Στο πλαίσιο του μαθήματος της Θεατρολογίας, η Δέσποινα Ζιάκα και η Νικολέτα Κουκουμάνη αναζήτησαν στοιχεία για 2 εξέχουσες προσωπικότητες του θεάτρου, τον Κονσταντίν Στανισλάφσκι και τον Κάρολο Κουν.
Κονσταντίν Σεργκέβιτς Στανισλάφσκι, ο θεμελιωτής της θεατρικής σκηνοθεσίας. Από την Δέσποινα Ζιάκα, της Α” Λυκείου
Ο Κονσταντίν Σεργκέγεβιτς Στανισλάφσκι ήταν σκηνοθέτης και πρωτοπόρος της υποκριτικής του ρωσικού θεάτρου, υπεύθυνος μιας μεγάλης καινοτομίας στην υποκριτική που χρησιμοποιείται από τον 20ό αιώνα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ωστόσο, έχει καταχωριστεί στην Ιστορία του Θεάτρου, ως ο μεγάλος Δάσκαλος αφού αυτός πρώτος συστηματοποίησε αυτά που είναι διδακτέα στην Υποκριτική τέχνη, τα σχετικά με τη ψυχοδιανόηση του ηθοποιού. Μέχρι τον Στανσιλάβσκι, στις δραματικές σχολές η διδασκαλία αφορούσε μόνο στη σωματική εκπαίδευση των ηθοποιών π.χ. μπαλέτο, ξιφασκία ή στην εκμάθηση τονισμών και χειρονομιών. Η διδασκαλία του αποτέλεσε πραγματικό ορόσημο και έγινε Σχολή σκέψης και πρακτικής, που διαπότισε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό όλα τα μεγάλα σύγχρονα θεατρικά ρεύματα. Άλλωστε, τα περισσότερα από αυτά δημιουργήθηκαν από άμεσους μαθητές του ή μαθητές αυτών.
Στόχος του ηθοποιού κατά τον Στανισλάβσκι, είναι η επίτευξη της σκηνικής αλήθειας και απλότητας. Για την σκηνική αλήθεια, απαραίτητη είναι η έμπνευση. Όχι μια έμπνευση τυχαία, αλλά μια έμπνευση-αποτέλεσμα μιας συνειδητά σκληρής εργασίας, που κάνει «το δύσκολο σύνηθες, το σύνηθες εύκολο και το εύκολο όμορφο», όπως έλεγε κι ο πρίγκιπας Βολκόνσκυ. Ο δάσκαλος Στανισλάβσκι δεν πίστευε στο νατουραλισμό που παρουσιάζει την επιφάνεια της ζωής, αλλά στο ρεαλισμό που είναι η αλήθεια του περιεχομένου. Κεντρικός πυρήνας της διδασκαλίας του, η ουσία του συστήματος του ήταν «η μέθοδος των σωματικών ενεργειών», το πώς δηλαδή ο ηθοποιός θα έπρεπε να φτάσει μέσα από συνειδητούς δρόμους στο υποσυνείδητο και στο εσώτερο είναι, για να επιτύχει την έμπνευση που θα τον οδηγήσει στη σκηνική αλήθεια. Θεωρούσε αδιάσπαστα το συνειδητό και το υποσυνείδητο, το έξω και το μέσα, το σώμα και τη ψυχή και συμφωνούσε με τον ηθοποιό Σαλιάπιν ότι «η χειρονομία είναι κίνηση της ψυχής και όχι του σώματος». Επομένως δεν νοείται εξωτερική σωματική έκφραση χωρίς εσωτερική εμπειρία. Κάθε ανθρώπινη ενέργεια ή συμπεριφορά είναι μία διαδικασία ψυχοσωματική, που μάλιστα εντάσσεται και προσαρμόζεται σε ένα περιβάλλον.
Έλεγε χαρακτηριστικά: «Αγάπα την τέχνη μέσα σου κι όχι εσένα στην τέχνη».
Κάρολος Κουν, ο ιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης. Από την Νικολέτα Κουκουμάνη, της Α” Λυκείου
Δημιουργός τέχνης και παιδαγωγός του θεάτρου. Γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1908 στην Προύσα. Μοναχικό παιδί, ο Κάρολος μεγάλωσε σ” ένα αστικό σπίτι, με γκουβερνάντα και μια καθηγήτρια πιάνου ανάμεσα στους κατ” οίκον διδασκάλους. Από πολύ μικρός άρχισε να ξεδιπλώνει τα καλλιτεχνικά του χαρίσματα. Σχημάτιζε μελωδίες και έκοβε τα μοντέλα από τα περιοδικά μόδας της μητέρας του κι έκανε θέατρο. Τα έπιπλα του σαλονιού ήταν το σκηνικό που έπλαθε η φαντασία του. Οι πολυθρόνες γίνονταν βράχοι και τα χαλιά θάλασσα.
Σπούδασε Αισθητική στη Σορβόννη και το 1929 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Ελλάδα. Έπιασε δουλειά ως καθηγητής Αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών, όπου άρχισε να κάνει τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις με τους μαθητές του, με μικρά σκετς που έγραφε ο ίδιος. Το 1938 εγκαταλείπει το Κολέγιο και συνεργάζεται με τους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Όμως, το όνειρο του ήταν να δημιουργήσει τη δική του μόνιμη, αφοσιωμένη ομάδα, να φτιάξει ηθοποιούς που να βλέπουν το θέατρο ως λειτούργημα και όχι ως επαγγελματική ενασχόληση. Το όνειρό του αυτό έγινε πραγματικότητα το 1942, ιδρύοντας μέσα στο σκοτάδι της γερμανικής κατοχής το Θέατρο Τέχνης. Οι οικονομικές δυσχέρειες τον ανάγκασαν να αναστείλει τις δραστηριότητες του Θεάτρου Τέχνης το 1950. Τότε κλήθηκε να σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο, όπου ανέβασε πέντε έργα: «Ερρίκος Δ’», «Άνθρωποι και ποντίκια», «Οι τρεις αδερφές», «Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός», «Ο θείος Βάνιας».
Το 1959 παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών τους «Όρνιθες», στο Ηρώδειο. Η παράσταση διακόπηκε από τις έξαλλες διαμαρτυρίες και τα γιουχαΐσματα του κοινού, ενώ η κυβέρνηση επενέβη δραστικά…
Η Μεγάλη Πορεία είχε αρχίσει από το 1954, οπότε ξανάστησε το θέατρο Τέχνης, στη δική του πια μόνιμη στέγη στο κυκλικό Υπόγειο της Στοάς Ορφέως. Στη δεκαετία 1974-1983 δημιούργησε για πρώτη φορά και Β” σκηνή, τη «Λαϊκή», που λειτούργησε στο Θέατρο Βεάκη. Το 1980 το θέατρο Τέχνης μπήκε στην Επίδαυρο με τη μεγαλειώδη παράσταση της τριλογίας «Ορέστεια» του Αισχύλου. Με παραστάσεις αρχαίου δράματος όργωσε την Ευρώπη και γύριζε πάντα στην Ελλάδα θριαμβευτής. Στις αρχές του 1985 απέκτησε και δεύτερη θεατρική αίθουσα στην Πλάκα, με τη βοήθεια της Πολιτείας.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1987 εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία» με έντονους πόνους στο στήθος. Άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη, που λίγο καιρό πριν είχε αρχίσει να σκηνοθετεί στο «Υπόγειο», στο Θέατρο Τέχνης…