Κάποτε ήταν τρεις κουνιάδες που ζήλευαν τη νύφη τους, γιατί ήταν πανέμορφη.
Μια μέρα οι τρεις κουνιάδες παρακάλεσαν τη νύφη τους να πάνε μια βόλτα στο δάσος. Αυτές είχαν βαφτεί για να φαίνονται πιο όμορφες. Σιγά σιγά άρχισε να νυχτώνει και οι τρεις κουνιάδες κρύφτηκαν και άφησαν τη νύφη τους μόνη. Αυτή μόλις κατάλαβε ότι ήταν μόνη, άρχισε να φωνάζει: «Αγαπημένες μου κουνιάδες, πού είστε; γιατί με αφήσατε μόνη;» Απόκριση όμως δεν έλαβε καμία.
Τότε την έπιασε το παράπονο κι άρχισε να κλαίει. Και, καθώς έκλαιγε κι έκλαιγε, μεταμορφώθηκε σε πουλί. Πέταξε το πουλί-νύφη γοργά και πήγε στο σπίτι της, εκεί που είχε αφήσει το παιδί και τον άντρα της, που τώρα πια αυτός ανησυχούσε για τα καλά. Η νύφη-πουλί αγωνιούσε συνεχώς για το μικρό παιδί της κι έτσι κάθε μέρα πήγαινε έξω από το σπίτι.
Ο άντρας της παρατήρησε αυτό το πουλί πάνω στο δέντρο κάθε μέρα να κάθεται και να κλαίει. Είπε, λοιπόν, μια μέρα στη μάνα του: «είναι ένα πουλί που κάθε μέρα έρχεται εδώ και κλαίει». Εκείνη τότε τον ορμήνεψε να βάλει λίγη κόλλα στο δέντρο που καθόταν το πουλί για να κολλήσει πάνω του. Και, πράγματι, την άλλη μέρα το πουλί κόλλησε πάνω στην κόλλα που έβαλε ο άντρας. Πήγε αυτός τότε και πήρε το πουλί στα χέρια του και ξαφνικά αυτό μεταμορφώθηκε ξανά στην όμορφη γυναίκα του.
«Θα σου τα πω όλα», είπε η γυναίκα του και διηγήθηκε όλα όσα έγιναν. Τότε ο άντρας θύμωσε πολύ κι αποφάσισε να σκοτώσει και τις τρεις αδερφές του. Και τελικά έτσι κι έκανε.
Το παραμύθι διάλεξε η Μοράβα Βούλα.
Το παραμύθι διηγήθηκε στη Μοράβα Βούλα η κ. Μοράβα Λουκία
Φωτογραφία: Σάκης Τερζής
Αφήστε το σχόλιο σας στο "Μια νύφη ανάμεσα σε τρεις κουνιάδες"