Στήλη: Λάβαμε

Με αφορμή δυο αυτοκτονίες (αυτοκτονία vs φλυαρίας)

                            Αυτό που είναι μπροστά μας
και αυτό που είναι πίσω μας
είναι ασήμαντα σε σχέση με
αυτό που βρίσκεται μέσα μας
Έμερσον
Η αυτοκτονία είναι μια πράξη δυνατή
σε μια στιγμή αδυναμίας.
Ι. Μελισσανίδης
    Κάθε bullshit artist, δηλαδή κάθε άνθρωπος που φλυαρεί άσκοπα, αδυνατεί να σκεφθεί  πως υπάρχουν συνειδήσεις που – με σώας τα φρένας -  θα μπορούσαν να βάλουν τέλος στη ζωή τους για μια απλή αντίρρηση. Έτσι, ο bullshit artist αφού κρίνει την αυτοχειρία ως ενέργεια λανθασμένη και ανορθολογική, θα αποδώσει  (με τραγανιστή ευκολία και έχοντας το ύφος μιας Μαντάμ Σουσού) την αιτία της σε παράγοντες ψυχολογικής πίεσης και συναισθηματικής  φόρτισης, εν συνεχεία θα επισημάνει τον κίνδυνο να λειτουργήσει ως πρότυπο η εν λόγω πράξη για τους μικρότερους, και τέλος ίσως και να φθάσει στο σημείο  να ισχυρισθεί ότι αποτελεί έναυσμα (η αυτοχειρία) για να οργανωθεί ο λαός ώστε να πάρει την εξουσία (!) – και αναρωτιέσαι τί στο καλό σημαίνει η λέξηδημοκρατία. Φαίνεται, λοιπόν, να καθοδηγούνται οι άνθρωποι από τις πεποιθήσεις τους για το πώς είναι τα πράγματα ˙ όμως ένα συμβάν που δεν μας αφορά άμεσα, όπως για παράδειγμα η αυτοκτονία κάποιου ξένου, ίσως να παραμένει κάτι ολότελα ακλόνητο και ανθεκτικό στην όποια ανάλυσή.

Ο αυτόχειρας φαντάζει συνήθως ως ο βασιλιάς της μικρής του επικράτειας, κοιτάζοντας ωστόσο με προσοχή μέσα στην καρδιά του συμβάντος νιώθουμε ότι όλοι οι αυτόχειρες γίνονται εντέλει ένας αυτόχειρας. Πάντως, κάθε άνθρωπος που φέρει το στίγμα του αυτόχειρα δεν είναι αναγκαστικά αυτόχειρας και στην καρδιά του, μια και όπως λέει μια παροιμία των φυλών του Αμαζονίου ‘’η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα  σκοτεινό απάτητο δάσος’’. Άραγε, η αυτοχειρία συνιστά μια ιδιότυπη μαρτυρία, μια λαχτάρα για φυγή από κάποια αβάσταχτη αλήθεια ; Ή μήπως δείχνει απερίφραστα πως έρχεται μια στιγμή που οφείλεις να τακτοποιήσεις τους λογαριασμούς σου με τον κόσμο, και έπειτα απόλυτα ελεύθερος να αρκεστείς στη σιωπή ; Οι πιο πολλοί  βαθιά μέσα μας νιώθουμε την ανάγκη να είμαστε  ελεύθεροι ˙ κι όμως, πόσοι από μας μπορούν να πουν τί είναι πραγματικά η ελευθερία ; Μία ακόμη λέξη, ως εκ τούτου,  άστεγη, πλάνητας σαν τους πλανήτες, η ελευθερία του αυτόχειρα κινείται ανάμεσα σε δυο πόλους: μεταξύ της αφοπλιστικής απλότητας και της εκκωφαντικής αυθεντικότητας. Εισπνέοντας αφειδώς τη σκόνη ενός εγκλωβισμένου κόσμου, ο αυτόχειρας αποφασίζει να παραδώσει στο ικρίωμα το μυστικό του αφού πλέον όλες οι συνεννοημένες συνειδήσεις (εμείς) δεν μπορούν να τον αντέξουν σε συνθήκες μιζέριας και ασφυξίας. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια κτηνώδη μαζική συνείδηση, η οποία κλείνει πεισματικά τα αυτιά της στην προφητεία του Αντονέν Αρτό (στο δοκίμιο του για τον Βαν Γκογκ) : ‘’Μια μέρα η κοινωνία θα καταγράψει τον πρώιμο θάνατό της’’.

    Η τέχνη του να προσδιορίζεις ποια συμβάντα κρύβουν μέσα τους μια υπόσχεση, όπως τα στρείδια κρύβουν μέσα τους μαργαριτάρια, μια μέρα θα ̉ρθει και θα λέγεταιστοχαστική ˙ ως τότε, δεν θα πάψει να ισχύει η ανομολόγητη και (κατεξοχήν) απαράβατη συνθήκη που λέει πως, για να εκφράσεις μια αλήθεια, με όλη τη σημασία της λέξης, χρειάζεται να έχεις την ικανότητα, αφενός, να νιώθεις τον τροπικό ήλιο όταν κάνει παγωνιά, και αφετέρου, να ψελλίζεις στα χείλη σου τις κατάλληλες λέξεις ώστε να αιχμαλωτίζεις το νόημα προτού χαθεί. Αλλιώς, χάνοντας το νόημα, χάνεται και ο ίδιος ο άνθρωπος. Από κει και πέρα, για όλους εμάς τους φλύαρους, και κατ ̉  επέκταση  εν δυνάμει αυτόχειρες , δεν απομένει παρά να συμφωνήσουμε ( νά, η θεραπεία μας) με την Ιωάννα Φωτιάδου, μονολογώντας : ‘’ Έτσι είναι η ζωή μου. Γεμάτη κύκλους πεταμένους. Χωρίς εμένα μέσα. Εγώ μένω έξω. Εξακολουθώ να προσπαθώ να σχεδιάσω τον κύκλο που θα κλείσει μαζί μ ̉ εμένα, που θα είναι ολοστρόγγυλος και γω θα είμαι η γραμμούλα που λείπει για να κλείσει σωστά… Αλήθεια, πόσους κύκλους να χωρά η χωματερή μιας ψυχής ; …Μη φοβάσαι κανέναν. Μόνο τον εαυτό σου αν δεν βρει τον έξυπνο φόνο. Να εξαφανίσει το βλαβερό από το μέσα του’’ (Τράβα το Δέκα το Καρώ, εκδ. Παιδεία, Λάρισα 2005).
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΖΙΩΓΑΣ 
Βιολόγος – Φοιτητής Θεολογίας ΑΠΘ

 

Του κανενός το ρόδο

(στοχασμός για μια Ζωή σαν τριαντάφυλλο) 
«Viens – tu du ciel profond
ou sors – tu de l” abime,
O Beaute ? Sors – tu du
gouffre noir ou descends – tu
des astres ?»
Baudelaire
   Μήπως έφθασε η στιγμή να αναρωτηθούμε τον λόγο για τον οποίο ζούμε; Καταφατικά οφείλουμε να απαντήσουμε, εάν αφήσουμε για λίγο την κάθε ευτέλεια που συνοδεύει τη ψευδαισθητικά χαρούμενη ζωούλα μας και (σπεύσουμε να) παρακολουθήσουμε, με αρετή και τόλμη, τη μαγευτικά υπέροχη ταινία «Ζωή σαν τριαντάφυλλο». Αφενός, χρειάζεται αρετή λόγω του ιερού πέπλου με το οποίο είναι ντυμένη (η ταινία) σκηνοθετικά και μουσικά, και αφετέρου , χρειάζεται τόλμη για να αντέξουμε την ανέλπιδη σφοδρότητα του Λόγου που εκφέρει: «Δεν μετανιώνω για τίποτα, τα πάντα ξεχνώ και γυρνώ στο μηδέν«.
    Η εν λόγω ταινία – σε σκηνοθεσία Ολιβιέ Ντάαν – πραγματεύεται με ρυθμό αισθαντικά στοργικό τη ζωή της θρυλικής γαλλίδας τραγουδίστριας Εντίθ Πιάφ. Η ηθοποιός Μαριόν Κοτιγιάρ, στο ρόλο της Πιάφ, δίνει μια ανυπέρβλητη – για τα δεδομένα του σύγχρονου κινηματογράφου - υποκριτική ερμηνεία. Η τελευταία, υποστηρίζεται έντεχνα κι από την εξαίσια σαγηνευτική χροιά της γαλλικής γλώσσας , η οποία περισσότερο άθικτη παρά ποτέ κατορθώνει να αποδώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, το σεμνό και αδιόρατο πόθο (από τα νεανικά χρόνια) της τραγουδίστριας να γευθεί τον υπερβατικό καρπό του έρωτα καθότι η Εντίθ αποτελεί ένα ανεπανάληπτο και θνητό έμψυχο ον που, με τη φωνή και το βλέμμα - [προσέξτε τις κοντινές και διαυγείς λήψεις της κάμερας, κάθε φορά που η πρωταγωνίστρια ανυψώνει, με ύφος αξιολάτρευτο, τα μάτια της στον ουρανό] – αναζητεί την απευθύνσιμη πραγματικότητα ενός αληθινού έρωτα, όπου η ψυχή (εν είδει ουράνιας μελωδικής φωνής) είναι αυτή που περιβάλλει το σώμα. Το αντίθετο συμβαίνει στους περισσότερους από εμάς: το σώμα περιβάλλει, αλλά και καπηλεύεται, τη ψυχή -[προσέξτε την απουσία χυδαιότητας κατά την κινηματογράφηση των ερωτικών στιγμών της Πιάφ].

    Επίσης, καθ” όλη τη διάρκεια της ταινίας, όσο εντείνεται δραματουργικά ο ρεαλισμός τόσο αναδύεται κάτι το υπερβατικό ωσάν οδυνηρή αίγλη: είναι το ανείπωτο του ερωτικού μεγαλείου δηλαδή, έρως και μεγαλείο - που αμφότερα αφορούν τον έσω βίο μας – συγκλίνουν αρμονικά καθώς μεταποιούνται, μέσω σπαραγμού, από εικόνες μελωδίας σε πράξη αυθυπέρβασης. Έτσι, ενόσω οι περισσότεροι υποτάσσονται ολοκληρωτικά στο μηδέν – θάνατο , η Εντίθ Πιάφ απελευθερώνεται ανοδικά, ζώντας και πεθαίνοντας (συνειδητά) μέσα στην ίδια της την ύπαρξη αναδεικνύοντας, επομένως, κατ” αυτό τον τρόπο, το ιερό και συνάμα αθάνατο στοιχείο του έρωτα – [θυμηθείτε την αλησμόνητη καλλιτεχνική περίπτωση οντολογικά ερωτικής αυθυπέρβασης στο σαιξπηρικό Ρωμαίο και Ιουλιέτα].

  Τούτη η λαμπρή βιογραφική ταινία, λοιπόν, έμμεσα μας παροτρύνει, όχι μόνο να κοιτάξουμε τη ζωή κατά πρόσωπο δίχως κανένα «αλλά», αγαπώντας την για αυτά που μας δίνει – θετικά και αρνητικά-, αλλά και να μη λησμονήσουμε να αντιμετωπίσουμε το μηδέν – θάνατο (όποιας μορφής), ούτως ώστε βγαίνοντας από το τέλμα του μίζερου μέσου όρου που κυβερνά τη δίχως ρόδο εποχή μας, ίσως να μπορέσουμε να συναντήσουμε (όπως η Πιάφ) το γαλάζιο της απεραντοσύνης, αναφωνώντας : «Θα φτάσω κάποτε να γίνω ουρανός και ποιος θα μπορεί τότε να με σκεπάζει»  (Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, ΟΙ ΦΩΝΕΣ, ύψιλον 1982).

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΖΙΩΓΑΣ 
Βιολόγος-φοιτητής Θεολογίας ΑΠΘ

 

Οι ζωές των άλλων

   Έβαλα την αυθεντική μου ζωή  
ενέχυρο πρέπει κάτι να γίνει,
ώστε η ανοχή να σημαίνει ενοχή,
ποτέ το αντίστροφο
 
Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
(Οι φωνές, Ύψιλον 1982)
 Ο γερμανός σκηνοθέτης Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, ύστερα από 4 χρόνια ενδελεχούς έρευνας κατόρθωσε να δημιουργήσει , μέσα σε μόλις 36 ημέρες, την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, της οποίας μάλιστα υπογράφει και το άκρως πρωτότυπο σενάριο. Πρόκειται για μία ιστορία που διαδραματίζεται στη «σοσιαλιστική» (και σκοτεινή) Ανατολική Γερμανία του 1984 – λίγα χρόνια πριν την πτώση του Τείχους – και στην οποία πρωταγωνιστούν, ένα ζευγάρι καλλι-τεχνών (εκείνη ηθοποιός, εκείνος συγγραφέας) κι ένας πράκτορας της μυστικής αστυνομίας Στάζι με το κωδικό όνομα HGW XX/7.
Πάνω στον τελευταίο, είναι που εδράζεται αφειδώς όλη η δραματουργική πυγμή της ταινίας. Διαθέτοντας το αυστηρό ύφος μίας ψευδο - ειλικρίνειας και όντας αποστραγγισμένη από κάθε σταγόνα έρωτα, η κινησιολογία του HGW XX/7 μάς δηλώνει πως είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εποπτεύσει κάθε ύποπτη (αντιεξουσιαστική) ενέργεια που πέφτει στην αντίληψή του. Μέχρι την απροσδόκητη στιγμή όπου ο HGW XX/7 , αφουγκραζόμενος (για πρώτη φορά) την ανυπέρβλητη δύναμη του έρωτα (που βιώνει το ζευγάρι) βρίσκεται να εποπτεύει την κενότητα του προσωπικού του βίου συγκλονισμένος, κατανοεί και διαβλέπει πως ο έρωτας, ιδωμένος πια ως ελευθερία από την αναγκαιότητα της εξουσιαστικής του φύσης, αποτελεί το μοναδικό αντίδοτο στο – υπό έλευση – καθεστώς του άκρατου μηδενισμού. Έτσι, θέλοντας να ανακαλύψει τη σχέση του με τα πράγματα εν γένει, καθώς αισθάνεται τη ζωή του να βαδίζει κυνικά ως μια τρεμάμενη σκιά, επιδίδεται εναγωνίως σε μία - διψασμένη για λύτρωση – προσπάθεια για να δώσει (στο ζευγάρι) αυτό που δεν έχει ο ίδιος: το δικαίωμα στον έρωτα. Μόνο που ο τελευταίος λειτουργεί ως καταπέλτης ελευθερίας και για τον HGW XX/7 , καθόσο ο ίδιος είναι αδιάψευστα κι ολότελα ερωτευμένος με την ηθοποιό. Όλη ετούτη η «μετάλλαξη» του HGW XX/7 , από τη σχεδόν ανεπαίσθητη μοναξιά μέχρι την καταλυτική – εν είδει υπόκωφου πόνου – μεταμόρφωση του σε μάρτυρα του έρωτα, σκιαγραφείται με τρόπο εύστοχο και ανόθευτο από την υποκριτική δεινότητα του ηθοποιού Ούλριχ Μίχε που τον ενσαρκώνει η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση επιτυγχάνει εμφανώς ανομολόγητα να απο-καλύψει εκείνο που καταμαρτυρά ο Ρεμπώ: «Να μη φέρω στον κόσμο την αηδία και την προδοσία μου» (Εποχή στην Κόλαση).
Πέραν τούτου, ο καθεαυτός χαρακτήρας των πρωταγωνιστών, διασαφηνίζει , εύρυθμα και με διαύγεια , την τρισυπόστατη – εν τω γίγνεσθαι – φύση μας: είμαστε, αυτό που πρέπει να είμαστε, αυτό που δεν πρέπει να είμαστε κι αυτό που εντέλει είμαστε. Μέσα σ” αυτό το πολύπλοκα οργανικό πλαίσιο , γίνεται σαφές ότι αμφότερα, και ο πράκτορας και το ζευγάρι – (μήπως κι εμείς;) – κινδυνεύουν να χάσουν την ανάγκη να έχουν μία ταυτότητα, μία δηλ. απροϋπόθετη οντολογική καθαρότητα τόσο ικανή ώστε να διαρρηγνύει (ακατάπαυστα) το κάθε ιμάτιο δουλοπρέπειας απέναντι στην όποια εξουσία γι” αυτό και μένει αλησμόνητη η φράση της ηθοποιού προς το συγγραφέα : «Εσύ χρειάζεται λιγότερο το σύστημα; Εσύ δεν κοιμάσαι στην πραγματικότητα μαζί τους;». Εύλογα, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα: μήπως οι άνθρωποι , άραγε, κρίνονται από τις επιλογές που κάνουν, κι όχι από τις ιδιότητες – στατικής τάξεως – που περίτρανα (αυτο)προβάλλουν ; Και κατ΄ επέκταση : μήπως τελικά, οι ζωές των άλλων δεν είναι δικές τους ζωές, αλλά δικές μας;
   Το προηγούμενο αινιγματικό ερώτημα, ο σκηνοθέτης καταφέρνει (κατ” εμάς) να το τεχνο-ποιήσει (στον αγώνα του να το απαντήσει), δείχνοντας με περισσή σύνεση – (βλ. την πάρα πολύ εύστοχη και οξυδερκή αναφορά στον Μπρεχτ) – πως αυτό που καταφάσκει στη ζωή πέραν της ζωής , η Τέχνη, δεν επιβάλλεται αλλά εκτίθεται, σε πλήρη πάντοτε εναρμόνιση με τη φράση του Paul Celan «πληγωμένος από την πραγματικότητα και αναζητώντας πραγματικότητα» (Ο Μεσημβρινός και άλλα πεζά, ΑΓΡΑ 2006). Ο πρωτοεμφανιζόμενος Ντόνερσμαρκ αφενός, καταδεικνύει την ευτέλεια του δουλικού φρονήματος, και αφετέρου, αποδίδει με υψηλή ευκρίνεια την πολυπλοκότητα του ψυχικού μας βίου καθότι ανατρέπει την ευκολοθώρητη ηθική του άσπρου – μαύρου κι όχι μόνο αυτό: αν και σύμφωνα με τον Κ. Αξελό «το πρόβλημα της εγώτητας δεν έχει ακόμα καν τεθεί» (Προς την πλανητική σκέψη, Εστία 1985), ωστόσο, ο γερμανός δημιουργός επιχειρεί να ρίξει το βλέμμα του στον «παράδεισο» της συντριβής του ατόμου, εκεί όπου (όπως ακούγεται και στην ταινία) «δεν ξέρεις σε τι να πιστέψεις και σε τι να επαναστατήσεις», εκεί όπου η ενοχή γίνεται ανοχή - καθοσιώνοτας το (όποιο) εντός μας Τείχος.
Το μόνο που μας απομένει , επομένως, είναι να ανταποκριθούμε με όση ανοιχτότητα μπορούμε σ” αυτό το πραγματικά ρηξικέλευθο καλλι-τεχνικό κάλεσμα, ούτως ώστε, ίσως , καταφέρουμε μια μέρα να γράψουμε κι εμείς μια «Σονάτα για έναν καλό άνθρωπο», όντας πλέον «μηχανικοί της ψυχής»(ήτοι συγγραφείς).
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΖΙΩΓΑΣ
Βιολόγος-Φοιτητής Θεολογίας ΑΠΘ

 

Ιωακείμ Γ΄, ο “Μεγαλοπρεπής”

Πατριάρχης και η Θεσσαλία

 ΛΑΜΠΡΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΙΕΡΑΡΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Τα πορίσματα  Επιστημονικού Συνεδρίου για τον Ιωακείμ  Γ΄, τον Πατριάρχη που υπέγραψε το 1882 την παραχώρηση των εκκλησιαστικών επαρχιών της Θεσσαλίας στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος 


Tην μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα, του από Θεσσαλονίκης (1874 – 1878) Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ΄ και το έργο που προσέφερε στη διάρκεια των δύο θητειών του στον οικουμενικό θρόνο (1878 – 1884 και 1901 – 1912) προκειμένου να καταστήσει το Πατριαρχείο σημείο αναφοράς και κέντρο της ορθόδοξης οικουμένης, ανέλυσαν διακεκριμένοι επιστήμονες  στο τριήμερο συνέδριο (3 – 5 Φεβρουαρίου) που πραγματοποιήθηκε στη συμπρωτεύουσα  μ’  αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την εις Κύριον εκδημία του.
Το Συνέδριο που είχε θέμα  «Ιωακείμ Γ΄, ο Μεγαλοπρεπής. Ο από Θεσσαλονίκης Οικουμενικός Πατριάρχης και η εποχή του» συνδιοργάνωσαν ο δήμος Θεσσαλονίκης και η τοπική Φιλόπτωχος Αδελφότης Ανδρών, υπό την αιγίδα της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.
Οι εργασίες του Συνεδρίου ξεκίνησαν στην αίθουσα διαλέξεων της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών με κεντρικό ομιλητή τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου της Εκκλησίας της Κρήτης και καθηγητή Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, κ. Ανδρέα (Νανάκη), ο οποίος με τη μεστή ομιλία του ανέδειξε το πολυσχιδές έργο προσφοράς στη Ρωμιοσύνη και το απαράμιλλο εκκλησιαστικό φρόνημα του Ιωακείμ Γ΄,  του Πατριάρχη που, όπως τονίσθηκε από τον ομιλητή, «αγαπήθηκε μέχρι λατρείας από το Γένος μας».
Η ισχυρή προσωπικότητά του Ιωακείμ, η ικανότητα να συλλαμβάνει, να επεξεργάζεται, να δίνει λύση στα προβλήματα και προοπτική στα θέματα που απασχολούσαν την εποχή του και το Πατριαρχείο, ως εθναρχικό κέντρο του εξωελλαδικού ελληνισμού, δημιούργησαν θαυμασμό προς το πρόσωπο του Ιωακείμ, σε ένα μεγάλο μέρος των αρχιερέων, των ιερέων, των λογάδων, των προυχόντων και του απλού λαού. Σε πολλά εικονοστάσια της Ανατολής οι ρωμιοί είχαν τοποθετήσει μαζί με τις εικόνες των αγίων και τη φωτογραφία του.
Η ΚΟΝΤΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
 
Κατά την πρώτη του πατριαρχία ο Ιωακείμ έζησε με το όραμα της ενότητας του ορθοδόξου κόσμου, μέσα από τη συνύπαρξη και συνεργασία όλων των ορθοδόξων στο πλαίσιο μιας ορθόδοξης κοινοπολιτείας, όπου ο Οικουμενικός θρόνος θα είχε καθοριστικό ρόλο και λόγο. Στα προβλήματα που αντιμετώπιζε όταν ο σουλτάνος ήθελε να περιορίσει τα προνόμια με τα οποία οργανώναν τη ζωή τους οι χριστιανοί μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία, προστέθηκε και η διάστασή του με τη κυβέρνηση Τρικούπη (1874 – 1894), η οποία αδυνατούσε να κατανοήσει τον ευρύτερο, διορθόδοξο και οικουμενικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου. Ο Τρικούπης προσλάμβανε το Πατριαρχείο ως μέσον για άσκηση αθηνοκεντρικής πολιτικής, ως εθνοποιητικό μηχανισμό για τους ομογενείς μας στην οθωμανική αυτοκρατορία. Γι’ αυτό ζητούσε τόσο από τον Πατριάρχη, όσο και από τους αρχιερείς, να ενεργούν ως αποδέκτες των υποδείξεων και εντολών της ελληνικής κυβέρνησης. Αντιμετώπιζε τους ιεράρχες περίπου ως προξένους, ως υπηρεσία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, παραλλήλιζε δηλαδή η κυβέρνηση της Αθήνας τη θέση και σχέση των ιεραρχών, με εκείνη των Ελλήνων προξένων, και ζητούσε να συστοιχίζονται, σύμφωνα με τις προτροπές και υποδείξεις του εθνικού κέντρου της Αθήνας.
Διαφορετική όμως υπήρξε η άποψη του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄. Πίστευε στο Πατριαρχείο ως κέντρο της ορθόδοξης οικουμένης. Ηθελε να έχει καθοριστικό λόγο στην άσκηση των εκκλησιαστικών αρμοδιοτήτων και στην χάραξη της εκκλησιαστικής του αποστολής.
Η ΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
Στην αρχή, ωστόσο, του 20ου αιώνα ο Ιωακείμ αντιλαμβάνεται ότι μέσα από την επικείμενη δίνη των εθνικών αντιπαραθέσεων θα δοκιμαστεί η ορθόδοξη οικουμένη, που έχει κέντρο της την Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο στην περίοδο αυτή σημειώνεται η στροφή του Ιωακείμ προς την Αθήνα και η σύνδεση του Πατριαρχείου με το εθνικό κέντρο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Ιωακείμ επάνδρωσε τη Μακεδονία, που δοκιμαζόταν εκείνο τον καιρό από τον βουλγαρικό εθνικισμό και την εξαρχία, με νέους και δυναμικούς αρχιερείς, πτυχιούχους της θεολογικής σχολής της Χάλκης και εμφορουμένους από την εθνική συνείδηση, την εθνική ιδέα και ιδεολογία. Σε αντίθεση, λοιπόν, με την πρώτη του πατριαρχία (1878-1884) που υπερασπίσθηκε την ορθόδοξη οικουμένη, στη δεύτερη πατριαρχία του (1901 – 1912) στράφηκε σταθερά προς το εθνικό μας κέντρο, την Αθήνα, όπου προς το τέλος της πατριαρχίας του είχε κυριαρχήσει η προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του ο Ιωακείμ με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1882 παραχώρησε στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος τις επαρχίες της Θεσσαλίας
(η οποία ενσωματώθηκε στην Ελλάδα το 1881 μετά τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878), ενώ το 1879 ανεγνώρισε ως αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Σερβίας
ΠΡΟΤΥΠΟ ΙΕΡΑΡΧΗ
          Πρόκειται για ένα μεγάλο Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος συνδέεται και τέμνει δύο εποχές και δύο κόσμους. Την προεθνική εποχή, με τον κόσμο των αυτοκρατοριών και την εποχή των εθνοτήτων με την κυριαρχία του έθνους – κράτους.  Ο Πατριάρχης Ιωακείμ υπήρξε μία εκκλησιαστική προσωπικότητα, η οποία είχε το χάρισμα να προσλαμβάνει το μεταβαλλόμενο κόσμο, να τοποθετείται σ’ αυτόν και να διαμορφώνει το αύριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το μέλλον του οριοθετώντας τους σκοπούς και τους στόχους του μέσα στο χρόνο
* Μέσα από αυτό το επιστημονικό συνέδριο στη Θεσαλονίκη καταδείχτηκε η πολυσχιδής προσωπικότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, του από Θεσσαλονίκης,  η δράση του και οι πρωτοβουλίες του σε διάφορα εκκλησιαστικά ζητήματα της εθναρχίας, σε εθνικά και κοινωνικά θέματα ανακύψαντα κατά την εποχή του. Μια εποχή μετάβασης από το σχήμα των αυτοκρατοριών στο κράτος – έθνος στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ουαιώνα. Η εποχή που μελετήθηκε στο συνέδριο θυμίζει τη δική μας μετάβαση από τον 20ο στον 21ο αιώνα και το πέρασμα από το εθνικό κράτος στην παγκοσμιοποίηση και την κοινωνία των πολιτών. Σε μια εποχή βομβαρδισμένη από άπειρες πληροφορίες και με έλλειψη προτύπων προς μίμηση ο Ιωακείμ Γ΄ αγωνιζόμενος μέχρι τελευταίας πνοής για τα δίκαια του Γένους μας, της Ρωμιοσύνης, του Ελληνισμού, αποτελεί, εν μέσω των πολλών και ποικίλων δοκιμασιών μας, λαμπρό πρότυπο και μεγάλο σύμβολο.
 
 
Xάρης Ανδρεόπουλος είναι ιστορικός θεολόγος M.Sc., καθηγητής (ΠΕ01) στο Γυμνάσιο και το ΓΕΛ  Γαλαξιδίου (http://gym-galax.blogspot.com )

 

Ο βάτραχος κι ο χάρος

Έχοντας πια απωλέσει εκείνη τη βούληση των διαφωτιστών που ήταν ικανή να ανιχνεύει ερμηνευτικά τα πράγματα, μέσα μας αρχίζει να αυξάνεται μια αμηχανία που στη συνέχεια θα γίνει ένα είδος νεύρωσης, μιας νεύρωσης που δεν αφορά πλέον τον εαυτό μας αλλά τη χώρα της Ελλάδας˙ η τελευταία, ιδωμένη ως θηλυκό, φαντάζει σαν μια κοπέλα που αγαπιέται από δύο νεαρούς, όπου ο ένας πρόκειται να γίνει δικαστής και ο άλλος τρομοκράτης.

Έτσι, η κρίση καλά κρατεί, τόσο στα πορτοφόλια όσο και στα μυαλά μας. Απ” την άλλη, ενώ όταν κάθεσαι στην καρέκλα νιώθεις πως εσύ αποκλείεται να έχεις ποτέ άδικο, όταν ωστόσο κοιτάς απ ̉  το παράθυρο σκέφτεσαι πόσο τα δίκαια έχουν υπερπολλαπλασιασθεί. Χμ! Μήπως τελικά όποιος δεν αμφιβάλλει, να σημαίνει ταυτόχρονα ότι γίνεται και επικίνδυνος;

Η επικινδυνότητα ενός ανθρώπινου ζώου συνίσταται στη δυνατότητά του να ατενίζει την πραγματικότητα ως ένα συμπαγή τοίχο από ατσάλι, δίχως την παραμικρή ρωγμή. Δεν χωρά αμφιβολία ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε μ” ένα εσωτερικής φύσεως αδιέξοδο που καλείται υπαρξιακό˙ τότε, λοιπόν, η ευφυΐα του εν λόγω ζώου παύει να ασκείται, κι αυτό επειδή δεν προκαλείται, καθώς, όπως βρίσκεται αντιμέτωπο με μια ατσάλινη πραγματικότητα που δεν παρουσιάζει ούτε ίχνος ρωγμής, αρχίζει να μεταμορφώνεται με ρυθμό αργόσυρτο σε ένα ον ανάπηρο να υποψιαστεί αν υπάρχει κάποιο μυστήριο απ ̉  την άλλη πλευρά του τοίχου.

Για κάθε ενδεχόμενο, πάντως, το 2020 μ.Χ. στο κέντρο της Βαρκελώνης και σε απόσταση λίγα μέτρα από το ναό της Sagrada Familia, ο άνθρωπός μας δεν λησμονεί να πάρει τα απαραίτητα μέτρα υγιεινής: αλητεύει συχνά-πυκνά γελώντας μέσα σε σκοτεινά μονάχα σοκάκια, και, χωρίς να νοσταλγεί κάποια πατρίδα, δηλαδή κάποιο υπαρκτό τόπο με αγαπημένα πρόσωπα. Μοναδική του έγνοια είναι να ξετρυπώσει μία έστω ελάχιστη ρωγμή τοίχου ώστε να μπορέσει ελεύθερα μέσα απ ̉ αυτήν να φωνάξει ένα ναι ή ένα όχι, που να είναι όμως εντελώς δικό του. Πάνω του κρατά συνεχώς ένα βιβλιαράκι, τους «Παρ ̉ ολίγον διαλόγους», του Antonio Tabucchi: πρόκειται για διαλόγους με κάποιον που δεν μπορεί να απαντήσει.

Η βλακεία – κι όλα τα παράγωγα της όπως ανοησία, αμαρτία, αποτυχία, κ.τ.λ. – προβάλλει σαν μία μικρή και ασήμαντη μπαλίτσα χιονιού που κατεβαίνει από το βουνό και που σιγά σιγά γίνεται τεράστια και σε πλακώνει. Μέχρι να συμβεί όμως αυτό, το βλέμμα σου, φίλε αναγνώστη, έχει σταματήσει πάνω στην αρνητική πλευρά της ζωής, αυτήν που ονομάζουμε mal du monde. Οπότε, με χαρακτηριστική ευκολία ξεχνάς ότι πολιτική , ίσως,  σημαίνει να ζω στηρίζοντας τη ζωή˙ ποια ζωή όμως; Εκείνη που αφορά τη συνήθεια να αλλάζεις απλά κρεβάτι σε έναν αποστειρωμένο θάλαμο νοσοκομείου, ή, μήπως εκείνη που αφορά την τόλμη να εμπλακείς σε περιπετειώδεις διαδικασίες αλχημείας; Δική σου η απόφαση. Πάραυτα, και δίχως να θέλει να αναλάβει κάποιο ρίσκο, κάποια ψυχή παραμένει ερμητικά στενό-χωρη και μονολογεί: – Θέλω να γνωρίζω αλλά όχι να μετέχω˙ με αποτέλεσμα, τα περισσότερα πράγματα (γι” αυτήν) να μην αξίζουν τον κόπο.

Επομένως, αν για την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, η κόλαση αντιστοιχεί (οντολογικά) σε τρόπο και όχι τόπο υπάρξεως – υπό την έννοια ότι μη σχέση με τον συνάνθρωπο σημαίνει μη σχέση και με το θεό – μήπως έφθασε η ώρα για να διερωτηθούμε επιτέλους τι λογής θεό εμπιστευόμαστε; Ειδάλλως, ας το πάρουμε απόφαση ότι το δυσκολοχώνευτο εν Χριστω άθλημα της αγάπης θα συνεχίσει να μεταβάλλεται εσαεί σε εύθραυστο theatrum mundi, ωθώντας έτσι αφενός, τους θεολόγους να επικαλούνται μπρος στον Χάρο τη φράση του Λουκιανού «δεν θα πάρεις τίποτα από αυτόν που δεν έχει«, και αφετέρου, τους βιολόγους να ευελπιστούν πως ο άνθρωπος θα αποδειχθεί λίγο πιο έξυπνος και πιο ενεργός από τον βάτραχο, δεδομένου ότι τον τελευταίο μπορούμε να τον σιγοβράσουμε αγόγγυστα (δηλ. χωρίς να αποδράσει ο βάτραχος) σε μια κατσαρόλα.

Εύγε! Ως εκ τούτου, η στενόχωρη κυρία που καλείται ψυχή, επειδή αναπνέει διαρκώς σε θερμοκρασία καύσωνα, αποζητά ένα ποτήρι νερό για να ξεδιψά αντί να ψάχνει να βρει τρόπο να γίνει η ίδια μια δροσερή ύπαρξη˙ συνακόλουθα, ενώ φθάνει στο σημείο να απορρίπτει άλλες δροσερές υπάρξεις ούτως ώστε να νιώθει καλύτερα ο εαυτός της, ξεχνά πως το πρόσωπό της – για να υφίσταται – έχει ανάγκη από τη σχέση με το προς-όψιν (πρόσωπο) μιας άλλης ψυχής-ύπαρξης. Πιθανόν, όσον αφορά την εν λόγω κυρία, να έχουμε να κάνουμε με μια εν δυνάμει αυτόχειρα παρθένα, η οποία αν και αποκαθαρμένη από όλη την κόπρο που έθρεψε το ρόδο της ζωής, αδυνατεί να συνειδητοποιήσει πως η κόπρος καθαίρεται αλλά το ρόδο διαφυλάσσεται˙ γι” αυτό και προτιμά, αστόχαστα υποθέτουμε, την αναιμική κόπρο της μοναξιάς (κόλαση) από το αγκαθωτό ρόδο της ζωής (παράδεισος). Όντας αποξηραμένα φυτά εσωτερικού χώρου, αδυνατούμε (οντολογικά) να προβούμε σε κάποια πράξη επιλογής. Άρα, αποδεικνύεται αναληθής εκείνη η φιλοσοφική θέση που λέει ότι, δυσαρέσκεια με κάτι σημαίνει αξιολογική προτίμηση του αντιθέτου του. Πάντως, τα προς διάθεση στόμια του ανθρώπινου corpus αρκούν για τις όποιες αντιλειτουργικές φλυαρίες του˙ κι αυτό προς επίρρωση του γεγονότος πως το εσωτερικό μας περιβάλλον, το οποίο φαίνεται να παράγει μία σιωπή απορριμματοφόρα, έχει καταστεί οιονεί conservation religionis.

Βγαίνοντας ο άνθρωπός μας από τον εσπερινό της αγάπης κι ενώ βαδίζει προς το hostel του (ένα φθηνιάρικο χώρο διανυκτέρευσης), αναπολεί τα λόγια του αποστόλου Παύλου: Δεν στοχεύουμε σ ̉ αυτά που φαίνονται, αλλά σ ̉ αυτά που δεν φαίνονται. Μη γίνεστε δούλοι ανθρώπων. Κι όμως, του είναι δύσκολο να χαμογελάσει συγκαταβατικά, διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι οι γύρω του άνθρωποι, ακόμα και οι δίκαιοι, δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν σήμερα μόνο μέσω της πίστεως τους, καθότι το απόρθητο φρούριο της λογικής που διαθέτουν δεν αφήνει να εισχωρήσει μέσα στην καρδιά τους παρά απειροελάχιστες στάλες αγάπης με τη μορφή σκουληκιού, κι ας εξισώνεται – σύμφωνα με ένα χειρόγραφο της κοινότητας του Κουμράν – το προαναφερθέν πλασματάκι με τον άνθρωπο εξαιτίας της αμαρτωλότητας του τελευταίου.

Στο δωμάτιο του hostel ο άνθρωπός μας ξεφυλλίζει ένα βιβλίο που ̉ χει βρει κάτω από το μαξιλάρι του, ξεχασμένο μάλλον από προηγούμενο ταξιδιώτη, με τον τίτλο Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας, όταν κάποια στιγμή τραβά τη ματιά του η παρακάτω υπογραμμισμένη φράση: « Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις, την αναγνωρίζεις ˙ κι αυτό γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα, όταν είσαι κοντά της ή μαζί της ». Αίφνης, μελαγχολεί, κι ύστερα σιγοψιθυρίζει: Πριν από όλα υπήρχε ο Λόγος, μετά εμείς στη μέση, το τέλος άραγε πού να είναι; Ούφ! Σε λίγα λεπτά αφήνει το hostel για να κατευθυνθεί προς ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο με σκοπό να πάρει ένα ελληνικό παραμύθι, όχι με βάτραχο ή με Χάρο, αλλά κάποιο σχετικό με σπίρτα και όνειρα, κάτι δηλαδή ανατρεπτικά αισιόδοξο, με τίτλο Μην κλαίς, κοριτσάκι. Το όνομα του hostel είναι Cool και ο άνθρωπός μας ονομάζεται Ιησούς.

 

 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΖΙΩΓΑΣ

Βιολόγος-φοιτητής Θεολογίας ΑΠΘ

 

 

Ρωμιές στη Χώρα του Παπαδιαμάντη

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στο επίκεντρο της  παπαδιαμαντικής δημιουργίας εξέχουσα σημασία καταλαμβάνουν οι γυναίκες, οι Ρωμιές ,κατά τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, οι οποίες έχουν κατακτήσει το δικό τους κοινωνικό ρόλο και θέση στην τότε κοινωνία που ζουν, δημιουργώντας έτσι έναν κατάλογο με μορφές και χαρακτήρες, ίσως αρκετά διαχρονικό και συνυφασμένο με τούς σημερινούς τύπους γυναικών. Πώς άραγε θα ήταν η πνευματική του δημιουργία χωρίς την παρουσία αυτών των ηρωίδων; Ποια  ήταν η σχέση του μαζί τους;

Γράφει ο Κώστας Βάρναλης στο «Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά»: «Όταν τις νύχτες του χειμώνα στην τρώγλη του και τα πρωινά του καλοκαιριού κάτου από τα πεύκα της Δεξαμενής έδενε τα χέρια του απάνου στην κοιλιά του κ’ έγερνε ….το κεφάλι του στον αριστερό του τον ώμο ο “κοσμοκαλόγερος” Παπαδιαμάντης κι αναπολούσε τα περασμένα της “αμαρτωλής” ζωής του, τι μεγάλες τύψεις και τι πόθοι εξιλασμού ταράζανε τον εσωτερικό του κόσμο! Και ποια ήταν τα “κρίματά του”! Κάποια Παρασκευή θα έφαγε ψάρι (“επτωμοφάγησεν”, όπως θα έλεγε ο ίδιος), κάποιο πρωί του Αυγούστου θα μπήκε μ’ άλλα παιδιά σε ξένο αμπέλι κι έκλεψε σταφύλια, ή όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών, ο οφθαλμός του εσκανδαλίσθη κ’ η καρδιά του φτεροκόπησε βλέποντας άξαφνα τη γειτονοπούλα μ’ ανασκουμπωμένα μανίκια και γυμνό λαιμό να κάνει μπουγάδα στην αυλή .

     Αλλά ίσως να είχε κάμει και “αδικία” σε κάποια κοπέλα! Να. όπως στο περιστατικό με το Μιλτιάδη Μαλακάση στη Δεξαμενή, όπου τον πλησίασε σκυθρωπός και μαζεμένος ο κυρ Αλέξανδρος. “Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο”! Ο κυρ Αλέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος: “Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;”. “Ευχαρίστως, αλλά τι τη θες;”. “Πέθανε η τάδε…Την είχα “αδικήσει”. Και τώρα θέλω να πενθήσω ”! Θα φαντάζεται κανείς τι μεγάλο “αδίκημα” της είχε κάνει! Τουλάχιστο την απάτησε κι ύστερα την εγκατάλειψε…Κι όμως το “αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο- έτσι το ένιωθε! Όταν ήτανε δώδεκα χρονών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη- Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα…Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί. Αλλ’ ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο «βάραθρο της ακολασίας»! Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα. Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό. Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κ’ είδε την κοπέλα να..γδύνεται! Αυτό ήταν το μεγάλο “αδίκημά” του, Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο. Αλλά τώρα πηγ’ επίτηδες. Και “ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού”, γράφει ο Βάρναλης με αγαθήν “ειρωνία”.(Κ. Βάρναλης, Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά, εκδ. Κέδρος).

     Οι μορφές γυναικών που σκιαγραφεί ο Παπαδιαμάντης, μη φανταστείτε ότι διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τις σημερινές. Πρόκειται για χήρες, γραίες, καλλίκομες, ευσταλείς και νεοδρεπείς νεάνιδες, νεαρά κορίτσια γεμάτα όρεξη για ζωή, πτωχές κόρες απλοϊκές, παντρεμένες με οικογενειακά άχθη, ορφανές όπως η Σοφία και η Λουκρητία, η Νταντώ κ.α Στο διήγημα «Θέρος-έρος», προβαίνει σε μια από τις γλαφυρότερες περιγραφές του, απαριθμώντας τις χάρες της έφηβης Ματούλας: «Υπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγε τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου. Η κόμη επέστρεφε το μέτωπόν της ως ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός και οι οφρύες της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού».

     Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάναστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήταν νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει μαγική, η ναύς των ανείρων…».περιγράφει τη Μοσχούλα στο Ονειρο στο κύμα.
     Ιδιαίτερης μνείας, από την άλλη πλευρά, αξίζει το πλήθος των γραίων και χηρευουσών που με επιτηδευμένη σκηνοθεσία ο Παπαδιαμάντης έχει ενσωματώσει στην σκιαθίτικη κοινωνία. Μέσω της παπαδιαμαντικής ευρηματικότητας αυτές οι γραίες, και όχι μόνο, αντιπροσωπεύουν τη γυναικεία επιδεξιότητα, χαρισματικότητα και ευελιξία στους καθημερινούς γυναικείους χειρισμούς, αποκτώντας ίσως επάξια τα ηνία μιας υπολανθάνουσας μητριαρχικής κοινωνίας, χρήζοντας εαυτούς ηγήτορες φεμινιστικών κινημάτων.
     Πέρα όμως από την οικογενειακή κατάσταση, ενδιαφέρουσα είναι και η κοινωνική ιδιότητα που φέρει η καθεμιά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αποσώστρα, μια γυναίκα που καταφέρνει να ξεπεράσει το βαρετό της καθημερινότητας αλλά και το βαρύ πεπρωμένο του παρελθόντος της με το δηκτικό αλλά και λακωνικό σχολιασμό των συντοπιτών της.
     Οι γυναίκες κυριαρχούν με το δικό τους περίεργο τρόπο, χωρίς να έχουν υποστεί κάποια ιδιαίτερη μετατροπή από το δημιουργό τους. Απλά,  ξεδιπλώνουν όλες τις πτυχές τη ζωή τους μέσα στο συνηθισμένο, καθημερινό γίγνεσθαι, βγάζουν τα ενδόμυχα τους με τις περίεργες σκέψεις που κάνουν, αφήνοντας έτσι κάπου- κάπου μια γεύση οικειοθελούς υποδούλωσης και υποταγής στον καθωσπρεπισμό και την κοινωνική επιταγή που τις κρατά πάντα ένα βήμα πίσω.
     Ο Παπαδιαμάντης, ξεδιπλώνοντας αυτό το πολύπτυχο των γυναικείων χαρακτήρων, εγκαινιάζει τη φιλογυναικεία λογοτεχνία μολονότι οι σχέσεις του με τις γυναίκες είναι ιδιότυπες, περίπλοκες και συχνά αντιφατικές: σχέσεις αγάπης, φόβου, συμπόνιας, αποστροφής και κατανόησης, ανομολόγητου έρωτα και ομολογουμένης απόρριψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τ’ Αστεράκι που καταφέρνει ίσως να αγγίξει τις ιδιαίτερες χορδές του πεζογράφου, και πάλι μέσα από το όνειρο. Δε στιγματίζει την αμαρτωλή γυνή, στηλιτεύει, όμως, την ψευτομετάνισσα, και στο πρόσωπό της στηλιτεύει ευθαρσώς την άκρατη υποκρισία που ελλοχεύει στους κόλπους την θρησκευόντων. Στηλιτεύει το ναρκισσισμό της πίστης και τη λανθάνουσα υπερηφάνεια, την αλαζονεία κάποτε και την αυτοπροβολή, μα πόσο εύκολο είναι κανείς να αυτοθαυμάζεται και να αυτοθωπεύει την άκρατη συγκατάβαση.

Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις που οι γυναίκες προκαλούν στον Παπαδιαμάντη παραμένουν συνήθως κρυμμένα πίσω από μία μοναχική και προσηλωμένη θρησκευτικότητα, η οποία δεν πρόσφερε πολλά περιθώρια σ” αυτούς που θα επιθυμούσαν, ίσως, να διερευνήσουν αυτό το κομμάτι του εαυτού του, ενόσω ακόμα ζούσε. Αρκετοί το επιχείρησαν αργότερα, αρκέστηκαν, όμως, στην προσπάθεια αποκάλυψης μιας μόνο πτυχής της στάσης του Παπαδιαμάντη απέναντι στις γυναίκες, της ερωτικής, μη υποψιαζόμενοι, προφανώς, την ευρύτητα και το βάθος αυτής της στάσης, μας αναφέρει πολύ πετυχημένα η κ. Γκασούκα που εξειδικεύεται στο φυλετικό ζήτημα. Δεν αρκεί όμως να αναλύσουμε μόνο τη στάση του πεζογράφου στο ερωτικό θέμα, παραβλέποντας τη συμβολή αλλά και το δεσπόζοντα ρόλο του γυναικείου χαρακτήρα στην υπόλοιπη δημιουργία του.

     Επιστρέφοντας στον κοινωνικό ρόλο των γυναικών, μια, πιστεύω, κατόρθωσε να πάρει τον κύριο αλλά και καίριο πρωταγωνιστικό ρόλο, η Φόνισσα. Η κοινωνική διάσταση της φόνισσας, ως μιας γυναίκας που λειτούργησε για πρώτη φορά αυτοβούλως παίρνοντας το νόμο στα χέρια της, ίσως θα έπρεπε να παραλληλιστεί με μια άλλη ηρωίδα , τη Χαρμολίνα,  μια παραλλαγή της φόνισσας  απαλλαγμένης από το φονικό αλλά συνοδευόμενης πάντα από την απόγνωση και την βασανισμένη αυτοσυνειδησία.

Η Χαρμολίνα είναι η παθητική πλευρά, η ηθογραφική διάσταση της Φόνισσας. Η γυναίκα των «συνήθων αμαρτημάτων», της ανάγκης και της υπηρεσίας που λίγο θα ξεχώριζε από το κοινό βόσκημα, αν δεν υπήρχε ο άλλος κόσμος, η δικαίωση της υπηρεσίας, επίγεια προτύπωση του οποίου είναι το μοναστήρι. Ώστε δεν είναι τυχαίο, αν ο Παπαδιαμάντης δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να τονίσει τη ριζική αντίθεση μεταξύ κοινότητας και συμβατικής κοινωνίας, της «μεγάλης κεντρικής γαστέρας» της «ώτα ουκ έχουσας». Ούτε είναι τυχαίο ότι οι εκπρόσωποι του ανεξάρτητου Ελληνικού βασιλείου απεικονίζονται ως καρικατούρες ανθρώπων, ως ανέκφραστοι πλην αλύγιστοι φορείς διαταγών. Η δήθεν ατομική ελευθερία τους δεν γνωρίζει την εσωτερική σύγκρουση. Αντίθετα, οι άνθρωποι της αποπνικτικής κοινότητας μπορούν να αντέξουν τα θανάσιμα αμαρτήματα της Φραγκογιαννούς, επειδή διέπονται από την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι αυτό που είναι και όχι αυτό που γίνεται με τις πράξεις του. Αλλά το να είσαι, έστω και ασυνειδήτως, δεν απαιτεί λιγότερη ελευθερία από το να γίνεις.

Όσο αφορά το πρώτο του μυθιστόρημα «Η μετανάστις» (1879-1880), και το διήγημα «Γυνή πλέουσα» (1905) μαζί με την προαναφερθείσα φόνισσα (1903) παρατηρούμε τα εξής. Σε αυτά πρωταγωνιστούν τρεις τύποι γυναικών που ενώ σε μια πρώτη εκτίμηση φαίνονται σαν εντελώς διαφορετικές, με μια προσεκτικότερη εξέταση αποδεικνύεται πως είναι δυνατό να αποτελούν ένα και μόνο γυναικείο πρόσωπο, το οποίο αλλάζει όχι ως προς τη γυναικεία φύση του, αλλά ως προς τη στάση του απέναντι στο κοινωνικό, δηλαδή το ανδρικό, περιβάλλον. Στο πρώτο έργο παρουσιάζεται μια ξεκάθαρη εικόνα της γυναίκας-θύματος, δηλαδή της τυπικής εικόνας της ιδανικής γυναίκας, η οποία κυριαρχούσε στα μέσα του 19ου αιώνα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Πρόκειται για τη γυναίκα που ζει σαν μια οικιακή μοναχή, με σκοπό της ζωής της να υπηρετεί έναν άνδρα -συνήθως πατέρα ή σύζυγο-, με μοναδική μοίρα της το γάμο ή το θάνατο. Αυτή ακριβώς είναι η μοίρα της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, η οποία πεθαίνει από μαρασμό, όταν την εγκαταλείπει ο αρραβωνιαστικός της, που πίστεψε στη συκοφαντία πως η Μαρίνα πριν από αυτόν είχε αγαπήσει κάποιον άλλον.
Η Φραγκογιαννού στη Φόνισσα ανατρέπει δυναμικά την παραπάνω ανδροκρατούμενη στερεότυπη εικόνα της γυναίκας: αφού κατορθώνει να επιβιώσει αναπτύσσοντας μια οικονομία της συμπεριφοράς, η οποία αποτελεί καρπό της επιτυχημένης προσαρμογής της στις απαιτήσεις της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ξαφνικά «ψηλώνει ο νους της» και επαναστατεί με έναν τρόπο που δεν αμφισβητεί απευθείας και προκλητικά τους ισχύοντες κανόνες, αλλά τους υπονομεύει καταλυτικά μέσα από μια κλιμάκωση εκείνης της αποτελεσματικής οικονομίας της συμπεριφοράς και της δράσης της: η Φραγκογιαννού δεν προσπαθεί να ανατρέψει τους κανόνες, αλλά να προσαρμοστεί σε αυτούς -με τη διαφορά πως δεν το κάνει υπάκουα, πειθήνια ή δουλικά.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Καραβοκυρού στο διήγημα «Γυνή πλέουσα», η οποία αποτελεί μια τελική σύνοψη των πιθανών στάσεων της γυναίκας απέναντι στην κοινωνία των ανδρών. Η στάση της συνδυάζει την υπακοή τής Μαρίνας με τη βίαιη αντίδραση της Φραγκογιαννούς. Ο συνδυασμός, ωστόσο, αυτός παρουσιάζεται από τον Παπαδιαμάντη να πραγματοποιείται με έναν τρόπο θεατρικό, με μια επίφαση δραματικής συμπεριφοράς: η Καραβοκυρού απαλύνει τη λανθάνουσα δυσαρέσκεια από τη ζωή της πίνοντας κρασί και μεθώντας, ενώ παράλληλα κρύβει επιμελώς από τον άντρα της αυτή τη συνήθειά της. Και όταν ο τελευταίος το μαθαίνει και απειλεί πως θα την εγκαταλείψει, αυτή επιχειρεί μια αυτοκτονία που ουσιαστικά είναι εικονική. Με τον τρόπο αυτόν ο Παπαδιαμάντης, ύστερα από είκοσι έξι χρόνια, ανακαλεί τη λανθάνουσα, αλλά ουσιαστική αυτοκτονία της Μαρίνας μέσα από μια θεατρική συμπεριφορά που ειρωνεύεται καταλυτικά τα ανδρικά στερεότυπα.

     Πέρα όμως από τη φόνισσα, υπάρχουν και οι Αχτίτσες οι Συρραχίνες, οι Κουμπίνες και πλείστες άλλες γυναίκες ,που καταθέτουν την ψυχή και το είναι  τους στην υπηρεσία των οικείων προσώπων τους, με μόνη ανταμοιβή την ηθική ικανοποίηση αλλά και πρωτίστως την πεποίθηση ότι έτσι είναι η ζωή και συνεπώς η μοίρα τους. Μια μοίρα που δεν επέλεξαν οι ίδιες, μια ζωή στη οποία δεν πρόλαβαν να καταθέσουν τα όνειρα τους, δεν άφησαν το χρόνο να γίνει σύμμαχος τους παρά εχθρός σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που πάντα συναινούσε στο απόμακρο, επιτακτικό και αποπνικτικό γι’αυτές μη αφήνοντας περιθώρια αντίδρασης.

Συνυφασμένο άμεσα με το θέμα των γυναικών είναι το θέμα της προίκας των κοριτσιών, ένα πραγματικά μεγάλο βάσανο για τους γονείς. Από μια απλή γονική προσφορά μεταβάλλεται και παρουσιάζεται στο έργο σαν κοινωνικός θεσμός .Ο εύκολος αυτός τρόπος πλουτισμού των αντρών, λειτουργούσε ψυχαναγκαστικά έως και εκβιαστικά στις οικογένειες των κοριτσιών και είχε άμεση εξάρτηση στο κατά πόσο είναι πιθανό να παντρευτεί ή όχι μια γυναίκα(Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, αδιάφορον. Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τα έκλειε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον.). Από την στιγμή της γεννήσεως ενός κοριτσιού, οι γονείς έπρεπε να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τον τρόπο που θα αποκτήσουν την απαραίτητη προίκα για το παιδί τους. Υπό αυτή τη μορφή, η προίκα είχε και μια άλλη κοινωνική επίπτωση: διέλυε και αποσάθρωνε τις μικρές αγροτικές οικογένειες. Ήταν επομένως ανεπιθύμητη η γέννηση θηλυκών από τους φτωχούς γονείς (Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια!… Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήταν να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση -θε μ’ σχώρεσέ με!-. Ας ήτο και παλληκαροβότανο).(archive.gr)

     Έντονη η αναφορά στις σεβάσμιες, πονεμένες γραίες. Όντα μαγικά, αγέρωχα, μυστηριώδη, πλασμένα πάντα σε μια άκρατη θρησκευτικότητα, ουραγό πολλές φορές των πράξεων τους. «- Παιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλή η γρια-Συρραχίνα, παλαιά καπετάνισσα. με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, μπόρεσε κι ανέβη τον ανήφορον και ήλθε -διά να καμαρώση, ίσως διά  τελευταίαν φοράν, το καράβι του γυιου της που έφευγε. Ξέρετε τι μεγάλη χάρη έχει, και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης;

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το Αγνάντεμα, του οποίου κυρίαρχο θέμα , πέρα από τους ναυτικούς , είναι και το ήθος των γυναικών. Καπετάνισσα, καλοστεκούμενη η Συρραχίνα και με πολλά χρόνια στη πλάτη της , θεωρεί καθήκον της να αποχαιρετήσει το γιό της, με όποιο τρόπο, κι ας ξεπεράσει τα όρια της, τις αντοχές της, γνωρίζει όμως ότι οι ευχές στην Παναγία θα συνοδεύουν το καράβι και το πλήρωμα του, επομένως ήταν υποχρέωση της να πάει. Είναι η ίδια υποχρέωση που αισθάνεται και η σημερινή μάνα  για τις αντιξοότητες των παιδιών της.

-          Κυρίαρχος σε όλα ο ρόλος της μάνας που θυσιάζεται, που ξενυχτάει , που υπηρετεί αδιαμαρτύρητα, και τα παιδιά αλλά και τα εγγόνια. Είναι ο ίδιος ρόλος σε μια κοινωνία που άλλαξε σε όλα, αλλά όχι σε αυτό .Και ο Παπαδιαμάντης το αφήνει να εννοηθεί στα περισσότερα των διηγημάτων του, τα οποία χρωματίζονται  και γίνονται έτσι διαχρονικά. Η Αφροδώ με τα 8 κορίτσια και ένα αγόρι που πέθανε, η θειά η Μορισώ, η γνωστή αποσώστρα, που μαλάκωνε τον πόνο της με το κουτσομπολιό.
-          Μανάδες που δούλευαν σκληρά και όχι μόνο στο σπίτι αλλά και στα χωράφια, στο φούρνο όπως η Σοφιά με τις δυο θυγατέρες, η Σειραινώ η μαία, χήρα του Καντούσου, η γριά Καντούσαινα, χήρα εκ νεότητας με δυο αγόρια. Ποιός μπορεί να ξεχάσει τη χαροκαμένη πτωχή γραία Λούκαινα που είχε χάσει και τα πέντε παιδιά της και η ζωή της ήταν μόνο ένα πένθιμο βαθύ μοιρολόι το οποίο όμως έμελλε να έχει και συνέχεια με το πνιγμό της εγγόνας της , Ακριβούλας.
     Στην “Τελευταία Βαπτιστική” η ηρωΐδα, η θεία Σοφούλα-Κωνσταντινιά, είναι μια γυναίκα που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αρχοντιάς. “Σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, με σύνεση, νοικοκυροσύνη και μεγάλη καρδιά. Τόσο μεγάλη όσο να χωράει κοντά στα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της καί…..σαράντα βαφτιστικούς! Σαραντού ήταν το επίθετο που της αποδόθηκε από το “Σαραντανονού”. Ο ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός των βαπτιστικών δεν οφειλόταν σε δική της επιπολαιότητα και άγνοια των ευθυνών της απέναντι σε τόσα πολλά πνευματικά τέκνα, αλλά στην καλοσύνη της και τις προλήψεις του βασανισμένου από την βρεφική θνησιμότητα λαού των ετών 184…. Αποδείχθηκε ότι είχε “καλό χέρι” και ότι όσα παιδιά αναδεχόταν ζούσαν. Έτσι όλοι άρχισαν να την “πολιορκούν”. Η καλοσυνάτη και ευσεβής γυναίκα “υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην”, η οποία απαιτούσε από αυτήν κάποιες οικονομικές θυσίες και την υπέρβαση της γκρίνιας του κατά τα άλλα αγαθού συζύγου της.
     Η Μαχούλα, η γυναίκα που πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Η Φαρμακολύτρια» του Παπαδιαμάντη, έχει τέσσερις κόρες κι ένα γιο, τον οποίο έχει πλανέψει μια μεγαλύτερή του γυναίκα. Το γεγονός ότι ο γιος της, που είναι μόλις είκοσι χρονών, θέλει με κάθε τρόπο να παντρευτεί μια γυναίκα μεγαλύτερο από αυτόν, τη στιγμή μάλιστα που οι αδερφές του είναι ακόμη ανύπαντρες, η Μαχούλα δεν μπορεί να το δεχτεί ως κάτι το λογικό, γι’ αυτό και το αποδίδει στη χρήση μαγείας.

     Ο απλός μύθος της θείας Σκεύως, που το μητρικό της φίλτρο την ωθεί να μπει Βαρδιάνος στα σπόρκα, φύλακας, δηλαδή, στα επιχόλερα πλοία, ο Παπαδιαμάντης κινεί έναν ασυνήθιστα μεγάλο κύκλο προσώπων και επεισοδίων και χωρίς να απομακρυνθεί από τον κεντρικό μύθο, αναπλάθει έναν κόσμο ολόκληρο με αδρά χρώματα, λιτή γραφικότητα και οραματική ενάργεια. Ιδιαίτερα τον συγκινούν οι πονεμένες γυναίκες, οι χτυπημένες από τη ζωή και τον θάνατο, οι οποίες όμως δεν παύουν να αγωνίζονται, να παλεύουν γι’ αυτούς που αγαπούν, να διεκδικούν το μερίδιό τους στη ζωή, έστω κι αν κάποτε φαίνονται σκληρές, ίδιόρρυθμες ίσως και γραφικές.

Μια τέτοια γυναίκα – ηρωΐδα του διηγήματος – είναι η θειά  Μαριώ η Χρήσταινα – η Ντελησυφέρω. Γυναίκα με αγωνιστικό, σχεδόν αντρικό, φρόνημα βλέπει τη ζωή σαν έναν πόλεμο, τον οποίο πρέπει να κερδίση πάση θυσία. Πολεμάει μέσα και έξω από το σπίτι της, άνδρας και γυναίκα μαζί, μάνα και πατέρας, πάππος και μάμμη, αφού οι τραγικές συγκυρίες της ζωής της την άφησαν πρώτα χήρα να μεγαλώνη τα ορφανά παιδιά της και αργότερα χαροκαμένη μάνα να μεγαλώση μέσα σε αντίξοες συνθήκες τα ορφανά εγγόνια της. Πόλεμος να επιβληθή μέσα στο σπίτι της, πόλεμος για να βρη το δίκιο της στη γειτονιά, στην αγορά, στα δημόσια γραφεία. Πόλεμος ακόμα και στην Εκκλησία… για το στασίδι της, τη θέση της, “τήν αράδα της”. Καμιά άλλη δεν επιτρέπεται να το καταλάβη. Είναι σχεδόν ιδιοκτησία της, την οποία με κάθε τρόπο πρέπει να διαφυλάξη. Εξ ου και το παρεγκώμι “Ντελησυφέρω”, που της κόλλησαν οι άλλες γυναίκες. Ποιά τολμούσε να τα βάλη μαζί της, γνωρίζοντας μάλιστα ότι είναι ικανή να δείρη ακόμη και άνδρες. ( 7)

     Οι γυναίκες του Παπαδιαμάντη ελάχιστα μαρτυρείται οτι φεύγουν από το νησί. Η θάλασσα φαίνεται ότι έχει θέλγητρα και αποτελεί δρόμο διαφυγής μόνο για τους άνδρες. Οι γυναίκες την βλέπουν ανταγωνιστικά, γιατί τους κλέβει τους άνδρες. Την ονομάζουν άστατη ερωμένη, μάνα, μητριά, πεθερά, ή νύφη.(ΚοκκώναΘάλασσα,Α,213-4).
     Μάλιστα μετά από την αποδημία των ανδρών, φαίνεται σαν οι γυναίκες να κυριαρχούν στο νησί. Το γεγονός ότι οι άνδρες λείπουν ολοχρονίς από το νησί το οποίο όπως και τα περισσότερα χαρακτηρίζεται από λειψανδρία ή και παντελή ανανδρία μερικές φορές, δίνει στις γυναίκες μια αυτονομία, διότι ουσιαστικά αυτές είναι που φέρνουν βόλτα το σπιτικό, τα υποστατικά, τα παιδιά, ταζώα.
     Με το μισεμό των ανδρών, οι γυναίκες μένουν με ένα τρόπο που ουσιαστικά αναπληρώνει την έλλειψή τους. Επωμίζονται όλα τα βάρη, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και απολαμβάνουν κάποιο βαθμό ελευθερίας. Έτσι, ενώ οι γυναίκες είναι καταπιεσμένες λόγω των κοινωνικών αντιλήψεων της εποχής, εν τούτοις δεν παρουσιάζουν τη μιζέρια των καμπίσιων κοινωνιών, όπως αυτή περιγράφεται στα διηγήματα π.χ. του Καρκαβίτσα, τις οποίες περιφρονούσαν και οι ίδιοι οι Σκιαθίτες. (Β, 21) Σύμφωνα με μαρτυρία του Τ. Άγρα, ο οποίος επικαλείται και τη γνώμη του Βλαχογιάννη, η θέση της γυναίκας στα νησιά του Αιγαίου ήταν παράξενη, καθώς εκεί βασίλευε ένα είδος πολίτευμα κοινωνικο-γυναικοκρατικό (Άγρας, 161, κειμ. και σημ.).(1)
     Η παρουσία των γυναικών στο νησί είναι σύμβολο σταθερότητας, ακινησίας και σιγουριάς, σε τέτοιο σημείο δε αποτελεί την παράμετρο της σταθερότητας, ώστε σε κάποια διηγήματα αυτό το ρίζωμα των γυναικών στο νησί παίρνει τη βαρύτητα συμβόλου.
     Στο διήγημα Υπό την βασιλικήν Δρυν , το δέντρο στο όνειρο του συγγραφέα μετατρέπεται σε γυναίκα και η έντονη παρουσία του στο όνειρο του συγγραφέα τον οδηγεί στο να διατυπώσει την άποψη ότι τα δέντρα που βλέπουμε είναι γυναίκες. Στο Αγνάντεμα, ο βράχος ονομάζεται Φλανδρώ και είναι η γυναίκα που μαρμάρωσε περιμένοντας τον άνδρα της να γυρίσει από τα ξένα. Γυναίκα ήταν και ένας άλλος βράχος, η Μαυρομαντηλού, που μαρμάρωσε περιμένοντας. Η Λουλούδω περιμένοντας έγινε ένα άνθος πάνω στα κύματα Στο Άνθος του Γιαλού. Αυτές είναι κάποιες μόνο ενδεικτικές περιπτώσεις, που ποιητικά και συμβολικά συνθέτουν μια εικόνα, που σίγουρα αντκατοπτρίζει μια ιστορική πραγματικότητα.
     Τόσο πολύ η γυναικεία παρουσία είναι δεμένη με το χώρο, με την εστία, ώστε ακόμη και μικρότερης κλίμακας μετακινήσεις της είναι σπάνιες: Έτσι ακόμη και κατά το γάμο ο γαμπρός είναι αυτός που μετακινείται στο σπίτι της νύφης αφού κατά κανόνα το σπίτι ήταν υποχρέωση, προίκα δηλαδή, της νύφης.
     Όσο δύσκολη και αν είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται με τον ξενιτεμό των ανδρών όσο κι αν ερημώνουν τα σπίτια, τα χωριά, οι αγκαλιές και τα κρεβάτια των γυναικών, όμως είναι κάτι που θεωρείται αποδεκτό, σχεδόν φυσικό, αντιμετωπίσιμο. Αντίθετα, στις ελάχιστες περιπτώσεις όπου έχουμε μετακίνηση γυναίκας, διακρίνουμε σε όλο το κλίμα του διηγήματος μια απαξίωση. Κι ακόμη να πλανάται κάποια απροσδιόριστη απειλή. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η δράση σε αυτά τα διηγήματα, ή και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι τύχες, ιδιαίτερα των ηρωίδων, από την αλληλουχία των γεγονότων μαρτυρεί μια διασάλευση της καθεστηκυίας τάξης με τραγικές συνέπειες για τη ζωή των προσώπων.
     Ο κόσμος αυτός είναι οικείος και κοντινός στον συγγραφέα και, παρά την πολυπλοκότητα, τις αντιφάσεις του ή τη σύγχυση που του προκαλεί, τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής και πρόθυμα συνδιαλέγεται μαζί του. Η απόδοση αυτού του κόσμου στα γραπτά του αποτελεί αναμενόμενη κατάληξη, καθώς έχει ουσιαστικά στρέψει την πλάτη στον κόσμο των ανδρών, ιδιαίτερα των ανδρών της πόλης, των οποίων πολλές ενασχολήσεις και αντιλήψεις αποδοκιμάζει ως επικίνδυνες. Ασχολείται μαζί τους κυρίως για να τις χλευάσει.
     Nα πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να “χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το «θα μπορούσαμε» είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο.(Ελύτης) «Σα να “χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου»…
Αλεξανδριανέ μ” αέρα
…….. Και οι ναύται απεχαιρέτιζον τες γυναίκες κράζοντας «καλή νύχτα!». Και αι γυναίκες απήντων μακρόθεν «Καλή νύχτα! Καλή νύχτα σας! Καλό πράτιγο!». Και η κάθε μία εις τον άνδρα της έλεγε : «Καλή νύχτα καλέ μου! νοικοκύρη μου! σταυραετέ μου!». Και εις τον υιόν της η κάθε μία έλεγε: «Καλή νύκτα, καναρίνι μου!πουλί μου! ξεπεταρούδι μου!». Και πολλάκις επρόσθετον παρονομασίαν τινά, κατά το όνομα εκάστου. Αν ο εκτελών την κάθαρσιν ωνομάζετο Γιαλής, ως ο σύζυγος της θεία-Σκευώς, τότε το θωπευτικόν όνομα ήτο «Γιαλέινέ μου» [...] Αν εκαλείτο Αλέξανδρος, η προσηγορία ήτο «Αλεξανδριανέ μ” αέρα».
Βαρδιανός στη Σπόρκα .
     Ο Παπαδιαμάντης και ο κατά Βακαλόπουλο “ιερός μελωδός της πραγματικότητας”, ο δημιουργός αυτών των τόσο δικών μας Ρωμιών που με ενορχηστρωμένη μαεστρία  σκιαγραφεί και τοποθετεί στη χώρα του , τη Σκιάθο, με βεβαιότητα μας οδηγεί στον υπήνεμο λιμένα της συναισθηματικής μας πλήρωσης, με την υπενθύμιση πως η γαλήνη φωλιάζει δίπλα στην απλότητα.
Βιβλιογραφία
  1. (Αγγελική Ταλιγκάρου-Η Ελληνική Μετανάστευση του τέλους του 19ου αι. μέσα από την Ελληνική Λογοτεχνία. Μια μελέτη περίπτωσης«).
  2. Η Αυγούστα της «ρομαντικής » Παπαδιαμαντικής δημιουργίας.-Μ.Γκασούκα.
  3. Διδάσκοντας Παπαδιαμάντη. Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
  4. Από τη Μετανάστιδα στη Φόνισσα, και από τη Φόνισσα στη Γυναίκα πλέουσα ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ.
  5. Κ. Βάρναλης, Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά, εκδ. Κέδρος.
  6. Εκκλησιαστική παρέμβαση- Μαρία Κουτούση -Σύψα
  7. Ασλανίδης Ε.Γ.,«Το μητρικό στοιχείο στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη», στο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην Πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2005
  8. Beaton R., Εισαγωγή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, μτφρ. Ε. Ζούγρου και Μ. Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα 1996
  9. Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη. Αριστείδης Δάγλας
  10. Οδυσσέα Ελύτη «Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη».
  11. archive.gr

 

Σοφία Δ. Κανταράκη
Φιλολόγος στο 3ο Γυμνάσιο Βόλου

ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ

 

        Σε μια κοινωνία που καθημερινά διαπιστώνουμε ότι το ατομικό συμφέρον επικρατεί επί του συλλογικού, όπου το προσωπικό όφελος κυριαρχεί επί του κοινωνικού, ο εθελοντισμός  έρχεται για να προσδώσει στον ατομικισμό τη συλλογική και κοινωνική του διάσταση. Ο εθελοντισμός δίνει νόημα και περιεχόμενο σε πανανθρώπινες αξίες, λιγότερο ή περισσότερο ξεχασμένες, όπως είναι ηκοινωνική αλληλεγγύηη κοινωνική προσφοράη αγάπη προς τον συνάνθρωπό. Συνιστά μια επιμορφωτική λειτουργία η οποία συνδυάζει «τον έρωτα του ερασιτέχνη, τη συνέπεια του επαγγελματία, την πειθαρχία του στρατιώτη και την ανιδιοτέλεια του ανώτερου ανθρώπου».

Το πεδίο δράσης του εθελοντισμού δεν είναι μόνο αυτό της κοινωνικής φροντίδας, αλλά πολύ μεγαλύτερο και ευρύτερο. Αναφέρω για παράδειγμα ότι πολλές εκστρατείες για θέματα αναλφαβητισμούεμβολιασμώνπρόληψης και ενημέρωσης, αλλά και προστασίας του περιβάλλοντος στηρίχθηκαν και στηρίζονται στην εθελοντική εργασία και προσφορά.

Ο εθελοντισμός έρχεται να συμπληρώσει τη δημόσια δραστηριότητα, όπως αυτή εκφράζεται και υλοποιείται σε όλους τους τομείς, αλλά και την ιδιωτική παρουσία, που παίρνει συχνά τη μορφή της φιλανθρωπίας, και εκφράζεται σε ατομικό επίπεδο. Καμιά από τις δράσεις αυτές δεν είναι ανταγωνιστική με την άλλη. Βεβαίως το κράτος έχει την κύρια ευθύνη να σηκώσει το βάρος σε όλα τα επίπεδα. Βεβαίως και θέλουμε και τιμούμε τη φιλανθρωπία, αλλά ο εθελοντισμός πέρα και πάνω από προσωπικά οφέλη, αποτελεί την υπέρτατη μορφή κοινωνικής δράσης και προσφοράς που οι σημερινές κοινωνίες πρέπει να αναζητούν και να αναδεικνύουν καθημερινά.

       Αποτελεί τον πλέον κατάλληλο οδηγό για να αλλάξουμε τη νοοτροπία των αγκυλωμένων κοινωνικών συμβάσεων και της απαξίωσης των ιδεών. Στις μέρες μας, το εθελοντικό κίνημα οφείλει να αποτελεί την υγιή αντίδραση και απάντηση της οργανωμένης κοινωνίας σε φαινόμενα αδράνειας και αποχής. Ο εθελοντισμός οφείλει να αναδεικνύεται ως ένας τρίτος πυλώνας στον κοινωνικό βίο. Ένας πυλώνας, ο οποίος πέρα από τους δύο παραδοσιακούς αμιγείς χώρους, του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, περιλαμβάνει όλες τις ενεργές δυνάμεις καιδράσεις που αφιερώνονται στην ανάληψη του πολύπλευρου κοινωνικού έργου που καλείται να επιτελέσει. Με αυτή την έννοια, μπορεί ακόμα να χαρακτηρισθεί ως μια νέα μορφή πολιτικής, που εκφράζει το ευγενέστερο νόημα της και δίνει τη δυνατότητα της άμεσης συμμετοχής όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και επαγγελματικής ιδιότητας. Επιβάλλεται συνεπώς, να προστατεύσουμε την εθελοντική δράση από τα φαινόμενα λήθης.

Η ανάπτυξη του εθελοντικού κινήματος σήμερα, είναι επιτακτική ανάγκη,και πρέπει να έχει την αμέριστη ενθάρρυνση και υποστήριξη από όλους μας , έτσι ώστε να μπορέσει να αποδείξει και να διευκολύνει τη θέληση, την προσφορά και την αγάπη του κάθε ατόμου που θα ενταχθεί σε αυτή την κινητοποίηση.

Ο εθελοντισμός δεν είναι ζήτημα επιβολής. Είναι προσφοράς ψυχής.

Κουκούλης Γεώργιος

Διευθυντής  Γυμνασίου Τσαριτσάνης

Πρόεδρος Φιλανθρωπικού & Πολιτιστικού

Συλλόγου Αμπελώνα ¨Η ΑΡΩΓΗ¨

 

Περί Μουσείων…

     Ο όρος «Πινακοθήκη» εντάσσεται διεθνώς στην έννοια Μουσείο και γι” αυτό εφαρμόζεται και στην Πινακοθήκη ο ορισμός του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM). Ο οποίος ορισμός μας λέει ότι το Μουσείο είναι ένας:

«Οργανισμός μόνιμος, χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα, υποταγμένος στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξης της και ανοιχτός στο κοινό, ο οποίος αποκτά, συντηρεί, μελετά, κοινοποιεί κι εκθέτει υλικές μαρτυρίες του ανθρώπου και του περιβάλλοντος του με σκοπό τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία»

Και τι τον κάνουμε τον ορισμό αυτόν; Με τον ορισμό μπορούμε να καταλάβουμε μερικά πράγματα για το Μουσείο: ότι είναι ένας διαχρονικός οργανισμός, σταθερός στον χρόνο, με χαρακτήρα κοινωνικό και δημόσιο, με διαδικασίες που λαμβάνουνε χώρα εντός του μουσείου (απόκτηση, συντήρηση, μελέτη) και τελικό σκοπό την κοινοποίηση, την επικοινωνία με το κοινό, την εκπαίδευση και ψυχαγωγία του.

Το μουσείο πλέον ΔΕΝ είναι και δεν πρέπει να είναι μαυσωλείο αντικειμένων και αναμνήσεων, μια αποθήκη που περιέχει ένα παρελθόν ή απλός χώρος παράθεσης καλλιτεχνικών ρευμάτων, παρελθόντων και παρόντων. Αυτή ακριβώς η λειτουργία των μουσείων οδήγησε τους φουτουριστές να αναφωνήσουν «Μουσεία, νεκροταφεία!» (Φιλιππο Τομάζο Μαρινέτι, Ίδρυση και Μανιφέστο του Φουτουρισμού, 1909) και είχαν απολυτό δίκιο.

Για να γίνει ακόμα πιο επιτυχημένο στον ρόλο του το Μουσείο, υπάρχει η επιστήμη της Μουσειολογίας, «η επιστήμη του μουσείου». Με τον όρο Μουσειολογία εννοείται «το γνωστικό αντικείμενο που μελετά την απαραίτητη μεθοδολογία για την επίλυση όλων των θεωρητικών και πρακτικών θεμάτων που συνδέονται με τις λειτουργίες των μουσείων»

Τι σημαίνουν όλα αυτά τελικά; Ότι το μουσείο δεν είναι ένα απλό κτίριο με δυο τρεις υπαλλήλους, καρφιά στους τοίχους να κρεμάμε τα έργα που εκτίθενται και ένα πωλητήριο να έχουμε κανένα σουβέρ να βάζουμε το φραπέ πάνω και να πουλάμε μούρη ότι επισκεφτήκαμε ένα μουσείο το καλοκαίρι στο νησί που πήγαμε παραθέριση. Το Μουσείο είναι ένα πολιτιστικό ίδρυμα με στόχο πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό. Το οποίο μας οδηγεί στις εξής σκέψεις:

Για να λειτουργήσει ένα μουσείο πολιτιστικά πρέπει να έχει τους αρμόδιους επιστήμονες, τους μουσειολόγους, μια επιλογή που φαντάζει μονόδρομος για όποιο μουσείο θέλει να συντηρηθεί και να διακριθεί στον 21ο αιώνα. Και μιλάμε για μουσειολογους με γνώσεις και εκπαίδευση ειδική, όχι κατ’ όνομα. Στην Ελλάδα έχουμε μουσειολόγους και σχολές Μουσειολογίας; Έχουμε, και μάλιστα κάθε χρόνο τα πράγματα γίνονται και καλυτέρα (http://web.auth.gr/MA-museology/#,http://cmc.panteion.gr/cmc/courses/museology,http://www.aegean.gr/culturaltec/mouseiologia.htmhttp://arts.uoi.gr/) . Άρα το επιστημονικό προσωπικό υπάρχει και θα υπάρχει καθώς εκπαιδεύεται αυτή την στιγμή. Η θέληση να χρησιμοποιηθούν υπάρχει ωστόσο;

Το μουσείο μπορεί να έχει εκπαιδευτικό ρόλο με πολλούς τρόπους. Με ειδικές ξεναγήσεις που πέρα από απλή υπόδειξη θα περιέχουν και ουσιαστικές πληροφορίες, με ειδικά σεμινάρια και εκδηλώσεις ανοιχτές στο κοινό, σε απλή γλώσσα και με παρεχόμενο υλικό ώστε να γίνουν κατανοητά, με ειδικές εκδόσεις (δωρεάν ή μη), με δρώμενα που μπορούν να φέρουν το κοινό σε επαφή με το μουσείο και τις λειτουργιές του, με ίδρυση ομάδας «Φίλων του Μουσείου» ώστε να προωθείται η επαφή με το μουσείο συλλογικά και η γνωριμία των μουσειόφιλων μεταξύ τους. Ειδική μνεία και φροντίδα πρέπει να υπάρχει για τα παιδιά φυσικά, τα οποία πρέπει να εκπαιδευτούν σε έννοιες όπως: Μουσείο, Τέχνη, Συντήρηση Έργων Τέχνης, καλλιτεχνικά ρεύματα και καλλιτεχνική δημιουργία. Όλα αυτά είναι εν μέρει το αντικείμενο τηςΜουσειοπαιδαγωγικής, μιας νέας έννοιας η οποία αποσκοπεί στον εκπαιδευτικό ρόλο του Μουσείου. Φανταστείτε έναν κόσμο όπου τα παιδιά έχουν μάθει από μικρή ηλικία να βλέπουν ένα έργο τέχνης, να το ανέχονται (να μην αντιδρούν στην διαφορετικότητα ή την πολύπλοκη γλώσσα του καλλιτέχνη), να το «ερμηνεύουν» και τελικά να μαθαίνουν κάτι από αυτό! Δεν θα ήταν υπέροχο;

Σε πολλές περιπτώσεις το μουσείο σήμερα δεν είναι καν ελάχιστος ανταγωνιστής στον τομέα της ψυχαγωγίας απέναντι σε παραδοσιακές μορφές ψυχαγωγίας (καφετέρια, κινηματογράφος, ταβέρνα, εστιατόριο κλπ). Κι αυτό δεν αποτελεί εγγενές στοιχείο του μουσείου αλλά παράλειψη των σημερινών υπευθύνων μουσείου. Το μουσείο μπορεί και οφείλει να παρέχει κίνητρα στον ενδεχόμενο πελάτη να το προτιμήσει από τις παραδοσιακές μορφές ψυχαγωγίας. Πως; Με παροχή υπηρεσιών (art-café και εστιατόρια στον ευρύτερο χώρο του μουσείου) και με διαφήμιση των υπηρεσιών αυτών. Ας θυμηθούμε εδώ ότι ο ανταγωνισμός είναι εις βάρος των ενδεχόμενων υπηρεσιών που θα παρέχει ένα μουσείο άρα και οι ίδιες οι υπηρεσίες και η διαφήμιση πρέπει να είναι ποιοτικές και δυναμικές για να κερδίσουν ένα μερίδιο της αγοράς. Όσον αφορά τον όρο πελάτη και αν αυτός ταιριάζει σε ένα μουσείο, δεν πρέπει να δαιμονοποιούμε τέτοιες έννοιες. Το μουσείο δεν είναι κερδοσκοπικός οργανισμός ή επιχείρηση αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έσοδα από ενδεχόμενες πωλήσεις ή υπηρεσίες δεν είναι καλοδεχούμενα, αρκεί βέβαια τα λεφτά αυτά να «επιστρέφουν» στο κοινό με αναβάθμιση των υπηρεσιών ή/και των εγκαταστάσεων του μουσείου.

Το Μουσείο και η εκάστοτε Πινακοθήκη είναι θεσμοί εξαιρετικά ωφέλιμοι για την κοινωνία ως θεσμοί εκπαιδευτικοί, ψυχαγωγικοί και πολιτιστικοί, αρκεί να το συνειδητοποιήσουν αυτό οι υπεύθυνοι όλων των μουσείων και να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Το αρμόδιο επιστημονικό προσωπικό υπάρχει πλέον, είναι νέο σε ηλικία, ορεξάτο για δουλειά και μπορεί να αναδιοργανώσει τα μουσεία στην Ελλάδα και να αλλάξει την ιδέα που έχει ο Έλληνας γι’ αυτά.

 

Αμβράζης Δημήτρης

Ιστορικός Τέχνης

Απόφοιτος Τμήματος Πλαστικών τεχνών κι Επιστημών της Τέχνης,

Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Συντάκτης του Artfools.gr

Βιβλιογραφία

  •  Για την Μουσειολογία και τον Πολιτισμό, Μαρούλα Σκαλτσά, Εκδ. Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη, 1999
  • Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Εφαρμοσμένη Μουσειολογία Ι, Φωτεινή Λέκκα, Ιωάννινα 2003

 

Εκπαίδευση και Αθλητισμός

       Ο αθλητισμός αποτελεί μία από τις σημαντικότερες διαχρονικές αξίες με μεγάλες κοινωνικές προεκτάσεις διότι απευθύνεται σε ευρύτατο κοινό κάθε ηλικίας, φύλου και κοινωνικής ή επαγγελματικής τάξεως.

     Πρώτοι οι Έλληνες χρησιμοποίησαν τη σωματική άσκηση όχι μόνο ως μέσο απόκτησης σωματικής ρώμης αλλά και αρετής. Η γύμναση του σώματος στις ελληνικές πόλεις δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός. Ανεξάρτητα από τις πολιτειακές και κοινωνικές τους διαφορές ή τις διαφορετικές αντιλήψεις, αποτελούσε το μισό της όλης εκπαιδευτικής διαδικασίας και θεωρείτο μέσο αγωγής με πρότυπο τον ιδανικό πολίτη: γυμνασμένο στο σώμα και ολοκληρωμένο στο νου και στην ψυχή.

Η αναγκαιότητα της αθλητικής αγωγής και του αθλητικού ιδεώδους προβάλλεται ακόμη πιο έντονα σήμερα και η πολιτεία αναγνωρίζει την κορυφαία σημασία που διαδραματίζει ο Αθλητισμός στις σύγχρονες κοινωνίες. Η εξέλιξη του πολιτισμού και η ανάδειξη των ανθρωπιστικών αξιών συνδέεται άμεσα με την αύξηση της συμμετοχής των πολιτών στις αθλητικές δραστηριότητες.

Σήμερα που ο άνθρωπος έχει κορεσθεί από τα καταναλωτικά αγαθά και την καθιστική ζωή, η μόνη διέξοδος είναι ο αθλητισμός και τα σπορ γιατί βελτιώνουν την υγεία, συντείνουν στη απόκτηση δύναμης και σφριγηλότητας, προσφέρουν χαρά και ψυχαγωγία, ξεπερνούν την κοινωνική απομόνωση και συμβάλλουν στην ανάπτυξη κοινωνικών επαφών, χαρίζοντας ψυχική και κοινωνική ευεξία.

Θα πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα η ηθικοπλαστική συμβολή του αθλητισμού, καθώς αποτελεί μέσο διαμόρφωσης και ανάδειξης της προσωπικότητας του ατόμου, επιτρέποντάς του να επιδρά πάνω στα θετικά του χαρακτηριστικά, να διορθώνει τα αρνητικά, να αυξάνει τη δημιουργικότητά του και να τονώνει την αυτοπεποίθησή του .

Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η συμβολή του αθλητισμού στα παιδιά. Μέσα στην αθλητική ομάδα το παιδί βιώνει την ανάγκη της επικοινωνίας, της δημιουργίας πνεύματος συνεργασίας, της αλληλεξάρτησης και της αλληλεγγύηςακόμη και με θυσία της προσωπικής προβολής. Μέσα στην ομάδα το παιδί μαθαίνει να υποτάσσει την ατομικότητά του για το καλό της, να νιώθει πως πέρα από ανεξάρτητο άτομο είναι μέλος της, να υπερασπίζεται όχι μόνο την ατομική του τιμή αλλά και την τιμή της ομάδας όπου ανήκει και εκπροσωπεί.

Με αυτή την έννοια οι αθλητικές δραστηριότητες υπηρετούν μεγάλο ηθικό αλλά και κοινωνικό σκοπό και προς την κατεύθυνση αυτή ούτε η φυλή, ούτε η θρησκεία ή η γλώσσα, ούτε η πολιτική τοποθέτηση ή η κοινωνική τάξη μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία διαφορών.

Ο διαπολιτισμικός χαρακτήρας του αθλητισμού είναι αυτός που μπορεί με σωστούς χειρισμούς να βοηθήσει στην άρση του κοινωνικού αποκλεισμού, ομάδων και μειονοτήτων ( φυλετικών και θρησκευτικών) που παραμένουν στο περιθώριο. Έτσι, σε περιοχές όπου η πολιτιστική πολυμορφία και οι οξυμένες κοινωνικές συνθέσεις είναι δεδομένες, ο αθλητισμός μπορεί να αποτελέσει μοχλό κοινωνικοποίησης και να ωθήσει τη συμμετοχή στα κοινά δρώμενα.

Συνοψίζοντας, έχει γίνει πλέον συνείδηση σε όλους μας ότι η άθληση πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής δραστηριότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι μέσο παιδείας που διδάσκει το σεβασμό, την αυτοπειθαρχία, τις αρχές του τίμιου αγώνα, το ομαδικό πνεύμα, τη συντροφικότητα και την καταπολέμηση του ρατσισμού.

     Έχουμε, λοιπόν, χρέος εμείς ως εκπαιδευτική κοινότητα να στρέψουμε όσο το δυνατόν περισσότερους μαθητές στην άθληση , μη προσβλέποντας απαραίτητα στον πρωταθλητισμό, αλλά ενθαρρύνοντάς τους να συμμετέχουν σε μια μορφή ενασχόλησης, που θα έχει ως στόχο την επίτευξη όλων των παραπάνω και την καταπολέμηση της τάσης των μαθητών για καθιστική ζωή, μέσω της συμμετοχής τους σε ομάδες.

Κουκούλης Γεώργιος

Καθηγητής Φυσικής Αγωγής

Διευθυντής Γυμνασίου Τσαριτσάνης

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
PANHELLENIC UNION OF ΤΗΕ PROFESSORS OF PHYSICALEDUCATlON
ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΗΣ 1949 • YEAR OF FOUNDATION 1949

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΠΦΑ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΓΡΑΦΕΙΟ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ – ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ 11 Τ.Κ. 41222

ΤΗΛΕΦΩΝΑ : 2410534738 – FAX : 2410258405

 

Νέοι Χαράκτες

 

     Με τίτλο «Νέοι Χαράκτες 2008 – 2009» πραγματοποιείται έκθεση  διακεκριμένων  χαρακτών, στο αίθριο του 1ου ορόφου της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας Μουσείο Γ.Ι . Κατσίγρα . Πρόκειται για σύγχρονους καλλιτέχνες οι οποίοι έχουν δείξει μεγάλη δραστηριότητα και συνεχίζουν να προβληματίζουν με τα μηνύματα που στέλνουν μέσα από τα έργα τους, έχοντας βέβαια κοινή διάθεση να αναδείξουν την εικαστική αυτή περιοχή προς τα έξω, είτε χρησιμοποιώντας παραδοσιακές μεθόδους, είτε σύγχρονα μέσα και υλικά είτε παντρεύοντας και τα δύο με μεγάλο κέφι και μαεστρία.
     Για να θαυμάσει και να εκτιμήσει κανείς σωστά τις δημιουργίες των καλλιτεχνών, θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζει κάποια βασικά ιστορικά και τεχνικά στοιχεία, της χαρακτικής τέχνης. Η τεχνική, η ποιότητα του χαρτιού, το παιχνίδι με το φως (chiaro – scuro), η πλαστικότητα της χάραξης καθώς και η καθαρότητα του χρώματος της μελάνης, είναι εκείνα τα στοιχεία που θα καθορίσουν την αξία ενός χαρακτικού έργου και όχι η θεματογραφία του. Η χαρακτική έχει μια ιδιαίτερη ξέχωρη αλλά και εξίσου δυναμική παρουσία στο χώρο της τέχνης με τη γλυπτική και τη ζωγραφική.
     Χαρακτικό έργο, λέγεται, κάθε τυπωμένη εικόνα, που έχει πρώτα χαραχτεί στο ξύλο, στο μέταλλο, στην πέτρα ή σε οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια .
     Η πρώτη τυπωμένη εικόνα σε χαρτί χρονολογείται στην Κίνα, όπου οι Κινέζοι τύπωναν τα βιβλία τους πάνω σε έντυπη πλάκα από ξύλο. Τέτοιο δείγμα ( 868 μ.Χ.) βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
     Σύντομα η τέχνη αυτή περνά στην Κορέα και από εκεί στην Ιαπωνία όπου γνωρίζει μεγάλη άνθηση.
     Στην Ευρώπη τον 14ο αιώνα η μεγάλη ζήτηση εικόνων με θρησκευτικό περιεχόμενο, βοηθούν ν΄ αναπτυχθεί η τέχνη της ξυλογραφίας, η οποία κυριαρχεί μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα ως τη στιγμή που οι εκδότες στρέφονται στη χαλκογραφία, ανοίγοντας νέους δρόμους στην τέχνη του βιβλίου, περιορίζοντας την ξυλογραφία σε διακοσμητικά θέματα.
Στην αρχή επειδή οι καλλιτέχνες είχαν δυσκολία με την τεχνική, δανείζανε το σχέδιο τους σε τεχνίτες λιθογράφους ή χαλκογράφους και αυτοί με τη σειρά τους αναλαμβάνανε τη μεταφορά του στο χαλκό ή την πέτρα για εκτύπωση. Έτσι είχαμε έργα υπογεγραμμένα από μεγάλους καλλιτέχνες δίχως βέβαια οι ίδιοι να έχουν αγγίξει χαλκό ή πέτρα.
     Υπάρχουν συνεργασίες καλλιτεχνών και τεχνιτών όπως το παράδειγμα του μεγάλου καλλιτέχνη της ξυλογραφίας Αλμπερ Ντύρερ που εμπιστεύεται τα σχέδιά του στον τεχνίτη χαράκτη Φράντς. Το ίδιο γίνεται και από τους Λούκας Κράναχ, Αλτόρφερ, Ολμπάϊν κ.ά. Στη συνέχεια απ’ τα χέρια των τεχνιτών η χαρακτική έρχεται στα χέρια των καλλιτεχνών.
     Ο Ρέμπραντ μέσα από την καταπληκτική τεχνική του Μαύρου – Άσπρου οδηγεί την τέχνη της χαλκογραφίας στην τελειότητα.
     Ο Ροντέν ιδρύει την εταιρεία Γάλλων ζωγράφων και χαρακτών παρακινώντας τους Ρενουάρ, Σεζάν, Λωτρέκ, Μπονάρ, Πισσαρό, Ντελωνέ ν’ ασχοληθούν με την χαρακτική. Τότε ο Λωτρέκ επινοεί την έγχρωμη Λιθογραφία και ο Γκωγκέν ανανεώνει την ξυλογραφία .
     Η χαρακτική πια βρίσκεται στα χέρια των ζωγράφων – χαρακτών και από την αρχή του περασμένου αιώνα οι Πικάσο, Ματίς, Σαγκάλ καταφεύγουν σ’ αυτή για να εκφραστούν.
     Στην Ελλάδα κάνει την εμφάνισή της στα τέλη του 18ου αιώνα και το 1843 αρχίζει να διδάσκεται στο Πολυτεχνικό Σχολείο, όπως λεγόταν τότε η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
     Σήμερα εντυπωσιακή είναι η αίσθηση της χαρακτικής όπου με τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες και νέα υλικά ανοίγουν δρόμους για καινούριες μεθόδους εκτύπωσης και επινοούνται οι Μικτές Τεχνικές.
     Η χαρακτική διακρίνεται σε τρεις βασικές μεθόδους χάραξης: την ξυλογραφία, την χαλκογραφία και τη λιθογραφία.
Ξυλογραφία
 
     Η πρώτη μέθοδος χαρακτικής είναι η ξυλογραφία με δύο βασικές τεχνικές. 1) Η τεχνική σε πλάγιο ξύλο όπου τα κομμάτια ξύλου είναι παρμένα από κορμούς δέντρων κομμένα παράλληλα με τις ίνες του κορμού. Η αχλαδιά, η κερασιά, η μηλιά και η καρυδιά προτιμώνται επειδή όταν στεγνώσουν δε σκάνε. 2) Η τεχνική σε όρθιο ξύλο όπου οι πλάκες προέρχονται από το εγκάρσιο κόψιμο του κορμού των δέντρων και κολλιούνται για να δημιουργηθούν μεγαλύτερες επιφάνειες. Τα είδη ξύλου που χρησιμοποιούνται γι’ αυτή την τεχνική είναι το κελεμπέκι και το τσιμισίρι, τα οποία είναι πάρα πολύ σκληρά. Σ’ αυτά τα ξύλα λόγω της σκληρότητάς τους η εργασία είναι πιο λεπτή και με εργαλεία όμοια της χαλκογραφίας, έχουμε καταπληκτικά περάσματα από το καθαρό άσπρο στο καθαρό μαύρο.
     Ο καλλιτέχνης σχεδιάζει με σινική μελάνι ή μεταφέρει με καρμπόν το θέμα από την ανάποδη πλευρά πάνω στο ξύλο και με ειδικά μαχαιράκια, τις γούζες και το καλέμι χαράζοντας αφαιρεί ό,τι δεν πρέπει να τυπωθεί.
     Στη συνέχεια περνάει τυπογραφικό μελάνι μ΄ έναν κύλινδρο ώστε να μελανωθεί ό,τι εξέχει (τα σκαμμένα μέρη μένουν λευκά). Έπειτα τοποθετεί επάνω στη μελανωμένη επιφάνεια ένα ειδικό χειροποίητο χαρτί Ιαπωνίας πιέζοντάς το, μ’ ένα λείο μεταλλικό εργαλείο (burnissoir)  ή το τυπώνει στο πιεστήριο.
     Στην έγχρωμη ξυλογραφία τηρείται η ίδια διαδικασία αλλά απαιτούνται τόσες πλάκες όσες τα χρώματα του έργου.
     Σήμερα χρησιμοποιούνται και άλλα υλικά όπως το plexiglass, το linoleum κ.α.
Χαλκογραφία
 
     Η χαλκογραφία λίγο νεώτερη από την ξυλογραφία είναι η μέθοδος της χαρακτικής με τα πιο πλούσια αποτελέσματα . Γίνεται σε πλάκες από χαλκό, τσίγκο ή ατσάλι και ανήκει στη βαθιά φόρμα εκτύπωσης.
     Ένας από τους τρόπους χάραξης της χαλκογραφίας είναι η « Οξυγραφία » η χάραξη δηλαδή με οξύ. Επάνω στη μεταλλική επιφάνεια που είναι καλά γυαλισμένη, περνιέται ένα ειδικό βερνίκι. Αφού στεγνώσει, ο καλλιτέχνης χαράζει με μεταλλική μύτη στο σχέδιό του. Μετά βυθίζει την χαραγμένη πλάκα σε λεκάνη με διάλυμα νιτρικού οξέος και νερού. Το οξύ τρώει όλες τις ακάλυπτες από το βερνίκι γραμμές.
     Στη συνέχεια το βερνίκι αφαιρείται, καλύπτεται η πλάκα με μελάνι, μπαίνει στο πιεστήριο και επάνω της τοποθετείται ελαφρά νωπό το χαρτί της εκτύπωσης. Άλλες τεχνικές της χαλκογραφίας είναι οι: Aqua tinta ( οξυγραφία), Pointe sechel (βελονογραφία), Taill Douce (χαλκογραφία), Maniere (ξεστό), Eau – forte (οξυγραφία).
Λιθογραφία
     Τέλος η Λιθογραφία αποτελεί το νεότερο κλάδο της χαρακτικής. Το βασικό υλικό είναι η πέτρα. Πάνω στην επίπεδη και στιλπνή επιφάνεια πάχους ως δέκα εκατοστών, καλλιτέχνης αντί να σκαλίσει, σχεδιάζει με λιθογραφικά κραγιόνια και αφού τα στερεώσει με διάλυμα αραβικής γόμας και νιτρικού οξέος, η πλάκα βρέχεται και μελανώνεται με κύλινδρο.
     Το μελάνι εκτυπώσεως πιάνει μόνο εκεί όπου η πλάκα είναι λιπασμένη με το κραγιόνι ή τη χημική (διάλυμα αραβικής γόμας και νιτρικού οξέος), ενώ στα υπόλοιπα σημεία το νερό εμποδίζει το μελάνι να πιάσει. Τέλος τοποθετείται το χαρτί πάνω στη μελανωμένη επιφάνεια και τυπώνεται στο λιθογραφικό πιεστήριο.
     Χαρακτηριστικό ακόμη είναι πως σε κάθε αντίτυπο κάτω αριστερά, σημειώνεται ένα νούμερο που μας πληροφορεί πόσα αντίτυπα εκτυπώθηκαν και ποιο είναι το συγκεκριμένο (π.χ.3/55 – εκτυπώθηκε σε ¨55¨ αντίτυπα και το συγκεκριμένο είναι το ΄3¨ στη σειρά). Δίπλα στο νούμερο σημειώνεται η τεχνική του, (π.χ. Eau – Forte –
οξυγραφία) και κάτω δεξιά μπαίνει η υπογραφή του καλλιτέχνη με την ημερομηνία.
     Πρέπει ακόμη να σημειωθεί πως υπάρχουν καλλιτέχνες που δεν αριθμούν τα αντίτυπα του χαρακτικού τους έργου και τα ονομάζουν δοκίμιο (epreuves).
 Ένα χαρακτικό έργο είναι γνήσιο όταν:
  •   Ο καλλιτέχνης έχει μόνος του σχεδιάσει, χαράξει, ετοιμάσει τις επιφάνειες που θα τυπώσει και τα αντίτυπα έχουν εκτυπωθεί από τον ίδιο.
  •   Η χαρακτική έχει ένα μεγάλο προνόμιο, τα αντίτυπα. Κυκλοφορεί ευκολότερα και επικοινωνεί με περισσότερο κόσμο.
     Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην αξιόλογη αυτή έκθεση ως τις 31 Δεκεμβρίου είναι οι παρακάτω: Αναστασίου Βασιλική, Αντωνιάδη Ειρήνη, Αχείμαστου Φανή, Βασδέκη Ευα, Γεωργά Ματίνα, Δεληγιάννη Πατρίτσια – Ευγενία, Δελφίνο Ιωάννα, Διονυσοπούλου Ελισσάβετ, Ζαβιτσάνου Μαρία, Καρακώστας Κωνσταντίνος, Κλέβες Κρίσικο, Κόκκαλης Λάζαρος, Κοντόνης Ανδρέας, Κυριακίδου Ελένη, Λιβανού Ελένη, Μαρκόπουλος Κώστας, Μητσάνη Φαίη, Μπεζιργιαννίδου Χρύσα, Πάλλης Γεώργιος, Πεταλάς Μιλτιάδης, Πλεύρη Παρασκευή, Τσαγγάρης Γιώργος, Τσιρογιάννης Δημήτριος, Fabry Timea, Φαλιάγκας Αθανάσιος, Φαντάρος Μιχάλης, Φερεντίνος Παναγιώτης, Φραγκουλίδου Ράνια, Χαρακτινού Άννα, Χαροκόπου Αναστασία, Χατζίρη Αναστασία.
Αναγνωστόπουλος Σωτήριος
Καθηγητής εικαστικών

 

Top