Σε μικρή ηλικία, όπως είναι άλλωστε γνωστό, η ζωή των παιδιών καθορίζεται από την παρουσία των φίλων και των συγγενών και φυσικά από την ανυπέρβλητη ανυπομονησία, ακόμα και για τον μικρότερο πιθανό λόγο ενθουσιασμού και χαράς. Μέσα απ’ τα μάτια τους αντικρίζουν έναν κόσμο μαγικό όπου όλα είναι πιθανά, ακόμα κι όταν εμείς βλέπουμε απλά μουντές και μισό κατεστραμμένες πολυκατοικίες, τα μικρά παιδιά θαμπώνονται απ’ τη λάμψη τους. Εκεί ανήκουν και οι γιορτές αλλά και πιο συγκεκριμένα το πνεύμα των Χριστουγέννων, σ’ αυτόν τον ιδανικό κόσμο που δυστυχώς αργά ή γρήγορα στο πίσω μέρος του περιτυλίγματος, θα εμφανιστεί η ημερομηνία λήξης…
Πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων, το παιδί έχει γράψει εδώ και μια βδομάδα γράμμα στον αγαπημένο του Άη Βασίλη, μετράει τις μέρες μία-μία, στολίζει κάλτσες στο τζάκι και αριθμεί τους λόγους που κατά τη γνώμη ήταν καλό παιδί φέτος και του αξίζουν τα δώρα. Κοιμάται πάντα νωρίς με σκοπό να κάνει το αύριο, τουλάχιστον έτσι όπως αισθάνεσαι, να έρθει πιο γρήγορα και να συναντήσει τις αναμνήσεις του. Το μόνο που δεν περίμενε όμως με τίποτα να συμβεί και δεν μπορούσε να προβλέψει, αυτό επρόκειτο και να αντιμετωπίσει την επόμενη μέρα ο μικρός μας ήρωας.
Ήταν πολύ νωρίς, μόλις είχαν περάσει οι πρώτες ακτίνες του ήλιου από το παντζούρι του δωματίου του και είχε ήδη ετοιμαστεί ενθουσιασμένος να πάει στο σχολείο, το χαμόγελό του, όπως και κάθε άλλη μέρα αυτής της εβδομάδας, έκπεμπε ένα διαπεραστικό φως που ήταν ακόμα ισχυρότερου και από του στολισμένου χριστουγεννιάτικου δέντρου. Η ώρες στο σχολείο κυλούσαν γρήγορα, ώσπου έφτασε το σχόλασμα. Περίμενε υπομονετικά με τους φίλους του, τους γονείς του στα σκαλάκια και εκεί συζητούσαν κάθε λογής πράγματα από σκέψεις και φαντασιώσεις μέχρι και τα πιο φευγαλέα τους όνειρα. Μέρες που ήταν, ποιο άλλο θα ήταν το θέμα της κουβέντας τους; ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΦΥΣΙΚΑ…Ο καθένας έλεγε για τα οικογενειακά τραπέζια, την αντάμωση με τα αγαπημένα τους γλυκά, που περίμεναν καρτερικά να γεμίσουν μυρωδιές το σπίτι, το χιόνι…έτσι και κατέληξαν στα δώρα και στον Άη Βασίλη. Το παιδί δεν πρόλαβε να μοιραστεί τον ενθουσιασμό του και τον είχαν ήδη χτυπήσει απανωτά τα λόγια των συμμαθητών του.
-Πέρυσι είδα τον μπαμπάκα μου ντυμένο Άη Βασίλη να μου αφήνει την Ντέζι, την κουκλίτσα μου κάτω από το δέντρο, είπε η Μαρία χωρίς να χάσει λεπτό.
-Τι λες καλέ; Η μαμά μου αφήνει τα δώρα, την είχα δει κάποτε και μου είπε πως βοηθάει τον Άη Βασίλη γιατί είναι κουρασμένος. Δεν θα μου έλεγε ψέματα, συμπλήρωσε ο Γιαννάκης.
-Κι εγώ…
Όλο και περισσότεροι φίλοι του απαντούσαν και όσο μεγάλωνε ο αριθμός τόσο γκρεμιζόταν το παιδικό του όνειρο, η πεντακάθαρη εικόνα του Άγιου Βασίλη στα μάτια του, είχε αρχίσει να θολώνει και την θέση της δεν άργησε να πάρει μια επιφάνεια θαμπωμένη σαν τα κρυσταλλωμένα σχεδόν τζάμια του σπιτιού του, η καρδούλα του δεν έβρισκε τη ελπίδα για να τα ζεστάνει. Σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλουδάκι του και με το που έφτασαν οι γονείς του , θέλησε να τους ξεμπροστιάσει. Μπήκαν στο αμάξι και τους ρώτησε απότομα..
- Δεν υπάρχει Άη Βασίλης, έτσι δεν είναι;, ξεστόμισε με το λιγοστό ίχνος ελπίδας που του είχε απομείνει.
Η μητέρα δεν ήξερε πως να αντιδράσει δεν περίμενε το παιδάκι της να χάσει μέσα σε τόσες λίγες ώρες την πολύτιμη πίστη του στα θαύματα και έτσι άφησε τον σύζυγό της να απαντήσει, σίγουρη πως θα το αντιμετώπιζε την κατάσταση με περισσότερη ψυχραιμία. Ο πατέρας αφηρημένος δυστυχώς από την οδήγηση δεν σκέφτηκε πριν απαντήσει και έγνεψε καταφατικά καθώς συμπλήρωσε λέγοντας του να μην ανησυχεί, γιατί φέτος του είχαν αγοράσει, ακριβώς το δώρο που ήθελε.
Το παιδί έχασε την γη κάτω απ’ τα πόδια που, εντάξει να το άκουγε απ’ τους άλλους αλλά η επιβεβαίωση των γονιών του, στο συγκεκριμένο θέμα, ήταν κάτι που δεν ήθελε να φτάσει ποτέ τα αυτιά του. Ο ‘Αη Βασίλης δεν ήταν πουθενά, δεν τον είχε δει ποτέ, πώς μπορούσε να είναι τόσο αφελής; Απορίες γεννιόντουσαν η μία μετά την άλλη και συνέθλιψαν κάθε κομμάτι αντίστοιχης χαράς των τελευταίων χρόνων, τα δώρα που είχε λάβει τόσο καιρό στήθηκαν σε δευτερόλεπτα μπροστά στα ματάκια του, δεν ήταν ποτέ αυτό που νόμιζε, ήταν όλα ένα ψέμα! Άρχιζε να το λούζει κρύος ιδρώτας, τα χεράκια του έσφιξαν έντονα την ζώνη ασφαλείας, το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει και τα μάτια του έκλεισαν απότομα…
Το επόμενο λεπτό τα μάτια του άνοιξαν ξανά και πετάχτηκε απότομα από το κρεβάτι , ενώ τα χέρια του ήταν ακόμα σφιγμένα στα μαξιλάρια δεξιά και αριστερά. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς, η μέρα που περίμενε ολόκληρη τη χρονιά και κάθε άλλον προηγούμενο χρόνο. Πετάχτηκε κατευθείαν απ΄τα σεντόνια του και έτρεξε με ένα διάπλατο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, προς το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το πρόσωπο του ήλιος και τα γέλια χαράς, που είδε το αγαπημένο του παιχνίδι, μεταμορφώθηκαν σε ακτίνες ευτυχίας που έφεραν και πάλι την ελπίδα στην παιδική του ψυχούλα. Αυτά τα περιτυλίγματα δεν είχαν ακόμα σημειώσει την ημερομηνία λήξης του.
Τελικά, μπορεί να θυμόταν το όνειρο ή και όχι, πάντως για να εμφανιστεί εξαρχής, είχε κάποιες βαθιά ριζωμένες αμφιβολίες που μάλλον δεν είχαν βγάλει αρκετούς καρπούς, τουλάχιστον για την ώρα. Σε κάθε περίπτωση το παιδί επέλεξε να ζήσει για λίγο ακόμα στον ιδανικά πλασμένο του κόσμο και να αγνοήσει την αλήθεια που του χτυπούσε την πόρτα. Τότε κατάλαβε πως το να είναι χαρούμενο είναι μονάχα στο δικό του χέρι, γιατί σε ότι δίνεις σημασία και αξία γίνεται αυτόματα αληθινό για σένα τον ίδιο και αυτό αρκεί..