ώστε η ανοχή να σημαίνει ενοχή,
ποτέ το αντίστροφο
(Οι φωνές, Ύψιλον 1982)



Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στο επίκεντρο της παπαδιαμαντικής δημιουργίας εξέχουσα σημασία καταλαμβάνουν οι γυναίκες, οι Ρωμιές ,κατά τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, οι οποίες έχουν κατακτήσει το δικό τους κοινωνικό ρόλο και θέση στην τότε κοινωνία που ζουν, δημιουργώντας έτσι έναν κατάλογο με μορφές και χαρακτήρες, ίσως αρκετά διαχρονικό και συνυφασμένο με τούς σημερινούς τύπους γυναικών. Πώς άραγε θα ήταν η πνευματική του δημιουργία χωρίς την παρουσία αυτών των ηρωίδων; Ποια ήταν η σχέση του μαζί τους;
Γράφει ο Κώστας Βάρναλης στο «Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά»: «Όταν τις νύχτες του χειμώνα στην τρώγλη του και τα πρωινά του καλοκαιριού κάτου από τα πεύκα της Δεξαμενής έδενε τα χέρια του απάνου στην κοιλιά του κ’ έγερνε ….το κεφάλι του στον αριστερό του τον ώμο ο “κοσμοκαλόγερος” Παπαδιαμάντης κι αναπολούσε τα περασμένα της “αμαρτωλής” ζωής του, τι μεγάλες τύψεις και τι πόθοι εξιλασμού ταράζανε τον εσωτερικό του κόσμο! Και ποια ήταν τα “κρίματά του”! Κάποια Παρασκευή θα έφαγε ψάρι (“επτωμοφάγησεν”, όπως θα έλεγε ο ίδιος), κάποιο πρωί του Αυγούστου θα μπήκε μ’ άλλα παιδιά σε ξένο αμπέλι κι έκλεψε σταφύλια, ή όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών, ο οφθαλμός του εσκανδαλίσθη κ’ η καρδιά του φτεροκόπησε βλέποντας άξαφνα τη γειτονοπούλα μ’ ανασκουμπωμένα μανίκια και γυμνό λαιμό να κάνει μπουγάδα στην αυλή .
Οι μορφές γυναικών που σκιαγραφεί ο Παπαδιαμάντης, μη φανταστείτε ότι διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τις σημερινές. Πρόκειται για χήρες, γραίες, καλλίκομες, ευσταλείς και νεοδρεπείς νεάνιδες, νεαρά κορίτσια γεμάτα όρεξη για ζωή, πτωχές κόρες απλοϊκές, παντρεμένες με οικογενειακά άχθη, ορφανές όπως η Σοφία και η Λουκρητία, η Νταντώ κ.α Στο διήγημα «Θέρος-έρος», προβαίνει σε μια από τις γλαφυρότερες περιγραφές του, απαριθμώντας τις χάρες της έφηβης Ματούλας: «Υπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγε τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου. Η κόμη επέστρεφε το μέτωπόν της ως ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός και οι οφρύες της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού».
Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις που οι γυναίκες προκαλούν στον Παπαδιαμάντη παραμένουν συνήθως κρυμμένα πίσω από μία μοναχική και προσηλωμένη θρησκευτικότητα, η οποία δεν πρόσφερε πολλά περιθώρια σ” αυτούς που θα επιθυμούσαν, ίσως, να διερευνήσουν αυτό το κομμάτι του εαυτού του, ενόσω ακόμα ζούσε. Αρκετοί το επιχείρησαν αργότερα, αρκέστηκαν, όμως, στην προσπάθεια αποκάλυψης μιας μόνο πτυχής της στάσης του Παπαδιαμάντη απέναντι στις γυναίκες, της ερωτικής, μη υποψιαζόμενοι, προφανώς, την ευρύτητα και το βάθος αυτής της στάσης, μας αναφέρει πολύ πετυχημένα η κ. Γκασούκα που εξειδικεύεται στο φυλετικό ζήτημα. Δεν αρκεί όμως να αναλύσουμε μόνο τη στάση του πεζογράφου στο ερωτικό θέμα, παραβλέποντας τη συμβολή αλλά και το δεσπόζοντα ρόλο του γυναικείου χαρακτήρα στην υπόλοιπη δημιουργία του.
Επιστρέφοντας στον κοινωνικό ρόλο των γυναικών, μια, πιστεύω, κατόρθωσε να πάρει τον κύριο αλλά και καίριο πρωταγωνιστικό ρόλο, η Φόνισσα. Η κοινωνική διάσταση της φόνισσας, ως μιας γυναίκας που λειτούργησε για πρώτη φορά αυτοβούλως παίρνοντας το νόμο στα χέρια της, ίσως θα έπρεπε να παραλληλιστεί με μια άλλη ηρωίδα , τη Χαρμολίνα, μια παραλλαγή της φόνισσας απαλλαγμένης από το φονικό αλλά συνοδευόμενης πάντα από την απόγνωση και την βασανισμένη αυτοσυνειδησία.
Η Χαρμολίνα είναι η παθητική πλευρά, η ηθογραφική διάσταση της Φόνισσας. Η γυναίκα των «συνήθων αμαρτημάτων», της ανάγκης και της υπηρεσίας που λίγο θα ξεχώριζε από το κοινό βόσκημα, αν δεν υπήρχε ο άλλος κόσμος, η δικαίωση της υπηρεσίας, επίγεια προτύπωση του οποίου είναι το μοναστήρι. Ώστε δεν είναι τυχαίο, αν ο Παπαδιαμάντης δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να τονίσει τη ριζική αντίθεση μεταξύ κοινότητας και συμβατικής κοινωνίας, της «μεγάλης κεντρικής γαστέρας» της «ώτα ουκ έχουσας». Ούτε είναι τυχαίο ότι οι εκπρόσωποι του ανεξάρτητου Ελληνικού βασιλείου απεικονίζονται ως καρικατούρες ανθρώπων, ως ανέκφραστοι πλην αλύγιστοι φορείς διαταγών. Η δήθεν ατομική ελευθερία τους δεν γνωρίζει την εσωτερική σύγκρουση. Αντίθετα, οι άνθρωποι της αποπνικτικής κοινότητας μπορούν να αντέξουν τα θανάσιμα αμαρτήματα της Φραγκογιαννούς, επειδή διέπονται από την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι αυτό που είναι και όχι αυτό που γίνεται με τις πράξεις του. Αλλά το να είσαι, έστω και ασυνειδήτως, δεν απαιτεί λιγότερη ελευθερία από το να γίνεις.
Όσο αφορά το πρώτο του μυθιστόρημα «Η μετανάστις» (1879-1880), και το διήγημα «Γυνή πλέουσα» (1905) μαζί με την προαναφερθείσα φόνισσα (1903) παρατηρούμε τα εξής. Σε αυτά πρωταγωνιστούν τρεις τύποι γυναικών που ενώ σε μια πρώτη εκτίμηση φαίνονται σαν εντελώς διαφορετικές, με μια προσεκτικότερη εξέταση αποδεικνύεται πως είναι δυνατό να αποτελούν ένα και μόνο γυναικείο πρόσωπο, το οποίο αλλάζει όχι ως προς τη γυναικεία φύση του, αλλά ως προς τη στάση του απέναντι στο κοινωνικό, δηλαδή το ανδρικό, περιβάλλον. Στο πρώτο έργο παρουσιάζεται μια ξεκάθαρη εικόνα της γυναίκας-θύματος, δηλαδή της τυπικής εικόνας της ιδανικής γυναίκας, η οποία κυριαρχούσε στα μέσα του 19ου αιώνα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Πρόκειται για τη γυναίκα που ζει σαν μια οικιακή μοναχή, με σκοπό της ζωής της να υπηρετεί έναν άνδρα -συνήθως πατέρα ή σύζυγο-, με μοναδική μοίρα της το γάμο ή το θάνατο. Αυτή ακριβώς είναι η μοίρα της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, η οποία πεθαίνει από μαρασμό, όταν την εγκαταλείπει ο αρραβωνιαστικός της, που πίστεψε στη συκοφαντία πως η Μαρίνα πριν από αυτόν είχε αγαπήσει κάποιον άλλον.
Η Φραγκογιαννού στη Φόνισσα ανατρέπει δυναμικά την παραπάνω ανδροκρατούμενη στερεότυπη εικόνα της γυναίκας: αφού κατορθώνει να επιβιώσει αναπτύσσοντας μια οικονομία της συμπεριφοράς, η οποία αποτελεί καρπό της επιτυχημένης προσαρμογής της στις απαιτήσεις της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ξαφνικά «ψηλώνει ο νους της» και επαναστατεί με έναν τρόπο που δεν αμφισβητεί απευθείας και προκλητικά τους ισχύοντες κανόνες, αλλά τους υπονομεύει καταλυτικά μέσα από μια κλιμάκωση εκείνης της αποτελεσματικής οικονομίας της συμπεριφοράς και της δράσης της: η Φραγκογιαννού δεν προσπαθεί να ανατρέψει τους κανόνες, αλλά να προσαρμοστεί σε αυτούς -με τη διαφορά πως δεν το κάνει υπάκουα, πειθήνια ή δουλικά.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Καραβοκυρού στο διήγημα «Γυνή πλέουσα», η οποία αποτελεί μια τελική σύνοψη των πιθανών στάσεων της γυναίκας απέναντι στην κοινωνία των ανδρών. Η στάση της συνδυάζει την υπακοή τής Μαρίνας με τη βίαιη αντίδραση της Φραγκογιαννούς. Ο συνδυασμός, ωστόσο, αυτός παρουσιάζεται από τον Παπαδιαμάντη να πραγματοποιείται με έναν τρόπο θεατρικό, με μια επίφαση δραματικής συμπεριφοράς: η Καραβοκυρού απαλύνει τη λανθάνουσα δυσαρέσκεια από τη ζωή της πίνοντας κρασί και μεθώντας, ενώ παράλληλα κρύβει επιμελώς από τον άντρα της αυτή τη συνήθειά της. Και όταν ο τελευταίος το μαθαίνει και απειλεί πως θα την εγκαταλείψει, αυτή επιχειρεί μια αυτοκτονία που ουσιαστικά είναι εικονική. Με τον τρόπο αυτόν ο Παπαδιαμάντης, ύστερα από είκοσι έξι χρόνια, ανακαλεί τη λανθάνουσα, αλλά ουσιαστική αυτοκτονία της Μαρίνας μέσα από μια θεατρική συμπεριφορά που ειρωνεύεται καταλυτικά τα ανδρικά στερεότυπα.
Συνυφασμένο άμεσα με το θέμα των γυναικών είναι το θέμα της προίκας των κοριτσιών, ένα πραγματικά μεγάλο βάσανο για τους γονείς. Από μια απλή γονική προσφορά μεταβάλλεται και παρουσιάζεται στο έργο σαν κοινωνικός θεσμός .Ο εύκολος αυτός τρόπος πλουτισμού των αντρών, λειτουργούσε ψυχαναγκαστικά έως και εκβιαστικά στις οικογένειες των κοριτσιών και είχε άμεση εξάρτηση στο κατά πόσο είναι πιθανό να παντρευτεί ή όχι μια γυναίκα(Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, αδιάφορον. Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τα έκλειε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον.). Από την στιγμή της γεννήσεως ενός κοριτσιού, οι γονείς έπρεπε να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τον τρόπο που θα αποκτήσουν την απαραίτητη προίκα για το παιδί τους. Υπό αυτή τη μορφή, η προίκα είχε και μια άλλη κοινωνική επίπτωση: διέλυε και αποσάθρωνε τις μικρές αγροτικές οικογένειες. Ήταν επομένως ανεπιθύμητη η γέννηση θηλυκών από τους φτωχούς γονείς (Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια!… Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήταν να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση -θε μ’ σχώρεσέ με!-. Ας ήτο και παλληκαροβότανο).(archive.gr)
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το Αγνάντεμα, του οποίου κυρίαρχο θέμα , πέρα από τους ναυτικούς , είναι και το ήθος των γυναικών. Καπετάνισσα, καλοστεκούμενη η Συρραχίνα και με πολλά χρόνια στη πλάτη της , θεωρεί καθήκον της να αποχαιρετήσει το γιό της, με όποιο τρόπο, κι ας ξεπεράσει τα όρια της, τις αντοχές της, γνωρίζει όμως ότι οι ευχές στην Παναγία θα συνοδεύουν το καράβι και το πλήρωμα του, επομένως ήταν υποχρέωση της να πάει. Είναι η ίδια υποχρέωση που αισθάνεται και η σημερινή μάνα για τις αντιξοότητες των παιδιών της.
Μια τέτοια γυναίκα – ηρωΐδα του διηγήματος – είναι η θειά Μαριώ η Χρήσταινα – η Ντελησυφέρω. Γυναίκα με αγωνιστικό, σχεδόν αντρικό, φρόνημα βλέπει τη ζωή σαν έναν πόλεμο, τον οποίο πρέπει να κερδίση πάση θυσία. Πολεμάει μέσα και έξω από το σπίτι της, άνδρας και γυναίκα μαζί, μάνα και πατέρας, πάππος και μάμμη, αφού οι τραγικές συγκυρίες της ζωής της την άφησαν πρώτα χήρα να μεγαλώνη τα ορφανά παιδιά της και αργότερα χαροκαμένη μάνα να μεγαλώση μέσα σε αντίξοες συνθήκες τα ορφανά εγγόνια της. Πόλεμος να επιβληθή μέσα στο σπίτι της, πόλεμος για να βρη το δίκιο της στη γειτονιά, στην αγορά, στα δημόσια γραφεία. Πόλεμος ακόμα και στην Εκκλησία… για το στασίδι της, τη θέση της, “τήν αράδα της”. Καμιά άλλη δεν επιτρέπεται να το καταλάβη. Είναι σχεδόν ιδιοκτησία της, την οποία με κάθε τρόπο πρέπει να διαφυλάξη. Εξ ου και το παρεγκώμι “Ντελησυφέρω”, που της κόλλησαν οι άλλες γυναίκες. Ποιά τολμούσε να τα βάλη μαζί της, γνωρίζοντας μάλιστα ότι είναι ικανή να δείρη ακόμη και άνδρες. ( 7)
Πρόσφατα στην πόλη μας πραγματοποιήθηκε μια πολύ σημαντική καλλιτεχνική εκδήλωση, η παρουσίαση στο κοινό της πόλης μας, ενός ποιοτικού μουσικού έργου, βασισμένου σε ποίηση του «δικού μας» παλιού συναδέλφου Γ. Τσιτρούλη, μουσική αείμνηστου Γ.Τάντση, ενορχήστρωση Γ. Ιωάννου και ερμηνευμένου με τη μελωδικότατη φωνή της κ. Νένας Βενετσάνου, αοιδού μεγάλης φήμης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Το μουσικό έργο φέρει τον τίτλο: » Ταξιδεύοντας με την Αργώ».
Η «Αργώ» μέσα στους αιώνες έχει γίνει σύμβολο΄ είναι το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος δραπετεύει στο άγνωστο, θαλασσοδέρνεται στα πέλαγα της ζωής και βγαίνει νικητής. Με την «Αργώ» η ταξιδιάρα ψυχή ανοίγεται στα πέρατα του κόσμου να γνωρίσει τόπους και ανθρώπους, να ματώσει, να μάθει και να βρει τη γαλήνη και την αποδοχή.
Η Αργοναυτική εκστρατεία είναι το σύμβολο του αγώνα του ανθρώπου να αναμετρηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό, να κατακτήσει την αυτογνωσία παλεύοντας με όλα τα θεριά που του προβάλλει η ζωή έχοντας για όπλα το νου και την καρδιά.
Η ανθρώπινη ψυχή όμως, για να μεγαλουργήσει χρειάζεται και συνταξιδευτές. Απ` αυτούς θα αντλήσει δύναμη για να αναστηθεί μετά από μια βαθιά λαβωματιά΄ με τη βοήθειά τους θα πετύχει τα μεγάλα οράματα και τους υψηλούς στόχους. Χρειάζεται στην πορεία ένας καλός καπετάνιος και πολλοί ναύτες να κωπηλατούν γερά και γρήγορα, όταν συναντήσουν στην πορεία τους «Συμπληγάδες» και «Σκύλα-Χάρυβδη».
Τα 14 ποιήματα του μουσικού αυτού έργου είναι εμπνευσμένα από το ταξίδι των αργοναυτών με επικεφαλής τον Ιάσονα από την Ιωλκό. Ο σχετικός μύθος είναι σ` όλους γνωστός από τα παιδικά και σχολικά χρόνια. Με την πένα όμως του Γ.Τσιτρούλη ο μύθος γίνεται μια αλήθεια ζωής, μια ανάγκη της ψυχής να ταξιδέψει στα πέλαγα του νου, να ονειρευτεί στους διαδρόμους του ουρανού, ν`ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της να μπει ο ζωοδότης ήλιος και το λυτρωτικό φως, να εγκύψει σε πληγές και να βρει λύτρωση κατακτώντας την ουσία της ζωής με την απόκτηση πολλών εμπειριών και την επίτευξη στόχων.
Οι αργοναύτες πέτυχαν το δικό τους στόχο, το χρυσόμαλλο δέρας, και επέστρεψαν στην Ιωλκό, όπως κάθε ταξιδευτής επιστρέφει στην εστία του, την ψυχή του, μετά από ένα δύσκολο και επίπονο ταξίδι. Βέβαια το ταξίδι πληγώνει, γιατί δεν είναι πάντα ευχάριστο και ακίνδυνο. Απρόβλεπτοι παράγοντες αλλάζουν την πορεία των πραγμάτων, απειλούν τις ζωές. Με επιμονή και αγώνα η επιστροφή πραγματοποιείται.
Ποίηση της καρδιάς που γελά, που ονειρεύεται, που αγαπά την ομορφιά και υποκλίνεται μπροστά της, που αποτελεί εφαλτήριο για υψηλά «πετάγματα».
Αυτή η ποίηση «βρήκε την καλύτερή της ώρα» καθώς έγινε μουσική με τη δημιουργική ευαισθησία του αείμνηστου συνθέτη Γ. Τάντση και τραγούδι με τη λυρικότατη εκτέλεσή της από μια μεγάλη καλλιτέχνιδα, την κ. Νένα Βενετσάνου. Η φωνή της μελωδική, ολοκάθαρη, υποβλητική, μας ταξιδεύει σε θάλασσες και στεριές, σε ουρανό και αστέρια, μας αφυπνίζει, μας καλεί να ονειρευτούμε μα και να προβληματιστούμε. Η φωνή της δροσερό αεράκι που διεισδύει στα βάθη της ψυχής, τα ανακουφίζει και τα λυτρώνει.
Μια άρτια δουλειά στο σύνολό της και από άποψη ενορχήστρωσης που φανερώνει και το προσωπικό μεράκι και την άψογη εκτέλεση των μουσικών κομματιών από τους μουσικούς.
Η καλλιτεχνική επιμέλεια του CD από τον Χρ. Παπανικολάου του εξασφαλίζει άριστο αισθητικό αποτέλεσμα, καθώς σχεδιάζει και χρωματίζει την Αργώ και το ταξίδι της.
Η κυκλοφορία αυτού του CD τελικά δεν είναι μόνο ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για την ηχηρή παρουσία της πόλης μας στον τομέα του πολιτισμού, αλλά και-σύμφωνα με τις προθέσεις όλων, όσοι εργάστηκαν για τη δημιουργία του – ευχή να γίνει σήμερα το ταξίδι της Αργούς, ταξίδι σύμπλευσης των λαών για την επίτευξη ειρηνικών σκοπών σ`όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης.
Ανδρεοπούλου Ευανθία
1. Αργώ
2. Ταξίδεψε καρδιά μου
3. Αργοναύτες
4. Νυχτερινή πορεία
5. Ναυπηγείο
6. Στου Αιγαίου το μπαλκόνι
7. Πελαγοφέγγαρο
8. Αργοναύτης Κάλαης
9. Συμπληγάδες
10.Η δοκιμασία του Ιάσονα
11.Κολχίδα
12.Τις αλήθειες μην ψάχνεις στα πέλαγα
13.Άγνωστα πέλαγα
14.Επιστροφή
Ανδρεοπούλου Ευανθία,
φιλόλογος
Αφιερωμένο εξαιρετικά στα κορίτσια αλλά και στα αγόρια του 14ου Γυμνασίου!!!
Κούκια Αικατερίνη
Ανδρεοπούλου Ευανθία,
φιλόλογος
Με αφορμή τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα«Στιγμές από Βενετία σε μικρά κομμάτια, Κολλάζ της Μόνα Λίζα και της Αφροδίτης του Μποντιτσέλι» μια ομάδα παιδιών επενέβησαν σε εικόνα της Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι και έκφρασαν με το δικό τους αυθόρμητο τρόπο την προσωπική τους αντίληψη για το έργο επηρεασμένα από απόψεις και σκέψεις γνωστών καλλιτεχνών και συγγραφέων.
Εργάστηκαν με φαντασία και ενθουσιασμό και έδωσαν τις δικές τους προεκτάσεις στο αρχικό έργο, χωρίς καλούπια και περιορισμούς, δημιουργώντας μόνο με γνώμονα την δική τους αισθητική και κουλτούρα. Παρατηρώντας τα κανείς πιο προσεκτικά, βλέπει να αποτυπώνονται μέσα τους κομμάτια από το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του κάθε παιδιού.
Κάποια από αυτά τα έργα «έντυσαν» έναν τοίχο του σχολείου. Κάποια άλλα πρόκειται να παρουσιαστούν σε μια ειδική έκθεση. Όλα όμως, «πετυχημένα» ή «λιγότερο πετυχημένα» έγιναν με μεράκι και διάθεση για αυτοσχεδιασμό, καμιά φορά κόντρα στο προφανές, στο συμβατικό, όπως άλλωστε και η νιότη τους προστάζει…
Μερικά παιδιά θέλησαν να μοιραστούν μαζί μας τις εντυπώσεις και τα συναισθήματά τους. Χωρίς καθοδήγηση στη σκέψη τους και φυσικά χωρίς λογοκρισία…
«Πριν από λίγο καιρό η κυρία Κακάβα μας έδωσε την ευκαιρία να γίνουμε και εμείς ζωγράφοι..να μπούμε για λίγο στην θέση του Λεονάρντο Ντα Βίντσι και να δημιουργήσουμε την δικιά μας Μόνα Λίζα.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή όλοι νιώθαμε ευχαρίστηση για την εργασία που μας είχε ανατεθεί. Παρ” όλα αυτά δεν έλειπε η αμφιβολία για το αν το να επέμβουμε στο έργο ενός μεγάλου καλλιτέχνη θεωρούνταν ιεροσυλία. Γρήγορα όμως όλα χάθηκαν και το μέρος τους πήραν τα γέλια και η όρεξη για δουλειά. Ο καθένας από εμάς μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα και να δημιουργήσει μία Μόνα Λίζα όπως ήθελε. Όλα τα παιδιά ζωγραφίζαμε με όρεξη και σιγά σιγά πολλά και διαφορετικά πορτρέτα της Μόνα Λίζας άρχισαν να αποτυπώνονται στο χαρτί του καθενός. Υπήρχαν πορτρέτα που άγγιζαν περισσότερο την σημερινή πραγματικότητα και άλλα που παρέμεναν πιστά στην κλασική εμφάνιση της. Φυσικά δεν έλειψαν και πορτρέτα με την Μόνα Λίζα ως οπαδό διάφορων ομάδων.
Σε όλη την διάρκεια υπήρχε ένα ευχάριστο κλίμα και όλοι προσπαθούσαμε να βγάλουμε το καλύτερο αποτέλεσμα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πειράζαμε ο ένας τον άλλον για το έργο του. Όταν τελειώσαμε τα έργα μας, τα κολλήσαμε σε έναν από τους τοίχους στο εσωτερικό του σχολείου μας. Όλοι ήμασταν χαρούμενοι και περιμέναμε με ανυπομονησία τις κριτικές των συμμαθητών και των καθηγητών μας.
Τελικά τα σχόλια όλων ήταν πολύ καλά και όλοι ήμασταν πολύ χαρούμενοι και ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα. Όλοι αισθανθήκαμε δέος που έστω και για λίγα λεπτά αγγίξαμε με τα δικά μας χέρια την εικόνα ενός πολυσυζητημένου πίνακα από έναν καλλιτέχνη τέτοιας μεγάλης εμβέλειας. Τέλος καταφέραμε να μάθουμε πολλά πράγματα στο χώρο της ζωγραφικής με έναν πολύ ευχάριστο τρόπο.»
«Όταν μας δόθηκε το θέμα για να επέμβει ο καθένας με το δικό του τρόπο στην εικόνα της MONA LIZA, αρχικά σοκαριστήκαμε. Στη συνέχεια ωστόσο ενθουσιαστήκαμε με την ιδέα ότι ο καθένας θα χάριζε το δικό του προσωπικό στυλ και θα δημιουργούσε μια διαφορετική εικόνα της γνωστής σε όλους ’’τζοκόντα’’.
Στην αρχή ο καθένας είχε τις δίκες του ανησυχίες και αμφιβολίες, για το πώς θα επιβληθεί στην εικόνα, και εάν θεωρούνταν ασέβεια ο τρόπος που θα το υλοποιούσαμε. Το θέμα ήταν κάτι μεν άγνωστο για όλα τα παιδιά, αλλά και κάτι που δημιούργησε σε όλους, μια αίσθηση χαράς και μια απερίγραπτη όρεξη για δουλειά. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας, όλοι ήμαστε συγκεντρωμένοι σ` αυτό που έπρεπε να κάνουμε και ακουγόταν μόνο κάποιοι μικροί ψίθυροι μεταξύ μας. Όλοι προσπαθούσαμε να πετύχουμε το εφικτό αποτέλεσμα, με τους πιο ωραίους συνδυασμούς χρωμάτων και να δώσουμε μια πιο ενδιαφέρουσα πρόταση στην ζωγραφική.
Όταν η δουλειά τελείωσε, ο ένας πείραζε τον άλλο για το αποτέλεσμα που είχε, αλλά όλοι ήμαστε ευχαριστημένοι από αυτό. Όταν η κυρία Κακάβα μας ζήτησε να κολλήσουμε τις εικόνες σε έναν από τους τοίχους του σχολείου, όλοι ήμαστε ’’τρομοκρατημένοι’’ από τις αντιδράσεις όσων θα έβλεπαν τα «έργα» μας και περιμέναμε να ακούσουμε την κριτική τους.
Στο τέλος, μετά από τα καλά σχόλια που ακούσαμε ήμαστε όλοι ικανοποιημένοι και χαρούμενοι. Το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό για όλους και το σημαντικότερο ήταν ότι το διασκεδάσαμε και αποκτήσαμε μια καλή εμπειρία στο χώρο της ζωγραφικής, στο χώρο της τέχνης.»
Ματίνα Γκουγκουλιά, Κατερίνα Δάσιου, Μαρία Εξάρχου, Ζωγραφιά Δαραβίγκα
Παρακάτω παρουσιάζονται τα έργα και οι δημιουργίες των παιδιών όπως τοποθετήθηκαν στον τοίχο του σχολείου.
I. Κάστρο Πλαταμώνα
Ολόχρυση κορώνα, στεφανώνεις
την κεφαλή βασιλικής μορφής,
πληθωρικά αιωρούμενης
πάνω σε χρυσογάλανο θρόνο.
II. Ύδρα
Σπίτια θεμελιωμένα στα βράχια
κατρακυλούν ως το λιμάνι συντροφικά,
σκαρφαλωμένα το ένα στη ράχη τ’ αλλουνού,
μοναχικά και περίφανα,
με μάτια ολάνοιχτα στραμμένα
στο παιχνίδισμα του φωτός
πάνω στο ελαφρό ρυτίδωμα του νερού.
III. Σάμος
Πυγολαμπίδες σκαρφαλωμένες στην πλαγιά
γλιστρούν μαλακά ως την ακτή.
Καράβι η ψυχή ξανοίγεται
για ταξίδι μακρινό.
Η θάλασσα ακινητεί’
ασημένιος διάδρομος
διαγράφεται στα νερά της
ανοίγοντας της το δρόμο.
IV. Πέτρινα χωριά
Μεγάλο και μικρό Πάπιγγο
Πέτρινα χωριά στη ράχη της γης πελεκημένα
αγγίζουν τον προστατευτικό θόλο του ουρανού.
Λιτή, απέρριτη ομορφιά,
περήφανη αντοχή,/ σμιλευμένη στο ακονιστήρι του χρόνου.
Ψυχές δουλεμένες στο αμόνι
με υλικά ανθεκτικά.
Ψυχές ταξιδιάρικες, νοσταλγικές,
πνεύματα
χρεωμένα τη μοίρα του τόπου.
Πόσο η αγάπη σας επέστρεψε δημιουργική!
Ανδρεοπούλου Ευανθία
Ο όρος «Πινακοθήκη» εντάσσεται διεθνώς στην έννοια Μουσείο και γι” αυτό εφαρμόζεται και στην Πινακοθήκη ο ορισμός του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM). Ο οποίος ορισμός μας λέει ότι το Μουσείο είναι ένας:
«Οργανισμός μόνιμος, χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα, υποταγμένος στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξης της και ανοιχτός στο κοινό, ο οποίος αποκτά, συντηρεί, μελετά, κοινοποιεί κι εκθέτει υλικές μαρτυρίες του ανθρώπου και του περιβάλλοντος του με σκοπό τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία»
Και τι τον κάνουμε τον ορισμό αυτόν; Με τον ορισμό μπορούμε να καταλάβουμε μερικά πράγματα για το Μουσείο: ότι είναι ένας διαχρονικός οργανισμός, σταθερός στον χρόνο, με χαρακτήρα κοινωνικό και δημόσιο, με διαδικασίες που λαμβάνουνε χώρα εντός του μουσείου (απόκτηση, συντήρηση, μελέτη) και τελικό σκοπό την κοινοποίηση, την επικοινωνία με το κοινό, την εκπαίδευση και ψυχαγωγία του.
Το μουσείο πλέον ΔΕΝ είναι και δεν πρέπει να είναι μαυσωλείο αντικειμένων και αναμνήσεων, μια αποθήκη που περιέχει ένα παρελθόν ή απλός χώρος παράθεσης καλλιτεχνικών ρευμάτων, παρελθόντων και παρόντων. Αυτή ακριβώς η λειτουργία των μουσείων οδήγησε τους φουτουριστές να αναφωνήσουν «Μουσεία, νεκροταφεία!» (Φιλιππο Τομάζο Μαρινέτι, Ίδρυση και Μανιφέστο του Φουτουρισμού, 1909) και είχαν απολυτό δίκιο.
Για να γίνει ακόμα πιο επιτυχημένο στον ρόλο του το Μουσείο, υπάρχει η επιστήμη της Μουσειολογίας, «η επιστήμη του μουσείου». Με τον όρο Μουσειολογία εννοείται «το γνωστικό αντικείμενο που μελετά την απαραίτητη μεθοδολογία για την επίλυση όλων των θεωρητικών και πρακτικών θεμάτων που συνδέονται με τις λειτουργίες των μουσείων»
Τι σημαίνουν όλα αυτά τελικά; Ότι το μουσείο δεν είναι ένα απλό κτίριο με δυο τρεις υπαλλήλους, καρφιά στους τοίχους να κρεμάμε τα έργα που εκτίθενται και ένα πωλητήριο να έχουμε κανένα σουβέρ να βάζουμε το φραπέ πάνω και να πουλάμε μούρη ότι επισκεφτήκαμε ένα μουσείο το καλοκαίρι στο νησί που πήγαμε παραθέριση. Το Μουσείο είναι ένα πολιτιστικό ίδρυμα με στόχο πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό. Το οποίο μας οδηγεί στις εξής σκέψεις:
Για να λειτουργήσει ένα μουσείο πολιτιστικά πρέπει να έχει τους αρμόδιους επιστήμονες, τους μουσειολόγους, μια επιλογή που φαντάζει μονόδρομος για όποιο μουσείο θέλει να συντηρηθεί και να διακριθεί στον 21ο αιώνα. Και μιλάμε για μουσειολογους με γνώσεις και εκπαίδευση ειδική, όχι κατ’ όνομα. Στην Ελλάδα έχουμε μουσειολόγους και σχολές Μουσειολογίας; Έχουμε, και μάλιστα κάθε χρόνο τα πράγματα γίνονται και καλυτέρα (http://web.auth.gr/MA-museology/#,http://cmc.panteion.gr/cmc/courses/museology,http://www.aegean.gr/culturaltec/mouseiologia.htm, http://arts.uoi.gr/) . Άρα το επιστημονικό προσωπικό υπάρχει και θα υπάρχει καθώς εκπαιδεύεται αυτή την στιγμή. Η θέληση να χρησιμοποιηθούν υπάρχει ωστόσο;
Το μουσείο μπορεί να έχει εκπαιδευτικό ρόλο με πολλούς τρόπους. Με ειδικές ξεναγήσεις που πέρα από απλή υπόδειξη θα περιέχουν και ουσιαστικές πληροφορίες, με ειδικά σεμινάρια και εκδηλώσεις ανοιχτές στο κοινό, σε απλή γλώσσα και με παρεχόμενο υλικό ώστε να γίνουν κατανοητά, με ειδικές εκδόσεις (δωρεάν ή μη), με δρώμενα που μπορούν να φέρουν το κοινό σε επαφή με το μουσείο και τις λειτουργιές του, με ίδρυση ομάδας «Φίλων του Μουσείου» ώστε να προωθείται η επαφή με το μουσείο συλλογικά και η γνωριμία των μουσειόφιλων μεταξύ τους. Ειδική μνεία και φροντίδα πρέπει να υπάρχει για τα παιδιά φυσικά, τα οποία πρέπει να εκπαιδευτούν σε έννοιες όπως: Μουσείο, Τέχνη, Συντήρηση Έργων Τέχνης, καλλιτεχνικά ρεύματα και καλλιτεχνική δημιουργία. Όλα αυτά είναι εν μέρει το αντικείμενο τηςΜουσειοπαιδαγωγικής, μιας νέας έννοιας η οποία αποσκοπεί στον εκπαιδευτικό ρόλο του Μουσείου. Φανταστείτε έναν κόσμο όπου τα παιδιά έχουν μάθει από μικρή ηλικία να βλέπουν ένα έργο τέχνης, να το ανέχονται (να μην αντιδρούν στην διαφορετικότητα ή την πολύπλοκη γλώσσα του καλλιτέχνη), να το «ερμηνεύουν» και τελικά να μαθαίνουν κάτι από αυτό! Δεν θα ήταν υπέροχο;
Σε πολλές περιπτώσεις το μουσείο σήμερα δεν είναι καν ελάχιστος ανταγωνιστής στον τομέα της ψυχαγωγίας απέναντι σε παραδοσιακές μορφές ψυχαγωγίας (καφετέρια, κινηματογράφος, ταβέρνα, εστιατόριο κλπ). Κι αυτό δεν αποτελεί εγγενές στοιχείο του μουσείου αλλά παράλειψη των σημερινών υπευθύνων μουσείου. Το μουσείο μπορεί και οφείλει να παρέχει κίνητρα στον ενδεχόμενο πελάτη να το προτιμήσει από τις παραδοσιακές μορφές ψυχαγωγίας. Πως; Με παροχή υπηρεσιών (art-café και εστιατόρια στον ευρύτερο χώρο του μουσείου) και με διαφήμιση των υπηρεσιών αυτών. Ας θυμηθούμε εδώ ότι ο ανταγωνισμός είναι εις βάρος των ενδεχόμενων υπηρεσιών που θα παρέχει ένα μουσείο άρα και οι ίδιες οι υπηρεσίες και η διαφήμιση πρέπει να είναι ποιοτικές και δυναμικές για να κερδίσουν ένα μερίδιο της αγοράς. Όσον αφορά τον όρο πελάτη και αν αυτός ταιριάζει σε ένα μουσείο, δεν πρέπει να δαιμονοποιούμε τέτοιες έννοιες. Το μουσείο δεν είναι κερδοσκοπικός οργανισμός ή επιχείρηση αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έσοδα από ενδεχόμενες πωλήσεις ή υπηρεσίες δεν είναι καλοδεχούμενα, αρκεί βέβαια τα λεφτά αυτά να «επιστρέφουν» στο κοινό με αναβάθμιση των υπηρεσιών ή/και των εγκαταστάσεων του μουσείου.
Το Μουσείο και η εκάστοτε Πινακοθήκη είναι θεσμοί εξαιρετικά ωφέλιμοι για την κοινωνία ως θεσμοί εκπαιδευτικοί, ψυχαγωγικοί και πολιτιστικοί, αρκεί να το συνειδητοποιήσουν αυτό οι υπεύθυνοι όλων των μουσείων και να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Το αρμόδιο επιστημονικό προσωπικό υπάρχει πλέον, είναι νέο σε ηλικία, ορεξάτο για δουλειά και μπορεί να αναδιοργανώσει τα μουσεία στην Ελλάδα και να αλλάξει την ιδέα που έχει ο Έλληνας γι’ αυτά.
Αμβράζης Δημήτρης
Ιστορικός Τέχνης
Απόφοιτος Τμήματος Πλαστικών τεχνών κι Επιστημών της Τέχνης,
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Συντάκτης του Artfools.gr
Βιβλιογραφία