Στήλη: Ιστορίες

ΕΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

5 ΕΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΕΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

Μια μέρα ο πατέρας ενός αγοριού και ενός κοριτσιού, διδύμων 9 ετών, αφού πρώτα εξήγησε το νόημα των Αποκριών και τα έθιμα που ισχύουν στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο, τους ρώτησε πώς ο καθένας τους θα φανταζόταν ένα ξεχωριστό καρναβάλι σαν αυτό να ήταν το καρναβάλι της φαντασίας τους που να συνέβαινε στην πραγματικότητα.

Ο γιος φαντάστηκε και περιέγραψε ένα μεγάλο πάρτι, σε ένα γήπεδο σαν ιππόδρομο, που όλες οι κερκίδες ήταν με γυάλινες καρέκλες και με ειδικά κουμπιά για να παραγγέλνει ο καθένας ο, τι θέλει. Γύρω-γύρω στις χωμάτινες διαδρομές να κάνουν παρέλαση όλα τα ζώα, από ελέφαντα και λιοντάρι μέχρι καμηλοπάρδαλη, όλα πολύχρωμα και στολισμένα, όλα ζεμένα σαν άλογα, με αναβάτες παιδιά, χαρούμενα και ζωηρά. Το εσωτερικό του σταδίου με ξύλινα άσπρα παραπετάσματα, ύψους ίσα με δυο παιδιά, και στη μέση όλη η επιφάνεια στρωμένη με μια γιγάντια πολύχρωμη τούρτα. Και μετά από κάθε γύρο του κόσμου των ζώων στο γήπεδο να σηκώνεται πιο μέσα στην τούρτα περιμετρικά, ίσα με δυο παιδιά στο πλάτος κι άλλα δυο στο ύψος, ένα σκαλοπάτι με άλλη τούρτα πιο πολύχρωμη κάθε φορά. Και κάθε φορά να ψηλώνει η τούρτα μέχρι που μετά από πολλούς γύρους, πολλά χρώματα, πολλά πυροτεχνήματα, η τούρτα στο κέντρο της να φτάσει μέχρι τον ουρανό. Κι όταν φτάσει, να βγει από μέσα ο βασιλιάς καρνάβαλος σε χρυσό θρόνο, με αριστερά του τον ένα βοηθό του, λεπτό, ντυμένο στα μωβ, και τον άλλο βοηθό του, χοντρό, ντυμένο στα πράσινα. Με πυροτεχνήματα και πολλά δώρα που σαν πέφταν από τον ουρανό γινότανε χαμόγελα και μελωδίες.

Η κόρη φαντάστηκε και περιέγραψε έναν άλλο κόσμο με αχανείς πεδιάδες γεμάτες με ροζ γκαζόν και σοκολατένια δέντρα και λουλούδια, χωρίς βουνά και ποτάμια παρά μόνο ζωγραφιστά, χωρίς σύννεφα στον ουρανό αλλά να χαϊδεύουνε τα λουλούδια. Και μέσα σε μια τέτοια πεδιάδα να βρίσκεται ένα χωριό, του βασιλείου του καρνάβαλου, γεμάτο μαγαζιά και γελαστούς ανθρώπους που κατασκευάζανε παιχνίδια, δώρα και στολίδια και τα μοιραζότανε όλα μεταξύ τους χωρίς να μένει κανένας παραπονεμένος. Γύρω-γύρω από το χωριό ένας δρόμος χωρίς περίφραξη χωρίς φύλακες, χωρίς καθίσματα. Σαν ξεκινήσει το πανηγύρι και η παρέλαση των πολύχρωμων και πανύψηλων αρμάτων, καθένα με διαφορετικές παρέες ανθρώπων και ζώων, όλοι γύρω από το δρόμο να χορεύουνε με μια μουσική πανδαισία που αντηχεί σε όλη την πεδιάδα. Η βασίλισσα επιβλητική στο ψηλότερο άρμα πανέμορφη, με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, ντυμένη με ρούχα φτιαγμένα από τις σκέψεις των παιδιών και με καρφιτσωμένα πάνω τους γράμματα με ευχές για τους φίλους τους. Και σαν ρίχνει τα γράμματα από ψηλά, αυτά γίνονται στολίδια και άνθη και σκεπάζουν όλο το χωριό με ένα πέπλο κουφετί που μυρίζει βανίλια και βατόμουρο.

Χάρηκε ο πατέρας λοιπόν, που μαζί με όλα τα διαφορετικά καρναβάλια που είχε ζήσει ο ίδιος και που είχε διαβάσει κι ακούσει, έμαθε για αυτά τα δυο τόσο ξεχωριστά καρναβάλια, και θα έβαζε στοίχημα πλέον ότι συμβαίνανε και αυτά σε έναν άλλο κόσμο, των θαυμάτων και των παραμυθιών, που όμως δυστυχώς μόνο ένα παιδί στην ψυχή έχει την ικανότητα να ζήσει. Και ξαφνικά θέλησε τόσο πολύ να ξαναγίνει παιδί!

Μπάμπης Δρόσος (Γ1)

 Αναστασία-Μαρία Δρόσου (Γ2)

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

«Η Σοφούλα και οι φίλοι της»

Μια φορά και έναν καιρό ήτανε μια κουκουβάγια που την έλεγαν Σοφούλα. Η Σοφούλα λοιπόν δεν ήταν μόνη της, είχε και τέσσερις φίλους! Κουκουβάγιες βέβαια! Την Έμμα, την Ηλέκτρα, την Σμαράγδα και τη Μίκα.

Μια μέρα τσακώθηκαν για το ποια θα τα φυλάξει στο κρυφτό μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων και λίγο πριν αρχίσει η βραδινή τους παρακολούθηση. Η Σοφούλα έλεγε να τα φυλάξει η Μίκα, η Μίκα η Σοφούλα αλλά καμιά τους δεν ήθελε να τα «φυλάξει».

Μίκα – Καλύτερα να παίξουμε κάποιο άλλο παιχνίδι. Τι λέτε;

Τα κορίτσια συμφωνούν με την Μίκα – γιατί είναι η μεγαλύτερη- και παίζουν τελικά κουκουβαγιοκυνηγητό.

Ηλέκτρα – Ποιος όμως θα κυνηγάει ; 

Σμαράγδα – Μα γιατί να μη κάνουμε αριθμάκια;

Ηλέκτρα – Ωραία ιδέα!

Σμαράγδα – Λοιπόν είσαι το 1 εσύ Σοφούλα, το 2 Μίκα, το 3 Ηλέκτρα και εγω το 4. Οκ;

                     Σοφούλαααα που είσαι Σοφούλα; Παίζουμε κυνηγητό τελικά.

Πιάσε με λένε όλα τα κορίτσια στη Σοφούλα που κληρώθηκε να κυνηγάει. Έπαιξαν πολλή ώρα μέχρι που φάνηκαν πέρα μακριά τα φώτα της πόλης και η μαμάδες κουκουβάγιες καλούσαν τα κορίτσια τους να πάρουν θέση στα κλαδιά  τους.

Τους άρεσε τόσο πολύ που έδωσαν ραντεβού για αύριο κληρώνοντας άλλον αριθμό κάθε μέρα.

«Ναι τέλεια»! ακούστηκε με μια φωνή.

-        Αύριο γεια! 

-        Γεια!

-        Γεια!

-        Γεια! Ραντεβού στο γνωστό μέρος. 

Δέσποινα- Αλεξάνδρα Κουρούμαλου (Δ1)

 

« Η μυστηριώδης σπηλιά»

Κάποτε, ήταν τρία παιδιά η Μυρτώ, η Εύα και η Εβίνα μπήκαν σε μία ξεχασμένη σπηλιά που βρήκαν τυχαία σε κάποια παραλία. Ήταν αρχές Φθινοπώρου και όλα ήταν γκρίζα και απομονωμένα.

Αποφάσισαν από περιέργεια να μπουν μέσα και ένοιωσαν σα να μπήκαν σε ένα φανταστικό κόσμο. Ότι ζητούσαν το είχαν ξαφνικά. Ήταν όλα πολύ φωτεινά και τακτοποιημένα. Έκαναν ευχές και πραγματοποιούνταν. Ξαφνικά μετά από λίγο η μαγεία των ευχών χάθηκε. Οι ευχές έγιναν καταραμένες. Τα κορίτσια τρέξανε να βγουν από τη σπηλιά αλλά η είσοδος είχε κλείσει από κατολίσθηση. Η γη άρχισε να τρέμει.

«ΒΟΗΘΕΙΑ, ΒΟΗΘΕΙΑ, ΒΟΗΘΕΙΑ» φώναζαν, αλλά δεν τους άκουγε κανείς.

Στο μεταξύ έξω από τη σπηλιά ήταν ένας κύριος έξω από τη σπηλιά που έπαιζε σκάκι. Άκουσε τις φωνές αλλά δεν έδωσε σημασία. Φήμες έλεγαν ότι αυτός ήταν Μάγος και ότι αυτός με τα μαγικά του προκάλεσε την κατολίσθηση. Ξαφνικά σταμάτησε το σκάκι , έβγαλε το ραβδί του και είπε: «Κλόουν, σαλάμι και άλλα πολλά τα τρία κορίτσια να γίνουν αγάλματα. Η σπηλιά άνοιξε αλλά κανείς δε βγήκε.

Μετά από 2 εβδομάδες ένας περαστικός που ήταν αρχαιολόγος μπαίνοντας μέσα στη σπηλιά βρήκε τα αγάλματα και τα πήγε στο μουσείο. Ένα βράδυ τα αγάλματα-κορίτσια ζωντάνεψαν και έφυγαν από το μουσείο. Χάθηκαν όμως γιατί δεν ήξεραν που ήταν και που να πάνε. Μετά από μια μέρα περιπλάνησης στους δρόμους τους βρήκε η αστυνομία. Τα κορίτσια είπαν την περιπέτεια τους αλλά κανένας δε τους πίστεψε. Μετά από λίγες μέρες πήγαν σε ένα χωριό, όμως κι εκεί οι κάτοικοι δε τους πίστεψαν. Νόμιζαν ότι τα κορίτσια διηγούνταν ένα όνειρο.

Στο τέλος ειδοποιήθηκαν οι γονείς τους και πήγαν στα σπίτια τους. Πότε δεν ξαναπήγαν σε αυτό το μέρος και με τα χρόνια που πέρασαν πίστεψαν και οι ίδιες ότι έζησαν μια μαγική περιπέτεια . Κάτι σαν όνειρο!

ΤΕΛΟΣ.

Μυρτώ Διαμαντοπούλου – Εύα Φουντουλάκη – Εβίνα Μαρκάκη (Δ1)           

 

 

Η ηχώ της μυστηριώδους σπηλιάς

Μια ομάδα παιδιών με σκοπό να λύσουν ένα μυστήριο ξεκίνησαν να ψάχνουν την λύση του. Αυτό το μυστήριο ήταν πολύ δύσκολο να λυθεί. Γι ΄αυτό άρχισαν να ψάχνουν. Έψαχναν για μέρες, εβδομάδες, μήνες αλλά, τίποτα. Ένα πρωινό ψάχνοντας σε μια παραλία αντίκρισαν μια θεόρατη σπηλιά. Κανείς δε τολμούσε να μπει. Όλοι φοβούνταν. Ύστερα από λίγο βρέθηκε ένας θαρραλέος και προσφέρθηκε να μπει. Ο αρχηγός της παρέας είπε:

-« Να ένας γενναίος στην παρέα μας!»

Ο «θαρραλέος έκανε τελικά δυο βήματα και γύρισε πίσω. Το μετάνιωσε. Έτσι τους πρότεινε να μπουν όλοι μαζί και να κρατάει ο ένας το χέρι του άλλου. Τότε όλοι συμφώνησαν και μπήκαν μέσα με κομμένη ανάσα. Μέσα στη σπηλιά δεν έβλεπαν τίποτα. Πυκνό σκοτάδι επικρατούσε παντού. Ακούγονταν διάφοροι θόρυβοι και όλοι ήταν τρομοκρατημένοι και ούρλιαζαν. Όσο προχωρούσαν άκουγαν μια βαριά φωνή και όσο περπατούσαν πιο βαθιά στη σπηλιά η φωνή γινόταν πιο απαλή. Αυτή η φωνή ήταν ενός κλέφτη που κρύβονταν το πρωί και ζούσε εκεί. Παρέσυρε τα παιδιά με τους ήχους της φωνής του προς το άγνωστο. Ήθελε να τα ληστέψει και να τα απομακρύνει από τη χώρα. Αυτό τελικά έγινε και τα παιδιά δεν ήξεραν που ήταν ούτε πώς βρέθηκαν εκεί.

Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφεραν να ξεφύγουν από εκεί που ήταν φυλακισμένα. Ο δρόμος που πήραν τους πήγε ακόμα πιο μακριά από τα σπίτια τους. Ήταν πολύ εξαντλημένα, πεινούσαν και είχαν πολλές μέρες να πλυθούν… δεν άντεχαν άλλο!  

Τα παιδιά έγιναν αστέρια στον ουρανό, γράφτηκαν βιβλία γι ΄αυτά και κανένας δε τα ξέχασε ποτέ. Τα θυμόνται πάντα σαν την ομάδα παιδιών που όλο ένα μυστήριο τους απασχολούσε. Άλλοτε το έλυναν αλλοτε όχι όπως τώρα που χάθηκαν μυστηριωδώς!       

Η ζωή τους συνεχίστηκε κάπως έτσι …

Μαριλού Κοντοπούλου – Κυβέλη Βεστάρχη – Θάλεια Κωστοπούλου (Δ1)

Story Time

CaptureCapture.2PNG

Top