Από τους μαθητές του Β2 Γυμνασίου, Ιορδάνη Μισαηλίδη και Ελένη Κορομηλά.
Πώς αλλιώς μπορεί να τελειώσει το διήγημα «Ο λύκος»; Ας διαβάσουμε…
Από τον Ιορδάνη Μισαηλίδη
«Πέφτει τότε ένα πυροβολισμός και ο λύκος πληγώνεται. Καθώς οι φωνές των ανθρώπων πλησιάζουν βρίσκει τη δύναμη και τρέχει κάνοντας ελιγμούς για να ξεφύγει. Το αίμα στάζει από τη πληγή του και οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Τότε βλέπει μια πολύ μικρή σπηλιά στην οποία χώνεται μέσα για να κρυφτεί. Οι φωνές των ανθρώπων αρχίζουν να απομακρύνονται και καταλαβαίνει ότι μπορεί να έχει γλιτώσει από αυτούς. Όμως η πληγή του συνεχίζει να αιμορραγεί και δεν νιώθει πολύ καλά. Έχει νυχτώσει για τα καλά. Σκέφτεται ότι τελικά δεν ήταν σωστή η απόφασή του να φύγει από το κοπάδι του και σιγά – σιγά τον παίρνει ο ύπνος.
Την άλλη μέρα το πρωί ξυπνά από έναν οξύ πόνο στην πληγή και βλέπει ένα νεαρό άνδρα να την φροντίζει. Νιώθει τόσο αδύναμος που δεν μπορεί ούτε να κουνηθεί. Δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους αυτός, έχει πολύ όμορφο πρόσωπο και του μιλά με γλυκιά φωνή. Του αφήνει δίπλα του νερό και φαγητό και αφού τον χαιρετά φεύγει. Κρατά ένα τσεκούρι στα χέρια του αλλά δεν το χρησιμοποίησε για να τον σκοτώσει. Είναι μάλλον ξυλοκόπος και μ’ αυτό κόβει ξύλα.
Το άλλο πρωί ο λύκος ένιωθε καλύτερα αλλά δεν είχε δυνάμεις ακόμα για να φύγει. Σε λίγο εμφανίστηκε και πάλι ο νεαρός άνδρας με τη γλυκιά φωνή. Του άφησε και πάλι νερό και φαγητό και έφυγε. Το βράδυ ένιωθε πολύ καλύτερα και αποφάσισε να γυρίσει στους δικούς του. Χάρηκαν πάρα πολύ όταν τον ξαναείδαν και τους διηγήθηκε όλα αυτά που του συνέβησαν με τους ανθρώπους.
Ένα μήνα αργότερα, όταν ο λύκος γύριζε μέσα στο δάσος, άκουσε μια ανθρώπινη φωνή να τραγουδά. Του θύμιζε κάτι και γι’ αυτό έτρεξε προς το μέρος που ακουγόταν η φωνή. Ήταν ο νεαρός ξυλοκόπος που έκοβε ξύλα τραγουδώντας. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ στη ζωή του αυτό το γλυκό ανθρώπινο πρόσωπο. Μα ξαφνικά βλέπει έναν άλλον σκελετωμένο λύκο να του ορμάει. Δεν έχασε καθόλου χρόνο και έτρεξε πάνω στον λύκο. Δεν θα άφηνε κανέναν να κάνει κακό στον άνθρωπο που τον φρόντισε με τόση αγάπη, όταν ήταν πληγωμένος. Ευτυχώς ο άλλος λύκος ήταν πολύ αδύναμος και έφυγε. Ο άνδρας τον κοιτούσε μέσα στα μάτια με ευγνωμοσύνη. Ο λύκος τον αποχαιρέτησε με ένα ουρλιαχτό και χάθηκε μέσα στο δάσος.»
Από την Ελένη Κορομηλά
«Συνεχίζω την ιστορία από: «Στην άλλη πλευρά του βουνού βρήκε ένα χωριό. Νύχτωνε. Περίμενε σ’ ένα πυκνό ελατόδασος. Έπειτα γλίστρησε προσεκτικά γύρω από τους φράχτες των περιβολιών, ακολουθώντας τη μυρωδιά των ζεστών στάβλων. Δεν υπήρχε ψυχή στο δρόμο. Δειλά δειλά κοιτούσε προς το μέρος των σπιτιών».
Ένιωθε τα πόδια του σιγά σιγά να τον αφήνουν. Δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο γι’ αυτό βρήκε μια μικρή γωνιά εκεί στο δρόμο και κουλουριάστηκε. Ένιωθε τον ψυχρό αγέρα να τον αγγίζει και να παγώνει τις ανοιχτές πληγές του. Λίγη ώρα πέρασε μέσα στο σκοτεινό δρόμο του χωριού, με μία φωτεινή πανσέληνο να τον τυφλώνει. Παρόλ’ αυτά, ένα άλλο φως τον τύφλωνε πάλι, όμως δεν ήταν αυτό του φεγγαριού, ήταν ένα διαφορετικό φως που δεν είχε ξαναδεί, ήταν σαν το φως της ημέρας. Γρήγορα έχασε τις αισθήσεις του και δεν πρόλαβε να μάθει τι ήταν αυτό το φως σαν του παραδείσου..
Μόλις ο λύκος συνήλθε και άνοιξε τα μάτια του τινάχτηκε σαν τρομαγμένη γάτα. Παρατήρησε κάτι διαφορετικό, το περιβάλλον που βρισκόταν δεν του ήταν γνωστό, ήταν πολύ περίεργο γι’ αυτόν και πρώτη φορά έβλεπε ένα τέτοιο μέρος τα μάτια του. Πού ήταν το γρασίδι που ένιωθε στις πατούσες του κάθε μέρα, που κάθε πρωινό το μύριζε ενθουσιασμένος μαζί με τα πολύχρωμα λουλούδια ολόγυρα; Πού ήταν ο καταγάλανος ουρανός με τα πουλάκια που πετούσαν ελεύθερα στον αέρα κελαηδώντας χαρωπά; Πού ήταν τα θεόρατα δέντρα του δάσους που προστάτευαν αυτόν και την αγέλη του από τους ανθρώπους και τις κακοκαιρίες; Πού βρισκόταν και πού ήταν το σπίτι και η οικογένειά του; Ήταν μπερδεμένος με όλα αυτά που είχαν γίνει και έτσι ζαλισμένος έπεσε στο πάτωμα αναίσθητος.
Όταν ξανά άνοιξε ο λύκος τα μάτια του ένιωθε πολύ καλύτερα. Μερικά λεπτά πέρασαν σ’ αυτό το περίεργο μέρος, που για την ώρα ας το ονομάσουμε ’’Η ασυνήθιστη κουφάλα’’. Τέλος πάντων, μέσα σ’ αυτή την ασυνήθιστη κουφάλα ο λύκος ένιωθε μια ωραία ζέστη να τον χαλαρώνει. Δεν υπήρχε παγωνιά όπως πριν. Επιπλέον, κάτι ακόμη πιο περίεργο για τον λύκο ήταν πως παρατήρησε ότι οι πληγές του ήταν πολύ καλύτερα, δεν υπήρχε άλλο αίμα πάνω του παρά μόνο ένα άσπρο, μαλακό πράγμα που του τύλιγε τις πληγές, το οποίο μύριζε σαν λουλούδια, ωραία λουλούδια. Δεν τον ενοχλούσε και ένιωθε πως του έκανε καλό γι’ αυτό και δεν το έβγαλε.
Λίγο πιο πέρα στην κουφάλα βρήκε λίγο φαγητό. Παραξενεύτηκε, αυτό το φαγητό δεν το είχε ξαναδεί. Δεν ήταν κουνέλι, ούτε ποντίκι. Έμοιαζε με ένα κομμάτι κρέας, αλλά με μία μοναδικά γεύση και μυρωδιά. Ήταν πεινασμένος σαν λύκος, γι’ αυτό και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το καταβρόχθισε..
Στη συνέχεια, μετά από πολύ εξερεύνηση, ο λύκος ένιωθε γενικά άνετα μέσα σ’ αυτό το μέρος, αλλά ταυτόχρονα και φόβο, επειδή δεν ήξερε που βρισκόταν, τι θα έκανε, πώς θα επέστρεφε σπίτι του και πολλά ακόμη. Διάφορες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του λύκου και καμία απ’ αυτές δεν μπόρεσε να τον καθησυχάσει.. Έτσι σκεπτόμενος και ανήσυχος που ήταν, ξαφνικά άκουσε διάφορους θορύβους που τον πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο. Ο λύκος δεν πρόλαβε να αντιδράσει και να κρυφτεί, μέχρι που είδε έναν. Ένα μεγάλο, ψηλό ων που ερχόταν προς το μέρος του. Είδε έναν άνθρωπο. Πραγματικό άνθρωπο, ο οποίος θα μπορούσε να του έκανε πάλι κακό ή και ακόμη αυτή τη φορά να τον σκότωνε. Δεν ήθελε να πεθάνει. Έπρεπε να κάνει κάτι γρήγορα. Όμως, δεν προλάβαινε. Ο τρόμος του δεν τον άφηνε να κουνηθεί ό,τι και να έκανε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κοιτά τον άνθρωπο να τον πλησιάζει με γοργά βήματα.
Ξάφνου, τα μάτια των δυο, του λύκου και του ανθρώπου, συναντήθηκαν. Και οι δυο φαινόντουσαν διστακτικοί να πλησιάσουν περισσότερο, λες και υπήρχε ένα εμπόδιο ανάμεσά τους. Δεν κουνήθηκε κανείς, μονάχα οι ανήσυχες ανάσες τους ακουγόντουσαν μέσ’ την απόλυτη ησυχία της κουφάλας.
Τελικά, το πρώτο βήμα, γεμάτο αυτοπεποίθηση, το έκανε ο άνθρωπος. Απ’ όσο φαινόταν, ο άνθρωπος αυτός ήταν λίγο μικρότερος από τους άλλους ανθρώπους που είχε δει ο λύκος.
Ήταν ένα κορίτσι, νεαρό, και όμορφο, γύρω στα 12, με μεγάλα καστανοπράσινα μάτια και καστανά μακριά μαλλιά. Το όνομά της ήταν Ζωή, αλλά όλοι συνήθως την φώναζαν Ζωίτσα. Ήταν γλυκιά σαν καραμέλα και είχε το πιο όμορφο χαμόγελο γεμάτο αγάπη. Πάντοτε νοιαζόταν για τους άλλους ακόμη και για τα ζώα. Δεν την ένοιαζε για το τι έλεγαν οι άλλοι γι’ αυτήν μερικές φορές και κάθε φορά έκανε αυτό που αγαπούσε..
Από μικρή ηλικία είχε μια μεγάλη αγάπη για τα ζώα. Ποτέ δεν φοβόταν μία μέλισσα ή μία αράχνη, αντίθετα τις θαύμαζε με χαρά. Γενικά, παρά την ηλικία της, όποτε έβρισκε λίγο χρόνο μελετούσε για τα ζώα και τη φύση.
Όποτε έβρισκε ένα πληγωμένο ή πεινασμένο ζώο, το περιποιόταν και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της. Ήταν λες και κάθε φορά που ένα ζώο χρειαζόταν βοήθεια εκείνη ήταν πάντοτε εκεί για να το βοηθήσει.
Πάντα πίστευε πως όλα τα ζώα την καταλάβαιναν και πως είχαν και αυτά συναισθήματα, όπως και αυτή. Τα αγαπούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο και ευχόταν κάθε φορά απ’ τα βάθη της ψυχούλας της, μια μέρα να αποκτήσει και αυτή ένα κατοικίδιο, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά, και να το έχει σαν ένα μέλος της οικογένειάς της.
Η μικρή Ζωή πλησίασε ήσυχα τον λύκο για να μην τον φοβίσει. Του μιλούσε για να τον καθησυχάσει, αλλά ο λύκος αναρωτιόταν πολλά πράγματα για αυτό το κορίτσι … Μα, γιατί μου μιλάει, τι μου λέει … Μήπως με απειλεί, όχι δεν νομίζω … Η φωνή της μοιάζει ήρεμη. Δεν μου φωνάζει, κάτι μου λέει, μα τι …
Ο λύκος σιγά σιγά άρχισε να ηρεμεί σαν να του έκαναν μαγικά. Ένιωθε την όμορφη αύρα της Ζωής και την γαλήνια φωνή της να τον πλησιάζουν. Δεν φοβήθηκε, την εμπιστευόταν απόλυτα. Έκλεισε τα μάτια του και ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στο κεφάλι του. Ήταν ένα διαφορετικό άγγιγμα από όλα τα άλλα που είχε νιώσει. Δεν τον πονούσε, δεν τον έσφιγγε, δεν τον ενοχλούσε. Ίσα ίσα τον νανούριζε …
Μετά από λίγο η φωνή της μικρής Ζωής σταμάτησε. Ο λύκος το αντιλήφθηκε και άνοιξε πάλι τα μάτια του. Για άλλη μια φορά τα μάτια των δυο τους συναντήθηκαν και πάλι, όμως αυτή τη φορά δεν υπήρχε φόβος. Δεν υπήρχε ανησυχία, ούτε και άγχος. Παρά μόνο ένα περίεργο συναίσθημα εμπιστοσύνης, χωρίς κανέναν λόγο. Σαν να το ένιωθαν και δυο…
Ένας ολόκληρος χρόνος πέρασε και ο λύκος είχε περάσει πολλές όμορφες στιγμές με τη μικρή Ζωή και ένιωθε διαφορετικά από πριν. Πολύ καλύτερα από πριν. Ένιωθε πως όλη η ζωή του άλλαξε ξαφνικά προς το καλύτερο. Υπήρχε ένας τόσο μεγάλος δεσμός μεταξύ τους που κανείς δεν ήξερε πώς δημιουργήθηκε …
Έκαναν πολλά πράγματα μαζί … έτρεχαν στα λιβάδια και απολάμβαναν τον ήλιο, μύριζαν κάθε είδος λουλουδιού μέχρι να έχουν μουδιάσει οι μύτες τους, ή και ακόμη έπαιζαν σχεδόν όλη τη μέρα ατελείωτα.
Αγαπούσαν πάρα πολύ ο ένας τον άλλον και έκαναν τα πάντα για να είναι μαζί και να περνάνε καλά. Όταν ο ένας ήταν λυπημένος τότε ήταν και ο άλλος, ή άλλες φορές που κάποιος από τους δύο δεν είχε διάθεση τότε ο άλλος προσπαθούσε να του την ανεβάσει.
Ο λύκος δεν καταλάβαινε γιατί η Ζωή του φερόταν τόσο διαφορετικά σε σχέση με όλους τους άλλους ανθρώπους. Ποτέ δεν κατάλαβε. Αλλά ήξερε πως τον αγαπούσε και πως ήταν μία πραγματική φίλη για αυτόν. Μία δεύτερη οικογένεια. Ένα δεύτερο σπίτι.
Η αλήθεια είναι πως έχουν περάσει σκέψεις από το μυαλό του να φύγει, να γυρίσει πίσω στο δάσος, όμως δεν το έκανε, γιατί ήξερε πως με την Ζωή ήταν πια ασφαλής. Δεν υπήρχε ο κίνδυνος να σκοτωθεί από κάποιον και έξαλλου δεν του στερούνταν τίποτα εδώ και περνούσε υπέροχα …
Η μικρή Ζωή λάτρευε τον καινούριο της φίλο. Τον είχε σαν την οικογένειά της. Τον είχε βρει έξω στο δρόμο μέσ’ το καταχείμωνο. Ήταν μία πάρα πολύ παγωμένη νύχτα τότε και ήταν πληγωμένος. Εννοείται πως τον λυπήθηκε και αποφάσισε να τον πάρει σπίτι. Η Ζωίτσα ήταν μόλις 12 χρονών, οπότε χρειαζόταν την άδεια των γονιών της. Οι γονείς της δεν γνώριζαν ότι το ζώο ήταν ένας λύκος. Όμως η μικρή παρόλο που το ήξερε, δεν το είπε, γιατί δεν ήθελε να τον αφήσει πίσω και να πεθάνει. Στην αρχή οι γονείς της, δεν υπήρχε περίπτωση να της επέτρεπαν να τον πάρει, αλλά τελικά τον λυπήθηκαν. Είχαν και αυτοί καρδιά και δεν ήθελαν να τον αφήσουν να πεθάνει, ενώ μπορούσαν να τον σώσουν.
Οι γονείς της Ζωής ήταν απλοί χωρικοί. Δεν ήταν ούτε φτωχοί, ούτε πλούσιοι. Όταν πήραν το ζώο δεν το πήγαν στον κτηνίατρο, διότι η παλιά εργασία του πατέρα της ήταν κτηνίατρος. Μεγάλη σύμπτωση … Τέλος πάντων, δεν γνώριζε και πολλά, είχε ένα μικρό λιτό ιατρείο όταν δούλευε και αν και ήταν χωριό και οι άνθρωποι είχαν πολλά ζώα, πολλοί λίγοι τον επισκέπτονταν. Ήταν πραγματικά τραγικό, αλλά να, που η δουλειά του αυτή χρειάστηκε κάπου τελικά …
Τον περιποιήθηκε καλά μαζί με λίγη βοήθεια της μικρής Ζωής και όλα πήγαν όπως τα περίμεναν. Οι γονείς της μέρα με τη μέρα αρχίζαν να νιώθουν τον λύκο ως μέλος της οικογένειάς τους, όπως και η Ζώη … Και αυτό έκανε την Ζωή ακόμη πιο χαρούμενη, επειδή τώρα πια ήξερε πως αυτός ο αληθινός και πιστός φίλος που έψαχνε ήρθε στην πόρτα του σπιτιού της για να μείνει και να περάσουν μία αξέχαστη ζωή γεμάτη μοναδικές αναμνήσεις …
Από τότε που η μικρή Ζωή έσωσε τον λύκο έχουν περάσει σχεδόν 3,5 χρόνια και όλα είναι απλώς τέλεια. Πλέον είναι σχεδόν 16 χρονών ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας δεν λέγεται άλλο λύκος αλλά Ζορό!! Κανείς δεν ξέρει γιατί τον ονόμασαν έτσι, πάντως τον αγαπούν όσο οτιδήποτε στον κόσμο. Τόσο η Ζωή όσο και οι γονείς της.
Το ότι ο Ζορό δεν είναι σκύλος αλλά λύκος, κανείς δεν το ξέρει ακόμη, παρά μόνο η Ζωή και μάλλον καλύτερα έτσι.. Όμως δεν μας ενδιαφέρει, γιατί ο Ζορό και η μικρή Ζωή είναι πλέον αχώριστοι φίλοι και έχουν να ζήσουν πάρα πολλές περιπέτειες ακόμη που τους περιμένουν.
Να ευχηθούμε όλοι μας στον Ζορό και στην φίλη του να έχουν μια όμορφη ζωή από ‘δω και πέρα …
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…»
Αφήστε το σχόλιο σας στο "Πώς αλλιώς μπορεί να τελειώσει το διήγημα «Ο λύκος» του Έρμαν Έσε;"