Ο Μανωλιός

 

MabelAmber

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γιαγιά που είχε έναν γιο, τον Μανωλιό. Ο Μανωλιός ήταν τεμπέλης, δεν δούλευε και καθόταν όλη μέρα δίπλα στο τζάκι. Η μάνα του τον παρακαλούσε να πάει να δουλέψει και μια μέρα της είπε το ναι. Για να τον ευχαριστήσει του έβαλε στον τρουβά φρέσκο ψωμί, τυρί και λίγη στάχτη από το τζάκι για να του θυμίζει το σπίτι του. Ξεκίνησε ο Μανωλιός αλλά κουράστηκε γρήγορα και κάθισε κάτω από ένα δέντρο. Εκεί για να περάσει η ώρα σκότωνε μύγες και έλεγε ΄΄Σαράντα καθιστός κι άμα σηκωθώ κι ορθός άλλες τόσες θα σκοτώσω.΄΄ Τον άκουσε όμως ένας δράκος και τον πλησίασε.

–Πως σε λένε;
-Μανωλιό. Εσύ ποιος είσαι;
- Εγώ είμαι ο δράκος. Εσύ;
-Και εγώ δράκος είμαι, είπε ο Μανωλιός.

Ο δράκος θύμωσε και του λέει.

-Εγώ μπορώ να το αποδείξω ότι είμαι ο δράκος, εσύ μπορείς;
-Βεβαίως! απάντησε ο Μανωλιός.
-Τη βλέπεις αυτήν την πέτρα; Θα την σφίξω με το χέρι μου και θα βγάλει νερό.
Πράγματι έτσι έγινε. Τότε γυρίζει στον Μανωλιό και του λέει.
-Εσύ μπορείς να το κάνεις;
-Και βέβαια μπορώ. Δώσε εκείνη την πέτρα και θα δεις.
Μέχρι να σκύψει ο δράκος να πάρει την πέτρα, ο Μανωλιός έβγαλε κρυφά το τυρί και το έστριψε μαζί με την πέτρα και αμέσως έτρεξαν μερικές σταγόνες υγρού. Δεν πείστηκε όμως ο δράκος και του λέει.
-Θα χτυπήσω τα πόδια μου στο έδαφος και θα σηκωθεί ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης. Έτσι κι έγινε.
-Εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό;
-Και βέβαια μπορώ, αλλά κλείσε τα μάτια σου γιατί θα τυφλωθείς από τη σκόνη! απάντησε ο Μανωλιός.
Κλείνει τα μάτια του ο δράκος και ο Μανωλιός χτυπάει τα πόδια του με δύναμη στη στάχτη. Αμέσως ένα σύνννεφο στάχτης σηκώθηκε και μπήκε στα μάτια του δράκου που βιάστηκε να τα ανοίξει.
Βλέποντας αυτό ο δράκος πείστηκε και τον κάλεσε στο σπίτι του που ζούσε με τα αδέρφια του.
Όταν έφτασαν εκεί ο δράκος διηγήθηκε τι είχε συμβεί στα αδέρφια του αλλά αυτοί δεν τον πίστεψαν και κάλεσαν τον Μανωλιό σε πάλη, τον αρπάζει ο δράκος από τον λαιμό, γούρλωσε τα μάτια ο Μανωλιός, κοιτούσε δεξιά και αριστερά, τον ρώτησε ο δράκος γιατί κοιτάζει έτσι και ο Μανωλιός του είπε:
-Σκέφτομαι σε ποιο βουνό να σε πετάξω.
Ο δράκος φοβήθηκε και τραβήχτηκε πίσω. Όταν νύχτωσε ο Μανωλιός, πονηρός όπως ήταν, σκέφτηκε πως οι δράκοι θα προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν. Έτσι κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι, έβαλε στη θέση του ένα ξύλο και το σκέπασε με την κουβέρτα.
Πράγματι μετά από λίγο μπήκαν οι δράκοι μέσα στο δωμάτιο του και άρχισαν να χτυπούν το ξύλο με τσεκούρια νομίζοντας ότι ήταν ο Μανωλιός. Ο Μανωλιός κάτω από το κρεβάτι άρχισε να φωνάζει και αυτοί σταμάτησαν να τον χτυπούν μόλις σταμάτησαν οι φωνές. Οι δράκοι νόμιζαν πως πέθανε και έφυγαν. Ο Μανωλιός, μόλις έφυγαν, πέταξε το ξύλο και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Το πρωί, όταν τον είδαν ζωντανό, φοβήθηκαν πολύ και του είπαν.
-Τι θέλεις να σου δώσουμε για να μην μας πειράξεις;
-Θέλω ένα άλογο φορτωμένο με λίρες και να έρθει κάποιος μαζί μου να με βοηθήσει.
Έτσι και έγινε. Όταν ξεφόρτωνε τις λίρες, ο δράκος πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Στην άκρη του δρόμου έμενε ο παπάς, ο οποίος τον είδε και ρώτησε τον δράκο.
-Τι έφερες με τα άλογα στο σπίτι του Μανωλιού;
-Του έφερα λίρες, απάντησε ο δράκος και του διηγήθηκε την ιστορία.
Τότε ο παπάς γέλασε και του εξήγησε ότι ο Μανωλιός είναι ο πιο μεγάλος τεμπέλης του χωριού και ότι τους ξεγέλασε. Έπεισε μάλιστα τον δράκο να πάει σπίτι του και να πάρει πίσω τις λίρες. Ο Μανωλιός τον είδε από το παράθυρο, παίρνει ένα μεγάλο μαχαίρι φωνάζοντας.
-Καλά κάνεις και τον φέρνεις παπά, να ησυχάσω μια και καλή για πάντα από αυτόν!
Μόλις άκουσε ο δράκος, τρόμαξε και το έβαλε στα πόδια. Από τότε ο Μανωλιός με τη μητέρα του έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!!
ΤΕΛΟΣ

Ο Νάσος Βότσης επέλεξε παραμύθι
Το παραμύθι το διηγήθηκε η κ. Στέλλα Γκλιάγα

 

Φωτογραφία: MabelAmber/ pixabay

 

Αφήστε το σχόλιο σας στο "Ο Μανωλιός"

Σχολιάστε

Top