Ιωακείμ Γ΄, ο “Μεγαλοπρεπής”

Πατριάρχης και η Θεσσαλία

 ΛΑΜΠΡΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΙΕΡΑΡΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Τα πορίσματα  Επιστημονικού Συνεδρίου για τον Ιωακείμ  Γ΄, τον Πατριάρχη που υπέγραψε το 1882 την παραχώρηση των εκκλησιαστικών επαρχιών της Θεσσαλίας στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος 


Tην μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα, του από Θεσσαλονίκης (1874 – 1878) Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ΄ και το έργο που προσέφερε στη διάρκεια των δύο θητειών του στον οικουμενικό θρόνο (1878 – 1884 και 1901 – 1912) προκειμένου να καταστήσει το Πατριαρχείο σημείο αναφοράς και κέντρο της ορθόδοξης οικουμένης, ανέλυσαν διακεκριμένοι επιστήμονες  στο τριήμερο συνέδριο (3 – 5 Φεβρουαρίου) που πραγματοποιήθηκε στη συμπρωτεύουσα  μ’  αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την εις Κύριον εκδημία του.
Το Συνέδριο που είχε θέμα  «Ιωακείμ Γ΄, ο Μεγαλοπρεπής. Ο από Θεσσαλονίκης Οικουμενικός Πατριάρχης και η εποχή του» συνδιοργάνωσαν ο δήμος Θεσσαλονίκης και η τοπική Φιλόπτωχος Αδελφότης Ανδρών, υπό την αιγίδα της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.
Οι εργασίες του Συνεδρίου ξεκίνησαν στην αίθουσα διαλέξεων της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών με κεντρικό ομιλητή τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου της Εκκλησίας της Κρήτης και καθηγητή Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, κ. Ανδρέα (Νανάκη), ο οποίος με τη μεστή ομιλία του ανέδειξε το πολυσχιδές έργο προσφοράς στη Ρωμιοσύνη και το απαράμιλλο εκκλησιαστικό φρόνημα του Ιωακείμ Γ΄,  του Πατριάρχη που, όπως τονίσθηκε από τον ομιλητή, «αγαπήθηκε μέχρι λατρείας από το Γένος μας».
Η ισχυρή προσωπικότητά του Ιωακείμ, η ικανότητα να συλλαμβάνει, να επεξεργάζεται, να δίνει λύση στα προβλήματα και προοπτική στα θέματα που απασχολούσαν την εποχή του και το Πατριαρχείο, ως εθναρχικό κέντρο του εξωελλαδικού ελληνισμού, δημιούργησαν θαυμασμό προς το πρόσωπο του Ιωακείμ, σε ένα μεγάλο μέρος των αρχιερέων, των ιερέων, των λογάδων, των προυχόντων και του απλού λαού. Σε πολλά εικονοστάσια της Ανατολής οι ρωμιοί είχαν τοποθετήσει μαζί με τις εικόνες των αγίων και τη φωτογραφία του.
Η ΚΟΝΤΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
 
Κατά την πρώτη του πατριαρχία ο Ιωακείμ έζησε με το όραμα της ενότητας του ορθοδόξου κόσμου, μέσα από τη συνύπαρξη και συνεργασία όλων των ορθοδόξων στο πλαίσιο μιας ορθόδοξης κοινοπολιτείας, όπου ο Οικουμενικός θρόνος θα είχε καθοριστικό ρόλο και λόγο. Στα προβλήματα που αντιμετώπιζε όταν ο σουλτάνος ήθελε να περιορίσει τα προνόμια με τα οποία οργανώναν τη ζωή τους οι χριστιανοί μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία, προστέθηκε και η διάστασή του με τη κυβέρνηση Τρικούπη (1874 – 1894), η οποία αδυνατούσε να κατανοήσει τον ευρύτερο, διορθόδοξο και οικουμενικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου. Ο Τρικούπης προσλάμβανε το Πατριαρχείο ως μέσον για άσκηση αθηνοκεντρικής πολιτικής, ως εθνοποιητικό μηχανισμό για τους ομογενείς μας στην οθωμανική αυτοκρατορία. Γι’ αυτό ζητούσε τόσο από τον Πατριάρχη, όσο και από τους αρχιερείς, να ενεργούν ως αποδέκτες των υποδείξεων και εντολών της ελληνικής κυβέρνησης. Αντιμετώπιζε τους ιεράρχες περίπου ως προξένους, ως υπηρεσία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, παραλλήλιζε δηλαδή η κυβέρνηση της Αθήνας τη θέση και σχέση των ιεραρχών, με εκείνη των Ελλήνων προξένων, και ζητούσε να συστοιχίζονται, σύμφωνα με τις προτροπές και υποδείξεις του εθνικού κέντρου της Αθήνας.
Διαφορετική όμως υπήρξε η άποψη του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄. Πίστευε στο Πατριαρχείο ως κέντρο της ορθόδοξης οικουμένης. Ηθελε να έχει καθοριστικό λόγο στην άσκηση των εκκλησιαστικών αρμοδιοτήτων και στην χάραξη της εκκλησιαστικής του αποστολής.
Η ΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
Στην αρχή, ωστόσο, του 20ου αιώνα ο Ιωακείμ αντιλαμβάνεται ότι μέσα από την επικείμενη δίνη των εθνικών αντιπαραθέσεων θα δοκιμαστεί η ορθόδοξη οικουμένη, που έχει κέντρο της την Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο στην περίοδο αυτή σημειώνεται η στροφή του Ιωακείμ προς την Αθήνα και η σύνδεση του Πατριαρχείου με το εθνικό κέντρο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Ιωακείμ επάνδρωσε τη Μακεδονία, που δοκιμαζόταν εκείνο τον καιρό από τον βουλγαρικό εθνικισμό και την εξαρχία, με νέους και δυναμικούς αρχιερείς, πτυχιούχους της θεολογικής σχολής της Χάλκης και εμφορουμένους από την εθνική συνείδηση, την εθνική ιδέα και ιδεολογία. Σε αντίθεση, λοιπόν, με την πρώτη του πατριαρχία (1878-1884) που υπερασπίσθηκε την ορθόδοξη οικουμένη, στη δεύτερη πατριαρχία του (1901 – 1912) στράφηκε σταθερά προς το εθνικό μας κέντρο, την Αθήνα, όπου προς το τέλος της πατριαρχίας του είχε κυριαρχήσει η προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του ο Ιωακείμ με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1882 παραχώρησε στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος τις επαρχίες της Θεσσαλίας
(η οποία ενσωματώθηκε στην Ελλάδα το 1881 μετά τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878), ενώ το 1879 ανεγνώρισε ως αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Σερβίας
ΠΡΟΤΥΠΟ ΙΕΡΑΡΧΗ
          Πρόκειται για ένα μεγάλο Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος συνδέεται και τέμνει δύο εποχές και δύο κόσμους. Την προεθνική εποχή, με τον κόσμο των αυτοκρατοριών και την εποχή των εθνοτήτων με την κυριαρχία του έθνους – κράτους.  Ο Πατριάρχης Ιωακείμ υπήρξε μία εκκλησιαστική προσωπικότητα, η οποία είχε το χάρισμα να προσλαμβάνει το μεταβαλλόμενο κόσμο, να τοποθετείται σ’ αυτόν και να διαμορφώνει το αύριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το μέλλον του οριοθετώντας τους σκοπούς και τους στόχους του μέσα στο χρόνο
* Μέσα από αυτό το επιστημονικό συνέδριο στη Θεσαλονίκη καταδείχτηκε η πολυσχιδής προσωπικότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, του από Θεσσαλονίκης,  η δράση του και οι πρωτοβουλίες του σε διάφορα εκκλησιαστικά ζητήματα της εθναρχίας, σε εθνικά και κοινωνικά θέματα ανακύψαντα κατά την εποχή του. Μια εποχή μετάβασης από το σχήμα των αυτοκρατοριών στο κράτος – έθνος στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ουαιώνα. Η εποχή που μελετήθηκε στο συνέδριο θυμίζει τη δική μας μετάβαση από τον 20ο στον 21ο αιώνα και το πέρασμα από το εθνικό κράτος στην παγκοσμιοποίηση και την κοινωνία των πολιτών. Σε μια εποχή βομβαρδισμένη από άπειρες πληροφορίες και με έλλειψη προτύπων προς μίμηση ο Ιωακείμ Γ΄ αγωνιζόμενος μέχρι τελευταίας πνοής για τα δίκαια του Γένους μας, της Ρωμιοσύνης, του Ελληνισμού, αποτελεί, εν μέσω των πολλών και ποικίλων δοκιμασιών μας, λαμπρό πρότυπο και μεγάλο σύμβολο.
 
 
Xάρης Ανδρεόπουλος είναι ιστορικός θεολόγος M.Sc., καθηγητής (ΠΕ01) στο Γυμνάσιο και το ΓΕΛ  Γαλαξιδίου (http://gym-galax.blogspot.com )

 

Σχολιάστε

Top