Tag: Τέχνη

Το «πολιτιστικό» μου πρόγραμμα

Στο πολιτιστικό πρόγραμμα «Κηλίδες, πιτσιλιές και χρώματα, καθρέφτης της ψυχής μας» που συμμετείχαμε φέτος, επιλέξαμε να ζωγραφίσουμε τους τοίχους του γυμναστηρίου μας και εκείνους που οδηγούν στο εργαστήριο εικαστικών και μουσικής. Στιγμιότυπα και εικόνες από τη δράση αυτή, παρουσιάζονται παρακάτω.

 

     

   

 

Δείτε το Video 

Τετ, 17/04/2013  — Ποτηριάδης Ν.

 

 

Google for Doodle

  Πριν λίγο καιρό η Google κάλεσε όλους του μαθητές των ελληνικών σχολείων να σχεδιάσουν το δικό τους doodle* με όλη τους την δημιουργικότητα. Μαθητές και μαθήτριες του σχολείου μας πήραν μέρος, ελπίζοντας να δουν το σχέδιό τους για μια ολόκληρη μέρα στην αρχική σελίδα της Google. Δυστυχώς κανένα από τα σχέδιά μας δεν προκρίθηκε. Όμως αυτό που έχει σημασία είναι ότι μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα αναδείξαμε όλη την καλλιτεχνική μας διάθεση σχεδιάζοντας ένα λογότυπο για την Google. Και αυτό που μας έμεινε, ήταν ίσως το ταξίδι…
  *Τα doodles είναι ξεχωριστές εκδόσεις του λογοτύπου της Google που εμφανίζονται στην αρχική της σελίδα.
  Περισσότερα για τον διαγωνισμό, τους κριτές, τα  έπαθλα και όλες τις συμμετοχές, μπορείτε να δείτε εδώ: http://www.google.gr/doodle4google/
       
     
     
Γκέτσιος Γεώργιος
Μαθητής Γ” γυμνασίου
Λάρισα 2013

 

Σουρεαλισμός- Υπερρεαλισμός

Ο Σουρεαλισμός ή Υπερρεαλισμός, προέρχεται από τις γαλλικές λέξεις «sur» που σημαίνει (πάνω) και «realisme» που σημαίνει (πραγματικότητα), και στα ελληνικά αποδίδεται «πάνω από την πραγματικότητα». Πρωτοποριακό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα του 20ου αιώνα. Ο σουρεαλισμός είναι ένα ιδιόμορφο κίνημα που ξεκίνησε από τη λογοτεχνία, αλλά σύντομα επηρέασε και την εικαστική δημιουργία. Σε αντίθεση με τα άλλα κινήματα, διατηρεί τη ρεαλιστική αναπαράσταση της πραγματικότητας και εκφράζει το υπερφυσικό και το υποσυνείδητο μέσα από τον παράδοξο συνδυασμό των στοιχείων και των συμβόλων, των εικόνων και των λέξεων (στην παντοδυναμία του ονείρου, στο ανέμελο παιχνίδι της σκέψης).

  Ο σουρεαλισμός γεννήθηκε στο Παρίσι και «γαλουχήθηκε» από ποιητές, αυτούς που διηύθυναν το περιοδικό «Litterature»στο διάστημα 1919-24. Το λογοτεχνικό κίνημα που, βασισμένο στα έργα του Ρεμπώ, του Λωτρεαμόν και του Απολλιναίρ, πήρε το 1924 το όνομα σουρεαλισμός, είχε σαν κορυφαίους εκπροσώπους τους Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν και Πωλ Ελυάρ. Επίσης συμμετέχουν σκηνοθέτες όπως ο Μπονουέλ, ζωγράφοι όπως ο Πικάσο, οΝταλί, ο Μαξ Έρνστ, ο Ρενέ Μαγκρίτ και ο Χουάν Μιρό.
  Οι ζωγράφοι αυτοί, που ο καθένας τους αποτελεί και μια ιδιομορφία του κινήματος, με τη διαφορετική εθνικότητα τους έδωσαν διεθνή χαρακτήρα στο σουρεαλισμό. Το σουρεαλιστικό κίνημα είχε ντανταϊστικά στοιχεία και επηρεάστηκε από τις αντιλήψεις του Φρόιντ για την ψυχολογία. Στρέφεται σε ονειρικούς κόσμους, στο καταπιεσμένο υπο- συνείδητο, υποστηρίζοντας τον »ψυχικό αυτοματισμό».
Οι σουρεαλιστές είχαν μεγάλο σεβασμό για την επιστήμη, καθώς και ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το υποσυνείδητο και τις θεωρίες του Freud. Η τέχνη τους ορίζεται από το τυχαίο, το υποσυνείδητο, την αναζήτηση ενός νέου εσωτερικού, προσωπικού κόσμου μέσα από την εικαστική δημιουργία. Είναι ένα ρεύμα με συγκεκριμένη θεωρία και κανόνες σύνθεσης, που έχουν σκοπό να διεγείρουν την ψυχή με οπτικά εφέ και παραδεισιακές ή εφιαλτικές εικόνες. Οι καλλιτέχνες του ρεύματος χρησιμοποιούν τη φαντασία για να απεικονίσουν το μυστικό κόσμο των ονείρων με τρόπο ασυνήθιστο, αποκρουστικό και ταυτόχρονα χιουμοριστικό.
Μεταμορφώνουν το πραγματικό σε φανταστικό, παραμορφώνοντας τα ανατομικά στοιχεία και τα αντικείμενα, παραθέτοντας εικόνες χωρίς λογική συνοχή, στήνοντας ερημικά και μοναχικά τοπία, συνοδεύοντας τα έργα τους με τίτλους μυστηριώδεις και ακατανόητους, με σκοπό να αγγίξουν το υποσυνείδητο και να δημιουργήσουν ένα ονειρικό σύμπαν.
  Συχνά χρησιμοποιούν το φωτογραφικό ρεαλισμό, την οπτική αυταπάτη και την τέλεια τεχνική εκτέλεση για να δώσουν αληθοφάνεια στο υπερφυσικό.
  Είναι δύσκολο να οριοθετήσουμε το σουρεαλισμό στην τέχνη. Διακρίνουμε δυο μεγάλα ρεύματα. Από τη μια μεριά είναι οι ζωγράφοι για τους οποίους η ουσία βρίσκεται στην άνεση, στο δυναμισμό και την κίνηση της γραμμής, άσχετα από το θέμα που απεικονίζεται. Ο Μαξ Ερνστ,ο Αντρέ Μασόν, οΜιρό, ο Μάτα και ο Ζακ Έρολντ ανήκουν σ” αυτή την κατηγορία. Από την άλλη μεριά είναι οι »περιγραφικοί» οι εμπνευσμένοι από τον Ντε Κίρικο. Σ” αυτούς συγκαταλέγονται ο Ρενέ Μαγκρίτ, ο Σαλβαντόρ Νταλί, ο Πωλ Ντελβώ και άλλοι. Σ” αυτούς η σκηνή είναι εξωπραγματική αλλά ο χώρος, τα αντικείμενα και οι ανθρώπινες μορφές που την αποτελούν έχουν αποδοθεί πιστά. Έχοντας θεμελιώσει την αισθητική τους στις κρυφές πηγές της έμπνευσης, οι σουρεαλιστές απέκλεισαν από τις τάξεις τους και καταδίκασαν πνευματικά κάθε είδος τέχνης που η έκφραση της αντανακλούσε μια αντίληψη λογική, ορθολογιστική και σε αρμονία με τον κόσμο. Στην Ελλάδα, το ρεύμα του σουρεαλισμού έκφρασε ο Ν. Εγγονόπουλος…
  Στο πολιτιστικό πρόγραμμα του σχολείου «Κηλίδες, πιτσιλιές και χρώματα, καθρέφτης της ψυχής μας«, δουλέψαμε και ασχοληθήκαμε  με μερικούς από τους κορυφαίους σουρεαλιστές εικαστικούς του 20ου αιώνα όπως ο Dali, Miro & Picasso από τη Ισπανία και από την Ελλάδα ξεχωρίσαμε τον Νίκο Εγγονόπουλο που μελετήσαμε και αντιγράψαμε  έργα τους. Μερικά από αυτά παρουσιάζονται παρακάτω:
              
 
Πηγή:
  • el.wikipedia.org/wiki/Υπερρεαλισμός
  • www.clab.edc.uoc.gr/…/Surealism.html
  • sxeseis.gr/ks_clubsvthread.php?fid
Βασίλης Παπαδόπουλος
Γ4

 

Έλληνες της Αναγέννησης

anagennisi

https://www.youtube.com/watch?v=FYRdhGP7OlU

 

Η Μόνα Λίζα με άλλη ματιά

     Με αφορμή τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα«Στιγμές από Βενετία σε μικρά κομμάτια,  Κολλάζ της Μόνα Λίζα και της Αφροδίτης του Μποντιτσέλι» μια ομάδα παιδιών επενέβησαν  σε εικόνα της Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι και έκφρασαν με το δικό τους αυθόρμητο τρόπο την προσωπική τους αντίληψη για το έργο επηρεασμένα από απόψεις και σκέψεις γνωστών καλλιτεχνών και συγγραφέων.

Εργάστηκαν με φαντασία και ενθουσιασμό και έδωσαν τις δικές τους προεκτάσεις στο αρχικό έργο, χωρίς καλούπια και περιορισμούς, δημιουργώντας μόνο με γνώμονα την δική τους αισθητική και κουλτούρα. Παρατηρώντας τα κανείς πιο προσεκτικά, βλέπει να αποτυπώνονται μέσα τους κομμάτια από το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του κάθε παιδιού.

 

    Κάποια από αυτά τα έργα «έντυσαν» έναν τοίχο του σχολείου. Κάποια άλλα πρόκειται να παρουσιαστούν σε μια ειδική έκθεση. Όλα όμως, «πετυχημένα» ή «λιγότερο πετυχημένα» έγιναν με μεράκι και διάθεση για αυτοσχεδιασμό, καμιά φορά κόντρα στο προφανές, στο συμβατικό, όπως άλλωστε και η νιότη τους προστάζει…

 

Μερικά παιδιά θέλησαν να μοιραστούν μαζί μας τις εντυπώσεις και τα συναισθήματά τους. Χωρίς καθοδήγηση στη σκέψη τους και φυσικά χωρίς λογοκρισία…

 

  

 

  «Πριν από λίγο καιρό η κυρία Κακάβα μας έδωσε την ευκαιρία να γίνουμε και εμείς ζωγράφοι..να μπούμε για λίγο στην θέση του Λεονάρντο Ντα Βίντσι και να δημιουργήσουμε την δικιά μας Μόνα Λίζα.  

    Από την πρώτη κιόλας στιγμή όλοι νιώθαμε ευχαρίστηση για την εργασία που μας είχε ανατεθεί. Παρ” όλα αυτά δεν έλειπε η αμφιβολία για το αν το να επέμβουμε στο έργο ενός μεγάλου καλλιτέχνη θεωρούνταν ιεροσυλία. Γρήγορα όμως όλα χάθηκαν και το μέρος τους πήραν τα γέλια και η όρεξη για δουλειά. Ο καθένας από εμάς μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα και να δημιουργήσει μία Μόνα Λίζα όπως ήθελε. Όλα τα παιδιά ζωγραφίζαμε με όρεξη και σιγά σιγά πολλά και διαφορετικά πορτρέτα της Μόνα Λίζας άρχισαν να αποτυπώνονται στο χαρτί του καθενός. Υπήρχαν πορτρέτα που άγγιζαν περισσότερο την σημερινή πραγματικότητα και άλλα που παρέμεναν πιστά στην κλασική εμφάνιση της. Φυσικά δεν έλειψαν και πορτρέτα με την Μόνα Λίζα ως οπαδό διάφορων ομάδων. 

     Σε όλη την διάρκεια υπήρχε ένα ευχάριστο κλίμα και όλοι προσπαθούσαμε να βγάλουμε το καλύτερο αποτέλεσμα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πειράζαμε ο ένας τον άλλον για το έργο του. Όταν τελειώσαμε τα έργα μας, τα κολλήσαμε σε έναν από τους τοίχους στο εσωτερικό του σχολείου μας. Όλοι ήμασταν χαρούμενοι και περιμέναμε με ανυπομονησία τις κριτικές των συμμαθητών και των καθηγητών μας. 

     Τελικά τα σχόλια όλων ήταν πολύ καλά και όλοι ήμασταν πολύ χαρούμενοι και ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα. Όλοι αισθανθήκαμε δέος που έστω και για λίγα λεπτά αγγίξαμε με τα δικά μας χέρια την εικόνα ενός πολυσυζητημένου πίνακα από έναν καλλιτέχνη τέτοιας μεγάλης εμβέλειας. Τέλος καταφέραμε να μάθουμε πολλά πράγματα στο χώρο της ζωγραφικής με έναν πολύ ευχάριστο τρόπο.»     

Θεοδώρα Θεοδωράκη, Σταυρούλα Δεδικούση, Μαρία Θεοδωράκη

«Όταν μας δόθηκε το θέμα για να επέμβει ο καθένας με το δικό του τρόπο στην εικόνα της MONA LIZA, αρχικά σοκαριστήκαμε. Στη συνέχεια ωστόσο ενθουσιαστήκαμε με την ιδέα ότι ο καθένας θα χάριζε το δικό του προσωπικό στυλ και θα δημιουργούσε μια διαφορετική εικόνα της γνωστής σε όλους ’’τζοκόντα’’.

Στην αρχή ο καθένας είχε τις δίκες του ανησυχίες και αμφιβολίες, για το πώς θα επιβληθεί στην εικόνα, και εάν θεωρούνταν ασέβεια ο τρόπος που θα το υλοποιούσαμε. Το θέμα ήταν κάτι μεν άγνωστο για όλα τα παιδιά, αλλά και κάτι που δημιούργησε σε όλους, μια αίσθηση χαράς και μια απερίγραπτη όρεξη για δουλειά. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας, όλοι ήμαστε συγκεντρωμένοι σ` αυτό που έπρεπε να κάνουμε και ακουγόταν μόνο κάποιοι μικροί ψίθυροι μεταξύ μας. Όλοι προσπαθούσαμε να πετύχουμε το εφικτό αποτέλεσμα, με τους πιο ωραίους συνδυασμούς χρωμάτων και να δώσουμε μια πιο ενδιαφέρουσα πρόταση στην ζωγραφική.

Όταν η δουλειά τελείωσε, ο ένας πείραζε τον άλλο για το αποτέλεσμα που είχε, αλλά όλοι ήμαστε ευχαριστημένοι από αυτό. Όταν η κυρία Κακάβα μας ζήτησε να κολλήσουμε τις εικόνες σε έναν από τους τοίχους του σχολείου, όλοι ήμαστε ’’τρομοκρατημένοι’’ από τις αντιδράσεις όσων θα έβλεπαν τα «έργα» μας και περιμέναμε να ακούσουμε την κριτική τους.

Στο τέλος, μετά από τα καλά σχόλια που ακούσαμε ήμαστε όλοι ικανοποιημένοι και χαρούμενοι. Το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό για όλους και το σημαντικότερο ήταν ότι το διασκεδάσαμε και αποκτήσαμε μια καλή εμπειρία στο χώρο της ζωγραφικής, στο χώρο της τέχνης.»

Ματίνα Γκουγκουλιά, Κατερίνα Δάσιου, Μαρία Εξάρχου, Ζωγραφιά Δαραβίγκα

Παρακάτω παρουσιάζονται τα έργα και οι δημιουργίες των παιδιών όπως τοποθετήθηκαν στον τοίχο του σχολείου.

 

                         

Περί Μουσείων…

     Ο όρος «Πινακοθήκη» εντάσσεται διεθνώς στην έννοια Μουσείο και γι” αυτό εφαρμόζεται και στην Πινακοθήκη ο ορισμός του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM). Ο οποίος ορισμός μας λέει ότι το Μουσείο είναι ένας:

«Οργανισμός μόνιμος, χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα, υποταγμένος στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξης της και ανοιχτός στο κοινό, ο οποίος αποκτά, συντηρεί, μελετά, κοινοποιεί κι εκθέτει υλικές μαρτυρίες του ανθρώπου και του περιβάλλοντος του με σκοπό τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία»

Και τι τον κάνουμε τον ορισμό αυτόν; Με τον ορισμό μπορούμε να καταλάβουμε μερικά πράγματα για το Μουσείο: ότι είναι ένας διαχρονικός οργανισμός, σταθερός στον χρόνο, με χαρακτήρα κοινωνικό και δημόσιο, με διαδικασίες που λαμβάνουνε χώρα εντός του μουσείου (απόκτηση, συντήρηση, μελέτη) και τελικό σκοπό την κοινοποίηση, την επικοινωνία με το κοινό, την εκπαίδευση και ψυχαγωγία του.

Το μουσείο πλέον ΔΕΝ είναι και δεν πρέπει να είναι μαυσωλείο αντικειμένων και αναμνήσεων, μια αποθήκη που περιέχει ένα παρελθόν ή απλός χώρος παράθεσης καλλιτεχνικών ρευμάτων, παρελθόντων και παρόντων. Αυτή ακριβώς η λειτουργία των μουσείων οδήγησε τους φουτουριστές να αναφωνήσουν «Μουσεία, νεκροταφεία!» (Φιλιππο Τομάζο Μαρινέτι, Ίδρυση και Μανιφέστο του Φουτουρισμού, 1909) και είχαν απολυτό δίκιο.

Για να γίνει ακόμα πιο επιτυχημένο στον ρόλο του το Μουσείο, υπάρχει η επιστήμη της Μουσειολογίας, «η επιστήμη του μουσείου». Με τον όρο Μουσειολογία εννοείται «το γνωστικό αντικείμενο που μελετά την απαραίτητη μεθοδολογία για την επίλυση όλων των θεωρητικών και πρακτικών θεμάτων που συνδέονται με τις λειτουργίες των μουσείων»

Τι σημαίνουν όλα αυτά τελικά; Ότι το μουσείο δεν είναι ένα απλό κτίριο με δυο τρεις υπαλλήλους, καρφιά στους τοίχους να κρεμάμε τα έργα που εκτίθενται και ένα πωλητήριο να έχουμε κανένα σουβέρ να βάζουμε το φραπέ πάνω και να πουλάμε μούρη ότι επισκεφτήκαμε ένα μουσείο το καλοκαίρι στο νησί που πήγαμε παραθέριση. Το Μουσείο είναι ένα πολιτιστικό ίδρυμα με στόχο πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό. Το οποίο μας οδηγεί στις εξής σκέψεις:

Για να λειτουργήσει ένα μουσείο πολιτιστικά πρέπει να έχει τους αρμόδιους επιστήμονες, τους μουσειολόγους, μια επιλογή που φαντάζει μονόδρομος για όποιο μουσείο θέλει να συντηρηθεί και να διακριθεί στον 21ο αιώνα. Και μιλάμε για μουσειολογους με γνώσεις και εκπαίδευση ειδική, όχι κατ’ όνομα. Στην Ελλάδα έχουμε μουσειολόγους και σχολές Μουσειολογίας; Έχουμε, και μάλιστα κάθε χρόνο τα πράγματα γίνονται και καλυτέρα (http://web.auth.gr/MA-museology/#,http://cmc.panteion.gr/cmc/courses/museology,http://www.aegean.gr/culturaltec/mouseiologia.htmhttp://arts.uoi.gr/) . Άρα το επιστημονικό προσωπικό υπάρχει και θα υπάρχει καθώς εκπαιδεύεται αυτή την στιγμή. Η θέληση να χρησιμοποιηθούν υπάρχει ωστόσο;

Το μουσείο μπορεί να έχει εκπαιδευτικό ρόλο με πολλούς τρόπους. Με ειδικές ξεναγήσεις που πέρα από απλή υπόδειξη θα περιέχουν και ουσιαστικές πληροφορίες, με ειδικά σεμινάρια και εκδηλώσεις ανοιχτές στο κοινό, σε απλή γλώσσα και με παρεχόμενο υλικό ώστε να γίνουν κατανοητά, με ειδικές εκδόσεις (δωρεάν ή μη), με δρώμενα που μπορούν να φέρουν το κοινό σε επαφή με το μουσείο και τις λειτουργιές του, με ίδρυση ομάδας «Φίλων του Μουσείου» ώστε να προωθείται η επαφή με το μουσείο συλλογικά και η γνωριμία των μουσειόφιλων μεταξύ τους. Ειδική μνεία και φροντίδα πρέπει να υπάρχει για τα παιδιά φυσικά, τα οποία πρέπει να εκπαιδευτούν σε έννοιες όπως: Μουσείο, Τέχνη, Συντήρηση Έργων Τέχνης, καλλιτεχνικά ρεύματα και καλλιτεχνική δημιουργία. Όλα αυτά είναι εν μέρει το αντικείμενο τηςΜουσειοπαιδαγωγικής, μιας νέας έννοιας η οποία αποσκοπεί στον εκπαιδευτικό ρόλο του Μουσείου. Φανταστείτε έναν κόσμο όπου τα παιδιά έχουν μάθει από μικρή ηλικία να βλέπουν ένα έργο τέχνης, να το ανέχονται (να μην αντιδρούν στην διαφορετικότητα ή την πολύπλοκη γλώσσα του καλλιτέχνη), να το «ερμηνεύουν» και τελικά να μαθαίνουν κάτι από αυτό! Δεν θα ήταν υπέροχο;

Σε πολλές περιπτώσεις το μουσείο σήμερα δεν είναι καν ελάχιστος ανταγωνιστής στον τομέα της ψυχαγωγίας απέναντι σε παραδοσιακές μορφές ψυχαγωγίας (καφετέρια, κινηματογράφος, ταβέρνα, εστιατόριο κλπ). Κι αυτό δεν αποτελεί εγγενές στοιχείο του μουσείου αλλά παράλειψη των σημερινών υπευθύνων μουσείου. Το μουσείο μπορεί και οφείλει να παρέχει κίνητρα στον ενδεχόμενο πελάτη να το προτιμήσει από τις παραδοσιακές μορφές ψυχαγωγίας. Πως; Με παροχή υπηρεσιών (art-café και εστιατόρια στον ευρύτερο χώρο του μουσείου) και με διαφήμιση των υπηρεσιών αυτών. Ας θυμηθούμε εδώ ότι ο ανταγωνισμός είναι εις βάρος των ενδεχόμενων υπηρεσιών που θα παρέχει ένα μουσείο άρα και οι ίδιες οι υπηρεσίες και η διαφήμιση πρέπει να είναι ποιοτικές και δυναμικές για να κερδίσουν ένα μερίδιο της αγοράς. Όσον αφορά τον όρο πελάτη και αν αυτός ταιριάζει σε ένα μουσείο, δεν πρέπει να δαιμονοποιούμε τέτοιες έννοιες. Το μουσείο δεν είναι κερδοσκοπικός οργανισμός ή επιχείρηση αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έσοδα από ενδεχόμενες πωλήσεις ή υπηρεσίες δεν είναι καλοδεχούμενα, αρκεί βέβαια τα λεφτά αυτά να «επιστρέφουν» στο κοινό με αναβάθμιση των υπηρεσιών ή/και των εγκαταστάσεων του μουσείου.

Το Μουσείο και η εκάστοτε Πινακοθήκη είναι θεσμοί εξαιρετικά ωφέλιμοι για την κοινωνία ως θεσμοί εκπαιδευτικοί, ψυχαγωγικοί και πολιτιστικοί, αρκεί να το συνειδητοποιήσουν αυτό οι υπεύθυνοι όλων των μουσείων και να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Το αρμόδιο επιστημονικό προσωπικό υπάρχει πλέον, είναι νέο σε ηλικία, ορεξάτο για δουλειά και μπορεί να αναδιοργανώσει τα μουσεία στην Ελλάδα και να αλλάξει την ιδέα που έχει ο Έλληνας γι’ αυτά.

 

Αμβράζης Δημήτρης

Ιστορικός Τέχνης

Απόφοιτος Τμήματος Πλαστικών τεχνών κι Επιστημών της Τέχνης,

Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Συντάκτης του Artfools.gr

Βιβλιογραφία

  •  Για την Μουσειολογία και τον Πολιτισμό, Μαρούλα Σκαλτσά, Εκδ. Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη, 1999
  • Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Εφαρμοσμένη Μουσειολογία Ι, Φωτεινή Λέκκα, Ιωάννινα 2003

 

Νέοι Χαράκτες

 

     Με τίτλο «Νέοι Χαράκτες 2008 – 2009» πραγματοποιείται έκθεση  διακεκριμένων  χαρακτών, στο αίθριο του 1ου ορόφου της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας Μουσείο Γ.Ι . Κατσίγρα . Πρόκειται για σύγχρονους καλλιτέχνες οι οποίοι έχουν δείξει μεγάλη δραστηριότητα και συνεχίζουν να προβληματίζουν με τα μηνύματα που στέλνουν μέσα από τα έργα τους, έχοντας βέβαια κοινή διάθεση να αναδείξουν την εικαστική αυτή περιοχή προς τα έξω, είτε χρησιμοποιώντας παραδοσιακές μεθόδους, είτε σύγχρονα μέσα και υλικά είτε παντρεύοντας και τα δύο με μεγάλο κέφι και μαεστρία.
     Για να θαυμάσει και να εκτιμήσει κανείς σωστά τις δημιουργίες των καλλιτεχνών, θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζει κάποια βασικά ιστορικά και τεχνικά στοιχεία, της χαρακτικής τέχνης. Η τεχνική, η ποιότητα του χαρτιού, το παιχνίδι με το φως (chiaro – scuro), η πλαστικότητα της χάραξης καθώς και η καθαρότητα του χρώματος της μελάνης, είναι εκείνα τα στοιχεία που θα καθορίσουν την αξία ενός χαρακτικού έργου και όχι η θεματογραφία του. Η χαρακτική έχει μια ιδιαίτερη ξέχωρη αλλά και εξίσου δυναμική παρουσία στο χώρο της τέχνης με τη γλυπτική και τη ζωγραφική.
     Χαρακτικό έργο, λέγεται, κάθε τυπωμένη εικόνα, που έχει πρώτα χαραχτεί στο ξύλο, στο μέταλλο, στην πέτρα ή σε οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια .
     Η πρώτη τυπωμένη εικόνα σε χαρτί χρονολογείται στην Κίνα, όπου οι Κινέζοι τύπωναν τα βιβλία τους πάνω σε έντυπη πλάκα από ξύλο. Τέτοιο δείγμα ( 868 μ.Χ.) βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
     Σύντομα η τέχνη αυτή περνά στην Κορέα και από εκεί στην Ιαπωνία όπου γνωρίζει μεγάλη άνθηση.
     Στην Ευρώπη τον 14ο αιώνα η μεγάλη ζήτηση εικόνων με θρησκευτικό περιεχόμενο, βοηθούν ν΄ αναπτυχθεί η τέχνη της ξυλογραφίας, η οποία κυριαρχεί μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα ως τη στιγμή που οι εκδότες στρέφονται στη χαλκογραφία, ανοίγοντας νέους δρόμους στην τέχνη του βιβλίου, περιορίζοντας την ξυλογραφία σε διακοσμητικά θέματα.
Στην αρχή επειδή οι καλλιτέχνες είχαν δυσκολία με την τεχνική, δανείζανε το σχέδιο τους σε τεχνίτες λιθογράφους ή χαλκογράφους και αυτοί με τη σειρά τους αναλαμβάνανε τη μεταφορά του στο χαλκό ή την πέτρα για εκτύπωση. Έτσι είχαμε έργα υπογεγραμμένα από μεγάλους καλλιτέχνες δίχως βέβαια οι ίδιοι να έχουν αγγίξει χαλκό ή πέτρα.
     Υπάρχουν συνεργασίες καλλιτεχνών και τεχνιτών όπως το παράδειγμα του μεγάλου καλλιτέχνη της ξυλογραφίας Αλμπερ Ντύρερ που εμπιστεύεται τα σχέδιά του στον τεχνίτη χαράκτη Φράντς. Το ίδιο γίνεται και από τους Λούκας Κράναχ, Αλτόρφερ, Ολμπάϊν κ.ά. Στη συνέχεια απ’ τα χέρια των τεχνιτών η χαρακτική έρχεται στα χέρια των καλλιτεχνών.
     Ο Ρέμπραντ μέσα από την καταπληκτική τεχνική του Μαύρου – Άσπρου οδηγεί την τέχνη της χαλκογραφίας στην τελειότητα.
     Ο Ροντέν ιδρύει την εταιρεία Γάλλων ζωγράφων και χαρακτών παρακινώντας τους Ρενουάρ, Σεζάν, Λωτρέκ, Μπονάρ, Πισσαρό, Ντελωνέ ν’ ασχοληθούν με την χαρακτική. Τότε ο Λωτρέκ επινοεί την έγχρωμη Λιθογραφία και ο Γκωγκέν ανανεώνει την ξυλογραφία .
     Η χαρακτική πια βρίσκεται στα χέρια των ζωγράφων – χαρακτών και από την αρχή του περασμένου αιώνα οι Πικάσο, Ματίς, Σαγκάλ καταφεύγουν σ’ αυτή για να εκφραστούν.
     Στην Ελλάδα κάνει την εμφάνισή της στα τέλη του 18ου αιώνα και το 1843 αρχίζει να διδάσκεται στο Πολυτεχνικό Σχολείο, όπως λεγόταν τότε η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
     Σήμερα εντυπωσιακή είναι η αίσθηση της χαρακτικής όπου με τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες και νέα υλικά ανοίγουν δρόμους για καινούριες μεθόδους εκτύπωσης και επινοούνται οι Μικτές Τεχνικές.
     Η χαρακτική διακρίνεται σε τρεις βασικές μεθόδους χάραξης: την ξυλογραφία, την χαλκογραφία και τη λιθογραφία.
Ξυλογραφία
 
     Η πρώτη μέθοδος χαρακτικής είναι η ξυλογραφία με δύο βασικές τεχνικές. 1) Η τεχνική σε πλάγιο ξύλο όπου τα κομμάτια ξύλου είναι παρμένα από κορμούς δέντρων κομμένα παράλληλα με τις ίνες του κορμού. Η αχλαδιά, η κερασιά, η μηλιά και η καρυδιά προτιμώνται επειδή όταν στεγνώσουν δε σκάνε. 2) Η τεχνική σε όρθιο ξύλο όπου οι πλάκες προέρχονται από το εγκάρσιο κόψιμο του κορμού των δέντρων και κολλιούνται για να δημιουργηθούν μεγαλύτερες επιφάνειες. Τα είδη ξύλου που χρησιμοποιούνται γι’ αυτή την τεχνική είναι το κελεμπέκι και το τσιμισίρι, τα οποία είναι πάρα πολύ σκληρά. Σ’ αυτά τα ξύλα λόγω της σκληρότητάς τους η εργασία είναι πιο λεπτή και με εργαλεία όμοια της χαλκογραφίας, έχουμε καταπληκτικά περάσματα από το καθαρό άσπρο στο καθαρό μαύρο.
     Ο καλλιτέχνης σχεδιάζει με σινική μελάνι ή μεταφέρει με καρμπόν το θέμα από την ανάποδη πλευρά πάνω στο ξύλο και με ειδικά μαχαιράκια, τις γούζες και το καλέμι χαράζοντας αφαιρεί ό,τι δεν πρέπει να τυπωθεί.
     Στη συνέχεια περνάει τυπογραφικό μελάνι μ΄ έναν κύλινδρο ώστε να μελανωθεί ό,τι εξέχει (τα σκαμμένα μέρη μένουν λευκά). Έπειτα τοποθετεί επάνω στη μελανωμένη επιφάνεια ένα ειδικό χειροποίητο χαρτί Ιαπωνίας πιέζοντάς το, μ’ ένα λείο μεταλλικό εργαλείο (burnissoir)  ή το τυπώνει στο πιεστήριο.
     Στην έγχρωμη ξυλογραφία τηρείται η ίδια διαδικασία αλλά απαιτούνται τόσες πλάκες όσες τα χρώματα του έργου.
     Σήμερα χρησιμοποιούνται και άλλα υλικά όπως το plexiglass, το linoleum κ.α.
Χαλκογραφία
 
     Η χαλκογραφία λίγο νεώτερη από την ξυλογραφία είναι η μέθοδος της χαρακτικής με τα πιο πλούσια αποτελέσματα . Γίνεται σε πλάκες από χαλκό, τσίγκο ή ατσάλι και ανήκει στη βαθιά φόρμα εκτύπωσης.
     Ένας από τους τρόπους χάραξης της χαλκογραφίας είναι η « Οξυγραφία » η χάραξη δηλαδή με οξύ. Επάνω στη μεταλλική επιφάνεια που είναι καλά γυαλισμένη, περνιέται ένα ειδικό βερνίκι. Αφού στεγνώσει, ο καλλιτέχνης χαράζει με μεταλλική μύτη στο σχέδιό του. Μετά βυθίζει την χαραγμένη πλάκα σε λεκάνη με διάλυμα νιτρικού οξέος και νερού. Το οξύ τρώει όλες τις ακάλυπτες από το βερνίκι γραμμές.
     Στη συνέχεια το βερνίκι αφαιρείται, καλύπτεται η πλάκα με μελάνι, μπαίνει στο πιεστήριο και επάνω της τοποθετείται ελαφρά νωπό το χαρτί της εκτύπωσης. Άλλες τεχνικές της χαλκογραφίας είναι οι: Aqua tinta ( οξυγραφία), Pointe sechel (βελονογραφία), Taill Douce (χαλκογραφία), Maniere (ξεστό), Eau – forte (οξυγραφία).
Λιθογραφία
     Τέλος η Λιθογραφία αποτελεί το νεότερο κλάδο της χαρακτικής. Το βασικό υλικό είναι η πέτρα. Πάνω στην επίπεδη και στιλπνή επιφάνεια πάχους ως δέκα εκατοστών, καλλιτέχνης αντί να σκαλίσει, σχεδιάζει με λιθογραφικά κραγιόνια και αφού τα στερεώσει με διάλυμα αραβικής γόμας και νιτρικού οξέος, η πλάκα βρέχεται και μελανώνεται με κύλινδρο.
     Το μελάνι εκτυπώσεως πιάνει μόνο εκεί όπου η πλάκα είναι λιπασμένη με το κραγιόνι ή τη χημική (διάλυμα αραβικής γόμας και νιτρικού οξέος), ενώ στα υπόλοιπα σημεία το νερό εμποδίζει το μελάνι να πιάσει. Τέλος τοποθετείται το χαρτί πάνω στη μελανωμένη επιφάνεια και τυπώνεται στο λιθογραφικό πιεστήριο.
     Χαρακτηριστικό ακόμη είναι πως σε κάθε αντίτυπο κάτω αριστερά, σημειώνεται ένα νούμερο που μας πληροφορεί πόσα αντίτυπα εκτυπώθηκαν και ποιο είναι το συγκεκριμένο (π.χ.3/55 – εκτυπώθηκε σε ¨55¨ αντίτυπα και το συγκεκριμένο είναι το ΄3¨ στη σειρά). Δίπλα στο νούμερο σημειώνεται η τεχνική του, (π.χ. Eau – Forte –
οξυγραφία) και κάτω δεξιά μπαίνει η υπογραφή του καλλιτέχνη με την ημερομηνία.
     Πρέπει ακόμη να σημειωθεί πως υπάρχουν καλλιτέχνες που δεν αριθμούν τα αντίτυπα του χαρακτικού τους έργου και τα ονομάζουν δοκίμιο (epreuves).
 Ένα χαρακτικό έργο είναι γνήσιο όταν:
  •   Ο καλλιτέχνης έχει μόνος του σχεδιάσει, χαράξει, ετοιμάσει τις επιφάνειες που θα τυπώσει και τα αντίτυπα έχουν εκτυπωθεί από τον ίδιο.
  •   Η χαρακτική έχει ένα μεγάλο προνόμιο, τα αντίτυπα. Κυκλοφορεί ευκολότερα και επικοινωνεί με περισσότερο κόσμο.
     Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην αξιόλογη αυτή έκθεση ως τις 31 Δεκεμβρίου είναι οι παρακάτω: Αναστασίου Βασιλική, Αντωνιάδη Ειρήνη, Αχείμαστου Φανή, Βασδέκη Ευα, Γεωργά Ματίνα, Δεληγιάννη Πατρίτσια – Ευγενία, Δελφίνο Ιωάννα, Διονυσοπούλου Ελισσάβετ, Ζαβιτσάνου Μαρία, Καρακώστας Κωνσταντίνος, Κλέβες Κρίσικο, Κόκκαλης Λάζαρος, Κοντόνης Ανδρέας, Κυριακίδου Ελένη, Λιβανού Ελένη, Μαρκόπουλος Κώστας, Μητσάνη Φαίη, Μπεζιργιαννίδου Χρύσα, Πάλλης Γεώργιος, Πεταλάς Μιλτιάδης, Πλεύρη Παρασκευή, Τσαγγάρης Γιώργος, Τσιρογιάννης Δημήτριος, Fabry Timea, Φαλιάγκας Αθανάσιος, Φαντάρος Μιχάλης, Φερεντίνος Παναγιώτης, Φραγκουλίδου Ράνια, Χαρακτινού Άννα, Χαροκόπου Αναστασία, Χατζίρη Αναστασία.
Αναγνωστόπουλος Σωτήριος
Καθηγητής εικαστικών

 

Top