Στο έργο του Τρεις Ψηλές Γυναίκες, στο ανακαινισμένο Δημοτικό θέατρο Πειραιά, ο Έντουαρντ Άλμπι περνάει από το θέμα των διαπροσωπικών σχέσεων, όπως το ανέπτυσσε σε προηγούμενα έργα του (Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου, Ευαίσθητη Ισορροπία, Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ), στην αντιμετώπιση ενός καίριου προβλήματος της εποχής μας: την αυτογνωσία. Οι τρεις ηρωίδες είναι στο πρώτο μέρος του έργου σε διαφορετικές ηλικίες: μια νέα, μια μεσήλικη και μια υπέργηρη, σαν τρεις διαφορετικοί άνθρωποι. Στο δεύτερο μέρος, όμως, αποκαλύπτεται πως αυτές οι τρεις γυναίκες είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος άνθρωπος σε τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής του. Τα τρία πρόσωπα γίνονται ένα, η μία ηρωίδα μπαίνει μέσα στην άλλη, γίνεται η άλλη και μετά σχηματοποιείται εκ νέου.
Το σαρκαστικό αυτό ψυχόδραμα ίσως αποτελεί το πιο προσωπικό έργο του Άλμπι, καθώς αναφέρεται στη σχέση του με τη θετή του μητέρα κι όπως είχε παραδεχτεί αποτελεί ένα είδος εξορκισμού. Ο ίδιος περιγράφει τους γονείς του ως κάποιους που δεν ήξεραν να είναι γονείς και τον ίδιο ως κάποιον που δεν ήξερε να είναι γιος.
Ο ογδοντατριάχρονος πλέον Robert Wilson, που σκηνοθετεί την παράσταση, επιχειρεί να διανθίσει τον υπαρξιακό τρόμο, με σκληρό χιούμορ γεμάτο αλήθειες για το αποτύπωμα του χρόνου στον καμβά της ζωής.
Η κορύφωση του έργου στην φράση “Η πιο ευτυχισμένη στιγμή είναι όταν σταματάμε, όταν μπορούμε να σταματήσουμε”, ίσως και να συνάδει με το κρεσέντο της ζωής και της καριέρας του Τεξανού σκηνοθέτη.
Με συστολή θα τολμούσα να εκφράσω μιαν προσωπική μου υπόθεση ότι η ευρηματική παρουσίαση των τριών γυναικείων μορφών ως κούκλες, που γλιστρούν στην σκηνή και μαγεύουν, απηχεί την αρχετυπική πρόθεση της κοινωνίας να αξιώνει από κάθε γυναίκα αυτόν το ρόλο στη ζωή!
Ευαγγελία Κομνηνού
Ιανουάριος 2024