Ο βασιλιάς και οι 3 γιοι του


Ο βασιλιάς και οι 3 γιοι του

                                                                                                          ο Σπύρος

γράφει το γνωστό παραμύθι με το δικό του εκφραστικό τρόπο

Τα παλιά χρόνια σ΄ έναν μακρινό τόπο, ζούσε μια βασιλική οικογένεια σε ένα πανέμορφο κάστρο με μεγάλες αίθουσες, καλοκουρεμένο κήπο και δροσερά δωμάτια.

Στο εξαίσιο αυτό κάστρο, έμενε ένα ζευγάρι με τρία παιδιά. Η οικογένεια αυτή είχε διάφορα χόμπι. Ο βασιλιάς έπαιρνε αποφάσεις και στον ελεύθερο του χρόνο έπαιζε γκολφ, ενώ η βασίλισσα έπινε καφέ με τις φίλες της. Τα παιδιά είχαν μεγάλη αγάπη για το ποδόσφαιρο και ήταν φίλοι με την ομάδα τους.

Τα παιδιά ήξεραν ότι ήταν η αδυναμία του πατέρα τους και γι΄ αυτό ο τους έπαιρνε ό,τι ήθελαν. Μια μέρα ο πατέρας ρώτησε τους γιους του άμα τον αγαπάνε.

Ο πρώτος γιος είπε :

-      Πατέρα, εγώ σε αγαπάω όσο το χρυσάφι.

Ο δεύτερος γιος του είπε:

-      Κι εγώ σε αγαπάω όσο τα λεφτά.

Ο τρίτος γιος χαρούμενος του λέει:

-      Πατέρα, εγώ σε υπεραγαπάω όσο το αλάτι.

Ο βασιλιάς θύμωσε. Ο τρίτος γιος ήθελε να του εξηγήσει, αλλά ο πατέρας, λέξη δεν τον άφηνε να πει και τον έδιωξε.

Ο γιος έφυγε από το κάστρο και περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο μέχρι που βρήκε μια ωραία πόλη. Δούλεψε ενώ η οικογένειά του τον είχε ξεχάσει. Μια μέρα είδε μια κοπέλα, την ερωτεύτηκε χωρίς να ξέρει ότι ήταν η βασιλοπούλα. Ο γιος και η βασιλοπούλα παντρεύτηκαν και έγινε βασιλιάς.

Όταν έγινε βασιλιάς αποφάσισε να κάνει μια συνάντηση με όλους τους βασιλιάδες της χώρας. Καλεσμένος ήταν και ο πατέρας του. Ο γιος διέταξε τους μάγειρες να φτιάξουν ανάλατα φαγητά. Όταν ήρθαν οι βασιλιάδες ήρθαν τα φαγητά. Έφαγαν το φαγητό και ύστερα το έφτυσαν. Τότε ο γιος λέει στον πατέρα του: καταλαβαίνεις γιατί τότε είπα ότι σε αγαπάω όσο το αλάτι;

Στο τραπέζι όλοι ήταν αμίλητοι μέχρι που ο πατέρας πήγε και αγκάλιασε το γιο του και του ζήτησε συγνώμη. Στη συνέχεια εμφανίζονται οι μάγειρες και φέρνουν αλατισμένα φαγητά και όλοι γλέντησαν και ο γιος συγχώρεσε τον πατέρα του.