To σπίτι με τις δύο πόρτες, Βάσας Σολωμού-Ξανθάκη – Βιβλιοκριτική

      Η Βάσα Σολωμού-Ξανθάκη γεννήθηκε στα Αμπελάκια, όπου βρίσκεται το παλιό αρχοντικό της οικογένειας «το σπίτι με τις δύο πόρτες», που αναστήλωσε η ίδια. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα, όπου και ζει. Έχει γράψει παιδικά βιβλία, διηγήματα αφηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, μεταφράσεις και άρθρα. Έχει τιμηθεί για έργα της από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Η νουβέλα της, «Ο Γάμος», γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ως θεατρική παράσταση από το Θεσσαλικό Θέατρο και το Κ.Θ.Β.Ε. «Το σπίτι με τις δύο πόρτες» κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις «Κέδρος».
     Το έργο αυτό, καθαρά βιωματικό, είναι μια κατάθεση ψυχής` ένα έργο με το οποίο προσπαθεί να ξορκίσει το κακό που χτυπούσε τη γενιά της, κάθε τέταρτο του αιώνα, όπως λέει η ίδια, αλλά  και την οικογένειά της. Ένα έργο εξομολογητικό και, ως εκ τούτου, ζωντανό και αληθινό. Βέβαια, στην προσπάθειά της να ανατρέξει στην ιστορία της γενιάς της, μπολιάζει την πραγματικότητα με το μύθο. Πραγματικότητα και μυθοπλασία σφιχταγκαλιασμένες δίνουν ένα συναρπαστικό υλικό που γοητεύει και προβληματίζει, καθώς πλαισιώνεται από τη βαθιά φιλοσοφική σκέψη της συγγραφέα.
     Στοιχεία ιστορικά που αφορούν τη γενέτειρά της, τα Αμπελάκια, συνοδεύουν την προσωπική ιστορία και εξαίρουν τη φυσιογνωμία της ιστορική αυτής κοινότητας ομόκεντρα με την ιστορία της οικογένειάς της που ζει και κινείται και υποφέρει στο σπίτι με τις δύο πόρτες.
     Νοσταλγία βασανιστική γίνεται η κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία του έργου αυτού. Ανάγκη για βαθιά εξομολόγηση, για απολογισμό ζωής, καθώς πιστεύει πως σιγά – σιγά οδεύει προς το «πλήρωμα» του χρόνου. Μια πονεμένη ιστορία, η ιστορία της γενιάς της, βγαίνει στο φως. Δύσκολη απόφαση για τη συγγραφέα αλλά και ηρωική. Δεν είναι εύκολο να ανοίγεις διάπλατα τις «πόρτες» της ψυχής σου και να αποκαλύπτεις τις πληγές που προσπαθείς να τις επουλώσεις. Είναι μια ύστατη προσπάθεια όχι τόσο γιατρειάς της ψυχής, όσο ξορκίσματος του κακού. Λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας: «Να τα πω κι εγώ μια φορά να ξεσπάσω. Σα για να ξορκίσω τη συμφορά μιας ζωής να μην αφεθούν θανατερά υπόλοιπα’ ούτε οι σκοτεινές θεότητες της αβύσσου εκεί να οργιάζουν». Επιτακτική η ανάγκη να σταματήσει το κακό «Θα ψάξω να βρω ένα κλειδί………για να κλειδώσω για πάντα τη στενή του πόρτα, όπου απ’ έξω κλαίει ο Χοκ».
      Βασανιστική και η ανάγκη αποκατάστασης της αλήθειας για το θάνατο του πατέρα της, πολύ μορφωμένου δασκάλου και αγωνιστή των πανανθρώπινων ιδεών της Ισότητας και της Δημοκρατίας, που «συκοφαντήθηκε από τους συντρόφους του και στιγματίστηκε αντιδραστικός και εχθρός του λαού» με συνέπεια τη δολοφονία του. Εσωτερική λοιπόν επιταγή, χρέος, η «αναστήλωση» της τιμής του αδικοχαμένου πατέρα.
      Βαρύ όμως το φορτίο της ζωής της και ο αναγνώστης νιώθει την ανάγκη της να ξεχάσει, να σβήσει, αν ήταν δυνατόν, όλα όσα τη βασανίζουν μια ζωή «Και μια Σειρήνα πάνω από τον τάφο μου λίγη θα ήταν, που με το μαγευτικό τραγούδι της άλλων κόσμων αιώνια θα με κρατούσε μακριά απ` όλους και απ` όλα όσα έζησα. Μακάρι».
       Ο λόγος μακροπερίοδος, καλοσυνταγμένος μοιάζει με ποτάμι που τα νερά του ενισχύονται από πολλές πηγές ή παραπόταμους, που όμως δεν ξεστρατίζει, αλλά κυλά με καθαρά νερά προς τις εκβολές του. Έτσι και η συγγραφέας, καθώς πλημμυρίζουν τη σκέψη της ταυτόχρονα πάμπολλες μνήμες, προσπαθεί να συμπεριλάβει, όσο γίνεται, περισσότερες κάθε φορά μέσα στην περίοδο, την οποία υφαίνει πάνω σε στερεό στημόνι με χρυσοποίκιλτα υφάδια, πολύτιμα υλικά λογοτεχνικού έργου αξιώσεων.
      Η ίδια όμως αγωνιά μη τυχόν χαθεί η λογική σειρά και ο πραγματικός χρόνος της εξιστόρησης όλων όσων βίωσε: «Αλλά προτρέχω. Αυτή η σισύφεια πέτρα όλο ανεβοκατεβαίνει. Εκείνο που θέλω τώρα αμέσως όμως να πω, τιθασεύοντας την κλίση μου ν` αρχίζω από το τέλος…..».Ο πραγματικός χρόνος δεν τηρείται και ο αφηγηματικός χρόνος κάνει πολλά πισωγυρίσματα ή βιαστικός τρέχει σε κάτι που συμβαίνει αργότερα: «Αλλά, θεέ μου, πάλι έφτασα στο τέλος, ενώ είμαι στην αρχή της αφήγησής μου». Προσπαθεί να πιάσει τα νήματα των εξομολογήσεών της υποτάσσοντας τον αφηγούμενο χρόνο στις επιταγές του χώρου, καθώς αυτός παίζει πρωταγωνιστικό σχεδόν ρόλο στο σπίτι με τις δύο πόρτες. Η συγγραφέας έχει συναίσθηση του ότι οι απανωτές μνήμες έρχονται να την πνίξουν συγκινησιακά και μάλιστα κάποιες διατηρούνται θαμπά και χωρίς φυσική συνέχεια στον ιστορικό χρόνο, γι` αυτό ειλικρινά ομολογεί: «Ο φορτισμένος χώρος, όπως τούτος δω στο Τζαμωτό δωμάτιο που αναθυμιέμαι, είναι συμπυκνωμένος χρόνος! Ο χώρος τον διαβρώνει, τον ανακατεύει, τον ανακατατάσσει, τον σπάει σε χίλια κομμάτια, ανατρέπει τη διαδοχή. Είναι χρόνος, όπως ακριβώς βρίσκεται στο κεφάλι μας, θρυμματισμένος, ή όπως στα όνειρά μας ».
      Πληθωρική στην αφήγηση και στην περιγραφή, βιάζεται να τα πει όλα, να χωρέσει κοντά στα μεγάλα και τις μικρολεπτομέρειες, αφού η ευαισθησία της ξεχειλίζει και η αγάπη της εκδηλώνεται ίδια για τα σημαντικά και τις λεπτομέρειες.
        Η γραφή της κάποτε ειρωνική, ανελέητη, εκφράζει θυμό, όταν, για παράδειγμα, περιγράφει ανθρώπινους τύπους που μόνο άνθρωποι δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν (περίπτωση Ντάριο Φέστι). Όταν γίνεται σκωπτική, χρησιμοποιεί κυρίως ασύνδετα σχήματα και ο λόγος είναι χειμαρρώδης, χωρίς τις τσιριμόνιες του  «επίσημου», μακροπερίοδου λόγου.
       Βαθιά φιλοσοφική σκέψη διακόπτει την αφήγηση, καθώς η συγγραφέας κριτικάρει το παρόν συγκρίνοντας το με το παρελθόν, τα κοινωνικά συστήματα και καθώς ομολογεί πως η έπαρση οδηγεί στην ύβρη που προκαλεί τη νέμεση και επισύρει την τίση.
      Νοσταλγός της μικρής κοινωνίας, όπως της ιδιαίτερής της πατρίδας, είναι η συγγραφέας, γιατί εκεί οι άνθρωποι μπορούν να επικοινωνούν. Ποικίλες ανθρώπινες σχέσεις διαγράφονται στις σελίδες του μυθιστορήματος. Η φιλοξενία στο σπίτι με τις δύο πόρτες είχε κάτι από τα χαρακτηριστικά του αντίστοιχου θεσμού στην αρχαιότητα.
      Το έργο αυτό είναι ένας «Πακτωλός» πολύτιμων υλικών, εξομολογήσεων, ιστορικών πληροφοριών, κοινωνικών και πολιτικών ιδεών, αρχών ζωής, βιωμάτων και ανθρώπινων σχέσεων.
      Η συγγραφέας με το έργο αυτό κάνει έναν απολογισμό ζωής, αποτίνοντας φόρο τιμής σε αγαπημένα πρόσωπα και στον αγαπημένο τόπο καταγωγής της, τα Αμπελάκια.

Ανδρεοπούλου-Τσεργά Ευανθία

Σχολιάστε

Top