Η Πούλια και ο Αυγερινός

στεφανία

 

Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ζευγάρι με μία κόρη, την Πούλια, που την αγαπούσαν πολύ.

Η μητέρα του κοριτσιού πέθανε και ο πατέρας παντρεύτηκε άλλη γυναίκα, με την οποία έκανε ένα γιο, τον Αυγερινό. Τα δύο αδέλφια ήταν πολύ αγαπημένα. Η μητριά ζήλευε και δεν συμπαθούσε την Πούλια γι αυτό και μία μέρα θέλησε να την πουλήσει. Ο άντρας δεν ήθελε, αλλά μετά από πολύ συζήτηση με την γυναίκα του, συμφώνησε.

Βρήκαν, λοιπόν, έναν καλό έμπορα. Το Σάββατο ο έμπορας ήρθε, είδε το κορίτσι αλλά δεν το πήρε γιατί ήταν λεπτό και αδύναμο. Τους είπε ότι θα έπρεπε να δώσουν στο κορίτσι καραμέλες και σοκολάτες για να ψωμώσει. Ο Αυγερινός άκουσε την συζήτηση του έμπορα και των γονιών του και στεναχωρήθηκε πολύ. Πήγε σε μία γειτόνισσα και της είπε όλα όσα είχε ακούσει. Εκείνη τον συμβούλεψε να πάει στην αδερφή του, να της ζητήσει μία καραμέλα και να της ομολογήσει όλα αυτά που θα γινόταν. Μόλις η Πούλια άκουσε όλα αυτά τα φριχτά πράγματα άρχισε να κλαίει και τότε ο Αυγερινός ξανά πήγε στην γειτόνισσα και του είπε να πάρει την χτένα και τα σχοινιά που έδενε η Πούλια μαλλιά της. Η μητριά ήθελε επειγόντως να ξεφορτωθεί την Πούλια και τα παιδιά το είχαν καταλάβει, έτσι πήραν την χτένα και τα σχοινιά και άρχισαν να τρέχουν. Αργά ή γρήγορα η μητριά τους κατάλαβε και άρχισε να φωνάζει:

-Άμα σας πιάσω και τους δύο θα σας σκοτώσω.

Άρχισε να τρέχει από πίσω αλλά εκεί που τους έφθανε, ο Αυγερινός έριξε την χτένα της Πούλιας και εμφανίστηκε ένα μεγάλο δάσος με αγκάθια. Η μητριά ήταν τόσο νευριασμένη, με αποτέλεσμα να περάσει το δάσος και να αρχίσει να κυνηγάει τα παιδιά. Εκεί που τα έφτανε πάλι, ο Αυγερινός έριξε τα σχοινιά και μία μεγάλη θάλασσα εμφανίστηκε. Τα παιδιά δεν ξαναείδαν την μητριά. Ο Αυγερινός είχε λαχανιάσει και ήθελε να πιεί νερό, τότε βρήκαν μία πατημασιά από ελάφι. Έσκυψε να πιεί νερό.

- Όχι, όχι αδελφέ μου θα γίνεις ελάφι, είπε η Πούλια.

Το παιδί δεν άντεχε άλλο και έσκυψε να πιεί από μία πατημασιά ενός αλόγου.

-Όχι, όχι αδελφέ μου θα γίνεις άλογο, είπε η Πούλια.

Πιο πέρα βρήκαν μία πατημασιά αρνιού

-Έ, μα πια δεν αντέχω άλλο, θα πιώ.

Ήπιε και έγινε αρνί. Η Πούλια γονάτισε και άρχισε να κλαίει.

-Αδελφέ μου, τι θα κάνουμε;

-Πούλια, το ότι έγινα αρνί δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούμε να συννενοηθούμε! Όπου πας, θα έρθω κι εγώ.

Η Πούλια και ο Αυγερινός περπατούσαν και περπατούσαν μέχρι που είδαν μία μικρή πόλη με έναν βασιλιά. Στο κέντρο της πόλης υπήρχε ένα μεγάλο κιόσκι με σκάλες και κάγκελα.

-Εγώ θα πάω να κοιμηθώ πάνω, εσύ κοιμήσου εδώ κάτω, είπε η Πούλια στον Αυγερινό.

Υπήρχαν λεκάνες με νερά. Ο βασιλιάς έστειλε τους υπηρέτες να ποτίσουν τα άλογα. Τα άλογα έβλεπαν την Πούλια να λάμπει εκεί πάνω και τρόμαζαν και δεν πήγαιναν να πιούν νερό. Μετά από κάποια ώρα ένας αγρότης είδε την Πούλια εκεί πάνω και πήγε και ενημέρωσε τον βασιλιά. Ο βασιλιάς είχε πέντε βασιλόπουλα. Το πρώτο βασιλόπουλο προσφέρθηκε να πάει στο κιόσκι. Ανέβηκε στο άλογο και πήγε. Τη φώναξε αλλά εκείνη φοβήθηκε και δεν κατέβηκε, τότε έτρεξε ξανά με το άλογο πίσω στο παλάτι για να ζητήσει βοήθεια από μία γιαγιάκα. Την ρώτησε για το πώς θα μπορούσε να κατεβάσει την κοπέλα και η γιαγιάκα του είπε:

- Άκου παιδάκι μου, θα πάρεις ένα γουρούνι, μία σίτα, ένα σκαφίδι και ένα τσουβάλι αλεύρι. Λοιπόν θα βάλεις το σκαφίδι ανάποδα, την σίτα ανάποδα και το τσουβάλι αλεύρι κανονικά. Μετά θα φέρεις το γουρούνι και θα το αφήσεις να σκαλίζει το τσουβάλι και εσύ θα κρυφτείς από πίσω.

Τα έκανε όλα αυτά, αλλά η Πούλια που ήταν έξυπνη φώναξε στην γιαγιάκα που καθόταν εκεί στα σκαλιά:

- Αλλιώς γιαγιάκα το σκαφίδι και πάρε το γουρουνάκι σου, να μην σου τρώει το αλεύρι.

Η γιαγιά έκανε πως δεν άκουγε και της είπε να κατέβει δύο σκαλιά για να ακούσει καλύτερα. Έκανε ξανά πως δεν άκουσε αρκετές φορές, ώσπου το κορίτσι κατέβηκε πολλά σκαλιά, τότε πετάχτηκε από πίσω και την άρπαξε, την πήρε αγκαλιά πάνω στο άλογο και έφυγαν προς το παλάτι.

Το κορίτσι έκλαιγε και το βασιλόπουλο της είπε :

- Μην κλαις, εγώ σε αγαπάω, δεν θέλω να σου κάνω κακό. Θα σε πάρω στο παλάτι μου.

- Όχι δεν θέλω, έχω και ένα αρνί, είπε η Πούλια.

Τότε το βασιλόπουλο γύρισε πίσω, πήρε το αρνί και έφυγαν για το παλάτι.

Μόλις έφτασαν στο παλάτι, το βασιλόπουλο γνώρισε σε όλη την οικογένεια του την Πούλια. Όλοι την συμπαθούσαν, εκτός από την μητέρα του, την ζήλευε και δεν την ήθελε μέσα στο σπίτι της. Μία μέρα πήρε αυτήν και το αρνί της να πάνε μία βόλτα. Πήγανε σε ένα πηγάδι που δεν είχε νερό.

-Κοίτα μέσα να δεις τι υπάρχει, είπε η μητέρα.

Η Πούλια κοίταξε και τότε η μητέρα του βασιλόπουλου την έσπρωξε και την έριξε μέσα. Το αρνί αναστατωμένο έτρεχε γύρω από το πηγάδι, τότε η μητέρα το σκότωσε και αυτό. Η νύχτα έπεσε και το βασιλόπουλο έψαχνε την Πούλια. Βγήκε έξω και τότε άκουσε μία φωνή από το πηγάδι. Κατάλαβε ότι η φωνή αυτήν ήταν της Πούλιας, έτρεξε και την απελευθέρωσε με ένα σκοινί. Το επόμενο πρωί, όλη η οικογένεια έτρωγε στο τραπέζι, η Πούλια δεν μαρτύρησε τη βασίλισσα. Το μόνο που ζήτησε ήταν τα κόκαλα του αδελφού της για να τα θάψει στην αυλή. Μόλις τα πότισε, μία πορτοκαλιά με μονάχα ένα πορτοκάλι εμφανίστηκε. Κάθε φορά που η Πούλια πλησίαζε το δέντρο, τα κλαδιά άνοιγαν και την έπαιρναν αγκαλιά αλλά όταν η βασίλισσα πλησίαζε, αγκάθια εμφανιζόταν. Η βασίλισσα τότε διέταξε να την κόψουν.

- Όχι αδερφούλα μου, μην τους αφήσεις να με κόψουν. Ανέβα στα κλαδιά μου, είπε ο Αυγερινός.

Η Πούλια ανέβηκε και το δέντρο ψήλωσε μέχρι τα αστέρια και ακόμη σήμερα λέμε ότι η Πούλια και ο Αυγερινός είναι δύο υπέρλαμπρα αστέρια.

 

Επιλέγει η Χριστίνα Γκούβα

Διηγείται η κ. Βασιλική Τσιάρτα, κάτοικος Γαλατινής

 

Φωτογραφία: Στεφανία Βελδεμίρη

Αφήστε το σχόλιο σας στο "Η Πούλια και ο Αυγερινός"

Σχολιάστε

Top