«Ανιδεότητες»
Γιατί πρέπει η ύπαρξή σου να είναι τόσο όμορφη;
Τόσο που η άνοιξη ζηλεύει.
Και η απερισκεψία εκδηλώνεται με τόσο γλυκό τρόπο.
Τετάρτη μεσημέρι και συ είσαι έξω αγνοώντας τυχόν παρεξηγήσεις και σιωπές,
κάνοντας τη δική σου φασαρία.
Αλλά αυτή η φασαρία είναι ζάλη από άνθος παπαρούνας
Κι ο μόνος που ζαλίζεται είσαι συ.
Ποιος να το “ξερε πως θα” πεφτες από τη ζάλη και θα επιζητούσες λίγο δράμα;
Τα λεωφορεία προς Ομόνοια συνεχίζουν
Καλοκαίρι
Και συ ήθελες να πας Ομόνοια επειδή σ” αρέσει η ζάλη, η φασαρία, οι παπαρούνες σου.
Σου” χουν κλέψει όλες τις απομιμήσεις και στις έχουν περιπετάξει με χάρη.
Απαρατήρητος είσαι μέσα στις πορσελάνινες γιορτές που οργανώνεις.
Και οι φθηνές απογοητεύσεις μου δεσπόζουν άχαρες.
Γιατί πρέπει η ύπαρξή σου να είναι τόσο όμορφη;
Γιατί η ύπαρξή σου δεν ήταν ποτέ αληθινή.
“Μαθηματικά”
Είμαι αριθμός. Όλοι μας είμαστε. 1,2,3,4. Ω, όχι, αυτοί οι αριθμοί είναι κατειλημμένοι.
-1, -2, -3, -4. Ναι, αυτοί είναι τέλειοι αριθμοί για εμάς… Οι συνέπειες είναι ο αριθμός 0 και ακολουθούν τα λεφτά με τον αριθμό 1.000.000. Τα λεφτά είναι συνέπεια, γι’ αυτό οι αριθμοί κείτονται από άπιαστα μηδενικά.
Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα. Είχαν λεφτά; Ναι. Είχαν συνέπειες; Ξανά, ναι. Αλλά πάλι, ήταν άνθρωποι, αρνητικοί αριθμοί.
Η αγάπη δεν είναι αριθμός. Είναι γράμμα. Υπολογισμός : 0+1.οοο.οοο+Α = 1.000.000 + Α.
Καμία συνέπεια, πολλά λεφτά, και λίγη αγάπη.
“Αναστασία”
Τα μαλλιά της, συνάντηση του Έρωτα με τον Απρίλη,
σαν στάχια που στον ήλιο παίρνουν ύφος λεπτεπίλεπτης αχτίδας.
Γιατί πρέπει τα μάτια της να είναι καθρέφτης ανείπωτου ονείρου ξαπλωμένου στα ουράνια;
Γιατί πρέπει ο ουρανός να ζηλεύει τα πιο απλά και σκυθρωπά της μάτια;
Κι η ζήλια μεγάλη,
κρατάει της αμυγδαλιάς τους ανθούς πασπαλίζοντάς τους πάνω στο κρεβάτι.
Στο κρεβάτι που κάνει γλυπτό τα θεία πρωινά.
Και στον τοίχο έχει κρεμασμένο το κάδρο της,
το προσκυνά κάθε απόγευμα
και χαίρεται μόνη της.
Γιατί μόνη της υπάρχει,
αστερισμός θαλάσσης τα μεσάνυχτα
Και το ραδιόφωνο από πίσω με μελωδίες του ΄80
Και αυτή στο προσκήνιο να χορεύει σε βαλς του ΄60.
“Άνθρωποι”
Μερικοί άνθρωποι είμαστε εγωιστές. Και πέρα από τις ποταπές μας συνειδήσεις σκεφτόμαστε μόνο το δικό μας αύριο, το δικό μας είμαι. Το δικό μας σήμερα, το δικό μας ποτέ. Περαστικός ο δρόμος των άλλων και ανθισμένος ο δικός μας. Πολλές φορές σκεφτόμαστε σαν παιδιά, με όνειρα φιλόδοξα. Συνειρμός ανάρπαστος με την ματαιοδοξία του κόσμου. Αδιαφορία ομιλητική με δόση περηφάνιας και ντεμπούτο αλαζονείας. Και η ατυχία δείχνει ασήμαντη.
Είστε τέρατα. Τέρατα από τον παράδεισο. Το μυαλό σας χάνεται στην προσπάθεια να αλλάξετε τις σκέψεις.
“Στιγμή”
Υπάρχει η λέξη «στιγμή». Την στιγμή ας την φωνάζουμε «Μαρία», εντάξει;
Ωραία.
Η Μαρία έχει πολλά πρόσωπα, μπορεί και να σε τρομάξει.
Γιατί οι μηδαμινές τις πεποιθήσεις έχουν φύγει. Και άφησαν μόνη της τη Μαρία μαζί μου. Και την παντρεύτηκα. Παντρεύτηκα μία στιγμή, γιατί η αγάπη δεν έχει πρόσωπο. Έχει πεταλούδες, πεταλούδες μέσα σε κουτιά. Τα πακετάραμε χθες και η μεταφορική λέει πως σήμερα θα ΄χουν φτάσει στο καινούργιο μας σπίτι. Στο δικό μας σπίτι. Εμένα, και της Μαρίας, εμένα και της «στιγμής».
“Ελένες”
Η Ελένη δαγκώνει τα χείλια της
Η Ελένη ξυπνάει το πρωί
Η Ελένη σκέφτεται τα πρόσωπα που είδε χθες
Η Ελένη θέλει να γράψει ένα τραγούδι
Η Ελένη θέλει να γράψει
Η Ελένη θέλει
Σκέτο.
Γιατί η Ελένη ζει
Και ζει τρεις ημέρες την εβδομάδα.
Οι υπόλοιπες μέρες είναι περίεργες
και απλά περνάνε από τη μηδενική της σκέψη.
Τα χείλη της Ελένης έχουν γίνει κόκκινα
κι όμως αυτή παραμένει άσπρη
Ελένη, Ελένη, Ελένη
Ξέρεις ποιος σε φωνάζει; Η Ελένη. Εσύ. Εγώ.
“ Σκοτεινή Βανέσα”
Ξέρει τι κάνει, ξέρει πολύ καλά
Ξέρει να δείχνει ωραία ακόμη κι όταν διαβάζει
Ακόμη κι όταν αγχώνεται
Ακόμη κι όταν ονειρεύεται
Ακόμη κι αν ονειρεύεται,
Δείχνει ανάλαφρα ωραία, με μια πρόστυχη καλοσύνη
Δείχνει σαν να φοβάται την ίδια της την ύπαρξη, την ίδια της ομορφιά
και να αγαπάει τα ίδια της τα λάθη, τις ίδιες της τις ακατάλληλες ημέρες.
Και της ανήκει μια αποβάθρα απέναντι από ένα ξεχασμένο μπαρ.
Κρατιέται μην κλάψει και ζήσει παραπάνω από μία στιγμή.
Μπορεί να ζήσει μόνο δύο στιγμές μέσα στην εβδομάδα
Και ήδη, έζησε χθες τη μία της στιγμή
Τη δική της στιγμή
Και χαίρεται
Χαίρεται μόνη της
Γιατί μόνη της υπάρχει.
“Διαπασών”
Προς κάθε τι που πρέπει να αγαπώ,
νιώθω μια απαθή έλξη
που εκτείνεται σε εδάφη άπιαστα, ονείρου
Και όταν μου μιλάνε, εγώ απλά στέκομαι
Μετά από λίγο περπατάω,
Νιώθω μια απαθή έλξη
Μια έλξη που μόνο εγώ μπορώ να χαρακτηρίσω ως πρόχειρη, παιδική.
Και καίγεται
Δεν χάνεται, απλά καίγεται καθώς περπατάω.
Και πάω πάλι πίσω, γιατί έτσι μ’ αρέσει,
Μερικοί πιστεύουν ότι λέγεται μαζοχισμός.
Μερικοί.
Εγώ, εγώ πιστεύω πως λέγεται ανιδεότητα,
προξενιό με την απώλεια, τον χρόνο και την πίστη για κάτι καλύτερο, ταυτόχρονα.
Ο κόσμος, τι ξέρει ο κόσμος;
Μόνο εγώ ξέρω, γιατί μόνο εγώ ζω κάθε πρωί μόνη μου
Τα βράδια δεν ξέρω αν ζω ή απλά κοιτάω το χρώμα του τηλεφώνου μου.
Χτυπάει
Ναι, χτυπάει κάθε νύχτα
Δεν με ξυπνάει, γιατί δεν κοιμάμαι
Είπα, είμαι απαθής προς τη ματαιοδοξία του είναι
Και το ξέρω αυτό.
Απλά δεν ξέρω έμενα.
Δεν ξέρω τίποτ’ άλλο εκτός απ’ τα’ όνομά μου.
Μόνο αυτό.
Α, πως με λένε;
Το όνομα μου είναι «λίγο» και το «πολύ» μου λείπει.
Θεοδώρα Χατζηνικολάου Α4