Κορυφαίο γεγονός της επανάστασης που συγκλόνισε όλη την Ευρώπη αποτέλεσε η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και η ηρωική Έξοδος των Μεσολογγιτών τον Απρίλιο του 1826.
Τον Απρίλιο του 1825 ξεκίνησε η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου αρχικά από τον Κιουταχή και στη συνέχεια από τον Ιμπραήμ Πασά. Η πολιορκία του Μεσολογγίου κράτησε σχεδόν ένα χρόνο. Τον πρώτο καιρό οι πολιορκημένοι απέκρουσαν με επιτυχία τους Τούρκους, με τη βοήθεια του Μιαούλη που τους εφοδίαζε με τρόφιμα και πολεμοφόδια και του Καραϊσκάκη και άλλων οπλαρχηγών της Ανατολικής Στερεάς, και ανάγκασαν τον Κιουταχή να υποχωρήσει.
Τον Δεκέμβριο του 1825 όμως ο Ιμπραήμ έφτασε στο Μεσολόγγι για να ενισχύσει τα οθωμανικά στρατεύματα και ανέλαβε την αρχηγία της πολιορκίας, ώστε ο αποκλεισμός της πόλης να γίνει πιο στενός.
Χωρίς οργάνωση και οικονομικούς πόρους, οι ελληνικές δυνάμεις αδυνατούσαν να κινηθούν από ξηράς εναντίον των πολιορκητών, ενώ τα ελληνικά καράβια δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Οι πολιορκημένοι, εξαντλημένοι από τις μάχες, τις ασθένειες και την έλλειψη τροφής και πολεμοφοδίων, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πόλη με μυστική βραδινή έξοδο.
Η έξοδος έγινε τη νύχτα της 10ης Απριλίου του 1826, ξημερώνοντας Κυριακή των Βαΐων. Χωρισμένοι σε τρεις ομάδες, οι ένοπλοι θα προστάτευαν ανάμεσά τους τα γυναικόπαιδα, ενώ όσοι δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν, θ” αντιστέκονταν μέσα στην πόλη ανατινάζοντας πυριτιδαποθήκες. Καθώς όμως οι πολιορκητές επαγρυπνούσαν, μόνο ένα μέρος της φρουράς κατόρθωσε να διαφύγει, ενώ οι περισσότεροι άμαχοι επάνω στη σύγχυση οπισθοχώρησαν στο Μεσολόγγι, χάνοντας τη ζωή τους. Η πόλη κυριεύθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς. Τα γυναικόπαιδα που αιχμαλωτίστηκαν, πουλήθηκαν ως σκλάβοι.
Η αντίσταση και η πτώση του Μεσολογγίου διαδόθηκαν στην Ευρώπη. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός από τη Ζάκυνθο, έγραψε το έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·1
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ” έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου “γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι όσ” άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ” άρματα σε κλειούνε.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Τρέμ” η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
Tι να σκέφτονταν άραγε οι έφηβοι Μεσολογγίτες τις τελευταίες μέρες πριν την Έξοδο;
Με τη γνώση του ισορικού γεγονότος και μετά τη μελέτη των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Δ. Σολωμού οι σύγχρονοι έφηβοι, μαθητές του Α1, προσπαθούν να αποδώσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα εκείνων των νεαρών… καλλιεργώντας την ιστορική τους ενσυναίσθηση.
Ποιος θα το ‘λεγε ότι θα αποκρούαμε τον εχθρό και θα υπερασπιζόμασταν την πόλη για τόσο μεγάλο διάστημα; Η καρδούλα μας το ξέρει πόσο δύσκολα περνάμε, πόσο υποφέρουμε και πεινάμε. Και ενώ τους βλέπω όλους να πολεμάνε με πάθος και ύστερα να πεθαίνουν από την πείνα, αναρωτιέμαι ποιος ο λόγος για κάτι τόσο επώδυνο; Ο πατέρας μου μού λέει ότι όλο αυτό θα αποτελέσει αφορμή για έναν μεγάλο ξεσηκωμό, πολλοί άνθρωποι θα εμπνευστούν από εμάς και θα πιστέψουν στον αγώνα για την απελευθέρωση. Αυτό που δίνει σε όλους κουράγιο είναι η ιδέα της ελευθερίας. Και έχουν δίκιο! Κάθε μέρα καταφθάνουν εδώ πατριώτες και άλλοι σύμμαχοι. Όλοι τους πλέον έχουν ένα κοινό σκοπό, την απελευθέρωση του τόπου. Για όλους αυτούς, το γεγονός ότι ακόμη κι αν πεθάνουν, θα έχουν αντισταθεί, έχει ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που μου κάνει εντύπωση, όμως, είναι ότι ενώ έχουμε μπει στην άνοιξη και όλα στη φύση είναι γαλήνια, απόλυτα εναρμονισμένα και πανέμορφα, κανένας δεν υποκύπτει στον πειρασμό να τα παρατήσει και να γίνει μέρος αυτής της μαγείας. Δεν τον νοιάζει κανέναν αν θα ζήσει για να το απολαύσει αυτό. Το ίδιο και μένα πλέον. Για όλους μας αυτό που προέχει είναι η ελευθερία!
Λογαρίδης Αντώνης Α1
Πέθανε σήμερα και το μωρό μας, δεν άντεξε άλλο το κακόμοιρο. Το θάψαμε και αυτό με ό,τι δυνάμεις μας απέμειναν εμένα και της μάνας, δίπλα στα υπόλοιπα αδέρφια μου. Τα μάτια της έχουν στερέψει από το κλάμα. Φοβάμαι ότι θα την χάσω και αυτή στο τέλος, από τη θλίψη της. Αυτό που μου έκανε όμως κατάπληξη ήταν ο πατέρας. Σήμερα λύγισε, δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ έτσι στη ζωή μου. Ατένιζε μακριά, προς τη θάλασσα, με μάτια κενά από συναίσθημα, με το όπλο του στο χέρι. Κάποια στιγμή ξέσπασε σε δάκρυα. Ποιος, ο περήφανος πολεμιστής, το πιο ψύχραιμο και γενναίο άτομο που γνωρίζω…
Από τις 15 Μαρτίου έχουν τελειώσει τα ζώα. Ούτε καν χόρτα δεν υπάρχουν για να μαζέψουμε, αφού οι αγροί βρίσκονται έξω από το τείχος. Οι βομβαρδισμοί είναι αδιάκοποι και ανηλεείς. Η κατάσταση δεν πάει άλλο. Οι οπλαρχηγοί και οι πρόκριτοι της πόλης πήραν την απόφαση: θα γίνει έξοδος το Σάββατο του Λαζάρου. Αυτό ήταν λοιπόν. Ήρθε το τέλος. Δεν μπορώ να εμποδίσω τη σκέψη του ότι ήρθε πολύ νωρίς. Δεν είμαι παρά 16. Όμως, ο θάνατος αυτός είναι προτιμότερος από τον αργό της ασιτίας. Και έπειτα, ποτέ δεν θα δεχτούμε να παραδοθούμε. Είμαι περήφανη να πεθάνω ελεύθερη, παρά αιχμάλωτη και ταπεινωμένη στα χέρια των αγρίων. Είθε έτσι να τελειώσει η ζωή μου!
Ατζολιδάκη Χριστίνα Α1
Βοήθεια Θεέ μου. Εμφανίσου τώρα που σε χρειαζόμαστε και έλα να μας σώσεις σε παρακαλώ! Τα εφόδια, το νερό και το φαγητό τελειώνουν. Η κατάσταση είναι απελπιστική. Φοβάμαι! Δεν ξέρω πόσο ακόμα θα αντέξουμε. Βλέπω φίλους και συγγενείς να χάνονται καθημερινά στην μάχη. Ο πατέρας μου είναι σοβαρά τραυματισμένος δεν ξέρω αν θα επιζήσει για πολύ ακόμα. Θεέ μου βοήθα με! Είμαι πολύ μικρός για να φύγω. Θέλω να ζήσω, να νιώσω τις χαρές της ζωής, να κάνω την δική μου οικογένεια, να χαρώ τις μικρές στιγμές. Δώσε μας, Θεέ μου, σε όλους δύναμη να συνεχίσουμε τον αγώνα. Ελπίζουμε σε ένα θαύμα, μακάρι να τα καταφέρουμε… Πάω να ελέγξω την κατάσταση του πατέρα μου, ίσως να πέσω να κοιμηθώ και ‘γω, κουράστηκα πια..
Γκαγιαλής Νίκος Α1
Σήμερα είναι 10 Απριλίου. Προετοιμάζομαι για την ύστατη προσπάθεια ελευθερίας μαζί με τους συμπατριώτες μου. Γνωρίζω ότι είναι πολύ πιθανό σήμερα να θυσιαστώ ή να θυσιαστούν αδέρφια μου στον αγώνα. Η ιδέα του πανέμορφου φυσικού τοπίου είναι δελεαστική. Τα νερά της λίμνης, τα ολόλευκα βουνά, το ξερό χορτάρι. Μπορεί να είναι μια πρόκληση για πολλούς να αποφασίσουν να αφήσουν τη ζωή τους για την ελευθερία μας, όμως για εμένα η φύση απλά μου θυμίζει το σκοπό για τον οποίον αγωνιζόμαστε. Δεν μπορώ να κάτσω και να παρακολουθώ, ενώ μας κρατάνε πολιορκημένους, χωρίς να κάνω τίποτα γι΄ αυτό. Οι επόμενες γενιές επιβάλλεται να είναι ελεύθερες, ώστε να απολαύσουν αυτές τη φύση και τις άλλες χαρές της ζωής…
Γρίβας Ερμής Α1
Δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που βγήκα έξω από την πόλη, έχει περάσει τόσος πολύς καιρός από τότε που κλειστήκαμε εδώ μέσα, έχω χάσει τελείως την αίσθηση του χρόνου. Η κατάσταση εδώ είναι άθλια, πολλοί μετά βίας είναι ζωντανοί! Όλοι απ’ όσους βλέπω, καθώς περπατώ στα σοκάκια της πόλης τα απογεύματα, φαίνονται δυστυχισμένοι, ταλαιπωρημένοι, κουρασμένοι. Έχει χαθεί η ελπίδα, η ζωντάνια από τα μάτια τους. Η ζωή έχει γίνει πραγματικά δύσκολη. Ο εχθρός, που παραμονεύει εκτός της πόλης, δεν αφήνει καθόλου περιθώρια να γίνει ανεφοδιασμός. Δεν υπάρχει πια φαγητό για να φάμε, μας έχουν αναγκάσει να τρώμε ό,τι βρίσκουμε τριγύρω πεταμένο. Στις καλύτερες μέρες, τρώμε λίγο ψωμί που μπορεί να βρει η μητέρα, κάποιες φορές ακόμα και μουχλιασμένο και συχνά μοιάζει με «πέτρινο». Στις χειρότερες μέρες, τρώμε ποντίκια που τρέχουν ελεύθερα στα σπίτια και τους δρόμους ή ακόμα και μερικά από τα καημένα αδέσποτα σκυλιά και γατιά, που τα βρίσκουμε να αργοπεθαίνουν. Η πείνα αυτή, μαζί με την αρρώστια, είναι που σκοτώνουν περισσότερο και από τον εχθρό. Δεκάδες πεθαίνουν κάθε μέρα, γείτονες, φίλοι, συγγενείς. Αυτοί που φεύγουν έξω από την πόλη, για να αμυνθούν και να μας προστατεύσουν είναι πολλοί. Φεύγουν νωρίς το πρωί, πριν καν βγει ο ήλιος, αλλά λίγοι γυρίζουν στο τέλος της ημέρας. Οι άνθρωποί μας έχουν αρχίσει να «λιγοστεύουν», μας μένουν λίγοι που μπορούν ακόμα να πολεμήσουν. Βλέπω άτομα στους δρόμους να κλαίνε, γεμάτοι απελπισία, απόγνωση φόβο. Γιατί μας συνέβη αυτό; Θέλω μόνο να σταματήσουν όλες αυτές οι μάχες, να τελειώσει αυτός ο πόλεμος, ακόμα και αν πρέπει να παραδοθώ στον εχθρό. Το μόνο που επιθυμώ τώρα είναι να ηρεμήσω, να πάρω πίσω την παλιά ήρεμη ζωή μου και να απολαύσω την πανέμορφη ανοιξιάτικη φύση.
Ιωαννίδης Άγγελος Α1
Φτάνει πια! Δεν μπορώ άλλο! Είμαι εξαντλημένη, πεινάω, και φοβάμαι… Πόσες κακουχίες πια να αντέξει το αδύναμο κορμί μου; Έχω να φάω μέρες… Το λιγοστό φαΐ που μας έχει μείνει το φυλάω για τα αδέρφια μου που είναι μικρά και ακόμη πιο αδύναμα. Η μητέρα είναι σε άσχημη κατάσταση, δεν ξέρω πόσο ακόμα θα αντέξει. Ψάχνω παντού να βρω φαγητό και νερό για να τη βοηθήσω να μείνει δυνατή, και έτσι να μπορέσει να φροντίσει και τα αδέρφια μου, γιατί μόνη μου δεν ξέρω για πόσο θα τα βγάζω πέρα. Έχω χάσει πολλά από τα αγαπημένα μου πρόσωπα, πατέρα, φίλους, συγγενείς… Αν χάσω και όσους μου έχουν μείνει δεν ξέρω πώς θα επιζήσω. Ταυτόχρονα, όμως, φοβάμαι και για τον εαυτό μου… Είμαι ακόμα 15 χρόνων, δεν μπορεί να τελειώσει έτσι η ζωή μου, τόσο γρήγορα, δίχως εμπειρίες και… όχι, όχι δεν πρέπει να σκέφτομαι έτσι. Όλα θα πάνε καλά, πρέπει να παραμείνω δυνατή και να βοηθήσω τη μητέρα μου να σταθεί στα πόδια της. Ακόμα και χωρίς τον πατέρα θα τα καταφέρουμε, θα γίνουν όλα όπως πριν και… θα ζήσουμε όλοι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι! Ναι, ευτυχισμένοι, καιρό είχα να πω αυτή τη λέξη…
Κούτα Μαρίλια Α1
Σε περιόδους πείνας είναι φυσιολογικό να αλλάζουμε όλοι, καμιά φορά βυθιζόμαστε στην παράνοια, χάνουμε τα λογικά μας. Όλοι νιώθουμε την ανάγκη της επιβίωσης για τους εαυτούς τους και για τους αγαπημένους μας. Το φαί για εμάς είναι θησαυρός και αξίζει να το προστατέψεις με κάθε δύναμη που σου απομένει. Όλοι πεινάνε αλλά όλοι υποπτεύονται πως ο γείτονας τους έχει κρυμμένη περισσότερη τροφή από αυτούς. Χτες έδειρα ένα παιδάκι δύο χρόνια πιο μικρό από εμένα, γιατί προσπάθησε να μου πάρει μισό κομμάτι ψωμί. Το χειρότερο πρόβλημα είναι πως δεν ξέρω εάν έχω και ο ίδιος βυθιστεί στην παράνοια που πνίγει την πόλη. Το μόνο σίγουρο είναι πως φοβάμαι.
Φοβάμαι τα πάντα… Φοβάμαι τους Τούρκους… Φοβάμαι τους Έλληνες… Φοβάμαι το θάνατο και φοβάμαι τη ζωή… Γιατί ζωή με τόσο πόνο σε κάνει να αναρωτιέσαι αν αξίζει. Κάθε μέρα που περνάει είναι χειρότερη. Ακόμα και όταν ξεχνάω τον πόνο δεν υπάρχει κάτι να δώσει νόημα στη ζωή μου. Δεν υπάρχουν φίλοι πλέον και δεν υπάρχουν παιχνίδια. Δεν υπάρχει κανένας απώτερος σκοπός για εμάς. Η ευτυχία είναι πλέον ακατόρθωτη, μας έμεινε μόνο η επιβίωση. Γνωρίζουμε ότι θα πεθάνουμε,είτε από χέρι τουρκικό είτε από αυτό της φύσης. Το μόνο σίγουρο είναι πως Θεός δεν υπάρχει, ή αν υπάρχει μας έχει εγκαταλείψει. Για το λόγο αυτό φοβάμαι και το θάνατο! Παράδεισο για εμάς δεν έχει, οπότε το τέλος θα είναι οριστικό. Σαν να μην υπήρξαμε ποτέ, ο κόσμος θα μας ξεχάσει… Αφού θα έρθει όμως σύντομα, για ποιο λόγο να υποφέρουμε; Αν είχα ελπίδα για το μέλλον ίσως να έβλεπα διαφορετικά την κατάσταση, ίσως να ήθελα να προσπαθήσω. Το τέλος όμως το γνωρίζω ήδη. Αργά ή γρήγορα θα ξεψυχίσουμε οπότε ας το καλωσορίσω και εγώ, εξάλλου το μόνο που νιώθω είναι φόβος και θυμός. Σε αυτό ίσως να στηριχτώ. Με τον θυμό να πάρω μαζί μου όσους Τούρκους μπορώ! Ίσως τότε τουλάχιστον να μην ξεχαστώ…
Κοντράρος Χρήστος Α1