«Του γιοφυριού της Άρτας»: ένα διαφορετικό τέλος

Το γιοφύρι της Άρτας

Από τις μαθήτριες του Γ1 Γυμνασίου Καλαντζή Χρυσή και Λιάκου Ολυμπία

(Ο πρωτομάστορας μόλις έμαθε πως πρέπει να θυσιάσει τη γυναίκα του)
Μέσα στη στεναχώρια του δεν σκέφτεται πολύ λογικά και καθαρά και αποφασίζει να πάρει τη γυναίκα του και να κρυφτούν στα άγρια βουνά, μακριά από όλους. Οι
υπόλοιποι μάστορες ανησυχούν για το ποιο θα είναι το άτομο της θυσίας:
«Τώρα που έφυγε η λυγερή ποιον θα θυσιάσουμε;»

Εκείνη τη στιγμή ήρθε το πουλάκι και με ανθρώπινη λαλίτσα δίνει μια νέα λύση:
«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει·
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα τον όμορφο κουνιάδο
που είναι μακριά στην ξενιτιά με πλούσια γυναίκα.»

Τα ακούν οι μάστοροι και φωνή δε βγάζουν.
Γι΄ αυτό και το αηδόνι πετάει γρήγορα
και φέρνει στον αδερφό της λυγερής κακά μαντάτα:
«Νεαρέ μου όμορφε που στέκεσαι εκεί πέρα,
μην κάθεσαι! Τρέχα!
Οι άντρες θέλουν να θυσιάσουν την όμορφη αδερφή σου.»

Τ΄ άκουσε ο Γιώργης ο μικρός και του θανάτου πέφτει.
Ξαφνικά βλέπει τρία άσπρα άλογα μια άδεια άμαξα να σέρνουν.
Χωρίς να χάνει χρόνο ανεβαίνει γρήγορα,
πηγαίνει το γιόμα από τον θάνατο να τη σώσει.

Μόλις έφτασε εκεί μια απρόσμενη έκπληξη τον περιμένει.
Κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά μα άνθρωπο δε βλέπει.
Αποφασίζει να φωνάξει.
Μα προτού προλάβει να βγάλει ήχο,
βρέθηκε δίχως να καταλάβει σε έναν χώρο σκοτεινό.
Τελικά καταφέρνει να βρει ένα άνοιγμα που γέμιζε φως από μια φωτεινή ηλιαχτίδα. Προσπάθησε αρκετά να βγει, μα δεν μπόρεσε.

Έπειτα από λίγο ακούει φωνές ανδρών. Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι πήγαινε στραβά και ότι εκείνος θα θυσιάζονταν και όχι η αδερφή του.

Έτσι φωνάζει δυνατά και καταριέται:
«Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.»
Μα εκείνοι βιαστικά αντιλέγουν:
«Άντρα, τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβη αδερφή, μη λάχει και περάσει».
Ο άντρας χωρίς δεύτερη σκέψη απαντά:
«Αν τρέμουν τ” άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ” άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω μονάκριβη αδερφή, μη λάχει και περάσει.»

Μ΄ αυτά τα λόγια ο γενναίος άντρας αποχαιρετά τον άδικο αυτό κόσμο.

Ο θρήνος της οικογένειας ήταν τεράστιος και πολυήμερος καθώς οι απώλειες ήταν δύο. Ο χαμένος γιος και η ξενιτεμένη κόρη. Οι γονείς ούτε έμαθαν κάτι για αυτήν, ούτε την είδαν ποτέ ξανά. Αν και ακούγεται ότι ζει ευτυχισμένη και ξέγνοιαστη στην ύπαιθρο με τον άντρα της και τα πολλά παιδιά τους.

Αφήστε το σχόλιο σας στο "«Του γιοφυριού της Άρτας»: ένα διαφορετικό τέλος"

Σχολιάστε

Top