Tag: Κινηματογράφος

Avatar – Η ταινία

Είναι γνωστό πως στις μέρες μας ο κινηματογράφος προσελκύει πολλούς ανθρώπους, καθώς αποτελεί ένα από τα βασικότερα μέσα ψυχαγωγίας. Πρόσφατα λοιπόν, παρακολούθησα μια συναρπαστική κινηματογραφική ταινία με τους φίλους μου, το «Avatar«, ταινία επιστημονικής φαντασίας σε σενάριο και σκηνοθεσία του Τζέιμς Κάμερον, η οποία με συγκλόνισε.

Πρώτα απ” όλα, το κυριότερο χαρακτηριστικό της ταινίας ήταν τα οπτικά και ακουστικά τριών διαστάσεων εφέ. Η εικόνα ήταν τρισδιάστατη και έτσι αναδεικνύονταν τα διάφορα χρώματα και οι λεπτομέρειες. Ένιωθες πως βρισκόσουν μέσα στο χώρο δράσης και ήθελες να μιλήσεις με τους πρωταγωνιστές. Όσον αφορά τα ακουστικά μέσα, ο ήχος ήταν σχεδόν εκκωφαντικός και αυτό μετέδιδε ζωντάνια στους θεατές. Έτσι, τα εφέ ήταν εντυπωσιακά και κανένας δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του.

Επιπροσθέτως, η πλοκή ήταν άκρως ενδιαφέρουσα και οι ηθοποιοί απέδωσαν τους ρόλους τους άψογα. Η ταινία διαδραματίζεται το έτος 2050 στον μακρινό πλανήτη Πανδόρα, με πρωταγωνιστές  κάποια φανταστικά πλάσματα ύψους τριών μέτρων και χρώματος μπλε. Ζουν μια ήρεμη ζωή κοντά στη φύση, στην καρδιά ενός αχανούς τροπικού δάσους, οι άνθρωποι όμως επιθυμούν να τους κατακτήσουν με σκοπό την λεηλασία ενός πολύτιμου μετάλλου. Στην τελική μάχη, άνθρωποι και πλάσματα έρχονται αντιμέτωποι. Όλοι πιστεύουν πως οι άνθρωποι θα επικρατήσουν, καθώς διαθέτουν ισχυρότερα όπλα, ο σεναριογράφος – σκηνοθέτης όμως έχει διαφορετική άποψη και τα πλάσματα τους κατατροπώνουν.  Σύμφωνα μ” αυτόν, η ταινία αποτελεί μια προειδοποίηση στους ανθρώπους για την μόλυνση του περιβάλλοντος.

Το Trailer της ταινίας 

Συμπερασματικά, τα εφέ και η πλοκή ήταν ανώτερα των προσδοκιών μας. Γι αυτό , αυτή η ταινία θα μείνει σε όλους όσους την παρακολούθησαν, αξέχαστη.

 

Κωφός Χρήστος
Α3

Βράδυ σε μια διαφορετική εποχή

Είμαι σίγουρος ότι όλοι μας πολλές φορές αφουγκραζόμαστε το παρόν, τη ζωή μας και αισθανόμαστε μία βαθύτατη επιθυμία να γυρίσουμε το χρόνο πίσω και να ζήσουμε για λίγο στο παρελθόν. Ευχόμαστε δηλαδή να μπορούσαμε με ένα μυστηριώδη και παράλογο τρόπο, με μία φανταστική χρονομηχανή να περπατήσουμε σε σοκάκια του Παρισιού το 19ο αιώνα, να γνωρίσουμε σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, να συζητήσουμε μαζί τους και γενικά να γνωρίσουμε εκείνες τις καταστάσεις και τους ανθρώπους για τα οποία μάθαμε μόνο μέσω βιβλίων και ταινιών, αναφερόμενα στην λαμπρή και ενδιαφέρουσα ιστορία της τέχνης που πηγάζει και ξεκίνησε από τα αρχαία κιόλας χρόνια.

 Αυτήν ακριβώς την ταινία δημιούργησε και αυτό ακριβώς  το συναίσθημα  ο βραβευμένος σκηνοθέτης Γούντι Άλλεν προσπάθησε να μας περάσει και μπορώ με ευκολία να δηλώσω ότι κατάφερε να μας κάνει να φανταστούμε εποχές διαφορετικές ανθρώπους – καλλιτέχνες με μοναδικά ταλέντα ,καταστάσεις με πλούσια πολιτισμική ομορφιά ,πόλη μαγείας με προσωπικότητες – αστέρια που λάμπουν ξεχωριστά ο καθένας στο νυχτερινό ουρανό της τέχνης.
 Για μένα αυτή η ταινία αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου ,αφού είναι έργο απαράμιλλης λάμψης που διεισδύει στις ψυχές μας και ανάβει τη σπίθα του πόθου και του δικαιώματος να ονειρευόμαστε να ονειρευόμαστε το καλύτερο ,διότι άνθρωπος χωρίς όραμα είναι πλοίο χωρίς καπετάνιο ,διότι τα όνειρα πλάθουν τους ανθρώπους ,διότι τα όνειρα στηρίζουν τις προσπάθειές μας ,διότι τα όνειρα δημιουργούν το μέλλον και διότι τα όνειρα κάποτε γίνονται πραγματικότητα.

Γενικά η ταινία αυτή στο πλαίσιο της ψυχαγωγίας και της διδασκαλίας ,μαζί με την προσπάθεια των συντελεστών κατά τη γνώμη μου βραβεύεται με άριστα. Μέσα από τις όμορφες εικόνες του Παρισιού , τις ιδιαίτερες προσωπικότητες του καλλιτενικού χώρου και τον κομψό τρόπο με τον οποίο ο ήρωας διέρχεται από τη σημερινή εποχή στο 19ο αιώνα εκθειάζει την παραπάνω επιθυμία του ανθρώπου και τονίζει τα διάφορα κινήματα τα οποία χαρακτηριστικά επηρέασαν την κλίση της τέχνης ,όπως είναι ο ιμπρεσιονισμός (από το ομώνυμο έργο του Μονέ Impressionism) , ο σουρεαλισμός (πέρα από την πραγματικότητα) και διάφοροι καλλιτέχνες και έξοχοι άντρες και γυναίκες που με τις πρωτότυπες ιδέες και απόψεις κίνησαν τα νήματα και ανέπτυξαν την καλλιτεχνία της εποχής ,ώστε εμείς σήμερα να απολαμβάνουμε τα αποτελέσματα της ζωής τους. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν ακούνε στα ονόματα Πικάσο, Μονέ και αντηχούν στα πέρατα της γης για τη στάση και το έργο τους.

    
 Συγκεκριμένα, η ταινία στην οποία εμείς αναφερόμαστε και έχουμε ήδη απολαύσει την πρωτότυπη προσέγγιση της για θέματα που αφορούν την καλλιέργεια της ψυχής κινείται γύρω από έναν αρραβωνιασμένο άντρα ,ο οποίος είναι διακεκριμένος σεναριογράφος του Χόλιγουντ ( HOLLYWOOD) και ο οποίος έχει τη βαθύτατη επιθυμία να γυρίσει στο 19ο αιώνα και να εγκαταλείψει τη σημερινή εποχή. Κατά ένα παράδοξο λοιπόν τρόπο όταν ηχεί 12 η ώρα στο Παρίσι τότε ικανοποιείται η κατά τα άλλα απίθανη αυτη επιθυμία του και τελικά γίνεται έμπειρογνώμονας  στην τέχνη, με εμπειρία μεγαλύτερη από κάθε άλλον στον τομέα αυτό.
        Κλείνοντας ευχαριστώ τους ανθρώπους αυτούς που έκαναν πραγματικότητα το όραμα της ταινίας αυτής και τους διαβεβαιώ ότι καταφεραν να μας ψυχαγωγήσουν και να μας μιλήσουν με έναν πρωτοποριακό τρόπο για την τέχνη. Στο πρόσωπο αυτής της ταινίας και ιδιαίτερα του Γούντι Άλλεν βρίσκω έναν έμπειρο και αξιομνημόνευτο άνθρωπο ,ο οποίος με το έργο του με επηρέασε βαθύτατα. Είμαι σίγουρος ότι θα ακολουθήσουν και άλλα μνημειώδη παρόμοια έργα << τέχνης >> ,αλλά μέχρι στιγμής για μένα η ταινία << ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ (MIDNIGHT IN PARIS) >> αποτελεί τον κολοφό την κορωνίδα του κινηματογράφου της τέχνης ,του κινηματογράφου που μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στους ανθρώπους που διαμόρφωσαν τη σημερινή εποχή, όχι με τα λόγια ,αλλά με τις πράξεις τους.
                              

   Τζήκας Αλέξανδρος

 

 

Μεσάνυχτα στο Παρίσι

 Όταν είδα και παρακολούθησα για πρώτη φορά, την ταινία «Midnight in Paris» (Μεσάνυχτα στο Παρίσι) έμεινα άναυδος. Βλέποντας την συγκεκριμένη ταινία έμαθα και άντλησα αρκετές πληροφορίες για καλλιτέχνες που έχουν μείνει στην ιστορία, καθώς, με τα εξαιρετικά τους έργα, συνέβαλαν αρκετά στην ανάπτυξη του παγκόσμιου πολιτισμού. Ορισμένοι από αυτούς είναι ο Πάμπλο Πικάσο, ο Κλόντ Μονέ, ο Έντουαρτ  Φιτζέραλντ. Ήταν σπουδαίες και σημαντικές προσωπικότητες. Ο Πάμπλο Πικάσο ήταν ζωγράφος, όπως και ο Κλόντ Μονέ. Ο Έντουαρτ Φιτζέραλντ ήταν συγγραφέας. Ωστόσο, βλέποντας την συγκεκριμένη ταινία μου ήρθαν στο μυαλό τα τρία καλλιτεχνικά κινήματα, ο Εξπρεσιονισμός, ο Ιμπρεσιονισμός και ο Υπερρεαλισμός ή Σουρρεαλισμός.

Κατά τη γνώμη μου η ταινία ‘Midnight in Paris’ με βοήθησε αρκετά να διευρύνω τον πνευματικό μου ορίζοντα, γιατί μου πρόσφερε πολλές γνώσεις σχετικά με τον καλλιτεχνικό τομέα.
Ακόμα η ταινία αυτή έχει γυριστεί στο πιο όμορφο μέρος, στην πιο όμορφη πόλη της Ευρώπης. Στο μαγευτικό Παρίσι , στη πρωτεύουσα της Γαλλίας. Εκεί που όλα είναι μαγευτικά και όταν το επισκέπτεσαι θεωρείς πως βρίσκεσαι στον «Παράδεισο». Αυτή η ταινία μου άρεσε πάρα πολύ, ήταν φοβερή.
 Τζικούλης Γ.

Του κανενός το ρόδο

(στοχασμός για μια Ζωή σαν τριαντάφυλλο) 
«Viens – tu du ciel profond
ou sors – tu de l” abime,
O Beaute ? Sors – tu du
gouffre noir ou descends – tu
des astres ?»
Baudelaire
   Μήπως έφθασε η στιγμή να αναρωτηθούμε τον λόγο για τον οποίο ζούμε; Καταφατικά οφείλουμε να απαντήσουμε, εάν αφήσουμε για λίγο την κάθε ευτέλεια που συνοδεύει τη ψευδαισθητικά χαρούμενη ζωούλα μας και (σπεύσουμε να) παρακολουθήσουμε, με αρετή και τόλμη, τη μαγευτικά υπέροχη ταινία «Ζωή σαν τριαντάφυλλο». Αφενός, χρειάζεται αρετή λόγω του ιερού πέπλου με το οποίο είναι ντυμένη (η ταινία) σκηνοθετικά και μουσικά, και αφετέρου , χρειάζεται τόλμη για να αντέξουμε την ανέλπιδη σφοδρότητα του Λόγου που εκφέρει: «Δεν μετανιώνω για τίποτα, τα πάντα ξεχνώ και γυρνώ στο μηδέν«.
    Η εν λόγω ταινία – σε σκηνοθεσία Ολιβιέ Ντάαν – πραγματεύεται με ρυθμό αισθαντικά στοργικό τη ζωή της θρυλικής γαλλίδας τραγουδίστριας Εντίθ Πιάφ. Η ηθοποιός Μαριόν Κοτιγιάρ, στο ρόλο της Πιάφ, δίνει μια ανυπέρβλητη – για τα δεδομένα του σύγχρονου κινηματογράφου - υποκριτική ερμηνεία. Η τελευταία, υποστηρίζεται έντεχνα κι από την εξαίσια σαγηνευτική χροιά της γαλλικής γλώσσας , η οποία περισσότερο άθικτη παρά ποτέ κατορθώνει να αποδώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, το σεμνό και αδιόρατο πόθο (από τα νεανικά χρόνια) της τραγουδίστριας να γευθεί τον υπερβατικό καρπό του έρωτα καθότι η Εντίθ αποτελεί ένα ανεπανάληπτο και θνητό έμψυχο ον που, με τη φωνή και το βλέμμα - [προσέξτε τις κοντινές και διαυγείς λήψεις της κάμερας, κάθε φορά που η πρωταγωνίστρια ανυψώνει, με ύφος αξιολάτρευτο, τα μάτια της στον ουρανό] – αναζητεί την απευθύνσιμη πραγματικότητα ενός αληθινού έρωτα, όπου η ψυχή (εν είδει ουράνιας μελωδικής φωνής) είναι αυτή που περιβάλλει το σώμα. Το αντίθετο συμβαίνει στους περισσότερους από εμάς: το σώμα περιβάλλει, αλλά και καπηλεύεται, τη ψυχή -[προσέξτε την απουσία χυδαιότητας κατά την κινηματογράφηση των ερωτικών στιγμών της Πιάφ].

    Επίσης, καθ” όλη τη διάρκεια της ταινίας, όσο εντείνεται δραματουργικά ο ρεαλισμός τόσο αναδύεται κάτι το υπερβατικό ωσάν οδυνηρή αίγλη: είναι το ανείπωτο του ερωτικού μεγαλείου δηλαδή, έρως και μεγαλείο - που αμφότερα αφορούν τον έσω βίο μας – συγκλίνουν αρμονικά καθώς μεταποιούνται, μέσω σπαραγμού, από εικόνες μελωδίας σε πράξη αυθυπέρβασης. Έτσι, ενόσω οι περισσότεροι υποτάσσονται ολοκληρωτικά στο μηδέν – θάνατο , η Εντίθ Πιάφ απελευθερώνεται ανοδικά, ζώντας και πεθαίνοντας (συνειδητά) μέσα στην ίδια της την ύπαρξη αναδεικνύοντας, επομένως, κατ” αυτό τον τρόπο, το ιερό και συνάμα αθάνατο στοιχείο του έρωτα – [θυμηθείτε την αλησμόνητη καλλιτεχνική περίπτωση οντολογικά ερωτικής αυθυπέρβασης στο σαιξπηρικό Ρωμαίο και Ιουλιέτα].

  Τούτη η λαμπρή βιογραφική ταινία, λοιπόν, έμμεσα μας παροτρύνει, όχι μόνο να κοιτάξουμε τη ζωή κατά πρόσωπο δίχως κανένα «αλλά», αγαπώντας την για αυτά που μας δίνει – θετικά και αρνητικά-, αλλά και να μη λησμονήσουμε να αντιμετωπίσουμε το μηδέν – θάνατο (όποιας μορφής), ούτως ώστε βγαίνοντας από το τέλμα του μίζερου μέσου όρου που κυβερνά τη δίχως ρόδο εποχή μας, ίσως να μπορέσουμε να συναντήσουμε (όπως η Πιάφ) το γαλάζιο της απεραντοσύνης, αναφωνώντας : «Θα φτάσω κάποτε να γίνω ουρανός και ποιος θα μπορεί τότε να με σκεπάζει»  (Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, ΟΙ ΦΩΝΕΣ, ύψιλον 1982).

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΖΙΩΓΑΣ 
Βιολόγος-φοιτητής Θεολογίας ΑΠΘ

 

Οι ζωές των άλλων

   Έβαλα την αυθεντική μου ζωή  
ενέχυρο πρέπει κάτι να γίνει,
ώστε η ανοχή να σημαίνει ενοχή,
ποτέ το αντίστροφο
 
Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
(Οι φωνές, Ύψιλον 1982)
 Ο γερμανός σκηνοθέτης Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, ύστερα από 4 χρόνια ενδελεχούς έρευνας κατόρθωσε να δημιουργήσει , μέσα σε μόλις 36 ημέρες, την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, της οποίας μάλιστα υπογράφει και το άκρως πρωτότυπο σενάριο. Πρόκειται για μία ιστορία που διαδραματίζεται στη «σοσιαλιστική» (και σκοτεινή) Ανατολική Γερμανία του 1984 – λίγα χρόνια πριν την πτώση του Τείχους – και στην οποία πρωταγωνιστούν, ένα ζευγάρι καλλι-τεχνών (εκείνη ηθοποιός, εκείνος συγγραφέας) κι ένας πράκτορας της μυστικής αστυνομίας Στάζι με το κωδικό όνομα HGW XX/7.
Πάνω στον τελευταίο, είναι που εδράζεται αφειδώς όλη η δραματουργική πυγμή της ταινίας. Διαθέτοντας το αυστηρό ύφος μίας ψευδο - ειλικρίνειας και όντας αποστραγγισμένη από κάθε σταγόνα έρωτα, η κινησιολογία του HGW XX/7 μάς δηλώνει πως είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εποπτεύσει κάθε ύποπτη (αντιεξουσιαστική) ενέργεια που πέφτει στην αντίληψή του. Μέχρι την απροσδόκητη στιγμή όπου ο HGW XX/7 , αφουγκραζόμενος (για πρώτη φορά) την ανυπέρβλητη δύναμη του έρωτα (που βιώνει το ζευγάρι) βρίσκεται να εποπτεύει την κενότητα του προσωπικού του βίου συγκλονισμένος, κατανοεί και διαβλέπει πως ο έρωτας, ιδωμένος πια ως ελευθερία από την αναγκαιότητα της εξουσιαστικής του φύσης, αποτελεί το μοναδικό αντίδοτο στο – υπό έλευση – καθεστώς του άκρατου μηδενισμού. Έτσι, θέλοντας να ανακαλύψει τη σχέση του με τα πράγματα εν γένει, καθώς αισθάνεται τη ζωή του να βαδίζει κυνικά ως μια τρεμάμενη σκιά, επιδίδεται εναγωνίως σε μία - διψασμένη για λύτρωση – προσπάθεια για να δώσει (στο ζευγάρι) αυτό που δεν έχει ο ίδιος: το δικαίωμα στον έρωτα. Μόνο που ο τελευταίος λειτουργεί ως καταπέλτης ελευθερίας και για τον HGW XX/7 , καθόσο ο ίδιος είναι αδιάψευστα κι ολότελα ερωτευμένος με την ηθοποιό. Όλη ετούτη η «μετάλλαξη» του HGW XX/7 , από τη σχεδόν ανεπαίσθητη μοναξιά μέχρι την καταλυτική – εν είδει υπόκωφου πόνου – μεταμόρφωση του σε μάρτυρα του έρωτα, σκιαγραφείται με τρόπο εύστοχο και ανόθευτο από την υποκριτική δεινότητα του ηθοποιού Ούλριχ Μίχε που τον ενσαρκώνει η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση επιτυγχάνει εμφανώς ανομολόγητα να απο-καλύψει εκείνο που καταμαρτυρά ο Ρεμπώ: «Να μη φέρω στον κόσμο την αηδία και την προδοσία μου» (Εποχή στην Κόλαση).
Πέραν τούτου, ο καθεαυτός χαρακτήρας των πρωταγωνιστών, διασαφηνίζει , εύρυθμα και με διαύγεια , την τρισυπόστατη – εν τω γίγνεσθαι – φύση μας: είμαστε, αυτό που πρέπει να είμαστε, αυτό που δεν πρέπει να είμαστε κι αυτό που εντέλει είμαστε. Μέσα σ” αυτό το πολύπλοκα οργανικό πλαίσιο , γίνεται σαφές ότι αμφότερα, και ο πράκτορας και το ζευγάρι – (μήπως κι εμείς;) – κινδυνεύουν να χάσουν την ανάγκη να έχουν μία ταυτότητα, μία δηλ. απροϋπόθετη οντολογική καθαρότητα τόσο ικανή ώστε να διαρρηγνύει (ακατάπαυστα) το κάθε ιμάτιο δουλοπρέπειας απέναντι στην όποια εξουσία γι” αυτό και μένει αλησμόνητη η φράση της ηθοποιού προς το συγγραφέα : «Εσύ χρειάζεται λιγότερο το σύστημα; Εσύ δεν κοιμάσαι στην πραγματικότητα μαζί τους;». Εύλογα, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα: μήπως οι άνθρωποι , άραγε, κρίνονται από τις επιλογές που κάνουν, κι όχι από τις ιδιότητες – στατικής τάξεως – που περίτρανα (αυτο)προβάλλουν ; Και κατ΄ επέκταση : μήπως τελικά, οι ζωές των άλλων δεν είναι δικές τους ζωές, αλλά δικές μας;
   Το προηγούμενο αινιγματικό ερώτημα, ο σκηνοθέτης καταφέρνει (κατ” εμάς) να το τεχνο-ποιήσει (στον αγώνα του να το απαντήσει), δείχνοντας με περισσή σύνεση – (βλ. την πάρα πολύ εύστοχη και οξυδερκή αναφορά στον Μπρεχτ) – πως αυτό που καταφάσκει στη ζωή πέραν της ζωής , η Τέχνη, δεν επιβάλλεται αλλά εκτίθεται, σε πλήρη πάντοτε εναρμόνιση με τη φράση του Paul Celan «πληγωμένος από την πραγματικότητα και αναζητώντας πραγματικότητα» (Ο Μεσημβρινός και άλλα πεζά, ΑΓΡΑ 2006). Ο πρωτοεμφανιζόμενος Ντόνερσμαρκ αφενός, καταδεικνύει την ευτέλεια του δουλικού φρονήματος, και αφετέρου, αποδίδει με υψηλή ευκρίνεια την πολυπλοκότητα του ψυχικού μας βίου καθότι ανατρέπει την ευκολοθώρητη ηθική του άσπρου – μαύρου κι όχι μόνο αυτό: αν και σύμφωνα με τον Κ. Αξελό «το πρόβλημα της εγώτητας δεν έχει ακόμα καν τεθεί» (Προς την πλανητική σκέψη, Εστία 1985), ωστόσο, ο γερμανός δημιουργός επιχειρεί να ρίξει το βλέμμα του στον «παράδεισο» της συντριβής του ατόμου, εκεί όπου (όπως ακούγεται και στην ταινία) «δεν ξέρεις σε τι να πιστέψεις και σε τι να επαναστατήσεις», εκεί όπου η ενοχή γίνεται ανοχή - καθοσιώνοτας το (όποιο) εντός μας Τείχος.
Το μόνο που μας απομένει , επομένως, είναι να ανταποκριθούμε με όση ανοιχτότητα μπορούμε σ” αυτό το πραγματικά ρηξικέλευθο καλλι-τεχνικό κάλεσμα, ούτως ώστε, ίσως , καταφέρουμε μια μέρα να γράψουμε κι εμείς μια «Σονάτα για έναν καλό άνθρωπο», όντας πλέον «μηχανικοί της ψυχής»(ήτοι συγγραφείς).
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΖΙΩΓΑΣ
Βιολόγος-Φοιτητής Θεολογίας ΑΠΘ

 

Top