύστερα από είκοσι έξι χρόνια, ανακαλεί τη λανθάνουσα, αλλά ουσιαστική αυτοκτονία της Μαρίνας μέσα από μια θεατρική συμπεριφορά που ειρωνεύεται καταλυτικά τα ανδρικά στερεότυπα.

     Πέρα όμως από τη φόνισσα, υπάρχουν και οι Αχτίτσες οι Συρραχίνες, οι Κουμπίνες και πλείστες άλλες γυναίκες ,που καταθέτουν την ψυχή και το είναι  τους στην υπηρεσία των οικείων προσώπων τους, με μόνη ανταμοιβή την ηθική ικανοποίηση αλλά και πρωτίστως την πεποίθηση ότι έτσι είναι η ζωή και συνεπώς η μοίρα τους. Μια μοίρα που δεν επέλεξαν οι ίδιες, μια ζωή στη οποία δεν πρόλαβαν να καταθέσουν τα όνειρα τους, δεν άφησαν το χρόνο να γίνει σύμμαχος τους παρά εχθρός σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που πάντα συναινούσε στο απόμακρο, επιτακτικό και αποπνικτικό γι’αυτές μη αφήνοντας περιθώρια αντίδρασης.

Συνυφασμένο άμεσα με το θέμα των γυναικών είναι το θέμα της προίκας των κοριτσιών, ένα πραγματικά μεγάλο βάσανο για τους γονείς. Από μια απλή γονική προσφορά μεταβάλλεται και παρουσιάζεται στο έργο σαν κοινωνικός θεσμός .Ο εύκολος αυτός τρόπος πλουτισμού των αντρών, λειτουργούσε ψυχαναγκαστικά έως και εκβιαστικά στις οικογένειες των κοριτσιών και είχε άμεση εξάρτηση στο κατά πόσο είναι πιθανό να παντρευτεί ή όχι μια γυναίκα(Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, αδιάφορον. Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τα έκλειε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον.). Από την στιγμή της γεννήσεως ενός κοριτσιού, οι γονείς έπρεπε να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τον τρόπο που θα αποκτήσουν την απαραίτητη προίκα για το παιδί τους. Υπό αυτή τη μορφή, η προίκα είχε και μια άλλη κοινωνική επίπτωση: διέλυε και αποσάθρωνε τις μικρές αγροτικές οικογένειες. Ήταν επομένως ανεπιθύμητη η γέννηση θηλυκών από τους φτωχούς γονείς (Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια!… Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήταν να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση -θε μ’ σχώρεσέ με!-. Ας ήτο και παλληκαροβότανο).(archive.gr)

     Έντονη η αναφορά στις σεβάσμιες, πονεμένες γραίες. Όντα μαγικά, αγέρωχα, μυστηριώδη, πλασμένα πάντα σε μια άκρατη θρησκευτικότητα, ουραγό πολλές φορές των πράξεων τους. «- Παιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλή η γρια-Συρραχίνα, παλαιά καπετάνισσα. με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, μπόρεσε κι ανέβη τον ανήφορον και ήλθε -διά να καμαρώση, ίσως διά  τελευταίαν φοράν, το καράβι του γυιου της που έφευγε. Ξέρετε τι μεγάλη χάρη έχει, και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης;

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το Αγνάντεμα, του οποίου κυρίαρχο θέμα , πέρα από τους ναυτικούς , είναι και το ήθος των γυναικών. Καπετάνισσα, καλοστεκούμενη η Συρραχίνα και με πολλά χρόνια στη πλάτη της , θεωρεί καθήκον της να αποχαιρετήσει το γιό της, με όποιο τρόπο, κι ας ξεπεράσει τα όρια της, τις αντοχές της, γνωρίζει όμως ότι οι ευχές στην Παναγία θα συνοδεύουν το καράβι και το πλήρωμα του, επομένως ήταν υποχρέωση της να πάει. Είναι η ίδια υποχρέωση που αισθάνεται και η σημερινή μάνα  για τις αντιξοότητες των παιδιών της.

-          Κυρίαρχος σε όλα ο ρόλος της μάνας που θυσιάζεται, που ξενυχτάει , που υπηρετεί αδιαμαρτύρητα, και τα παιδιά αλλά και τα εγγόνια. Είναι ο ίδιος ρόλος σε μια κοινωνία που άλλαξε σε όλα, αλλά όχι σε αυτό .Και ο Παπαδιαμάντης το αφήνει να εννοηθεί στα περισσότερα των διηγημάτων του, τα οποία χρωματίζονται  και γίνονται έτσι διαχρονικά. Η Αφροδώ με τα 8 κορίτσια και ένα αγόρι που πέθανε, η θειά η Μορισώ, η γνωστή αποσώστρα, που μαλάκωνε τον πόνο της με το κουτσομπολιό.
-          Μανάδες που δούλευαν σκληρά και όχι μόνο στο σπίτι αλλά και στα χωράφια, στο φούρνο όπως η Σοφιά με τις δυο θυγατέρες, η Σειραινώ η μαία, χήρα του Καντούσου, η γριά Καντούσαινα, χήρα εκ νεότητας με δυο αγόρια. Ποιός μπορεί να ξεχάσει τη χαροκαμένη πτωχή γραία Λούκαινα που είχε χάσει και τα πέντε παιδιά της και η ζωή της ήταν μόνο ένα πένθιμο βαθύ μοιρολόι το οποίο όμως έμελλε να έχει και συνέχεια με το πνιγμό της εγγόνας της , Ακριβούλας.
     Στην “Τελευταία Βαπτιστική” η ηρωΐδα, η θεία Σοφούλα-Κωνσταντινιά, είναι μια γυναίκα που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αρχοντιάς. “Σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, με σύνεση, νοικοκυροσύνη και μεγάλη καρδιά. Τόσο μεγάλη όσο να χωράει κοντά στα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της καί…..σαράντα βαφτιστικούς! Σαραντού ήταν το επίθετο που της αποδόθηκε από το “Σαραντανονού”. Ο ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός των βαπτιστικών δεν οφειλόταν σε δική της επιπολαιότητα και άγνοια των ευθυνών της απέναντι σε τόσα πολλά πνευματικά τέκνα, αλλά στην καλοσύνη της και τις προλήψεις του βασανισμένου από την βρεφική θνησιμότητα λαού των ετών 184…. Αποδείχθηκε ότι είχε “καλό χέρι” και ότι όσα παιδιά αναδεχόταν ζούσαν. Έτσι όλοι άρχισαν να την “πολιορκούν”. Η καλοσυνάτη και ευσεβής γυναίκα “υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην”, η οποία απαιτούσε από αυτήν κάποιες οικονομικές θυσίες και την υπέρβαση της γκρίνιας του κατά τα άλλα αγαθού συζύγου της.
     Η Μαχούλα, η γυναίκα που πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Η Φαρμακολύτρια» του Παπαδιαμάντη, έχει τέσσερις κόρες κι ένα γιο, τον οποίο έχει πλανέψει μια μεγαλύτερή του γυναίκα. Το γεγονός ότι ο γιος της, που είναι μόλις είκοσι χρονών, θέλει με κάθε τρόπο να παντρευτεί μια γυναίκα μεγαλύτερο από αυτόν, τη στιγμή μάλιστα που οι αδερφές του είναι ακόμη ανύπαντρες, η Μαχούλα δεν μπορεί να το δεχτεί ως κάτι το λογικό, γι’ αυτό και το αποδίδει στη χρήση μαγείας.

     Ο απλός μύθος της θείας Σκεύως, που το μητρικό της φίλτρο την ωθεί να μπει Βαρδιάνος στα σπόρκα, φύλακας, δηλαδή, στα επιχόλερα πλοία, ο Παπαδιαμάντης κινεί έναν ασυνήθιστα μεγάλο κύκλο προσώπων και επεισοδίων και χωρίς να απομακρυνθεί από τον κεντρικό μύθο, αναπλάθει έναν κόσμο ολόκληρο με αδρά χρώματα, λιτή γραφικότητα και οραματική ενάργεια. Ιδιαίτερα τον συγκινούν οι πονεμένες γυναίκες, οι χτυπημένες από τη ζωή και τον θάνατο, οι οποίες όμως δεν παύουν να αγωνίζονται, να παλεύουν γι’ αυτούς που αγαπούν, να διεκδικούν το μερίδιό τους στη ζωή, έστω κι αν κάποτε φαίνονται σκληρές, ίδιόρρυθμες ίσως και γραφικές.

Μια τέτοια γυναίκα – ηρωΐδα του διηγήματος – είναι η θειά  Μαριώ η Χρήσταινα – η Ντελησυφέρω. Γυναίκα με αγωνιστικό, σχεδόν αντρικό, φρόνημα βλέπει τη ζωή σαν έναν πόλεμο, τον οποίο πρέπει να κερδίση πάση θυσία. Πολεμάει μέσα και έξω από το σπίτι της, άνδρας και γυναίκα μαζί, μάνα και πατέρας, πάππος και μάμμη, αφού οι τραγικές συγκυρίες της ζωής της την άφησαν πρώτα χήρα να μεγαλώνη τα ορφανά παιδιά της και αργότερα χαροκαμένη μάνα να μεγαλώση μέσα σε αντίξοες συνθήκες τα ορφανά εγγόνια της. Πόλεμος να επιβληθή μέσα στο σπίτι της, πόλεμος για να βρη το δίκιο της στη γειτονιά, στην αγορά, στα δημόσια γραφεία. Πόλεμος ακόμα και στην Εκκλησία… για το στασίδι της, τη θέση της, “τήν αράδα της”. Καμιά άλλη δεν επιτρέπεται να το καταλάβη. Είναι σχεδόν ιδιοκτησία της, την οποία με κάθε τρόπο πρέπει να διαφυλάξη. Εξ ου και το παρεγκώμι “Ντελησυφέρω”, που της κόλλησαν οι άλλες γυναίκες. Ποιά τολμούσε να τα βάλη μαζί της, γνωρίζοντας μάλιστα ότι είναι ικανή να δείρη ακόμη και άνδρες. ( 7)

     Οι γυναίκες του Παπαδιαμάντη ελάχιστα μαρτυρείται οτι φεύγουν από το νησί. Η θάλασσα φαίνεται ότι έχει θέλγητρα και αποτελεί δρόμο διαφυγής μόνο για τους άνδρες. Οι γυναίκες την βλέπουν ανταγωνιστικά, γιατί τους κλέβει τους άνδρες. Την ονομάζουν άστατη ερωμένη, μάνα, μητριά, πεθερά, ή νύφη.(ΚοκκώναΘάλασσα,Α,213-4).
     Μάλιστα μετά από την αποδημία των ανδρών, φαίνεται σαν οι γυναίκες να κυριαρχούν στο νησί. Το γεγονός ότι οι άνδρες λείπουν ολοχρονίς από το νησί το οποίο όπως και τα περισσότερα χαρακτηρίζεται από λειψανδρία ή και παντελή ανανδρία μερικές φορές, δίνει στις γυναίκες μια αυτονομία, διότι ουσιαστικά αυτές είναι που φέρνουν βόλτα το σπιτικό, τα υποστατικά, τα παιδιά, ταζώα.
     Με το μισεμό των ανδρών, οι γυναίκες μένουν με ένα τρόπο που ουσιαστικά αναπληρώνει την έλλειψή τους. Επωμίζονται όλα τα βάρη, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και απολαμβάνουν κάποιο βαθμό ελευθερίας. Έτσι, ενώ οι γυναίκες είναι καταπιεσμένες λόγω των κοινωνικών αντιλήψεων της εποχής, εν τούτοις δεν παρουσιάζουν τη μιζέρια των καμπίσιων κοινωνιών, όπως αυτή περιγράφεται στα διηγήματα π.χ. του Καρκαβίτσα, τις οποίες περιφρονούσαν και οι ίδιοι οι Σκιαθίτες. (Β, 21) Σύμφωνα με μαρτυρία του Τ. Άγρα, ο οποίος επικαλείται και τη γνώμη του Βλαχογιάννη, η θέση της γυναίκας στα νησιά του Αιγαίου ήταν παράξενη, καθώς εκεί βασίλευε ένα είδος πολίτευμα κοινωνικο-γυναικοκρατικό (Άγρας, 161, κειμ. και σημ.).(1)
     Η παρουσία των γυναικών στο νησί είναι σύμβολο σταθερότητας, ακινησίας και σιγουριάς, σε τέτοιο σημείο δε αποτελεί την παράμετρο της σταθερότητας, ώστε σε κάποια διηγήματα αυτό το ρίζωμα των γυναικών στο νησί παίρνει τη βαρύτητα συμβόλου.
     Στο διήγημα Υπό την βασιλικήν Δρυν , το δέντρο στο όνειρο του συγγραφέα μετατρέπεται σε γυναίκα και η έντονη παρουσία του στο όνειρο του συγγραφέα τον οδηγεί στο να διατυπώσει την άποψη ότι τα δέντρα που βλέπουμε είναι γυναίκες. Στο Αγνάντεμα, ο βράχος ονομάζεται Φλανδρώ και είναι η γυναίκα που μαρμάρωσε περιμένοντας τον άνδρα της να γυρίσει από τα ξένα. Γυναίκα ήταν και ένας άλλος βράχος, η Μαυρομαντηλού, που μαρμάρωσε περιμένοντας. Η Λουλούδω περιμένοντας έγινε ένα άνθος πάνω στα κύματα Στο Άνθος του Γιαλού. Αυτές είναι κάποιες μόνο ενδεικτικές περιπτώσεις, που ποιητικά και συμβολικά συνθέτουν μια εικόνα, που σίγουρα αντκατοπτρίζει μια ιστορική πραγματικότητα.
     Τόσο πολύ η γυναικεία παρουσία είναι δεμένη με το χώρο, με την εστία, ώστε ακόμη και μικρότερης κλίμακας μετακινήσεις της είναι σπάνιες: Έτσι ακόμη και κατά το γάμο ο γαμπρός είναι αυτός που μετακινείται στο σπίτι της νύφης αφού κατά κανόνα το σπίτι ήταν υποχρέωση, προίκα δηλαδή, της νύφης.
     Όσο δύσκολη και αν είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται με τον ξενιτεμό των ανδρών όσο κι αν ερημώνουν τα σπίτια, τα χωριά, οι αγκαλιές και τα κρεβάτια των γυναικών, όμως είναι κάτι που θεωρείται αποδεκτό, σχεδόν φυσικό, αντιμετωπίσιμο. Αντίθετα, στις ελάχιστες περιπτώσεις όπου έχουμε μετακίνηση γυναίκας, διακρίνουμε σε όλο το κλίμα του διηγήματος μια απαξίωση. Κι ακόμη να πλανάται κάποια απροσδιόριστη απειλή. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η δράση σε αυτά τα διηγήματα, ή και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι τύχες, ιδιαίτερα των ηρωίδων, από την αλληλουχία των γεγονότων μαρτυρεί μια διασάλευση της καθεστηκυίας τάξης με τραγικές συνέπειες για τη ζωή των προσώπων.
     Ο κόσμος αυτός είναι οικείος και κοντινός στον συγγραφέα και, παρά την πολυπλοκότητα, τις αντιφάσεις του ή τη σύγχυση που του προκαλεί, τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής και πρόθυμα συνδιαλέγεται μαζί του. Η απόδοση αυτού του κόσμου στα γραπτά του αποτελεί αναμενόμενη κατάληξη, καθώς έχει ουσιαστικά στρέψει την πλάτη στον κόσμο των ανδρών, ιδιαίτερα των ανδρών της πόλης, των οποίων πολλές ενασχολήσεις και αντιλήψεις αποδοκιμάζει ως επικίνδυνες. Ασχολείται μαζί τους κυρίως για να τις χλευάσει.
     Nα πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να “χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το «θα μπορούσαμε» είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο.(Ελύτης) «Σα να “χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου»…
Αλεξανδριανέ μ” αέρα
…….. Και οι ναύται απεχαιρέτιζον τες γυναίκες κράζοντας «καλή νύχτα!». Και αι γυναίκες απήντων μακρόθεν «Καλή νύχτα! Καλή νύχτα σας! Καλό πράτιγο!». Και η κάθε μία εις τον άνδρα της έλεγε : «Καλή νύχτα καλέ μου! νοικοκύρη μου! σταυραετέ μου!». Και εις τον υιόν της η κάθε μία έλεγε: «Καλή νύκτα, καναρίνι μου!πουλί μου! ξεπεταρούδι μου!». Και πολλάκις επρόσθετον παρονομασίαν τινά, κατά το όνομα εκάστου. Αν ο εκτελών την κάθαρσιν ωνομάζετο Γιαλής, ως ο σύζυγος της θεία-Σκευώς, τότε το θωπευτικόν όνομα ήτο «Γιαλέινέ μου» [...] Αν εκαλείτο Αλέξανδρος, η προσηγορία ήτο «Αλεξανδριανέ μ” αέρα».
Βαρδιανός στη Σπόρκα .
     Ο Παπαδιαμάντης και ο κατά Βακαλόπουλο “ιερός μελωδός της πραγματικότητας”, ο δημιουργός αυτών των τόσο δικών μας Ρωμιών που με ενορχηστρωμένη μαεστρία  σκιαγραφεί και τοποθετεί στη χώρα του , τη Σκιάθο, με βεβαιότητα μας οδηγεί στον υπήνεμο λιμένα της συναισθηματικής μας πλήρωσης, με την υπενθύμιση πως η γαλήνη φωλιάζει δίπλα στην απλότητα.
Βιβλιογραφία
  1. (Αγγελική Ταλιγκάρου-Η Ελληνική Μετανάστευση του τέλους του 19ου αι. μέσα από την Ελληνική Λογοτεχνία. Μια μελέτη περίπτωσης«).
  2. Η Αυγούστα της «ρομαντικής » Παπαδιαμαντικής δημιουργίας.-Μ.Γκασούκα.
  3. Διδάσκοντας Παπαδιαμάντη. Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
  4. Από τη Μετανάστιδα στη Φόνισσα, και από τη Φόνισσα στη Γυναίκα πλέουσα ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ.
  5. Κ. Βάρναλης, Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά, εκδ. Κέδρος.
  6. Εκκλησιαστική παρέμβαση- Μαρία Κουτούση -Σύψα
  7. Ασλανίδης Ε.Γ.,«Το μητρικό στοιχείο στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη», στο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην Πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2005
  8. Beaton R., Εισαγωγή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, μτφρ. Ε. Ζούγρου και Μ. Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα 1996
  9. Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη. Αριστείδης Δάγλας
  10. Οδυσσέα Ελύτη «Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη».
  11. archive.gr

 

Σοφία Δ. Κανταράκη
Φιλολόγος στο 3ο Γυμνάσιο Βόλου

Ρυάκι η ψυχή

Ρυάκι η ψυχή,
κυλά σ`όλο το κορμί.
Κάθεσαι δίπλα του,
πίνεις και ξεδιψάς.
Σε κούρασε η πορεία,
θέλεις να ξεκουραστείς.
Γνωρίζεις τον τόπο.
Κάνε όμως, τον κόπο μια στιγμή,
ψάξε για την πηγή,
καθάρισέ την,
βόηθα το νερό
να κυλά ανεμπόδιστα.
 Φοβάμαι μη χαθεί.

Ανδρεοπούλου Ευανθία,

 φιλόλογος

 

 

 

Τα κορίτσια στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη

Ήρθε η ώρα να σταθώ στα χείλη σας, κορίτσια. Να κοινωνήσω το σώμα και το αίμα της αιώνια νέας ζωής στα χείλη σας. Να παρουσιάσω τον εαυτό μου καινούριο τόσες φορές όσες η φύση καταφέρνει να παρουσιάζει καινούρια την ουσία του κόσμου στα χείλη σας.
«Ανοιχτά Χαρτιά»
Όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) το 2011 έχει ανακηρυχτεί έτος Οδυσσέα Ελύτη, καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του (2 Νοεμβρίου 1911 – 18 Μαρτίου 1996).
Ο κορυφαίος μας νομπελίστας ποιητής μέσα από την ποίησή του ύμνησε το ελληνικό τοπίο και κυρίως το Αιγαίο, έγραψε για τον ήλιο και τον έρωτα, για τη μοίρα του ελληνισμού, μίλησε για τη διαφάνεια των πραγμάτων, έννοια βασική της ποιητικής του.

Ένας ποιητής τέτοιου μεγέθους, που υπήρξε πολυγραφότατος, ήταν αδύνατο να μην ασχοληθεί με το γυναικείο φύλο, με τη θηλυκή πλευρά αυτού του κόσμου του μικρού, του μεγάλου. Η έννοια της Κόρης, της μητέρας, της Παναγίας, των γυναικών και των κοριτσιών κατέχει σημαντικό μέρος στην ποίησή του και αποτελεί πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν.
Αν ανατρέξει, λοιπόν, κανείς στο ποιητικό του έργο, θα βρει διάσπαρτα γυναικεία ονόματα, τα οποία αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τη θηλυκή ανθρωπογεωγραφία του ποιητή. Θα εντοπίσει, επίσης, αρκετά ποιήματα εμπνευσμένα από την αγάπη, το θαυμασμό και το δέος του Ελύτη απέναντι στις γυναίκες – στα κορίτσια.
Από την πρώτη του κιόλας ποιητική συλλογή, τους «Προσανατολισμούς» (1940), ο Ελύτης αναφέρεται στα κορίτσια μέσα από δύο πολύ γνωστά του ποιήματα. Σ’ αυτά τα ποιήματα φανερώνει την προτίμησή του σε δύο ονόματα, τα οποία επανέρχονται συχνά στο σύνολο του έργου του. Το πρώτο ποίημα είναι «Η Μαρίνα των βράχων», ένα έξοχο, λυρικότατο, ερωτικό ποίημα. Το άλλο είναι η «Ελένη» και ο μύθος της, ένα θέμα που επίσης τον απασχολεί και σε άλλες του συλλογές.
Η Μαρίνα των βράχων
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μεσ’ στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ ‘αρωμα των γυακίνθων – Μα πού γύριζες
 
Ο Ελύτης με τη Μαρίνα Καραγάτση στην Άνδρο.
Λίγο μετά στον «Ήλιο τον Πρώτο» (1943) μας γράφει για τη μικρή Πορτοκαλένια:
Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια!
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει.
Στην κορυφαία του ποιητική σύνθεση, το «Άξιον Εστί», και ειδικότερα στο «Δοξαστικόν», ο ποιητής υμνεί με έξοχες ποιητικές εικόνες τα κορίτσια, τα δοξολογεί και τα αποθεώνει με μια ποιητική έκφραση υψηλής ποιότητας.
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ’ Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ’ απύθμενα
Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα
τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα
τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι
τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα
Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα
Η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή
Η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια
Στη συλλογή «Τα Ρω του Έρωτα» (1972), που περιέχει ποιήματα γραμμένα ειδικά για μελοποίηση, επανέρχεται με τα πολύ γνωστά τραγούδια – ποιήματα «Ελένη», «Μαρίνα», «Η Μάγια», «Το Δελφινοκόριτσο», «Η Ποδηλάτισσα», «Τα κορίτσια του Ισπαχάν», «Το Μαγισσάκι».
Το Δελφινοκόριτσο
Εκεί στης Ύδρας τ’ ανοιχτά και των Σπετσώ
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
- Μωρέ του λέω πού ΄ν’ το μεσοφόρι σου
έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ’ αγόρι σου;
- Αγόρι εγώ δεν έχω μου αποκρίνεται
βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται
Στον «Ήλιο τον ηλιάτορα» οι γυναίκες και ο Χορός των γυναικών συνομιλούν με τον αφηγητή και τον Ήλιο.
Στο σκηνικό ποίημα «Μαρία Νεφέλη», σ’ αυτή την τόσο πρωτοποριακή ποιητική συλλογή, ο Ελύτης παρουσιάζει τη συνομιλία του ποιητή και μιας κοπέλας, της Μαρίας Νεφέλης.
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με το νυχτικό στον άνεμο
ιπτάμενη και αποκοιμισμένη
σαν σε πίνακα της Leonora Finni
χρυσαλλίδα του ύπνου μου.
Κι αλλού στην ίδια συλλογή:
Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε
λένε Λάμπουσα.
Στο «Μονόγραμμα» ο Ελύτης απευθύνεται σε μια ιδανική αγαπημένη, υμνεί μια χαμένη αγάπη, έναν τέλειο έρωτα.
Το Μονόγραμμα
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει
Στο «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (1984) ο ποιητής γράφει:
ΕΒΑΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ στα ράφια και στη γωνιά μια
λυπημένη Αγγελική
Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει το ξόδεψα όλο.
Στο «Μικρό Ναυτίλο» ο Οδ. Ελύτης μεταξύ άλλων απαριθμεί και καταγράφει τις λέξεις και τα πράγματα που αγαπά, τις αναμνήσεις του, τις ιδιαίτερες στιγμές και εικόνες. Στον κατάλογό του αυτόν αναφέρει τα κύρια ονόματα: Άννα, Αλεξάνδρα, Ελένη, Μαντώ, Μαρίνα, Μυρτώ, Παναγία, Πούλια, Φρόσω, Φωτεινή.
Και κάπου αλλού περιγράφει τι κάνουν τα κορίτσια:
ΙΝΩ
Προτού κοιμηθεί το βράδυ. Ποτίζει τις γλάστρες και, στο δυνατό φως της βεράντας, το σώμα της διαγράφεται μέσα από τ’ αραχνοΰφαντο νυχτικό. Τη μπερδεύεις με τα λουλούδια.
Σε μια από τις τελευταίες ποιητικές συλλογές τα «Δυτικά της Λύπης» (1995), ο ποιητής γράφει ένα ποίημα για τη σύντροφό του Ιουλίτα Ηκιοπούλου και το τιτλοφορεί «Σε μπλε Ιουλίτας».
Σε μπλε Ιουλίτας
Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου να
διαβάζεις.
 
Μια από τις τελευταίες φωτογραφίες του ποιητή, στο Πόρτο Ράφτη με την Ιουλίτα Ηλιοπούλου
(φωτογρ. Νίκος Δήμου).
Η μικρή ανθολόγηση των αναφορών του Ελύτη στα κορίτσια τελειώνει με την προτροπή του ποιητή:
Τους ζυγούς λύσατε
Τα κορίτσια φιλήσατε
Μαρία Νεφέλη

Αφιερωμένο εξαιρετικά στα κορίτσια αλλά και στα αγόρια του 14ου Γυμνασίου!!!

 Κούκια Αικατερίνη

 

 

Ρυάκι η ψυχή

Ρυάκι η ψυχή,
κυλά σ`όλο το κορμί.
Κάθεσαι δίπλα του,
πίνεις και ξεδιψάς.
Σε κούρασε η πορεία,
θέλεις να ξεκουραστείς.
Γνωρίζεις τον τόπο.
Κάνε όμως, τον κόπο μια στιγμή,
ψάξε για την πηγή,
καθάρισέ την,
βόηθα το νερό
να κυλά ανεμπόδιστα.
 Φοβάμαι μη χαθεί.

Ανδρεοπούλου Ευανθία,

 φιλόλογος

 

 

 

ΝΙΚΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ: Ένας μεγάλος, σύγχρονος λογοτέχνης.

     Ο Νίκος Θέμελης είναι ένας νέος δημιουργός, που χαράζει δρόμους στα πρότυπα των μεγάλων κλασικών συγγραφέων του ρεαλισμού. Αριστοκράτης της πένας, συναγωνίζεται σε αφηγηματική ευχέρεια τους μεγάλους δημιουργούς της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Διαθέτει ζωντανή αναπαραστατική ικανότητα προσώπων, πραγμάτων, χώρων, ολόκληρης κοινωνίας. Τα έργα του, μυθιστορήματα-ποταμοί, αποτελούν μια τριλογία.
      Κοσμοπολίτης ηθογράφος, περιγράφει πρόσωπα και χώρους που του είναι οικείοι.
Γνωρίζει καλά την ανθρώπινη ψυχή, διεισδύει στα βάθη της, την ανατέμνει και αποκαλύπτει όλες τις πτυχές του χαρακτήρα των ηρώων του, φωτίζοντάς τους από παντού. Έτσι, δημιουργεί ολοκληρωμένους χαρακτήρες, που με τον πλούσιο ψυχισμό τους εξασφαλίζουν στο έργο εξωτερική αλλά και εσωτερική δράση. Μα πάνω απ’ όλα με τη δύναμη της πένας του πλάθει χαρακτήρες που θα μπορούσαν να σταθούν πρότυπα ζωής.
      Οι τίτλοι των μυθιστορημάτων του είναι μονολεκτικοί με μεγάλο νοηματικό υπόβαθρο, που αφορά κατά πρώτον, τη ζωή των ηρώων του και κατά δεύτερον, την ιστορία των λαών που εμφανίζονται στις σελίδες των μυθιστορημάτων του.
      Στο πρώτο του έργο, την «Αναζήτηση»,(Κέδρος, 1998), πετυχαίνει ένα δύσκολο στόχο΄ να συνδέσει με αριστοτεχνικό τρόπο, «έξι αφηγήσεις γύρω από μια μυθιστορία», όπως λέει ο ίδιος. Για ένα πρωτοεμφανιζόμενο λογοτέχνη, είναι μεγάλος άθλος το πώς κατόρθωσε να δέσει τα νήματα των εξομολογήσεων έξι αφηγητών, χωρίς να δημιουργούνται χάσματα, πώς πέτυχε να συμπληρωθεί το ψηφιδωτό της προσωπικότητας του κεντρικού ήρωα, του Νικολή εφέντη, και ν’αποκαλυφθεί η ζωή και η δράση του ήρωα, που είχε γίνει μύθος στα στόματα των Μικρασιατών (Σμυρναίων και Μανησαλήδων).
      Ο κεντρικός ήρωας, ένα νέο παιδί, που πληγωμένο από τη φυγή του πατέρα του, αναζητά μακριά από τον τόπο του, το δικό του δρόμο, θα αγωνιστεί φιλότιμα, με πείσμα και τιμιότητα να χτίσει το δικό του κόσμο, ένα κόσμο ακέραιο, διαποτισμένο από αρχές πανανθρώπινες, όπως η δικαιοσύνη και η ισότητα. Εργάζεται σκληρά και χτίζει ένα όνομα που το σέβονται και το τιμούν όλοι –Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι και Ευρωπαίοι – χωρίς να καταχραστεί την ξένη περιουσία που ανέλαβε να διαχειριστεί. Είναι ένας οραματιστής που αναζητά έναν καλύτερο κόσμο, που θα τον φωτίζει η παιδεία και στον οποίο θα έχουν καλύτερη μοίρα οι αγράμματοι εργάτες του υποστατικού του.
        Μολονότι βίωνε την άρνηση από την ίδια του τη γυναίκα, μια κακομαθημένη αρχόντισσα, που δεν τον θεωρούσε αντάξιό της, εκείνος αγωνίστηκε να διασφαλίσει τα οικονομικά συμφέροντα της γυναίκας του, να εδραιώσει ξανά το κύρος των εμπορικών δραστηριοτήτων του πεθερού του, αλλά να προσφέρει και κοινωνικό έργο. Ο Νικολής εφέντης ήταν αξεπέραστος σ΄όλα τα στοιχεία της προσωπικότητάς του.
        Η ζωή της Σμύρνης, ο κόσμος της και ο τόπος, η Μανησά- ένα χωριό έξω από τη Σμύρνη- η Μυτιλήνη, ο Μόλυβος ζωντανεύουν μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος και καθηλώνουν τον αναγνώστη.
         Στο δεύτερο μυθιστόρημά του, την «Ανατροπή», (Κέδρος,2000), κινείται με άνεση σε ένα κόσμο που γνωρίζει την πάλη των ιδεών του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, του αιώνα της ανατροπής των πάντων, που από το ξεκίνημά του θα γνωρίσει μεγάλες ταραχές, αιματηρά γεγονότα και αλλαγές κοινωνικών συστημάτων.
          Εδώ η δράση απλώνεται από τη Βιέννη, την Τεργέστη και τις Παραδουνάβιες περιοχές ως την Πόλη και από τη Σιάτιστα και το Ζαγόρι ως τη Σαλονίκη και την Οδησσό. Ο κεντρικός του ήρωας, ο Θωμάς από το Ζαγόρι- ο εξαφανισμένος πατέρας του Νικολή-εφέντη, ήρωα της «Αναζήτησης»- συνεργαζόταν εμπορικά με τον καρδιακό του φίλο, τον Ευάγγελο το Σιατζιστινό, οργώνοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία και ταξιδεύοντας στην κεντρική Ευρώπη. Μια ιστορία που αγγίζει τα όρια της αντρικής τιμής, αλλά ταυτόχρονα τον εκθέτει στο οικογενειακό του περιβάλλον και τον κοινωνικό περίγυρο, αφού εγκαταλείπει την πρώτη σύζυγο και τα παιδιά του, τον φέρνει στην Οδησσό παντρεμένο με την κόρη του άλλοτε συνεργάτη και φίλου του. Εκεί, στον τόπο που έζησε τα παιδικά του χρόνια, περνά την υπόλοιπη ζωή του. Δημιουργεί οικογένεια και αναπτύσσει μεγάλη επιχείρηση μεταφοράς προϊόντων επιδεικνύοντας τιμιότητα, υπευθυνότητα και εργατικότητα μέχρι το θάνατό του, στη μεγάλη εξέγερση στο λιμάνι της Οδησσού, μετά την προσάραξη του θωρηκτού Ποτέμκιν και την ανταρσία του πληρώματός του.
          Μέσα από τις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος παρακολουθούμε ακόμη τη μεγάλη προσφορά των δημογερόντων, των εμπόρων και των Ελλήνων της διασποράς στη διαφύλαξη της ταυτότητας του ελληνισμού, με την ίδρυση σχολείων, την πνευματική αναγέννηση του τόπου τους και τον απελευθερωτικό αγώνα στη Μακεδονία, όπου ο ήρωας έχασε τον πρωτότοκο γιο του.
          Στο τρίτο έργο του, την «Αναλαμπή»,(Κέδρος 2003), ο συγγραφέας μετατοπίζεται τοπικά και χρονικά. Η ιστορία του βασικά τοποθετείται στην Αθήνα, αλλά μεταφέρεται και για κάποια χρόνια , τα χρόνια των σπουδών του ήρωα, του Στέφανου, στο Βερολίνο. Το χρονικό πλαίσιο της δράσης είναι η χρονική περίοδος 1893-1936.
          Η νεότερη ελληνική ιστορία ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος΄ οι αγωνίες για την απελευθέρωση της Κρήτης, οι αγώνες για το γλωσσικό, η άνοδος του Βενιζέλου, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α΄ Παγκόσμιος, ο Διχασμός, οι εμφύλιες διαμάχες, οι επίστρατοι, η Μεγάλη Ιδέα, η αποτυχία του Βενιζέλου στις εκλογές του `20, η επαναφορά του Κων/νου και η Μικρασιατική καταστροφή.
          Η ματιά του διεισδυτική, δε στέκεται στα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα μόνο, αλλά ασκεί και αμερόληπτη κριτική για τις αιτίες που τα προκάλεσαν.
           Συγκρούσεις ιδεών, και μάλιστα  σε συγγενικούς κύκλους, ορίζουν την ιδεολογία της εποχής, ιδεολογία βασιλοφρόνων από τη μια και φιλελευθέρων από την άλλη, ενώ πληθαίνουν και οι νύξεις για τη διάδοση μιας νέας ιδεολογίας που πρέσβευε την κοινωνική ισότητα και τη δικαιοσύνη, της σοσιαλιστικής.
           Κυρίαρχη η πίστη στο Βενιζέλο, η ανάγκη για πραγματική δημοκρατία, η ανάγκη να ξαναβρεί το έθνος την ταυτότητά του, επαναβαπτιζόμενο στα νάματα της αρχαιογνωσίας, καθώς πίστευε ο θείος του Στέφανου, ο Δημητράκης, που εναγωνιωδώς προσπαθούσε να εξακριβώσει τη συνέχεια του ελληνισμού, από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή του με ενδιάμεσο σταθμό το Βυζάντιο,ιδέες που είχε εμφυσήσει στον ανεψιό του. Ήταν λάτρης του γερμανικού πολιτισμού, γιατί αναγνώριζε την αξία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, που αποτέλεσε το έναυσμα για την πολιτισμική ανάπτυξη του δυτικού κόσμου.
           Το ίδιο έντονα προβάλλουν και οι κοσμοϊστορικές αλλαγές που συγκλόνισαν τη Γερμανία με την πτώση του Κάιζερ, την ανακήρυξη της δημοκρατίας από τους σοσιαλδημοκράτες και  την εμφύλια σύρραξη του `19 με εκατοντάδες θύματα στο Βερολίνο. Ο ύμνος της πραγματικής δημοκρατίας που δίνει «περισσότερη ελευθερία στην ατομικότητα του καθένα», βρίσκει σύμφωνο και τον ήρωα του έργου, το Στέφανο, ένα μοναχικό νέο, που απεχθάνεται τη βία και παρακολουθεί σα θεατής όλα τα συγκλονιστικά γεγονότα που συμβαίνουν στη Γερμανία, μολονότι σπουδάζει στο Βερολίνο, ακόμα και τα γεγονότα στο πανεπιστήμιο που φοιτά και που αφορούν την ψήφο των αλλοδαπών φοιτητών.
           Η ζωή της οικογένειας του Διαμαντή και της Αριστέας Λέκκα καθώς και των οικογενειών τους σε πρώτο πλάνο, με όλες τις μικρολεπτομέρειες της καθημερινότητάς τους, αλλά και τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα αυτής της εποχής, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, συμπλέκονται χωρίς να διασαλεύεται η συνοχή και η λογική σύνδεση του εκτεταμένου υλικού.
          Η εύθραυστη ισορροπία της οικογένειας Λέκκα τελικά δεν καταστρέφεται, αφού ο ήρωας προτιμά να ζήσει μόνος του το δράμα της αποκάλυψης της συγκλονιστικής αλήθειας, ότι είναι νόθος και μάλιστα γιος του πατέρα του που τον υιοθέτησαν, πράγμα που δεν γνωρίζει η θετή του μητέρα. Ώριμα σκεφτόμενος ο ήρωας βλέπει ότι δεν θα ωφελήσει κανέναν η αποκάλυψη της αλήθειας. Προπάντων σκέφτεται ότι δεν αξίζει να πληγωθεί η γυναίκα αυτή που έκανε σκοπό της ζωής της τη φροντίδα, την ανατροφή και τη μόρφωσή του, σα να ήταν πραγματικό της παιδί.
           Εκείνο που συνδέει το έργο αυτό με τα δύο προηγούμενα, είναι ότι ο Δημητράκης Παπαδόπουλος, αδελφός της θετής του μητέρας, που γνωρίζει όλη την αλήθεια, είναι ο δικηγόρος του Νικολή – εφέντη και ως εκ τούτου γνωρίζονται οι δυο οικογένειες, ο δε Στέφανος γίνεται φίλος του γιου του Νικολή- εφέντη, του Κωσταντή. Αυτή η φιλία τους καλλιεργείται περισσότερο και ανθίζει με την εγκατάσταση του νέου στον Πειραιά, μετά τον ξεριζωμό τους από τη Μικρά Ασία. Ο γιος δε του Κωσταντή, βαφτίζεται από τη θετή μητέρα του Στέφανου.
           Ρεαλιστικότατη γραφή, ανάλογη των κορυφαίων Ευρωπαίων του ρεαλισμού, αποτυπώνει το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι παράλληλα με την πορεία κάποιων ηρώων και συμπυκνώνει την ωριμότητα και τη σοφία μιας ολόκληρης ζωής.
Ανδρεοπούλου Ευανθία
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Η φωνή του Συκουρίου«, τεύχος 20.

Ανιχνεύοντας την ελληνική αρχαιότητα

«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ»
Ένα έργο ερμηνείας μιας μεγάλης περιόδου της ελληνικής ιστορίας
     Το βιβλίο των πανεπιστημιακών Δ. Ι. Κυρτάτα και Σ.Ι. Ράγκου «Η ελληνική αρχαιότητα» (Εκδόσεις Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών «Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη», Θεσσαλονίκη 2010) αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα κυριότερα εγχειρίδια αρχαίας ιστορίας που έχουν εκδοθεί στον τόπο μας. Ενταγμένο στο πρόγραμμα «Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση» που έχει ως στόχο να δώσει χρηστικά κείμενα, που αφορούν τα φιλολογικά μαθήματα του Γυμνασίου, αναδεικνύει πρότυπα συγγραφής που χρειάζεται οπωσδήποτε να ληφθούν υπόψη.
     Όμως θα ήταν άδικο και θα υποβαθμίζαμε τη δουλειά του Δημήτρη Κυρτάτα και του Σπύρου Ράγκου, αν θεωρούσαμε ότι το βιβλίο τους κλείνεται στα στενά σχολικά όρια και αποσκοπεί να παραθέσει μόνο γεγονότα και χρονολογίες. Το αντίθετο μάλιστα! Είναι στην πραγματικότητα ένα εργαλείο δουλειάς για όποιον ενδιαφέρεται για την ελληνική αρχαιότητα, αφού  έχει ως βασικό συστατικό του τη σύγχρονη επιστημονική έρευνα και τη εφαρμογή της στην κατανόηση ιστορικών κειμένων που αποτελούν πολιτισμικές βάσεις. Αυτό άλλωστε εμφανίζεται και στον πρόλογο, όπου οι συγγραφείς, αναφερόμενοι στον υπότιτλο που είναι «Πόλεμος-Πολιτική-Πολιτισμός», τονίζουν πως «Η σύνθεσή τους δείχνει έμμεσα ότι ο θεματικός πυρήνας του εγχειριδίου συμπλέκεται αναγκαστικά με τη σύγχρονη συζήτηση περί ιστοριογραφίας».
     Οι αναγνώστες πληροφορούνται ακόμη και από τον Πίνακα Περιεχομένων ποια κείμενα έχουν γραφτεί από το Δ. Κυρτάτα και ποια από το Σ. Ράγκο, με το αρχικό του επιθέτου τους στο τέλος τους. Εκτός από αυτό που το βρήκα αρκετά χρηστικό μου έκανε πολύ ευχάριστη εντύπωση ο τίτλος των κεφαλαίων: είναι περιγραφικός με έναν ποιητικό τρόπο που θυμίζει αρχές ομηρικών ραψωδιών. Αναφέρω μερικούς: «Όταν οι πλειάδες ανατέλλουν, αρχίζει ο θερισμός», Να συγκαλείς τη συνέλευση των πολιτών σε διαστήματα τακτά», «Άραρα Χάραρα» «Η ωμότητα των δούλων είναι ανταπόδοση αδικημάτων», «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή», «Όπως οι ηθοποιοί της τραγωδίας» κ.α.
Το βιβλίο έχει έναν βασικό κορμό που χωρίζεται σε τέσσερα μέρη στα οποία γίνεται λόγος για την αρχαϊκή, την κλασική, την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή. Αρχικά ασχολείται με τον κόσμο που περιγράφουν τα ομηρικά και τα ησιόδεια έπη και τελειώνει με τις αναφορές στην ύστερη Αρχαιότητα στην οποία ο ρόλος του Μ. Κωνσταντίνου και των διαδόχων του ήταν καθοριστικός.
Βασική διαφοροποίηση του έργου σε σχέση με τα παραδοσιακά εγχειρίδια είναι και η «ηροδότεια» παρουσίαση της θεματολογίας, που αποτελεί ένα σπουδαίο εργαλείο της ιστοριογραφίας. Ξεκινώντας λοιπόν από ένα γεγονός που μπορεί να φαίνεται απλό και καθημερινό, και ίσως να αφορά ακόμη και ένα μόνο πρόσωπο, ξετυλίγονται πτυχές που έχουν επηρεάσει όλο τον ελληνισμό και αποτελούν κομβικά σημεία στην πορεία του. Ένα σχετικό παράδειγμα που δίνεται στη συνέχεια προέρχεται από το κεφάλαιο «Είναι ωραίο να πεθαίνει ο γενναίος άνδρας πέφτοντας στην πρώτη γραμμή». Το υπογράφει ο Δημήτρης Κυρτάτας και αναφέρεται αρχικά  στην περιπέτεια του ποιητή Αρχίλοχου, που αναγκάστηκε να πετάξει την ασπίδα του, κάτι που μάλλον δεν τον στενοχώρησε καθόλου. Κατόπιν, με αφορμή αυτό το γεγονός, περιγράφονται τα όπλα των Ελλήνων, οι πολεμικοί σχηματισμοί τους και πληροφορίες για τις συγκρούσεις. Ή το κεφάλαιο «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» που ξεκινάει με μία αριστοτεχνική αφήγηση για τη μεγαλομανία του Νέρωνα, η οποία  εκδηλώθηκε στην πρόθεσή του να διορυχθεί ο Ισθμός της Κορίνθου και καθιέρωσε μουσικούς διαγωνισμούς στην Ολυμπία, στους οποίους λάβαινε και ο ίδιος μέρος.  Στη συνέχεια, αυτά τα γεγονότα γίνονται συνδετικός κρίκος που αναδεικνύουν σε ένα κλίμα αντίθεσης  το έργο του Παύλου (στο οποίο βασικό σημείο, σε σχέση με τη θεματολογία του βιβλίου, είναι η επίσκεψή του στην Αθήνα). Και το κεφάλαιο προχωράει με αναφορές στη δημιουργία των χριστιανικών κοινοτήτων, στο έργο του Δίωνα του Χρυσόστομου, στον Πλίνιο το νεότερο, στον αυτοκράτορα Αδριανό και στον Περεγρίνο. Με αυτό τον τρόπο προβάλλονται αντιπροσωπευτικές μορφές και καταστάσεις της Ύστερης αρχαιότητας που αναμφίβολα κινούνταν μέσα στα πλαίσια του ελληνικού πολιτισμού.
     Οι διαπιστώσεις του Δ. Κυρτάτα και του Σ. Ράγκου οδηγούν στο συμπέρασμα πως η ιστορία του ελληνισμού είναι στην πραγματικότητα μία ιστορία μακράς διάρκειας. Επεξηγούν μάλιστα και το σχετικό όρο αναφέροντας πως (σ. 406) «Από την προοπτική του εξωτερικού παρατηρητή που βλέπει τις αδρές μόνο γραμμές της ιστορικής ροής “μακρά διάρκεια” σημαίνει τη σχετική ενιαία κοινωνική δομή, οικονομική οργάνωση και πνευματική συγκρότηση ενός χώρου για πολλούς αιώνες». Βεβαίως στο τέλος τονίζουν πως οι όποιες αρχαιοελληνικές επιβιώσεις ή αναβιώσεις εμβολιάστηκαν πλέον στο σώμα του χριστιανισμού, και δεν έχουν μία αυτόνομη δική τους ζωή. Αυτό μου θύμισε τους στοχασμούς του Μ. Βασίλειου, τους οποίους αναδεικνύει ο Σ. Ράγκος στο κεφάλαιο «Ήρθε η ώρα για να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου». Εδώ λοιπόν κάνοντας λόγο για την άποψη του επισκόπου Καισαρείας που τόνιζε πως ο χριστιανός μοιάζει με τη μέλισσα που παίρνει το νέκταρ από όλα τα άνθη υπογραμμίζει πως ο πιστός μπορεί  με σωστή καθοδήγηση, να μελετάει τους Έλληνες της αρχαιότητας, χωρίς να έχει προβλήματα με τη σωτηρία του.
     Δε χωράει αμφιβολία πως η γνώση της ιστορίας της ελληνικής αρχαιότητας δεν αφορά μόνο τους ιστορικούς, αλλά όλη την ελληνική κοινωνία, αφού βοηθάει στην αυτογνωσία μας και δίνει εργαλεία που ερμηνεύουν (και) τη σημερινή πραγματικότητα που είναι αρκετά ζοφερή. Κάτω από αυτή την προοπτική το βιβλίο των Δ. Κυρτάτα και Σ. Ράγκου αποτελεί ένα πολύτιμο έργο που δίνει ερεθίσματα για καλύτερη γνώση μιας μεγάλης περιόδου της ιστορίας μας, και μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για γόνιμους προβληματισμούς.
 Νίκος Παύλου
Θεολόγος – Ιστορικός

 

Top