Λέξεις που χάνονται…

ΑΠΟ: ΚΑΛΛΙΝΙΚΗ ΑΡΝΑΟΥΤΗ ΚΟΥΚΟΥΛΑ - Μάι• 16•19

  Λέξεις που χάνονται…

λεξεις που χανονται

https://tonyducesart.blogspot.com/2019/01/getting-lost.html?m=1

Ο καθένας από εμάς στη διάρκεια της ζωής του θα έχει ανατρέξει σε κάποιο λεξικό για να βρει την ερμηνεία μιας λέξης πρωτάκουστης για τον ίδιο ή ακόμη και για να αναζητήσει από μόνος του λέξεις άγνωστες. Ωστόσο, παρά το πλήθος και το μεγάλο μέγεθος των λεξικών που κυκλοφορούν για την νεοελληνική γλώσσα υπάρχουν και «σπάνιες λέξεις» που δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτά ή αναφέρονται μόνο σε μερικά. Έτσι, λοιπόν, στηριζόμενη στο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου, «Λέξεις που χάνονται», στοχεύω στη δημιουργία μιας σειράς άρθρων που παραθέτουν και αναλύουν λέξεις του βιβλίου που μου κίνησαν το ενδιαφέρον ή γνώριζα ήδη χωρίς να τις κατανοώ πλήρως. Σκοπός των άρθρων είναι να εμπλουτίσουν τις γνώσεις των μαθητών για την πολύπτυχη γλώσσα της ελληνικής καθώς και να πυροδοτήσουν μια οικειότερη σχέση μαζί της.

  • Αβαγιανός: η αγριολεβάντα, αρωματικό φυτό με μπλε λουλούδια. Από τη βάγια, που ανάγεται στο αρχαίο βαΐς, λέξη κοπτικής καταγωγής.
  • Αβοκάτος: ο δικηγόρος. Μπήκε στη γλώσσα μας με τη Φραγκοκρατία και παρόλο που έχει ξεχαστεί, τα τελευταία χρόνια μπήκε στη ζωή μας το αβοκάντο, ο μεξικάνικος καρπός που πρόκειται για παρετυμολογία.
  • Αγγρίζω: ερεθίζω, ενοχλώ. Ετυμολογείται από το αρχαίο αγρίζω, από το άγριος.
  • Αζάπης: ο ανύπαντρος, ο ελεύθερος, ο ατίθασος όμως και ο καημένος, ο δυστυχισμένος.
  • Αθάσι: το αμύγδαλο, ιδίως το νωπό ή το αφράτο. Οι αρχαίοι τα αμύγδαλα τα ονόμαζαν θάσια κάρυα, επειδή η Θάσος έβγαζε πολύ καλά αμύγδαλα (και το κάρυα που σήμαινε καρύδια ήταν γενικός όρος για όλους τους καρπούς με κέλυφος). Το ουσιαστικό με τα χρόνια εξέπεσε και το επίθετο ουσιαστικοποιήθηκε. Αθασιά, φυσικά, λέγεται η αμυγδαλιά. Δοκιμάστε λοιπόν να πείτε τον εξής κυπριακό γλωσσοδέτη: «Η αθασιά της Αϊσιές αν έσιει αθάσια ας έσιει!»
  • Αθιβολή: η αμφιβολία· η συζήτηση· η θύμηση, η σκέψη· η μνεία για κάποιον
  • Ακράνης: ο φίλος, ο συμπολεμιστής, ο σύντροφος. Δάνειο από το τουρκικό akran που σημαίνει συνομήλικος, όμοιος.
  • Αλικοντίζω: (ή αλικουντίζω ή αλικουντάω) εμποδίζω κάποιον, τον καθυστερώ, του παρεμβάλλω προσκόμματα, τον κάνω σταματήσει τον δρόμο του ή να αναβάλλει μια δουλειά.
  • Αλιτζές: το ξανθότριχο, πυρρόξανθο άλογο
  • Άμια: η θεία, και γενικότερα κάθε γυναίκα περασμένης ηλικίας, συχνά ως προσφώνηση από νεότερους.
  • Αμόντε: μάταια, στα χαμένα, συχνά σε φράσεις με το ρήμα πηγαίνω, δηλαδή πήγαν στράφι ή «πήγε αμόντε», δηλαδή καταστράφηκε.
  • Αμπασάδα: η ελαφριά εργασία, το θέλημα, η εξυπηρέτηση που μας κάνει κάποιος
  • Αναρούσα: (και ανερούσα) αφενός η επιστροφή του κύματος από τη παραλία στη θάλασσα, αλλά και η δίνη μέσα στη θάλασσα, και αφετέρου η νεράιδα του γιαλού, το ξωτικό.
  • Ανασόνι: το γλυκάνισο
  • Αναφάνταλος: ο ελαφρόμυαλος, ο επιπόλαιος, που λέει ανοησίες και χαζομάρες, που κοινολογεί τα μυστικά του
  • Ανταίνω: συναντώ, πετυχαίνω, αλλά κυρίως με την κακή έννοια: προσκρούω σε ένα εμπόδιο, μπλέκομαι, μπλέκω. Ο αόριστος είναι άντεσα και έντεσα. Ακούγεται και η ευχή «Κακό να μη σου ντέσει!»
  • Αντράλα: η ζάλη, η σκοτοδίνη, ο ίλιγγος.
  • Αντρομίδα: το χοντρό μάλλινο κλινοσκέπασμα, η βελέντζα, το κιλίμι
  • Απάκι: το ψαχνό γύρω από τα νεφρά. Υπάρχει η τυποποιημένη έκφραση «μου έπεσαν τα πάκια» ή «μου πιάστηκαν τα πάκια», που λέγεται όταν πονέσει η μέση μας ή γενικότερα από τη πολλή δουλειά, πολλές φορές και ειρωνικά.
  • Απονύχτερος: αυτός που περνάει τη νύχτα έξω, που ξενυχτάει, αλλά και κάτι που γίνεται αργά τη νύχτα.
  • Αποτάζω: (ή ποτάζω) αποκτώ, και ειδικότερα βάζω κατά μέρος κάτι, αποκτώ περίσσευμα
  • Αποταυρίζομαι: τεντώνομαι, τανιέμαι, τεντώνω χέρια ή/και πόδια προς τα πίσω για να τα ξεμουδιάσω
  • Απτάλης: ο ηλίθιος, ο «υπερβαλλόντως βλάξ», ο ασουλούπωτος, ο άξεστος
  • Άρατος: ο αόρατος, ο άφαντος
  • Αρουλίζω: ουρλιάζω, ειδικά το ουρλιαχτό του λύκου, του σκύλου ή του τσακαλιού
  • Αρσίζης: ο αναίσχυντος, ο ξετσίπωτος, ο αισχρός, ο ερωτικά λαίμαργος
  • Ασλάνι: το λιοντάρι· μεταφορικά και το παλικάρι, αυτός που είναι γερός και ρωμαλέος
  • Αχτάρης: το παλιό ισοδύναμο του ψιλικατζή: αρχικά ήταν μυροπώλης, αλλά τα μαγαζιά αυτά πέρα από μυρωδικά πουλούσαν επίσης βότανα και μαντζούνια, μπαχαρικά και κάθε λογής ψιλικά.

 

Αυτές, λοιπόν, ήταν (σχεδόν) όλες οι λέξεις που αρχίζουν από α και είτε χάνονται είτε έχουν ήδη ξεχαστεί!

Καλλινίκη Αρναούτη , Β1

 

Σχολιάστε

Top