Κατασκευάζεται συνήθως από ξύλο ή εβονίτη. Το κωνικό σχήμα του σωλήνα και η διπλή γλωττίδα δίνουν στο όργανο αυτό τον χαρακτηριστικό ένρινο και διαπεραστικό του ήχο. Η μουσική του έκταση καλύπτει περίπου τρεις οκτάβες. Συχνά, στις αργές κυρίως μελωδίες, ο ήχος του είναι μελαγχολικός και πολύ εκφραστικός. Επειδή ο σωλήνας του όμποε είναι αρκετά στενός, συγκρινόμενος με το σωλήνα των άλλων ξύλινων πνευστών της ορχήστρας, ο εκτελεστής, καθώς φυσάει μέσα στο όργανό του, «ξοδεύει» λιγότερο αέρα απ’ ό,τι οι εκτελεστές των άλλων οργάνων. Γι’ αυτό το λόγο μπορεί να παίζει νότες με μεγάλες αξίες ή ακόμα και μια μεγάλη μουσική φράση με μία αναπνοή. Η διπλή γλωττίδα, συνήθως από καλάμι, κατασκευάζεται από τον ίδιο τον εκτελεστή, διαδικασία που απαιτεί ιδιαίτερη ικανότητα και υπομονή.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΜΠΟΕ
Η καταγωγή του όμποε είναι πολύ παλιά. Σε πολλούς από τους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα, Ινδία, Αίγυπτο, Μεσοποταμία) συναντάει κανείς διάφορους τύπους αυλών, που είχαν πολλά από τα χαρακτηριστικά του όμποε, όπως τη διπλή γλωττίδα. Στην Ευρώπη διάφοροι αυλοί τύπου όμποε ήρθαν κατά τον 12ο αιώνα από τις αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής. Σχεδόν όλες οι ορχηστρικές συνθέσεις που γράφτηκαν μετά το 1700 περιλαμβάνουν ένα μέρος για όμποε. Τα όμποε βελτιώθηκαν σημαντικά κατά τον 19ο αιώνα με την προσθήκη κλειδιών.
Πηγή: Μελοδύσσσεια
Σταύρος Ξ. ΣΤ1