Γράφει η μαθήτρια της Β΄ τάξης Λιολιοπούλου Άννα
Ο λαμπερός ήλιος λούζει με τις ολόχρυσες του ακτίνες τον καταγάλανο καθαρό ουρανό. Το άπλετο φως του αφυπνίζει κάθε κάτοικο, ειδοποιώντας την έναρξη μιας ολοκαίνουργιας ημέρας.
Ένα απλό, συνηθισμένο πρωινό Τετάρτης. Σωστά;
-Αντίο μαμά! Αντίο μπαμπά! Αντίο Βασιλάκη!
Κυματίζοντας απαλά το χέρι μου, με ένα γλυκό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα κοκκινωπά μου χείλη, χαιρέτησα την οικογένειά μου και ξεκίνησα την πορεία μου προς το σχολείο μου.
-Έχει δροσιά σήμερα! Είπα στον εαυτό μου. Το γλυκό, σχεδόν χειμωνιάτικο πλέον αεράκι διαπερνούσε μέσα από τα κυματιστά μαλλιά μου, απομακρύνοντας τα από το πρόσωπό μου. Με γοργά και ζωηρά βήματα συνέχισα τον δρόμο μου ανενόχλητη!
Τα πρασινωπά φύλλα των δέντρων έπεφταν σαν γλυκά πεφταστέρια στην άσφαλτο, ζωγραφίζοντας την με καταπληκτικά χρώματα.
Κυριαρχούσε η απόλυτη ψυχική ηρεμία και γαλήνη! Το μαγευτικό σκηνικό όμως γρήγορα βούλιαξε στα νερά της μυστηριώδους θάλασσας, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας όχι και τόσο ευχάριστος ήχος. Μια αγκαθωτή μελωδία όπου αφύπνισε δυσάρεστα την ακοή. Ήταν το γάβγισμα των αδέσποτων σκυλιών, οι τρομακτικοί αυτοκράτορες των δρόμων.
-Όχι, όχι πάλι!
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα και δυνατά, τόσο δυνατά, που νόμιζες ότι θα ξεριζώνονταν από το στήθος μου.
Τα καστανά μου μάτια γούρλωσαν από φόβο !
Πώς άραγε θα μπορούσα να διασχίσω τον δρόμο απέναντι, όταν στον ποταμό μπροστά μου υπάρχουν επικίνδυνοι, άγριοι κροκόδειλοι;
Έπρεπε όμως να αρπάξω στα χέρια το τεράστιο ρίσκο και να διαπράξω το φοβερό…
Συγκέντρωσα όλο μου το θάρρος, απομάκρυνα τον φόβο και με γοργά, γενναία βήματα, διέσχισα τον δρόμο…
Καθώς όμως περπατούσα, τα κοφτερά δόντια των σκυλιών άρπαξαν σαν θηρία το μπουφάν μου.
Δίχως συνετή σκέψη, έβγαλα μια τεράστια τσιρίδα όπου ακούστηκε μέχρι τα πέρατα της γης!
Ήξερα βαθιά μέσα μου πως πλέον τίποτα και κανένας δεν θα μπορούσε να με σώσει! Τα σκυλιά ήταν αποφασισμένα να επιτεθούν…
-Βοήθεια! Οι τελευταίες μου ελπίδες προσπάθησαν να δραπετεύσουν από την καρδιά μου, όμως δεν έλαβα καμία απάντηση…
Σαν ένα μικρό αλλά θαρραλέο ποντικάκι που προσπαθεί με πάθος και τόλμη να διαφύγει απ” τα κοφτερά νύχια μιας ατίθασης γάτας, έτσι και εγώ, ένα έφηβο κορίτσι προσπαθούσα να ξεφύγω από τα κοφτερά κιτρινωπά δόντια των σκυλιών!
Μα πότε άραγε θα σταματήσει αυτή η θύελλα; Αυτή η καταιγίδα που ξέσπασε ξαφνικά ώστε να ταράξει τα νερά της θάλασσας!
-Μήπως χρειάζεσαι βοήθεια Άννα;
Αποκλείεται! Το άκουσα αυτό; Δεν το φαντάστηκα! Το άκουσα αυτό! Κάποιος ήρθε για να με βοηθήσει!
Ήρθε η ηλιαχτίδα να διαλύσει τα βαριά σύννεφα και να φέρει ξανά την θερμή ηλιοφάνεια!
Σηκώνοντας το θλιμμένο βλέμμα μου, αντίκρισα την καθηγήτρια της λογοτεχνίας!
-Ναι παρακαλώ!
Προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία που είχα πλέον χάσει, την πλησίασα και προχωρήσαμε γρήγορα μαζί μέχρι το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς.
Αυτά τα ατίθασα σκυλιά δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να δραπετεύσουμε! Σαν πιστοί ακόλουθοι έτρεχαν από πίσω μας αποφασισμένοι να πετύχουν τον στόχο τους!
Κλείνοντας την πόρτα του ζαχαροπλαστείου, η καθηγήτρια και εγώ νιώσαμε επιτέλους το μαγευτικό συναίσθημα της ανακούφισης. Ο κίνδυνος είχε πλέον εξαφανιστεί και ο φόβος απομακρύνθηκε! Ακριβώς σαν δυο μικρά χαμένα πουλιά που βρήκαν επιτέλους φωλιά να κρυφτούν από τα εχθρικά πλάσματα!
Συνεχίσαμε πλέον δίχως φόβο, όμως με βαθιά εξαντλημένες και πονεμένες καρδιές τη διαδρομή στο σχολείο μαζί.
Ο κίνδυνος όμως παραμένει! Κανένας μα κανένας πολίτης δεν είναι ασφαλής ! Εμείς μπορεί να γλιτώσαμε, όμως ένας μελλοντικός περαστικός θα έχει άραγε την ίδια τύχη; Μήπως είναι η ώρα να αρχίσουμε να αναλογιζόμαστε το καλό των πολιτών και να διασφαλίσουμε την ασφάλεια στους δρόμους της πόλης;
Όλοι οι άνθρωποι εξάλλου αξίζουν να νιώθουν ασφαλείς και ψυχικά ήρεμοι.