Tag: Πολιτισμός

Οι ζωές των άλλων

   Έβαλα την αυθεντική μου ζωή  
ενέχυρο πρέπει κάτι να γίνει,
ώστε η ανοχή να σημαίνει ενοχή,
ποτέ το αντίστροφο
 
Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
(Οι φωνές, Ύψιλον 1982)
 Ο γερμανός σκηνοθέτης Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, ύστερα από 4 χρόνια ενδελεχούς έρευνας κατόρθωσε να δημιουργήσει , μέσα σε μόλις 36 ημέρες, την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, της οποίας μάλιστα υπογράφει και το άκρως πρωτότυπο σενάριο. Πρόκειται για μία ιστορία που διαδραματίζεται στη «σοσιαλιστική» (και σκοτεινή) Ανατολική Γερμανία του 1984 – λίγα χρόνια πριν την πτώση του Τείχους – και στην οποία πρωταγωνιστούν, ένα ζευγάρι καλλι-τεχνών (εκείνη ηθοποιός, εκείνος συγγραφέας) κι ένας πράκτορας της μυστικής αστυνομίας Στάζι με το κωδικό όνομα HGW XX/7.
Πάνω στον τελευταίο, είναι που εδράζεται αφειδώς όλη η δραματουργική πυγμή της ταινίας. Διαθέτοντας το αυστηρό ύφος μίας ψευδο - ειλικρίνειας και όντας αποστραγγισμένη από κάθε σταγόνα έρωτα, η κινησιολογία του HGW XX/7 μάς δηλώνει πως είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εποπτεύσει κάθε ύποπτη (αντιεξουσιαστική) ενέργεια που πέφτει στην αντίληψή του. Μέχρι την απροσδόκητη στιγμή όπου ο HGW XX/7 , αφουγκραζόμενος (για πρώτη φορά) την ανυπέρβλητη δύναμη του έρωτα (που βιώνει το ζευγάρι) βρίσκεται να εποπτεύει την κενότητα του προσωπικού του βίου συγκλονισμένος, κατανοεί και διαβλέπει πως ο έρωτας, ιδωμένος πια ως ελευθερία από την αναγκαιότητα της εξουσιαστικής του φύσης, αποτελεί το μοναδικό αντίδοτο στο – υπό έλευση – καθεστώς του άκρατου μηδενισμού. Έτσι, θέλοντας να ανακαλύψει τη σχέση του με τα πράγματα εν γένει, καθώς αισθάνεται τη ζωή του να βαδίζει κυνικά ως μια τρεμάμενη σκιά, επιδίδεται εναγωνίως σε μία - διψασμένη για λύτρωση – προσπάθεια για να δώσει (στο ζευγάρι) αυτό που δεν έχει ο ίδιος: το δικαίωμα στον έρωτα. Μόνο που ο τελευταίος λειτουργεί ως καταπέλτης ελευθερίας και για τον HGW XX/7 , καθόσο ο ίδιος είναι αδιάψευστα κι ολότελα ερωτευμένος με την ηθοποιό. Όλη ετούτη η «μετάλλαξη» του HGW XX/7 , από τη σχεδόν ανεπαίσθητη μοναξιά μέχρι την καταλυτική – εν είδει υπόκωφου πόνου – μεταμόρφωση του σε μάρτυρα του έρωτα, σκιαγραφείται με τρόπο εύστοχο και ανόθευτο από την υποκριτική δεινότητα του ηθοποιού Ούλριχ Μίχε που τον ενσαρκώνει η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση επιτυγχάνει εμφανώς ανομολόγητα να απο-καλύψει εκείνο που καταμαρτυρά ο Ρεμπώ: «Να μη φέρω στον κόσμο την αηδία και την προδοσία μου» (Εποχή στην Κόλαση).
Πέραν τούτου, ο καθεαυτός χαρακτήρας των πρωταγωνιστών, διασαφηνίζει , εύρυθμα και με διαύγεια , την τρισυπόστατη – εν τω γίγνεσθαι – φύση μας: είμαστε, αυτό που πρέπει να είμαστε, αυτό που δεν πρέπει να είμαστε κι αυτό που εντέλει είμαστε. Μέσα σ” αυτό το πολύπλοκα οργανικό πλαίσιο , γίνεται σαφές ότι αμφότερα, και ο πράκτορας και το ζευγάρι – (μήπως κι εμείς;) – κινδυνεύουν να χάσουν την ανάγκη να έχουν μία ταυτότητα, μία δηλ. απροϋπόθετη οντολογική καθαρότητα τόσο ικανή ώστε να διαρρηγνύει (ακατάπαυστα) το κάθε ιμάτιο δουλοπρέπειας απέναντι στην όποια εξουσία γι” αυτό και μένει αλησμόνητη η φράση της ηθοποιού προς το συγγραφέα : «Εσύ χρειάζεται λιγότερο το σύστημα; Εσύ δεν κοιμάσαι στην πραγματικότητα μαζί τους;». Εύλογα, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα: μήπως οι άνθρωποι , άραγε, κρίνονται από τις επιλογές που κάνουν, κι όχι από τις ιδιότητες – στατικής τάξεως – που περίτρανα (αυτο)προβάλλουν ; Και κατ΄ επέκταση : μήπως τελικά, οι ζωές των άλλων δεν είναι δικές τους ζωές, αλλά δικές μας;
   Το προηγούμενο αινιγματικό ερώτημα, ο σκηνοθέτης καταφέρνει (κατ” εμάς) να το τεχνο-ποιήσει (στον αγώνα του να το απαντήσει), δείχνοντας με περισσή σύνεση – (βλ. την πάρα πολύ εύστοχη και οξυδερκή αναφορά στον Μπρεχτ) – πως αυτό που καταφάσκει στη ζωή πέραν της ζωής , η Τέχνη, δεν επιβάλλεται αλλά εκτίθεται, σε πλήρη πάντοτε εναρμόνιση με τη φράση του Paul Celan «πληγωμένος από την πραγματικότητα και αναζητώντας πραγματικότητα» (Ο Μεσημβρινός και άλλα πεζά, ΑΓΡΑ 2006). Ο πρωτοεμφανιζόμενος Ντόνερσμαρκ αφενός, καταδεικνύει την ευτέλεια του δουλικού φρονήματος, και αφετέρου, αποδίδει με υψηλή ευκρίνεια την πολυπλοκότητα του ψυχικού μας βίου καθότι ανατρέπει την ευκολοθώρητη ηθική του άσπρου – μαύρου κι όχι μόνο αυτό: αν και σύμφωνα με τον Κ. Αξελό «το πρόβλημα της εγώτητας δεν έχει ακόμα καν τεθεί» (Προς την πλανητική σκέψη, Εστία 1985), ωστόσο, ο γερμανός δημιουργός επιχειρεί να ρίξει το βλέμμα του στον «παράδεισο» της συντριβής του ατόμου, εκεί όπου (όπως ακούγεται και στην ταινία) «δεν ξέρεις σε τι να πιστέψεις και σε τι να επαναστατήσεις», εκεί όπου η ενοχή γίνεται ανοχή - καθοσιώνοτας το (όποιο) εντός μας Τείχος.
Το μόνο που μας απομένει , επομένως, είναι να ανταποκριθούμε με όση ανοιχτότητα μπορούμε σ” αυτό το πραγματικά ρηξικέλευθο καλλι-τεχνικό κάλεσμα, ούτως ώστε, ίσως , καταφέρουμε μια μέρα να γράψουμε κι εμείς μια «Σονάτα για έναν καλό άνθρωπο», όντας πλέον «μηχανικοί της ψυχής»(ήτοι συγγραφείς).
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΖΙΩΓΑΣ
Βιολόγος-Φοιτητής Θεολογίας ΑΠΘ

 

Ρωμιές στη Χώρα του Παπαδιαμάντη

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στο επίκεντρο της  παπαδιαμαντικής δημιουργίας εξέχουσα σημασία καταλαμβάνουν οι γυναίκες, οι Ρωμιές ,κατά τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, οι οποίες έχουν κατακτήσει το δικό τους κοινωνικό ρόλο και θέση στην τότε κοινωνία που ζουν, δημιουργώντας έτσι έναν κατάλογο με μορφές και χαρακτήρες, ίσως αρκετά διαχρονικό και συνυφασμένο με τούς σημερινούς τύπους γυναικών. Πώς άραγε θα ήταν η πνευματική του δημιουργία χωρίς την παρουσία αυτών των ηρωίδων; Ποια  ήταν η σχέση του μαζί τους;

Γράφει ο Κώστας Βάρναλης στο «Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά»: «Όταν τις νύχτες του χειμώνα στην τρώγλη του και τα πρωινά του καλοκαιριού κάτου από τα πεύκα της Δεξαμενής έδενε τα χέρια του απάνου στην κοιλιά του κ’ έγερνε ….το κεφάλι του στον αριστερό του τον ώμο ο “κοσμοκαλόγερος” Παπαδιαμάντης κι αναπολούσε τα περασμένα της “αμαρτωλής” ζωής του, τι μεγάλες τύψεις και τι πόθοι εξιλασμού ταράζανε τον εσωτερικό του κόσμο! Και ποια ήταν τα “κρίματά του”! Κάποια Παρασκευή θα έφαγε ψάρι (“επτωμοφάγησεν”, όπως θα έλεγε ο ίδιος), κάποιο πρωί του Αυγούστου θα μπήκε μ’ άλλα παιδιά σε ξένο αμπέλι κι έκλεψε σταφύλια, ή όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών, ο οφθαλμός του εσκανδαλίσθη κ’ η καρδιά του φτεροκόπησε βλέποντας άξαφνα τη γειτονοπούλα μ’ ανασκουμπωμένα μανίκια και γυμνό λαιμό να κάνει μπουγάδα στην αυλή .

     Αλλά ίσως να είχε κάμει και “αδικία” σε κάποια κοπέλα! Να. όπως στο περιστατικό με το Μιλτιάδη Μαλακάση στη Δεξαμενή, όπου τον πλησίασε σκυθρωπός και μαζεμένος ο κυρ Αλέξανδρος. “Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο”! Ο κυρ Αλέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος: “Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;”. “Ευχαρίστως, αλλά τι τη θες;”. “Πέθανε η τάδε…Την είχα “αδικήσει”. Και τώρα θέλω να πενθήσω ”! Θα φαντάζεται κανείς τι μεγάλο “αδίκημα” της είχε κάνει! Τουλάχιστο την απάτησε κι ύστερα την εγκατάλειψε…Κι όμως το “αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο- έτσι το ένιωθε! Όταν ήτανε δώδεκα χρονών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη- Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα…Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί. Αλλ’ ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο «βάραθρο της ακολασίας»! Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα. Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό. Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κ’ είδε την κοπέλα να..γδύνεται! Αυτό ήταν το μεγάλο “αδίκημά” του, Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο. Αλλά τώρα πηγ’ επίτηδες. Και “ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού”, γράφει ο Βάρναλης με αγαθήν “ειρωνία”.(Κ. Βάρναλης, Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά, εκδ. Κέδρος).

     Οι μορφές γυναικών που σκιαγραφεί ο Παπαδιαμάντης, μη φανταστείτε ότι διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τις σημερινές. Πρόκειται για χήρες, γραίες, καλλίκομες, ευσταλείς και νεοδρεπείς νεάνιδες, νεαρά κορίτσια γεμάτα όρεξη για ζωή, πτωχές κόρες απλοϊκές, παντρεμένες με οικογενειακά άχθη, ορφανές όπως η Σοφία και η Λουκρητία, η Νταντώ κ.α Στο διήγημα «Θέρος-έρος», προβαίνει σε μια από τις γλαφυρότερες περιγραφές του, απαριθμώντας τις χάρες της έφηβης Ματούλας: «Υπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγε τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου. Η κόμη επέστρεφε το μέτωπόν της ως ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός και οι οφρύες της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού».

     Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάναστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήταν νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει μαγική, η ναύς των ανείρων…».περιγράφει τη Μοσχούλα στο Ονειρο στο κύμα.
     Ιδιαίτερης μνείας, από την άλλη πλευρά, αξίζει το πλήθος των γραίων και χηρευουσών που με επιτηδευμένη σκηνοθεσία ο Παπαδιαμάντης έχει ενσωματώσει στην σκιαθίτικη κοινωνία. Μέσω της παπαδιαμαντικής ευρηματικότητας αυτές οι γραίες, και όχι μόνο, αντιπροσωπεύουν τη γυναικεία επιδεξιότητα, χαρισματικότητα και ευελιξία στους καθημερινούς γυναικείους χειρισμούς, αποκτώντας ίσως επάξια τα ηνία μιας υπολανθάνουσας μητριαρχικής κοινωνίας, χρήζοντας εαυτούς ηγήτορες φεμινιστικών κινημάτων.
     Πέρα όμως από την οικογενειακή κατάσταση, ενδιαφέρουσα είναι και η κοινωνική ιδιότητα που φέρει η καθεμιά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αποσώστρα, μια γυναίκα που καταφέρνει να ξεπεράσει το βαρετό της καθημερινότητας αλλά και το βαρύ πεπρωμένο του παρελθόντος της με το δηκτικό αλλά και λακωνικό σχολιασμό των συντοπιτών της.
     Οι γυναίκες κυριαρχούν με το δικό τους περίεργο τρόπο, χωρίς να έχουν υποστεί κάποια ιδιαίτερη μετατροπή από το δημιουργό τους. Απλά,  ξεδιπλώνουν όλες τις πτυχές τη ζωή τους μέσα στο συνηθισμένο, καθημερινό γίγνεσθαι, βγάζουν τα ενδόμυχα τους με τις περίεργες σκέψεις που κάνουν, αφήνοντας έτσι κάπου- κάπου μια γεύση οικειοθελούς υποδούλωσης και υποταγής στον καθωσπρεπισμό και την κοινωνική επιταγή που τις κρατά πάντα ένα βήμα πίσω.
     Ο Παπαδιαμάντης, ξεδιπλώνοντας αυτό το πολύπτυχο των γυναικείων χαρακτήρων, εγκαινιάζει τη φιλογυναικεία λογοτεχνία μολονότι οι σχέσεις του με τις γυναίκες είναι ιδιότυπες, περίπλοκες και συχνά αντιφατικές: σχέσεις αγάπης, φόβου, συμπόνιας, αποστροφής και κατανόησης, ανομολόγητου έρωτα και ομολογουμένης απόρριψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τ’ Αστεράκι που καταφέρνει ίσως να αγγίξει τις ιδιαίτερες χορδές του πεζογράφου, και πάλι μέσα από το όνειρο. Δε στιγματίζει την αμαρτωλή γυνή, στηλιτεύει, όμως, την ψευτομετάνισσα, και στο πρόσωπό της στηλιτεύει ευθαρσώς την άκρατη υποκρισία που ελλοχεύει στους κόλπους την θρησκευόντων. Στηλιτεύει το ναρκισσισμό της πίστης και τη λανθάνουσα υπερηφάνεια, την αλαζονεία κάποτε και την αυτοπροβολή, μα πόσο εύκολο είναι κανείς να αυτοθαυμάζεται και να αυτοθωπεύει την άκρατη συγκατάβαση.

Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις που οι γυναίκες προκαλούν στον Παπαδιαμάντη παραμένουν συνήθως κρυμμένα πίσω από μία μοναχική και προσηλωμένη θρησκευτικότητα, η οποία δεν πρόσφερε πολλά περιθώρια σ” αυτούς που θα επιθυμούσαν, ίσως, να διερευνήσουν αυτό το κομμάτι του εαυτού του, ενόσω ακόμα ζούσε. Αρκετοί το επιχείρησαν αργότερα, αρκέστηκαν, όμως, στην προσπάθεια αποκάλυψης μιας μόνο πτυχής της στάσης του Παπαδιαμάντη απέναντι στις γυναίκες, της ερωτικής, μη υποψιαζόμενοι, προφανώς, την ευρύτητα και το βάθος αυτής της στάσης, μας αναφέρει πολύ πετυχημένα η κ. Γκασούκα που εξειδικεύεται στο φυλετικό ζήτημα. Δεν αρκεί όμως να αναλύσουμε μόνο τη στάση του πεζογράφου στο ερωτικό θέμα, παραβλέποντας τη συμβολή αλλά και το δεσπόζοντα ρόλο του γυναικείου χαρακτήρα στην υπόλοιπη δημιουργία του.

     Επιστρέφοντας στον κοινωνικό ρόλο των γυναικών, μια, πιστεύω, κατόρθωσε να πάρει τον κύριο αλλά και καίριο πρωταγωνιστικό ρόλο, η Φόνισσα. Η κοινωνική διάσταση της φόνισσας, ως μιας γυναίκας που λειτούργησε για πρώτη φορά αυτοβούλως παίρνοντας το νόμο στα χέρια της, ίσως θα έπρεπε να παραλληλιστεί με μια άλλη ηρωίδα , τη Χαρμολίνα,  μια παραλλαγή της φόνισσας  απαλλαγμένης από το φονικό αλλά συνοδευόμενης πάντα από την απόγνωση και την βασανισμένη αυτοσυνειδησία.

Η Χαρμολίνα είναι η παθητική πλευρά, η ηθογραφική διάσταση της Φόνισσας. Η γυναίκα των «συνήθων αμαρτημάτων», της ανάγκης και της υπηρεσίας που λίγο θα ξεχώριζε από το κοινό βόσκημα, αν δεν υπήρχε ο άλλος κόσμος, η δικαίωση της υπηρεσίας, επίγεια προτύπωση του οποίου είναι το μοναστήρι. Ώστε δεν είναι τυχαίο, αν ο Παπαδιαμάντης δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να τονίσει τη ριζική αντίθεση μεταξύ κοινότητας και συμβατικής κοινωνίας, της «μεγάλης κεντρικής γαστέρας» της «ώτα ουκ έχουσας». Ούτε είναι τυχαίο ότι οι εκπρόσωποι του ανεξάρτητου Ελληνικού βασιλείου απεικονίζονται ως καρικατούρες ανθρώπων, ως ανέκφραστοι πλην αλύγιστοι φορείς διαταγών. Η δήθεν ατομική ελευθερία τους δεν γνωρίζει την εσωτερική σύγκρουση. Αντίθετα, οι άνθρωποι της αποπνικτικής κοινότητας μπορούν να αντέξουν τα θανάσιμα αμαρτήματα της Φραγκογιαννούς, επειδή διέπονται από την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι αυτό που είναι και όχι αυτό που γίνεται με τις πράξεις του. Αλλά το να είσαι, έστω και ασυνειδήτως, δεν απαιτεί λιγότερη ελευθερία από το να γίνεις.

Όσο αφορά το πρώτο του μυθιστόρημα «Η μετανάστις» (1879-1880), και το διήγημα «Γυνή πλέουσα» (1905) μαζί με την προαναφερθείσα φόνισσα (1903) παρατηρούμε τα εξής. Σε αυτά πρωταγωνιστούν τρεις τύποι γυναικών που ενώ σε μια πρώτη εκτίμηση φαίνονται σαν εντελώς διαφορετικές, με μια προσεκτικότερη εξέταση αποδεικνύεται πως είναι δυνατό να αποτελούν ένα και μόνο γυναικείο πρόσωπο, το οποίο αλλάζει όχι ως προς τη γυναικεία φύση του, αλλά ως προς τη στάση του απέναντι στο κοινωνικό, δηλαδή το ανδρικό, περιβάλλον. Στο πρώτο έργο παρουσιάζεται μια ξεκάθαρη εικόνα της γυναίκας-θύματος, δηλαδή της τυπικής εικόνας της ιδανικής γυναίκας, η οποία κυριαρχούσε στα μέσα του 19ου αιώνα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Πρόκειται για τη γυναίκα που ζει σαν μια οικιακή μοναχή, με σκοπό της ζωής της να υπηρετεί έναν άνδρα -συνήθως πατέρα ή σύζυγο-, με μοναδική μοίρα της το γάμο ή το θάνατο. Αυτή ακριβώς είναι η μοίρα της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, η οποία πεθαίνει από μαρασμό, όταν την εγκαταλείπει ο αρραβωνιαστικός της, που πίστεψε στη συκοφαντία πως η Μαρίνα πριν από αυτόν είχε αγαπήσει κάποιον άλλον.
Η Φραγκογιαννού στη Φόνισσα ανατρέπει δυναμικά την παραπάνω ανδροκρατούμενη στερεότυπη εικόνα της γυναίκας: αφού κατορθώνει να επιβιώσει αναπτύσσοντας μια οικονομία της συμπεριφοράς, η οποία αποτελεί καρπό της επιτυχημένης προσαρμογής της στις απαιτήσεις της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ξαφνικά «ψηλώνει ο νους της» και επαναστατεί με έναν τρόπο που δεν αμφισβητεί απευθείας και προκλητικά τους ισχύοντες κανόνες, αλλά τους υπονομεύει καταλυτικά μέσα από μια κλιμάκωση εκείνης της αποτελεσματικής οικονομίας της συμπεριφοράς και της δράσης της: η Φραγκογιαννού δεν προσπαθεί να ανατρέψει τους κανόνες, αλλά να προσαρμοστεί σε αυτούς -με τη διαφορά πως δεν το κάνει υπάκουα, πειθήνια ή δουλικά.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Καραβοκυρού στο διήγημα «Γυνή πλέουσα», η οποία αποτελεί μια τελική σύνοψη των πιθανών στάσεων της γυναίκας απέναντι στην κοινωνία των ανδρών. Η στάση της συνδυάζει την υπακοή τής Μαρίνας με τη βίαιη αντίδραση της Φραγκογιαννούς. Ο συνδυασμός, ωστόσο, αυτός παρουσιάζεται από τον Παπαδιαμάντη να πραγματοποιείται με έναν τρόπο θεατρικό, με μια επίφαση δραματικής συμπεριφοράς: η Καραβοκυρού απαλύνει τη λανθάνουσα δυσαρέσκεια από τη ζωή της πίνοντας κρασί και μεθώντας, ενώ παράλληλα κρύβει επιμελώς από τον άντρα της αυτή τη συνήθειά της. Και όταν ο τελευταίος το μαθαίνει και απειλεί πως θα την εγκαταλείψει, αυτή επιχειρεί μια αυτοκτονία που ουσιαστικά είναι εικονική. Με τον τρόπο αυτόν ο Παπαδιαμάντης, ύστερα από είκοσι έξι χρόνια, ανακαλεί τη λανθάνουσα, αλλά ουσιαστική αυτοκτονία της Μαρίνας μέσα από μια θεατρική συμπεριφορά που ειρωνεύεται καταλυτικά τα ανδρικά στερεότυπα.

     Πέρα όμως από τη φόνισσα, υπάρχουν και οι Αχτίτσες οι Συρραχίνες, οι Κουμπίνες και πλείστες άλλες γυναίκες ,που καταθέτουν την ψυχή και το είναι  τους στην υπηρεσία των οικείων προσώπων τους, με μόνη ανταμοιβή την ηθική ικανοποίηση αλλά και πρωτίστως την πεποίθηση ότι έτσι είναι η ζωή και συνεπώς η μοίρα τους. Μια μοίρα που δεν επέλεξαν οι ίδιες, μια ζωή στη οποία δεν πρόλαβαν να καταθέσουν τα όνειρα τους, δεν άφησαν το χρόνο να γίνει σύμμαχος τους παρά εχθρός σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που πάντα συναινούσε στο απόμακρο, επιτακτικό και αποπνικτικό γι’αυτές μη αφήνοντας περιθώρια αντίδρασης.

Συνυφασμένο άμεσα με το θέμα των γυναικών είναι το θέμα της προίκας των κοριτσιών, ένα πραγματικά μεγάλο βάσανο για τους γονείς. Από μια απλή γονική προσφορά μεταβάλλεται και παρουσιάζεται στο έργο σαν κοινωνικός θεσμός .Ο εύκολος αυτός τρόπος πλουτισμού των αντρών, λειτουργούσε ψυχαναγκαστικά έως και εκβιαστικά στις οικογένειες των κοριτσιών και είχε άμεση εξάρτηση στο κατά πόσο είναι πιθανό να παντρευτεί ή όχι μια γυναίκα(Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, αδιάφορον. Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τα έκλειε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον.). Από την στιγμή της γεννήσεως ενός κοριτσιού, οι γονείς έπρεπε να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τον τρόπο που θα αποκτήσουν την απαραίτητη προίκα για το παιδί τους. Υπό αυτή τη μορφή, η προίκα είχε και μια άλλη κοινωνική επίπτωση: διέλυε και αποσάθρωνε τις μικρές αγροτικές οικογένειες. Ήταν επομένως ανεπιθύμητη η γέννηση θηλυκών από τους φτωχούς γονείς (Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια!… Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήταν να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση -θε μ’ σχώρεσέ με!-. Ας ήτο και παλληκαροβότανο).(archive.gr)

     Έντονη η αναφορά στις σεβάσμιες, πονεμένες γραίες. Όντα μαγικά, αγέρωχα, μυστηριώδη, πλασμένα πάντα σε μια άκρατη θρησκευτικότητα, ουραγό πολλές φορές των πράξεων τους. «- Παιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλή η γρια-Συρραχίνα, παλαιά καπετάνισσα. με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, μπόρεσε κι ανέβη τον ανήφορον και ήλθε -διά να καμαρώση, ίσως διά  τελευταίαν φοράν, το καράβι του γυιου της που έφευγε. Ξέρετε τι μεγάλη χάρη έχει, και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης;

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το Αγνάντεμα, του οποίου κυρίαρχο θέμα , πέρα από τους ναυτικούς , είναι και το ήθος των γυναικών. Καπετάνισσα, καλοστεκούμενη η Συρραχίνα και με πολλά χρόνια στη πλάτη της , θεωρεί καθήκον της να αποχαιρετήσει το γιό της, με όποιο τρόπο, κι ας ξεπεράσει τα όρια της, τις αντοχές της, γνωρίζει όμως ότι οι ευχές στην Παναγία θα συνοδεύουν το καράβι και το πλήρωμα του, επομένως ήταν υποχρέωση της να πάει. Είναι η ίδια υποχρέωση που αισθάνεται και η σημερινή μάνα  για τις αντιξοότητες των παιδιών της.

-          Κυρίαρχος σε όλα ο ρόλος της μάνας που θυσιάζεται, που ξενυχτάει , που υπηρετεί αδιαμαρτύρητα, και τα παιδιά αλλά και τα εγγόνια. Είναι ο ίδιος ρόλος σε μια κοινωνία που άλλαξε σε όλα, αλλά όχι σε αυτό .Και ο Παπαδιαμάντης το αφήνει να εννοηθεί στα περισσότερα των διηγημάτων του, τα οποία χρωματίζονται  και γίνονται έτσι διαχρονικά. Η Αφροδώ με τα 8 κορίτσια και ένα αγόρι που πέθανε, η θειά η Μορισώ, η γνωστή αποσώστρα, που μαλάκωνε τον πόνο της με το κουτσομπολιό.
-          Μανάδες που δούλευαν σκληρά και όχι μόνο στο σπίτι αλλά και στα χωράφια, στο φούρνο όπως η Σοφιά με τις δυο θυγατέρες, η Σειραινώ η μαία, χήρα του Καντούσου, η γριά Καντούσαινα, χήρα εκ νεότητας με δυο αγόρια. Ποιός μπορεί να ξεχάσει τη χαροκαμένη πτωχή γραία Λούκαινα που είχε χάσει και τα πέντε παιδιά της και η ζωή της ήταν μόνο ένα πένθιμο βαθύ μοιρολόι το οποίο όμως έμελλε να έχει και συνέχεια με το πνιγμό της εγγόνας της , Ακριβούλας.
     Στην “Τελευταία Βαπτιστική” η ηρωΐδα, η θεία Σοφούλα-Κωνσταντινιά, είναι μια γυναίκα που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αρχοντιάς. “Σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, με σύνεση, νοικοκυροσύνη και μεγάλη καρδιά. Τόσο μεγάλη όσο να χωράει κοντά στα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της καί…..σαράντα βαφτιστικούς! Σαραντού ήταν το επίθετο που της αποδόθηκε από το “Σαραντανονού”. Ο ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός των βαπτιστικών δεν οφειλόταν σε δική της επιπολαιότητα και άγνοια των ευθυνών της απέναντι σε τόσα πολλά πνευματικά τέκνα, αλλά στην καλοσύνη της και τις προλήψεις του βασανισμένου από την βρεφική θνησιμότητα λαού των ετών 184…. Αποδείχθηκε ότι είχε “καλό χέρι” και ότι όσα παιδιά αναδεχόταν ζούσαν. Έτσι όλοι άρχισαν να την “πολιορκούν”. Η καλοσυνάτη και ευσεβής γυναίκα “υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην”, η οποία απαιτούσε από αυτήν κάποιες οικονομικές θυσίες και την υπέρβαση της γκρίνιας του κατά τα άλλα αγαθού συζύγου της.
     Η Μαχούλα, η γυναίκα που πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Η Φαρμακολύτρια» του Παπαδιαμάντη, έχει τέσσερις κόρες κι ένα γιο, τον οποίο έχει πλανέψει μια μεγαλύτερή του γυναίκα. Το γεγονός ότι ο γιος της, που είναι μόλις είκοσι χρονών, θέλει με κάθε τρόπο να παντρευτεί μια γυναίκα μεγαλύτερο από αυτόν, τη στιγμή μάλιστα που οι αδερφές του είναι ακόμη ανύπαντρες, η Μαχούλα δεν μπορεί να το δεχτεί ως κάτι το λογικό, γι’ αυτό και το αποδίδει στη χρήση μαγείας.

     Ο απλός μύθος της θείας Σκεύως, που το μητρικό της φίλτρο την ωθεί να μπει Βαρδιάνος στα σπόρκα, φύλακας, δηλαδή, στα επιχόλερα πλοία, ο Παπαδιαμάντης κινεί έναν ασυνήθιστα μεγάλο κύκλο προσώπων και επεισοδίων και χωρίς να απομακρυνθεί από τον κεντρικό μύθο, αναπλάθει έναν κόσμο ολόκληρο με αδρά χρώματα, λιτή γραφικότητα και οραματική ενάργεια. Ιδιαίτερα τον συγκινούν οι πονεμένες γυναίκες, οι χτυπημένες από τη ζωή και τον θάνατο, οι οποίες όμως δεν παύουν να αγωνίζονται, να παλεύουν γι’ αυτούς που αγαπούν, να διεκδικούν το μερίδιό τους στη ζωή, έστω κι αν κάποτε φαίνονται σκληρές, ίδιόρρυθμες ίσως και γραφικές.

Μια τέτοια γυναίκα – ηρωΐδα του διηγήματος – είναι η θειά  Μαριώ η Χρήσταινα – η Ντελησυφέρω. Γυναίκα με αγωνιστικό, σχεδόν αντρικό, φρόνημα βλέπει τη ζωή σαν έναν πόλεμο, τον οποίο πρέπει να κερδίση πάση θυσία. Πολεμάει μέσα και έξω από το σπίτι της, άνδρας και γυναίκα μαζί, μάνα και πατέρας, πάππος και μάμμη, αφού οι τραγικές συγκυρίες της ζωής της την άφησαν πρώτα χήρα να μεγαλώνη τα ορφανά παιδιά της και αργότερα χαροκαμένη μάνα να μεγαλώση μέσα σε αντίξοες συνθήκες τα ορφανά εγγόνια της. Πόλεμος να επιβληθή μέσα στο σπίτι της, πόλεμος για να βρη το δίκιο της στη γειτονιά, στην αγορά, στα δημόσια γραφεία. Πόλεμος ακόμα και στην Εκκλησία… για το στασίδι της, τη θέση της, “τήν αράδα της”. Καμιά άλλη δεν επιτρέπεται να το καταλάβη. Είναι σχεδόν ιδιοκτησία της, την οποία με κάθε τρόπο πρέπει να διαφυλάξη. Εξ ου και το παρεγκώμι “Ντελησυφέρω”, που της κόλλησαν οι άλλες γυναίκες. Ποιά τολμούσε να τα βάλη μαζί της, γνωρίζοντας μάλιστα ότι είναι ικανή να δείρη ακόμη και άνδρες. ( 7)

     Οι γυναίκες του Παπαδιαμάντη ελάχιστα μαρτυρείται οτι φεύγουν από το νησί. Η θάλασσα φαίνεται ότι έχει θέλγητρα και αποτελεί δρόμο διαφυγής μόνο για τους άνδρες. Οι γυναίκες την βλέπουν ανταγωνιστικά, γιατί τους κλέβει τους άνδρες. Την ονομάζουν άστατη ερωμένη, μάνα, μητριά, πεθερά, ή νύφη.(ΚοκκώναΘάλασσα,Α,213-4).
     Μάλιστα μετά από την αποδημία των ανδρών, φαίνεται σαν οι γυναίκες να κυριαρχούν στο νησί. Το γεγονός ότι οι άνδρες λείπουν ολοχρονίς από το νησί το οποίο όπως και τα περισσότερα χαρακτηρίζεται από λειψανδρία ή και παντελή ανανδρία μερικές φορές, δίνει στις γυναίκες μια αυτονομία, διότι ουσιαστικά αυτές είναι που φέρνουν βόλτα το σπιτικό, τα υποστατικά, τα παιδιά, ταζώα.
     Με το μισεμό των ανδρών, οι γυναίκες μένουν με ένα τρόπο που ουσιαστικά αναπληρώνει την έλλειψή τους. Επωμίζονται όλα τα βάρη, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και απολαμβάνουν κάποιο βαθμό ελευθερίας. Έτσι, ενώ οι γυναίκες είναι καταπιεσμένες λόγω των κοινωνικών αντιλήψεων της εποχής, εν τούτοις δεν παρουσιάζουν τη μιζέρια των καμπίσιων κοινωνιών, όπως αυτή περιγράφεται στα διηγήματα π.χ. του Καρκαβίτσα, τις οποίες περιφρονούσαν και οι ίδιοι οι Σκιαθίτες. (Β, 21) Σύμφωνα με μαρτυρία του Τ. Άγρα, ο οποίος επικαλείται και τη γνώμη του Βλαχογιάννη, η θέση της γυναίκας στα νησιά του Αιγαίου ήταν παράξενη, καθώς εκεί βασίλευε ένα είδος πολίτευμα κοινωνικο-γυναικοκρατικό (Άγρας, 161, κειμ. και σημ.).(1)
     Η παρουσία των γυναικών στο νησί είναι σύμβολο σταθερότητας, ακινησίας και σιγουριάς, σε τέτοιο σημείο δε αποτελεί την παράμετρο της σταθερότητας, ώστε σε κάποια διηγήματα αυτό το ρίζωμα των γυναικών στο νησί παίρνει τη βαρύτητα συμβόλου.
     Στο διήγημα Υπό την βασιλικήν Δρυν , το δέντρο στο όνειρο του συγγραφέα μετατρέπεται σε γυναίκα και η έντονη παρουσία του στο όνειρο του συγγραφέα τον οδηγεί στο να διατυπώσει την άποψη ότι τα δέντρα που βλέπουμε είναι γυναίκες. Στο Αγνάντεμα, ο βράχος ονομάζεται Φλανδρώ και είναι η γυναίκα που μαρμάρωσε περιμένοντας τον άνδρα της να γυρίσει από τα ξένα. Γυναίκα ήταν και ένας άλλος βράχος, η Μαυρομαντηλού, που μαρμάρωσε περιμένοντας. Η Λουλούδω περιμένοντας έγινε ένα άνθος πάνω στα κύματα Στο Άνθος του Γιαλού. Αυτές είναι κάποιες μόνο ενδεικτικές περιπτώσεις, που ποιητικά και συμβολικά συνθέτουν μια εικόνα, που σίγουρα αντκατοπτρίζει μια ιστορική πραγματικότητα.
     Τόσο πολύ η γυναικεία παρουσία είναι δεμένη με το χώρο, με την εστία, ώστε ακόμη και μικρότερης κλίμακας μετακινήσεις της είναι σπάνιες: Έτσι ακόμη και κατά το γάμο ο γαμπρός είναι αυτός που μετακινείται στο σπίτι της νύφης αφού κατά κανόνα το σπίτι ήταν υποχρέωση, προίκα δηλαδή, της νύφης.
     Όσο δύσκολη και αν είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται με τον ξενιτεμό των ανδρών όσο κι αν ερημώνουν τα σπίτια, τα χωριά, οι αγκαλιές και τα κρεβάτια των γυναικών, όμως είναι κάτι που θεωρείται αποδεκτό, σχεδόν φυσικό, αντιμετωπίσιμο. Αντίθετα, στις ελάχιστες περιπτώσεις όπου έχουμε μετακίνηση γυναίκας, διακρίνουμε σε όλο το κλίμα του διηγήματος μια απαξίωση. Κι ακόμη να πλανάται κάποια απροσδιόριστη απειλή. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η δράση σε αυτά τα διηγήματα, ή και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι τύχες, ιδιαίτερα των ηρωίδων, από την αλληλουχία των γεγονότων μαρτυρεί μια διασάλευση της καθεστηκυίας τάξης με τραγικές συνέπειες για τη ζωή των προσώπων.
     Ο κόσμος αυτός είναι οικείος και κοντινός στον συγγραφέα και, παρά την πολυπλοκότητα, τις αντιφάσεις του ή τη σύγχυση που του προκαλεί, τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής και πρόθυμα συνδιαλέγεται μαζί του. Η απόδοση αυτού του κόσμου στα γραπτά του αποτελεί αναμενόμενη κατάληξη, καθώς έχει ουσιαστικά στρέψει την πλάτη στον κόσμο των ανδρών, ιδιαίτερα των ανδρών της πόλης, των οποίων πολλές ενασχολήσεις και αντιλήψεις αποδοκιμάζει ως επικίνδυνες. Ασχολείται μαζί τους κυρίως για να τις χλευάσει.
     Nα πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να “χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το «θα μπορούσαμε» είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο.(Ελύτης) «Σα να “χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου»…
Αλεξανδριανέ μ” αέρα
…….. Και οι ναύται απεχαιρέτιζον τες γυναίκες κράζοντας «καλή νύχτα!». Και αι γυναίκες απήντων μακρόθεν «Καλή νύχτα! Καλή νύχτα σας! Καλό πράτιγο!». Και η κάθε μία εις τον άνδρα της έλεγε : «Καλή νύχτα καλέ μου! νοικοκύρη μου! σταυραετέ μου!». Και εις τον υιόν της η κάθε μία έλεγε: «Καλή νύκτα, καναρίνι μου!πουλί μου! ξεπεταρούδι μου!». Και πολλάκις επρόσθετον παρονομασίαν τινά, κατά το όνομα εκάστου. Αν ο εκτελών την κάθαρσιν ωνομάζετο Γιαλής, ως ο σύζυγος της θεία-Σκευώς, τότε το θωπευτικόν όνομα ήτο «Γιαλέινέ μου» [...] Αν εκαλείτο Αλέξανδρος, η προσηγορία ήτο «Αλεξανδριανέ μ” αέρα».
Βαρδιανός στη Σπόρκα .
     Ο Παπαδιαμάντης και ο κατά Βακαλόπουλο “ιερός μελωδός της πραγματικότητας”, ο δημιουργός αυτών των τόσο δικών μας Ρωμιών που με ενορχηστρωμένη μαεστρία  σκιαγραφεί και τοποθετεί στη χώρα του , τη Σκιάθο, με βεβαιότητα μας οδηγεί στον υπήνεμο λιμένα της συναισθηματικής μας πλήρωσης, με την υπενθύμιση πως η γαλήνη φωλιάζει δίπλα στην απλότητα.
Βιβλιογραφία
  1. (Αγγελική Ταλιγκάρου-Η Ελληνική Μετανάστευση του τέλους του 19ου αι. μέσα από την Ελληνική Λογοτεχνία. Μια μελέτη περίπτωσης«).
  2. Η Αυγούστα της «ρομαντικής » Παπαδιαμαντικής δημιουργίας.-Μ.Γκασούκα.
  3. Διδάσκοντας Παπαδιαμάντη. Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
  4. Από τη Μετανάστιδα στη Φόνισσα, και από τη Φόνισσα στη Γυναίκα πλέουσα ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ.
  5. Κ. Βάρναλης, Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά, εκδ. Κέδρος.
  6. Εκκλησιαστική παρέμβαση- Μαρία Κουτούση -Σύψα
  7. Ασλανίδης Ε.Γ.,«Το μητρικό στοιχείο στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη», στο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην Πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2005
  8. Beaton R., Εισαγωγή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, μτφρ. Ε. Ζούγρου και Μ. Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα 1996
  9. Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη. Αριστείδης Δάγλας
  10. Οδυσσέα Ελύτη «Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη».
  11. archive.gr

 

Σοφία Δ. Κανταράκη
Φιλολόγος στο 3ο Γυμνάσιο Βόλου

Ταξιδεύοντας με την Aργώ

Πρόσφατα στην πόλη μας πραγματοποιήθηκε μια πολύ σημαντική καλλιτεχνική εκδήλωση, η παρουσίαση στο κοινό της πόλης μας, ενός ποιοτικού μουσικού έργου, βασισμένου σε ποίηση του «δικού μας» παλιού συναδέλφου Γ. Τσιτρούλη, μουσική αείμνηστου Γ.Τάντση, ενορχήστρωση Γ. Ιωάννου και ερμηνευμένου με τη μελωδικότατη φωνή της κ. Νένας Βενετσάνου, αοιδού μεγάλης φήμης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Το μουσικό έργο φέρει τον τίτλο: » Ταξιδεύοντας με την Αργώ».

Η «Αργώ» μέσα στους αιώνες έχει γίνει σύμβολο΄ είναι το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος δραπετεύει στο άγνωστο, θαλασσοδέρνεται στα πέλαγα της ζωής και βγαίνει νικητής. Με την «Αργώ» η ταξιδιάρα ψυχή ανοίγεται στα πέρατα του κόσμου να γνωρίσει τόπους και ανθρώπους, να ματώσει, να μάθει και να βρει τη γαλήνη και την αποδοχή.

    Η Αργοναυτική εκστρατεία είναι το σύμβολο του αγώνα του ανθρώπου να αναμετρηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό, να κατακτήσει την αυτογνωσία παλεύοντας με όλα τα θεριά που του προβάλλει η ζωή έχοντας για όπλα το νου και την  καρδιά.

Η ανθρώπινη ψυχή όμως, για να μεγαλουργήσει χρειάζεται και συνταξιδευτές. Απ` αυτούς θα αντλήσει δύναμη για να αναστηθεί μετά από μια βαθιά λαβωματιά΄ με τη βοήθειά τους θα πετύχει τα μεγάλα οράματα και τους υψηλούς στόχους. Χρειάζεται στην πορεία ένας καλός καπετάνιος και πολλοί ναύτες να κωπηλατούν γερά και γρήγορα, όταν συναντήσουν στην πορεία τους «Συμπληγάδες» και «Σκύλα-Χάρυβδη».

Τα 14 ποιήματα του μουσικού αυτού έργου είναι εμπνευσμένα από το ταξίδι των αργοναυτών με επικεφαλής τον Ιάσονα από την Ιωλκό. Ο σχετικός μύθος είναι σ` όλους γνωστός από τα παιδικά και σχολικά χρόνια. Με την πένα όμως του Γ.Τσιτρούλη ο μύθος γίνεται μια αλήθεια ζωής, μια ανάγκη της ψυχής να ταξιδέψει στα πέλαγα του νου, να ονειρευτεί στους διαδρόμους του ουρανού, ν`ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της να μπει ο ζωοδότης ήλιος και το λυτρωτικό φως, να εγκύψει σε πληγές και να βρει λύτρωση κατακτώντας την ουσία της ζωής με την απόκτηση πολλών εμπειριών και την επίτευξη στόχων.

      Οι αργοναύτες πέτυχαν το δικό τους στόχο, το χρυσόμαλλο δέρας, και επέστρεψαν στην Ιωλκό, όπως κάθε ταξιδευτής επιστρέφει στην εστία του, την ψυχή του, μετά από ένα δύσκολο και επίπονο ταξίδι. Βέβαια το ταξίδι πληγώνει, γιατί δεν είναι πάντα ευχάριστο και ακίνδυνο. Απρόβλεπτοι παράγοντες αλλάζουν την πορεία των πραγμάτων, απειλούν τις ζωές. Με επιμονή και αγώνα η επιστροφή πραγματοποιείται.

     Ποίηση της καρδιάς που γελά, που ονειρεύεται, που αγαπά την ομορφιά και υποκλίνεται μπροστά της, που αποτελεί εφαλτήριο για υψηλά «πετάγματα».

Αυτή η ποίηση «βρήκε την καλύτερή της ώρα» καθώς έγινε μουσική με τη δημιουργική ευαισθησία του αείμνηστου συνθέτη Γ. Τάντση και τραγούδι με τη λυρικότατη εκτέλεσή της από μια μεγάλη καλλιτέχνιδα, την κ. Νένα Βενετσάνου. Η φωνή της μελωδική, ολοκάθαρη, υποβλητική, μας ταξιδεύει σε θάλασσες και στεριές, σε ουρανό και αστέρια, μας αφυπνίζει, μας καλεί να ονειρευτούμε μα και να προβληματιστούμε. Η φωνή της δροσερό αεράκι που διεισδύει στα βάθη της ψυχής, τα ανακουφίζει και τα λυτρώνει.

Μια άρτια δουλειά στο σύνολό της και από άποψη ενορχήστρωσης που φανερώνει και το προσωπικό μεράκι και την άψογη εκτέλεση των μουσικών κομματιών από τους μουσικούς.

    Η καλλιτεχνική επιμέλεια του CD από τον Χρ. Παπανικολάου του εξασφαλίζει άριστο αισθητικό αποτέλεσμα, καθώς σχεδιάζει και χρωματίζει την Αργώ και το ταξίδι της.

Η κυκλοφορία αυτού του CD τελικά δεν είναι μόνο ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για την ηχηρή παρουσία της πόλης μας στον τομέα του πολιτισμού, αλλά και-σύμφωνα με τις προθέσεις όλων, όσοι εργάστηκαν για τη δημιουργία του – ευχή να γίνει σήμερα το ταξίδι της Αργούς, ταξίδι σύμπλευσης των λαών για την επίτευξη ειρηνικών σκοπών σ`όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης.

 

Ανδρεοπούλου Ευανθία

Ταξιδεύοντας με την Αργώ
Μουσική: Γιάννης Τάντσης – Ποίηση: Γιώργος Τσιτρούλης
Νένα Βενετσάνου
Τίτλοι

1. Αργώ
2. Ταξίδεψε καρδιά μου
3. Αργοναύτες
4. Νυχτερινή πορεία
5. Ναυπηγείο
6. Στου Αιγαίου το μπαλκόνι
7. Πελαγοφέγγαρο
8. Αργοναύτης Κάλαης
9. Συμπληγάδες
10.Η δοκιμασία του Ιάσονα
11.Κολχίδα
12.Τις αλήθειες μην ψάχνεις στα πέλαγα
13.Άγνωστα πέλαγα
14.Επιστροφή

 

Ρυάκι η ψυχή

Ρυάκι η ψυχή,
κυλά σ`όλο το κορμί.
Κάθεσαι δίπλα του,
πίνεις και ξεδιψάς.
Σε κούρασε η πορεία,
θέλεις να ξεκουραστείς.
Γνωρίζεις τον τόπο.
Κάνε όμως, τον κόπο μια στιγμή,
ψάξε για την πηγή,
καθάρισέ την,
βόηθα το νερό
να κυλά ανεμπόδιστα.
 Φοβάμαι μη χαθεί.

Ανδρεοπούλου Ευανθία,

 φιλόλογος

 

 

 

Τα κορίτσια στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη

Ήρθε η ώρα να σταθώ στα χείλη σας, κορίτσια. Να κοινωνήσω το σώμα και το αίμα της αιώνια νέας ζωής στα χείλη σας. Να παρουσιάσω τον εαυτό μου καινούριο τόσες φορές όσες η φύση καταφέρνει να παρουσιάζει καινούρια την ουσία του κόσμου στα χείλη σας.
«Ανοιχτά Χαρτιά»
Όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) το 2011 έχει ανακηρυχτεί έτος Οδυσσέα Ελύτη, καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του (2 Νοεμβρίου 1911 – 18 Μαρτίου 1996).
Ο κορυφαίος μας νομπελίστας ποιητής μέσα από την ποίησή του ύμνησε το ελληνικό τοπίο και κυρίως το Αιγαίο, έγραψε για τον ήλιο και τον έρωτα, για τη μοίρα του ελληνισμού, μίλησε για τη διαφάνεια των πραγμάτων, έννοια βασική της ποιητικής του.

Ένας ποιητής τέτοιου μεγέθους, που υπήρξε πολυγραφότατος, ήταν αδύνατο να μην ασχοληθεί με το γυναικείο φύλο, με τη θηλυκή πλευρά αυτού του κόσμου του μικρού, του μεγάλου. Η έννοια της Κόρης, της μητέρας, της Παναγίας, των γυναικών και των κοριτσιών κατέχει σημαντικό μέρος στην ποίησή του και αποτελεί πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν.
Αν ανατρέξει, λοιπόν, κανείς στο ποιητικό του έργο, θα βρει διάσπαρτα γυναικεία ονόματα, τα οποία αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τη θηλυκή ανθρωπογεωγραφία του ποιητή. Θα εντοπίσει, επίσης, αρκετά ποιήματα εμπνευσμένα από την αγάπη, το θαυμασμό και το δέος του Ελύτη απέναντι στις γυναίκες – στα κορίτσια.
Από την πρώτη του κιόλας ποιητική συλλογή, τους «Προσανατολισμούς» (1940), ο Ελύτης αναφέρεται στα κορίτσια μέσα από δύο πολύ γνωστά του ποιήματα. Σ’ αυτά τα ποιήματα φανερώνει την προτίμησή του σε δύο ονόματα, τα οποία επανέρχονται συχνά στο σύνολο του έργου του. Το πρώτο ποίημα είναι «Η Μαρίνα των βράχων», ένα έξοχο, λυρικότατο, ερωτικό ποίημα. Το άλλο είναι η «Ελένη» και ο μύθος της, ένα θέμα που επίσης τον απασχολεί και σε άλλες του συλλογές.
Η Μαρίνα των βράχων
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μεσ’ στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ ‘αρωμα των γυακίνθων – Μα πού γύριζες
 
Ο Ελύτης με τη Μαρίνα Καραγάτση στην Άνδρο.
Λίγο μετά στον «Ήλιο τον Πρώτο» (1943) μας γράφει για τη μικρή Πορτοκαλένια:
Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια!
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει.
Στην κορυφαία του ποιητική σύνθεση, το «Άξιον Εστί», και ειδικότερα στο «Δοξαστικόν», ο ποιητής υμνεί με έξοχες ποιητικές εικόνες τα κορίτσια, τα δοξολογεί και τα αποθεώνει με μια ποιητική έκφραση υψηλής ποιότητας.
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ’ Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ’ απύθμενα
Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα
τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα
τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι
τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα
Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα
Η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή
Η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια
Στη συλλογή «Τα Ρω του Έρωτα» (1972), που περιέχει ποιήματα γραμμένα ειδικά για μελοποίηση, επανέρχεται με τα πολύ γνωστά τραγούδια – ποιήματα «Ελένη», «Μαρίνα», «Η Μάγια», «Το Δελφινοκόριτσο», «Η Ποδηλάτισσα», «Τα κορίτσια του Ισπαχάν», «Το Μαγισσάκι».
Το Δελφινοκόριτσο
Εκεί στης Ύδρας τ’ ανοιχτά και των Σπετσώ
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
- Μωρέ του λέω πού ΄ν’ το μεσοφόρι σου
έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ’ αγόρι σου;
- Αγόρι εγώ δεν έχω μου αποκρίνεται
βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται
Στον «Ήλιο τον ηλιάτορα» οι γυναίκες και ο Χορός των γυναικών συνομιλούν με τον αφηγητή και τον Ήλιο.
Στο σκηνικό ποίημα «Μαρία Νεφέλη», σ’ αυτή την τόσο πρωτοποριακή ποιητική συλλογή, ο Ελύτης παρουσιάζει τη συνομιλία του ποιητή και μιας κοπέλας, της Μαρίας Νεφέλης.
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με το νυχτικό στον άνεμο
ιπτάμενη και αποκοιμισμένη
σαν σε πίνακα της Leonora Finni
χρυσαλλίδα του ύπνου μου.
Κι αλλού στην ίδια συλλογή:
Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε
λένε Λάμπουσα.
Στο «Μονόγραμμα» ο Ελύτης απευθύνεται σε μια ιδανική αγαπημένη, υμνεί μια χαμένη αγάπη, έναν τέλειο έρωτα.
Το Μονόγραμμα
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει
Στο «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (1984) ο ποιητής γράφει:
ΕΒΑΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ στα ράφια και στη γωνιά μια
λυπημένη Αγγελική
Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει το ξόδεψα όλο.
Στο «Μικρό Ναυτίλο» ο Οδ. Ελύτης μεταξύ άλλων απαριθμεί και καταγράφει τις λέξεις και τα πράγματα που αγαπά, τις αναμνήσεις του, τις ιδιαίτερες στιγμές και εικόνες. Στον κατάλογό του αυτόν αναφέρει τα κύρια ονόματα: Άννα, Αλεξάνδρα, Ελένη, Μαντώ, Μαρίνα, Μυρτώ, Παναγία, Πούλια, Φρόσω, Φωτεινή.
Και κάπου αλλού περιγράφει τι κάνουν τα κορίτσια:
ΙΝΩ
Προτού κοιμηθεί το βράδυ. Ποτίζει τις γλάστρες και, στο δυνατό φως της βεράντας, το σώμα της διαγράφεται μέσα από τ’ αραχνοΰφαντο νυχτικό. Τη μπερδεύεις με τα λουλούδια.
Σε μια από τις τελευταίες ποιητικές συλλογές τα «Δυτικά της Λύπης» (1995), ο ποιητής γράφει ένα ποίημα για τη σύντροφό του Ιουλίτα Ηκιοπούλου και το τιτλοφορεί «Σε μπλε Ιουλίτας».
Σε μπλε Ιουλίτας
Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου να
διαβάζεις.
 
Μια από τις τελευταίες φωτογραφίες του ποιητή, στο Πόρτο Ράφτη με την Ιουλίτα Ηλιοπούλου
(φωτογρ. Νίκος Δήμου).
Η μικρή ανθολόγηση των αναφορών του Ελύτη στα κορίτσια τελειώνει με την προτροπή του ποιητή:
Τους ζυγούς λύσατε
Τα κορίτσια φιλήσατε
Μαρία Νεφέλη

Αφιερωμένο εξαιρετικά στα κορίτσια αλλά και στα αγόρια του 14ου Γυμνασίου!!!

 Κούκια Αικατερίνη

 

 

Ρυάκι η ψυχή

Ρυάκι η ψυχή,
κυλά σ`όλο το κορμί.
Κάθεσαι δίπλα του,
πίνεις και ξεδιψάς.
Σε κούρασε η πορεία,
θέλεις να ξεκουραστείς.
Γνωρίζεις τον τόπο.
Κάνε όμως, τον κόπο μια στιγμή,
ψάξε για την πηγή,
καθάρισέ την,
βόηθα το νερό
να κυλά ανεμπόδιστα.
 Φοβάμαι μη χαθεί.

Ανδρεοπούλου Ευανθία,

 φιλόλογος

 

 

 

Η Μόνα Λίζα με άλλη ματιά

     Με αφορμή τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα«Στιγμές από Βενετία σε μικρά κομμάτια,  Κολλάζ της Μόνα Λίζα και της Αφροδίτης του Μποντιτσέλι» μια ομάδα παιδιών επενέβησαν  σε εικόνα της Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι και έκφρασαν με το δικό τους αυθόρμητο τρόπο την προσωπική τους αντίληψη για το έργο επηρεασμένα από απόψεις και σκέψεις γνωστών καλλιτεχνών και συγγραφέων.

Εργάστηκαν με φαντασία και ενθουσιασμό και έδωσαν τις δικές τους προεκτάσεις στο αρχικό έργο, χωρίς καλούπια και περιορισμούς, δημιουργώντας μόνο με γνώμονα την δική τους αισθητική και κουλτούρα. Παρατηρώντας τα κανείς πιο προσεκτικά, βλέπει να αποτυπώνονται μέσα τους κομμάτια από το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του κάθε παιδιού.

 

    Κάποια από αυτά τα έργα «έντυσαν» έναν τοίχο του σχολείου. Κάποια άλλα πρόκειται να παρουσιαστούν σε μια ειδική έκθεση. Όλα όμως, «πετυχημένα» ή «λιγότερο πετυχημένα» έγιναν με μεράκι και διάθεση για αυτοσχεδιασμό, καμιά φορά κόντρα στο προφανές, στο συμβατικό, όπως άλλωστε και η νιότη τους προστάζει…

 

Μερικά παιδιά θέλησαν να μοιραστούν μαζί μας τις εντυπώσεις και τα συναισθήματά τους. Χωρίς καθοδήγηση στη σκέψη τους και φυσικά χωρίς λογοκρισία…

 

  

 

  «Πριν από λίγο καιρό η κυρία Κακάβα μας έδωσε την ευκαιρία να γίνουμε και εμείς ζωγράφοι..να μπούμε για λίγο στην θέση του Λεονάρντο Ντα Βίντσι και να δημιουργήσουμε την δικιά μας Μόνα Λίζα.  

    Από την πρώτη κιόλας στιγμή όλοι νιώθαμε ευχαρίστηση για την εργασία που μας είχε ανατεθεί. Παρ” όλα αυτά δεν έλειπε η αμφιβολία για το αν το να επέμβουμε στο έργο ενός μεγάλου καλλιτέχνη θεωρούνταν ιεροσυλία. Γρήγορα όμως όλα χάθηκαν και το μέρος τους πήραν τα γέλια και η όρεξη για δουλειά. Ο καθένας από εμάς μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα και να δημιουργήσει μία Μόνα Λίζα όπως ήθελε. Όλα τα παιδιά ζωγραφίζαμε με όρεξη και σιγά σιγά πολλά και διαφορετικά πορτρέτα της Μόνα Λίζας άρχισαν να αποτυπώνονται στο χαρτί του καθενός. Υπήρχαν πορτρέτα που άγγιζαν περισσότερο την σημερινή πραγματικότητα και άλλα που παρέμεναν πιστά στην κλασική εμφάνιση της. Φυσικά δεν έλειψαν και πορτρέτα με την Μόνα Λίζα ως οπαδό διάφορων ομάδων. 

     Σε όλη την διάρκεια υπήρχε ένα ευχάριστο κλίμα και όλοι προσπαθούσαμε να βγάλουμε το καλύτερο αποτέλεσμα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πειράζαμε ο ένας τον άλλον για το έργο του. Όταν τελειώσαμε τα έργα μας, τα κολλήσαμε σε έναν από τους τοίχους στο εσωτερικό του σχολείου μας. Όλοι ήμασταν χαρούμενοι και περιμέναμε με ανυπομονησία τις κριτικές των συμμαθητών και των καθηγητών μας. 

     Τελικά τα σχόλια όλων ήταν πολύ καλά και όλοι ήμασταν πολύ χαρούμενοι και ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα. Όλοι αισθανθήκαμε δέος που έστω και για λίγα λεπτά αγγίξαμε με τα δικά μας χέρια την εικόνα ενός πολυσυζητημένου πίνακα από έναν καλλιτέχνη τέτοιας μεγάλης εμβέλειας. Τέλος καταφέραμε να μάθουμε πολλά πράγματα στο χώρο της ζωγραφικής με έναν πολύ ευχάριστο τρόπο.»     

Θεοδώρα Θεοδωράκη, Σταυρούλα Δεδικούση, Μαρία Θεοδωράκη

«Όταν μας δόθηκε το θέμα για να επέμβει ο καθένας με το δικό του τρόπο στην εικόνα της MONA LIZA, αρχικά σοκαριστήκαμε. Στη συνέχεια ωστόσο ενθουσιαστήκαμε με την ιδέα ότι ο καθένας θα χάριζε το δικό του προσωπικό στυλ και θα δημιουργούσε μια διαφορετική εικόνα της γνωστής σε όλους ’’τζοκόντα’’.

Στην αρχή ο καθένας είχε τις δίκες του ανησυχίες και αμφιβολίες, για το πώς θα επιβληθεί στην εικόνα, και εάν θεωρούνταν ασέβεια ο τρόπος που θα το υλοποιούσαμε. Το θέμα ήταν κάτι μεν άγνωστο για όλα τα παιδιά, αλλά και κάτι που δημιούργησε σε όλους, μια αίσθηση χαράς και μια απερίγραπτη όρεξη για δουλειά. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας, όλοι ήμαστε συγκεντρωμένοι σ` αυτό που έπρεπε να κάνουμε και ακουγόταν μόνο κάποιοι μικροί ψίθυροι μεταξύ μας. Όλοι προσπαθούσαμε να πετύχουμε το εφικτό αποτέλεσμα, με τους πιο ωραίους συνδυασμούς χρωμάτων και να δώσουμε μια πιο ενδιαφέρουσα πρόταση στην ζωγραφική.

Όταν η δουλειά τελείωσε, ο ένας πείραζε τον άλλο για το αποτέλεσμα που είχε, αλλά όλοι ήμαστε ευχαριστημένοι από αυτό. Όταν η κυρία Κακάβα μας ζήτησε να κολλήσουμε τις εικόνες σε έναν από τους τοίχους του σχολείου, όλοι ήμαστε ’’τρομοκρατημένοι’’ από τις αντιδράσεις όσων θα έβλεπαν τα «έργα» μας και περιμέναμε να ακούσουμε την κριτική τους.

Στο τέλος, μετά από τα καλά σχόλια που ακούσαμε ήμαστε όλοι ικανοποιημένοι και χαρούμενοι. Το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό για όλους και το σημαντικότερο ήταν ότι το διασκεδάσαμε και αποκτήσαμε μια καλή εμπειρία στο χώρο της ζωγραφικής, στο χώρο της τέχνης.»

Ματίνα Γκουγκουλιά, Κατερίνα Δάσιου, Μαρία Εξάρχου, Ζωγραφιά Δαραβίγκα

Παρακάτω παρουσιάζονται τα έργα και οι δημιουργίες των παιδιών όπως τοποθετήθηκαν στον τοίχο του σχολείου.

 

                         

Ελληνικά τοπία

  

                                 I. Κάστρο Πλαταμώνα

Ολόχρυση κορώνα, στεφανώνεις

την κεφαλή βασιλικής μορφής,

πληθωρικά αιωρούμενης

πάνω σε χρυσογάλανο θρόνο.

 

                                II. Ύδρα

Σπίτια θεμελιωμένα στα βράχια

κατρακυλούν ως το λιμάνι συντροφικά,

σκαρφαλωμένα το ένα στη ράχη τ’ αλλουνού,

μοναχικά και περίφανα,

με μάτια ολάνοιχτα στραμμένα

στο παιχνίδισμα του φωτός

πάνω στο ελαφρό ρυτίδωμα του νερού.

 

                                III. Σάμος

Πυγολαμπίδες σκαρφαλωμένες στην πλαγιά

γλιστρούν μαλακά ως την ακτή.

Καράβι η ψυχή ξανοίγεται

για ταξίδι μακρινό.

Η θάλασσα ακινητεί’

ασημένιος διάδρομος

διαγράφεται στα νερά της

ανοίγοντας της το δρόμο.

 

                                IV. Πέτρινα χωριά

Μεγάλο και μικρό Πάπιγγο

Πέτρινα χωριά στη ράχη της γης πελεκημένα

αγγίζουν τον προστατευτικό θόλο του ουρανού.

Λιτή, απέρριτη ομορφιά,

περήφανη αντοχή,/ σμιλευμένη στο ακονιστήρι του χρόνου.

Ψυχές δουλεμένες στο αμόνι

με υλικά ανθεκτικά.

Ψυχές ταξιδιάρικες, νοσταλγικές,

πνεύματα

χρεωμένα τη μοίρα του τόπου.

Πόσο η αγάπη σας επέστρεψε δημιουργική!

 

Ανδρεοπούλου Ευανθία

 

Περί Μουσείων…

     Ο όρος «Πινακοθήκη» εντάσσεται διεθνώς στην έννοια Μουσείο και γι” αυτό εφαρμόζεται και στην Πινακοθήκη ο ορισμός του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM). Ο οποίος ορισμός μας λέει ότι το Μουσείο είναι ένας:

«Οργανισμός μόνιμος, χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα, υποταγμένος στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξης της και ανοιχτός στο κοινό, ο οποίος αποκτά, συντηρεί, μελετά, κοινοποιεί κι εκθέτει υλικές μαρτυρίες του ανθρώπου και του περιβάλλοντος του με σκοπό τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία»

Και τι τον κάνουμε τον ορισμό αυτόν; Με τον ορισμό μπορούμε να καταλάβουμε μερικά πράγματα για το Μουσείο: ότι είναι ένας διαχρονικός οργανισμός, σταθερός στον χρόνο, με χαρακτήρα κοινωνικό και δημόσιο, με διαδικασίες που λαμβάνουνε χώρα εντός του μουσείου (απόκτηση, συντήρηση, μελέτη) και τελικό σκοπό την κοινοποίηση, την επικοινωνία με το κοινό, την εκπαίδευση και ψυχαγωγία του.

Το μουσείο πλέον ΔΕΝ είναι και δεν πρέπει να είναι μαυσωλείο αντικειμένων και αναμνήσεων, μια αποθήκη που περιέχει ένα παρελθόν ή απλός χώρος παράθεσης καλλιτεχνικών ρευμάτων, παρελθόντων και παρόντων. Αυτή ακριβώς η λειτουργία των μουσείων οδήγησε τους φουτουριστές να αναφωνήσουν «Μουσεία, νεκροταφεία!» (Φιλιππο Τομάζο Μαρινέτι, Ίδρυση και Μανιφέστο του Φουτουρισμού, 1909) και είχαν απολυτό δίκιο.

Για να γίνει ακόμα πιο επιτυχημένο στον ρόλο του το Μουσείο, υπάρχει η επιστήμη της Μουσειολογίας, «η επιστήμη του μουσείου». Με τον όρο Μουσειολογία εννοείται «το γνωστικό αντικείμενο που μελετά την απαραίτητη μεθοδολογία για την επίλυση όλων των θεωρητικών και πρακτικών θεμάτων που συνδέονται με τις λειτουργίες των μουσείων»

Τι σημαίνουν όλα αυτά τελικά; Ότι το μουσείο δεν είναι ένα απλό κτίριο με δυο τρεις υπαλλήλους, καρφιά στους τοίχους να κρεμάμε τα έργα που εκτίθενται και ένα πωλητήριο να έχουμε κανένα σουβέρ να βάζουμε το φραπέ πάνω και να πουλάμε μούρη ότι επισκεφτήκαμε ένα μουσείο το καλοκαίρι στο νησί που πήγαμε παραθέριση. Το Μουσείο είναι ένα πολιτιστικό ίδρυμα με στόχο πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό. Το οποίο μας οδηγεί στις εξής σκέψεις:

Για να λειτουργήσει ένα μουσείο πολιτιστικά πρέπει να έχει τους αρμόδιους επιστήμονες, τους μουσειολόγους, μια επιλογή που φαντάζει μονόδρομος για όποιο μουσείο θέλει να συντηρηθεί και να διακριθεί στον 21ο αιώνα. Και μιλάμε για μουσειολογους με γνώσεις και εκπαίδευση ειδική, όχι κατ’ όνομα. Στην Ελλάδα έχουμε μουσειολόγους και σχολές Μουσειολογίας; Έχουμε, και μάλιστα κάθε χρόνο τα πράγματα γίνονται και καλυτέρα (http://web.auth.gr/MA-museology/#,http://cmc.panteion.gr/cmc/courses/museology,http://www.aegean.gr/culturaltec/mouseiologia.htmhttp://arts.uoi.gr/) . Άρα το επιστημονικό προσωπικό υπάρχει και θα υπάρχει καθώς εκπαιδεύεται αυτή την στιγμή. Η θέληση να χρησιμοποιηθούν υπάρχει ωστόσο;

Το μουσείο μπορεί να έχει εκπαιδευτικό ρόλο με πολλούς τρόπους. Με ειδικές ξεναγήσεις που πέρα από απλή υπόδειξη θα περιέχουν και ουσιαστικές πληροφορίες, με ειδικά σεμινάρια και εκδηλώσεις ανοιχτές στο κοινό, σε απλή γλώσσα και με παρεχόμενο υλικό ώστε να γίνουν κατανοητά, με ειδικές εκδόσεις (δωρεάν ή μη), με δρώμενα που μπορούν να φέρουν το κοινό σε επαφή με το μουσείο και τις λειτουργιές του, με ίδρυση ομάδας «Φίλων του Μουσείου» ώστε να προωθείται η επαφή με το μουσείο συλλογικά και η γνωριμία των μουσειόφιλων μεταξύ τους. Ειδική μνεία και φροντίδα πρέπει να υπάρχει για τα παιδιά φυσικά, τα οποία πρέπει να εκπαιδευτούν σε έννοιες όπως: Μουσείο, Τέχνη, Συντήρηση Έργων Τέχνης, καλλιτεχνικά ρεύματα και καλλιτεχνική δημιουργία. Όλα αυτά είναι εν μέρει το αντικείμενο τηςΜουσειοπαιδαγωγικής, μιας νέας έννοιας η οποία αποσκοπεί στον εκπαιδευτικό ρόλο του Μουσείου. Φανταστείτε έναν κόσμο όπου τα παιδιά έχουν μάθει από μικρή ηλικία να βλέπουν ένα έργο τέχνης, να το ανέχονται (να μην αντιδρούν στην διαφορετικότητα ή την πολύπλοκη γλώσσα του καλλιτέχνη), να το «ερμηνεύουν» και τελικά να μαθαίνουν κάτι από αυτό! Δεν θα ήταν υπέροχο;

Σε πολλές περιπτώσεις το μουσείο σήμερα δεν είναι καν ελάχιστος ανταγωνιστής στον τομέα της ψυχαγωγίας απέναντι σε παραδοσιακές μορφές ψυχαγωγίας (καφετέρια, κινηματογράφος, ταβέρνα, εστιατόριο κλπ). Κι αυτό δεν αποτελεί εγγενές στοιχείο του μουσείου αλλά παράλειψη των σημερινών υπευθύνων μουσείου. Το μουσείο μπορεί και οφείλει να παρέχει κίνητρα στον ενδεχόμενο πελάτη να το προτιμήσει από τις παραδοσιακές μορφές ψυχαγωγίας. Πως; Με παροχή υπηρεσιών (art-café και εστιατόρια στον ευρύτερο χώρο του μουσείου) και με διαφήμιση των υπηρεσιών αυτών. Ας θυμηθούμε εδώ ότι ο ανταγωνισμός είναι εις βάρος των ενδεχόμενων υπηρεσιών που θα παρέχει ένα μουσείο άρα και οι ίδιες οι υπηρεσίες και η διαφήμιση πρέπει να είναι ποιοτικές και δυναμικές για να κερδίσουν ένα μερίδιο της αγοράς. Όσον αφορά τον όρο πελάτη και αν αυτός ταιριάζει σε ένα μουσείο, δεν πρέπει να δαιμονοποιούμε τέτοιες έννοιες. Το μουσείο δεν είναι κερδοσκοπικός οργανισμός ή επιχείρηση αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έσοδα από ενδεχόμενες πωλήσεις ή υπηρεσίες δεν είναι καλοδεχούμενα, αρκεί βέβαια τα λεφτά αυτά να «επιστρέφουν» στο κοινό με αναβάθμιση των υπηρεσιών ή/και των εγκαταστάσεων του μουσείου.

Το Μουσείο και η εκάστοτε Πινακοθήκη είναι θεσμοί εξαιρετικά ωφέλιμοι για την κοινωνία ως θεσμοί εκπαιδευτικοί, ψυχαγωγικοί και πολιτιστικοί, αρκεί να το συνειδητοποιήσουν αυτό οι υπεύθυνοι όλων των μουσείων και να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Το αρμόδιο επιστημονικό προσωπικό υπάρχει πλέον, είναι νέο σε ηλικία, ορεξάτο για δουλειά και μπορεί να αναδιοργανώσει τα μουσεία στην Ελλάδα και να αλλάξει την ιδέα που έχει ο Έλληνας γι’ αυτά.

 

Αμβράζης Δημήτρης

Ιστορικός Τέχνης

Απόφοιτος Τμήματος Πλαστικών τεχνών κι Επιστημών της Τέχνης,

Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Συντάκτης του Artfools.gr

Βιβλιογραφία

  •  Για την Μουσειολογία και τον Πολιτισμό, Μαρούλα Σκαλτσά, Εκδ. Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη, 1999
  • Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Εφαρμοσμένη Μουσειολογία Ι, Φωτεινή Λέκκα, Ιωάννινα 2003

 

Top