Συνέντευξη με τη Σώτη Τριανταφύλλου
από τη μαθήτρια Χλόη Τηλιακού (Α4, Λύκειο)
Χ.Τ. : Καταρχάς, γνωρίζω ότι γενικά ταξιδεύετε μεταξύ τριών πόλεων, Αθήνας, Παρισιού και Νέας Υόρκης, όπου εργάζεστε. Αυτό το διάστημα πού βρίσκεστε και με τι ασχολείστε;
Σ.Τ. : Γύρισα από τη Νέα Υόρκη πέρυσι το καλοκαίρι, μετά το τέλος της σχολικής χρονιάς. Το σχολείο στη Νέα Υόρκη δεν έχει καμία σχέση με το σχολείο σας. Πρέπει να είστε πολύ ευχαριστημένοι. Βρίσκομαι, λοιπόν, στο Παρίσι, γράφω σιγά-σιγά ένα μυθιστόρημα και ασχολούμαι γενικά με εργασίες σχετικές με το βιβλίο, δηλαδή κάνω μεταφράσεις, επιμέλειες, ό,τι έχει σχέση με το βιβλίο. Δεν έχω κάποια εργασία που να σχετίζεται με τη Γαλλία, η δουλειά μου είναι εδώ, απλώς από απόσταση.
Χ.Τ.: Το γεγονός ότι περνάτε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας στο εξωτερικό, σας έχει βοηθήσει να βλέπετε τον κόσμο διαφορετικά, να ανοίξετε τους ορίζοντές σας;
Σ.Τ. : Οπωσδήποτε. Έφυγα από την Ελλάδα στο τέλος του 1979, μόλις πήρα δηλαδή πτυχίο από τη Φυσικομαθηματική της Αθήνας. Από τότε, η ζωή μου είναι μία σειρά από αλλαγές. Συχνά έμενα στην Αθήνα για λόγους προσωπικούς, συναισθηματικούς και επαγγελματικούς και για μεγάλα χρονικά διαστήματα έμενα στο Παρίσι ή στη Νέα Υόρκη. Ο χρόνος ο ίδιος, το πέρασμα του χρόνου, η μάθηση την οποία κατέκτησα, όση κατέκτησα όλα αυτά τα χρόνια, και αυτός ο τρόπος ζωής με έχει κάνει αυτόν τον άνθρωπο που είμαι, έχει παίξει ένα σημαντικό ρόλο. Είμαι τρίγλωσση, όχι με την έννοια ότι ξέρω τρεις γλώσσες, αλλά ότι εκφράζομαι με την ίδια φυσικότητα σε τρεις γλώσσες, πράγμα που έχει ανοίξει τον ορίζοντά μου. Βέβαια με περιορίζει από άλλες πλευρές, γιατί καθώς νιώθω να μην υπάρχουν σύνορα για μένα, αποφεύγω τις χώρες, τους τόπους εκείνους όπου δε μιλιούνται οι γλώσσες αυτές. Για παράδειγμα, παρ’ότι έχω γυρίσει τον κόσμο, έχω πάει ελάχιστες φορές στην Ισπανία και νομίζω ότι ο λόγος είναι ότι δεν ξέρω ισπανικά. Θέλω να πω ότι ο κόσμος έχει διασταλεί πάρα πολύ, ήταν κάτι που το ήθελα πάντα και αυτό μου δημιουργεί ένα βαθύ συναίσθημα γαλήνης. Πιστεύω ότι η πατρίδα μου είναι σχεδόν παντού στον κόσμο.
Χ.Τ.: Το ότι ζείτε και εργάζεστε σε πόλεις του εξωτερικού και γενικά το ότι ταξιδεύετε τόσο πώς προέκυψε; Χρειάστηκε να το κυνηγήσετε πολύ ή παρουσιάστηκαν κάποιες ευκαιρίες τις οποίες αδράξατε;
Σ.Τ. : Διηγούμαι συχνά μια μικρή ιστορία. Όταν ήμουν 5 χρονών ήρθε στη γειτονιά μας ένα κινέζικο τσίρκο. Μόλις γυρίσαμε από το τσίρκο με τη μαμά μου είπα «Εγώ φεύγω, πάω στην Κίνα». Εκείνη έκανε κάτι έξυπνο. Αντί να βάλει τις φωνές, είπε «Ωραία, φτιάχνουμε το βαλιτσάκι». Φτιάξαμε το βαλιτσάκι και έφυγα. Με πήρε από πίσω, βέβαια, εννοείται. Όταν έφτασα στο τσίρκο, για να φύγω για την Κίνα, με βούτηξε και με έφερε σπίτι. Προφανώς έχει σχέση με την ψυχοσύνθεση του κάθε ανθρώπου. Εγώ πιστεύω πολύ στην επιστήμη, στη βιολογία και λιγότερο στην κοινωνία. Είχα μια τάση περιπέτειας, συχνά άγνοια κινδύνου – μου έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα αυτό – και μια περιέργεια, η οποία δεν ικανοποιείται τελικά. Θέλω να πω ότι είναι κάτι που άρχισε από πολύ νωρίς και συνεχίζεται στον ίδιο ρυθμό.
Χ.Τ. : Νιώθατε, δηλαδή, περιορισμένη μέσα στα όρια της πατρίδας σας, θέλατε συνεχώς το κάτι παραπάνω;
Σ.Τ. : Ακριβώς. Ένιωθα συνέχεια περιορισμένη – ακόμη και σήμερα στο Παρίσι το ίδιο αισθάνομαι και στη Νέα Υόρκη συχνά παίρνω ένα αυτοκίνητο και οδηγώ πάνω-κάτω.
Χ.Τ. : Αυτό που είστε σήμερα σαν άνθρωπος, επαγγελματίας είναι κάτι που είχατε σαν πλάνο στο μυαλό σας από μικρή, κάτι που είχατε σχεδιάσει; Ακολουθήσατε δηλαδή τα όνειρά σας ή προέκυψε στην πορεία;
Σ.Τ. : Και τα δύο. Γενικά δεν είμαι άνθρωπος που κάνω σχέδια ούτε έχω ιδιαίτερα όνειρα, γιατί δεν είμαι πολύ φιλόδοξη. Είμαι φιλόδοξη με έναν δικό μου τρόπο, πιο προσωπικό, δεν είμαι κοινωνικά φιλόδοξη. Ωστόσο αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή, να γίνω συγγραφέας, αυτό έλεγα κιόλας ότι θα κάνω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχα παράλληλα ερωτηματικά και επιθυμίες. Αυτό που θα μου άρεσε θα ήταν να είχαμε 5 ζωές περίπου. Να τις ζούμε, όμως, παραλλήλως, δηλαδή όχι να πεθαίνουμε και να ξαναγεννιόμαστε, γιατί δε μου αρέσει η διαδικασία της παιδικής και της νεανικής ηλικίας, μου φαίνονται πολύ δύσκολα τα χρόνια αυτά. Θα ήθελα, λοιπόν, να είμαι ενήλικη, να είχα λύσει πολλά θέματα μέσα μου και να ξέρω ακριβώς τι θέλω. Οπότε θα έκανα 5 διαφορετικά πράγματα. Γιατί, για παράδειγμα, μου αρέσουν τα μαθηματικά, η φυσική, η χημεία, αυτά θα ήθελα πολύ να τα καλλιεργήσω. Δε γίνεται, όμως, να τα κάνει κανείς όλα. Θα ήθελα, επίσης, να είμαι σε ένα σχολείο, αλλά ούτε αυτό συνδυάζεται με τη δουλειά που έχω επιλέξει, που έχει κυριαρχήσει.
Χ.Τ. : Μου έκανε εντύπωση, η άποψή σας σχετικά με τα παιδικά και νεανικά χρόνια του ανθρώπου, γιατί συνεχώς ακούμε γύρω μας ενήλικα άτομα, που νοσταλγούν αυτά τα χρόνια και τα θεωρούν τα ωραιότερα της ζωής τους.
Σ.Τ. : Μπορώ να σας παρηγορήσω σε αυτό, είναι τα δυσκολότερα. Καταρχάς, δεν έχετε πολιτικά δικαιώματα. Είστε κάτω από την εξουσία και το brainwashing των μεγάλων. Επίσης, υπάρχει αμηχανία σε σχέση με τον έρωτα, το σεξ. Όλα αυτά τα πράγματα μου φαίνονται αυτή τη στιγμή βουνό, δηλαδή αν μου έλεγε κανείς να είμαι 15 χρονών και να περνούσα και πάλι όλη αυτή την τελετή μύησης στην ενήλικη ζωή, θα έλεγα «Ευχαριστώ, δε θέλω». Είναι άτυχος ο άνθρωπος, ο οποίος φτάνει σε ώριμη ηλικία και νοσταλγεί τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, σημαίνει ότι δεν κατάφερε τίποτα. Νομίζω, βέβαια, ότι παίζει ένα ρόλο και η ωραιοποίηση που κάνουμε στο παρελθόν.
Χ.Τ. : Η τάση μας να εξιδανικεύουμε τη ζωή μας, τα πάντα γύρω μας…
Σ.Τ. : Βέβαια, βέβαια.
Χ.Τ.:Παρατηρούμε ότι στα βιβλία σας δεν ασχολείστε αποκλειστικά με συγκεκριμένα θέματα, δεν κινείστε γύρω από έναν συγκεκριμένο άξονα. Έχετε ασχοληθεί με τα μαθηματικά, με τη φιλοσοφία… Με τι άλλο θα θέλατε να καταπιαστείτε στο μέλλον σε κάποιο βιβλίο, με το οποίο δεν έχετε ασχοληθεί ακόμα;
Σ.Τ. : Όλα έχουν ένα κοινό άξονα. Έχω σπουδάσει ιστορία, μετά τη Φαρμακευτική, που έκανα στη Φυσικομαθηματική της Αθήνας και στη συνέχεια πολεοδομία, που έχει σχέση με την ιστορία, αυτό που έκανα στην πολεοδομία. Άρα, θα λέγαμε ότι ασχολήθηκα με έναν συνδυασμό ανθρωπιστικών και θετικών επιστημών – για εμένα και οι θετικές επιστήμες ανθρωπιστικές είναι, αλλά είναι μια μεγάλη συζήτηση - με αυτό που θα λέγαμε διεπιστημονική αντίληψη ορισμένων πραγμάτων. Αυτό αναπόφευκτα καθρεφτίζεται στα βιβλία μου. Συχνά η ιστορία είναι το κυρίαρχο αντικείμενο, αλλά όλες οι γνώσεις, οι προτιμήσεις, οι κλίσεις διαφαίνονται και στα μυθιστορήματα και στα δοκίμια που έχω γράψει, δηλαδή και τα μαθηματικά έρχονται και ξανάρχονται και η λογική σκέψη που προκύπτει από αυτήν τη θετική επιστήμη. Όλα αυτά μπορεί κανείς να τα ανιχνεύσει στα βιβλία. Και ο τρόπος γραφής νομίζω ότι καθρεφτίζει αυτήν την αγάπη προς τη λογική και τις θετικές επιστήμες. Τώρα με τι θα ήθελα να ασχοληθώ, αν είμαι καλά και ο χρόνος μού το επιτρέπει, δηλαδή δεν πεθάνω, θα ήθελα να ασχοληθώ με ένα είδος παιδαγωγικού βιβλίου, σαν αυτό που έγραψα πρόσφατα για τη φιλοσοφία, το οποίο θα απευθύνεται σε πολύ νέους και θα έχει ως θέμα τη φυσική, τη χημεία και την ιστορία. Αυτό θα ήθελα πολύ να το κάνω, αλλά χρειάζεται κάποια συνεννόηση με το αναγνωστικό κοινό, γιατί τα μυθιστορήματα τα γράφουμε επειδή θέλουμε και δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, αλλά ένα τέτοιο βιβλίο είναι αποτέλεσμα ενός διαλόγου με το κοινό, δεν το γράφει κανείς από μόνος του, οπότε πρέπει να δω αν υπάρχει τέτοια ανάγκη ανάμεσα στους νέους, για να το κάνω.
Χ.Τ. : Θα ήθελα τώρα να επικεντρωθώ στην Ανατολή, την ηρωίδα από το βιβλίο «Για την αγάπη της Γεωμετρίας», η οποία βλέπουμε ότι είναι ένα άτομο με πολύ άσχημα βιώματα από την παιδική και εφηβική της ηλικία, εμπειρίες και αναμνήσεις από την οικογένειά της. Παρ’ όλα αυτά μεγαλώνοντας αποκτά ιδιαίτερη πνευματική καλλιέργεια και δημιουργεί τις δικές τις ισχυρές προσωπικές πεποιθήσεις και αντιλήψεις για τον κόσμο, ακολουθεί, όμως, τα ίδια εσφαλμένα πρότυπα και πέφτει στα ίδια λάθη. Με αφορμή, λοιπόν, την ηρωίδα αυτή, θα ήθελα να σας ρωτήσω, γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό στους ανθρώπους; Δεν μπορούμε, δηλαδή, να ξεφύγουμε από το παρελθό μας, πάντα θα μας κυνηγάει;
Σ.Τ. : Φοβάμαι ότι είναι πολύ συχνό αυτό το φαινόμενο. Παγιδεύεται κανείς στην εκπαίδευση και στην αγωγή που έχει πάρει από την οικογένεια, το σχολείο και το γενικότερο κοινωνικό περιβάλλον. Πολλοί άνθρωποι, για να σπάσουν αυτόν το φαύλο κύκλο, καταφεύγουν στην ψυχανάλυση, που μπορεί φαντάζομαι να βοηθήσει, μπορεί και να μη βοηθήσει. Η Ανατολή, ως μυθιστορηματικό πρότυπο, επαναλαμβάνει τα ίδια πρότυπα, διότι αν δεν τα επαναλάμβανε, δε θα ήταν μυθιστορηματικό πρόσωπο. Το μυθιστόρημα είναι μια αφήγηση, στην οποία οι άνθρωποι κάνουν λάθη και έχουν συγκρούσεις. Παρ’ όλα αυτά, στη ζωή χρειάζεται προσοχή. Λέγαμε πριν με τους καθηγητές σας, για το πώς κανείς μπορεί να παγιδευτεί σε μια ταυτότητα, οι χριστιανοί στη χριστιανική, οι μουσουλμάνοι στη μουσουλμανική, οι κομμουνιστές στην κομμουνιστική, οι δεξιοί στη δεξιά, χωρίς να μπορούν να δουν στοιχεία που ανήκουν σε άλλες ταυτότητες, να τα ενσωματώσουν. Ο ελεύθερος άνθρωπος έχει πολλαπλές ταυτότητες. Δεν μπορεί να ταξινομηθεί με δυο λέξεις. Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι κάποιος που δεν μπορείς να τον καθορίσεις, γιατί έχει στοιχεία που τα έχει διαλέξει, δεν είναι κάτι συμπαγές. Αλλά, δυστυχώς, στην κοινωνία μας, αυτοί οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται με έναν περιφρονητικό τόνο ως αντιφατικοί. Αυτό, όμως, είναι και το στοίχημα της ελευθερίας.
Χ.Τ. : Άρα πιστεύετε ότι υπάρχει απόλυτη ελευθερία; Ή θα είμαστε πάντα δέσμιοι των πρέπει, του τι θα πουν οι άλλοι;
Σ.Τ. : Δυστυχώς, υπάρχουν δύο τάσεις στην κοινωνία μας, ειδικά στην ελληνική, οι οποίες καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Υπάρχουν δύο είδη κομφορμισμού. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να κάνουν ό,τι κάνουν οι πολλοί. Και αυτό που κάνουν οι πολλοί θεωρείται σωστό. Αν οι πολλοί σε κάποια φάση της ζωής κάνουν κατάληψη ή είναι κουκουλοφόροι αυτό θεωρείται καλό. Αν είναι χριστιανόπαιδα που κάνουν μετάνοιες αυτό θεωρείται καλό. Το ζήτημα είναι να βρίσκουμε μόνοι μας μέσα από την έρευνα και του εαυτού μας και της κοινωνίας τι πρέπει να κάνουμε κάθε στιγμή και να το κάνουμε αδιάφορα και ανεξάρτητα από το τι θα πουν οι άλλοι και κυρίως από το τι συνέπειες θα έχει αυτό, αρκεί να πιστεύουμε ότι είναι σωστό.
Χ.Τ.:Αν ακολουθήσουμε, δηλαδή, αυτή τη στάση ζωής, θα είμαστε τελείως ελεύθεροι, απελευθερωμένοι από τα πάντα;
Σ.Τ. : Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Βέβαια λάθη θα κάνουμε, γιατί δε σημαίνει ότι όποιος κάνει το αντίθετο απ’ ό,τι κάνουν οι πολλοί κάνει το σωστό απαραιτήτως. Αλλά, τουλάχιστον, να το έχει σκεφτεί και αποφασίσει μόνος του, να μην ακολουθεί ένα είδος κοπαδιού. Ο άνθρωπος δεν είναι πρόβατο, αλλά γίνεται πολύ εύκολα. Το αγελαίο ένστικτο, δηλαδή, πολλές φορές κυριαρχεί.
Χ.Τ. : Στο τελευταίο σας βιβλίο, σε σχέση με τη φιλοσοφία και το νόημα της ζωής, συναντάμε στο κεφάλαιο «Ήμουν ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν;» τους δύο όρους της συνέχειας και της διαδοχής. Εσείς με ποια θεωρία συμφωνείτε περισσότερο;
Σ.Τ. : Είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς για κάτι τέτοιο. Σε μερικές περιπτώσεις, νιώθεις ότι ο άνθρωπος είναι το αποτέλεσμα μιας συνέχειας, δηλαδή μιας ωρίμανσης. Σε άλλες περιπτώσεις, υπάρχουν ρωγμές. Για παράδειγμα, εμένα που δεν μου έχει τύχει κάτι τραγικό ή μεταμορφωτικό, ας πούμε μια θανάσιμη αρρώστια από την οποία επέζησα, θα λέγαμε ότι βλέπω τη ζωή μου σαν μια συνέχεια. Και όποιος με βλέπει τώρα και έχει να με δει 30 χρόνια, καταλαβαίνει ότι ήμουν αυτό που θα γινόμουν, κατά κάποιον τρόπο. Υπάρχουν άνθρωποι, όμως, στους οποίους έχει συμβεί κάτι πολύ διαφορετικό από την καθημερινότητά μας. Για παράδειγμα, υπάρχουν άνθρωποι που μια μέρα σηκώθηκαν και είδαν τον Ιησού στο πιάτο τους. Τότε μπορεί να έχουμε ένα είδος απρόβλεπτης εξέλιξης που να μη μοιάζει με συνέχεια. Οπότε το πώς εξελίσσεται ο άνθρωπος εξαρτάται από τα γεγονότα και από την προσωπική του βούληση. Υπάρχουν άνθρωποι που αλλάζουν φύλο. Είναι μια ρήξη της συνέχειας.
Χ.Τ. : Επομένως, θεωρείτε ότι αν κάποιος περάσει ένα πολύ ισχυρό σοκ, όπως μία ασθένεια ή ένα ατύχημα, μπορεί πραγματικά να αλλάξει μέσα του, να γίνει ένας νέος άνθρωπος ή θα αλλάξει απλώς επιφανειακά και προσωρινά;
Σ.Τ. : Νομίζω ότι μπορεί. Όπως δεν κολυμπάμε στο ίδιο ποτάμι διαρκώς, δεν είμαστε και οι ίδιοι άνθρωποι. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι έχουν τόσες ενοχές. Για τα λάθη που έχουν κάνει, για τα πράγματα που έχουν πει. Αν κάνουμε έναν απολογισμό της ζωής μας, συνήθως ντρεπόμαστε, γιατί έχουμε αλλάξει και βλέπουμε τις πράξεις μας στο παρελθόν και λέμε «Αυτό δεν θα το ξαναέκανα». Δεν το παραδέχονται όλοι ανοιχτά, αλλά η ζωή μας είναι μια σειρά από λάθη αν τα δούμε αναδρομικά, απλώς εκείνη τη στιγμή που τα κάναμε ήμασταν ένας άλλος άνθρωπος, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό.
Χ.Τ.: Διαβάζοντας το βιβλίο σας «Άλμπατρος», παρατηρούμε ότι η κεντρική ηρωίδα του, η Μόλλυ, είναι ένα άτομο που δεν φαίνεται να έχει φοβίες, προχωράει ακάθεκτη, ανοίγει το δρόμο της και δεν την επηρεάζει τίποτα γύρω της. Εσείς έχετε φοβίες και αν ναι τι είδους; Νομίζετε, επίσης, ότι αν συνειδητοποιήσουμε ότι όλα είναι στο μυαλό μας, μπορούμε εύκολα να απαλλαγούμε από αυτές;
Σ.Τ. : Έχω διάφορους φόβους, δεν ξέρω αν θα τους ονόμαζα φοβίες. Έχω φόβους για την υγεία μας, για τη χώρα μας, πολλούς φόβους. Αλλά όπως η Μόλλυ και εγώ προχωρώ ακάθεκτη. Δηλαδή δεν τους αφήνω να με καταβάλουν και κάθε καινούργια μέρα ξυπνάω εκστατικά ευτυχισμένη, εκτός βέβαια αν έχω πυρετό και είμαι στο κρεβάτι του πόνου, επειδή δεν μπορώ να δράσω όπως θέλω. Υπάρχει μια παλιά φρασούλα λατινική που τη μεταφράζουμε «Άρπαξε τη μέρα». Εγώ προσθέτω «Άρπαξε και τη νύχτα». Γενικώς άρπαξε, άρπαξε τη θέση σου μέσα στον κόσμο, χωρίς να κάνεις κακό σε κανέναν. Γίνεται. Πολλές φορές, η επιτυχία των ανθρώπων αποδίδεται στο ότι έχουν πατήσει επί πτωμάτων. Συμβαίνει και αυτό, μπορεί όμως και να μη συμβαίνει. Και η διαρκής επιτυχία των ανθρώπων δεν οφείλεται στο ότι έχουν πατήσει επί πτωμάτων, οφείλεται στην ίδια τους την αξία.
Χ.Τ.: Ο θάνατος είναι κάτι που σας τρομάζει; Και όχι τόσο ο βιολογικός, αυτός που σε όλους θα έρθει κάποια στιγμή, αλλά o αναπάντεχος, ο ξαφνικός;
Σ.Τ. : Ναι, με τρομάζει. Είναι κάτι που νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ενσωματώνουν στη ζωή τους. Δε νομίζω ότι μπορείς να το αποφύγεις αυτό. Το εύθραυστο της ζωής είναι μέσα μας, όπως και το σύντομο της ζωής. Γι’ αυτό είμαστε και τόσο ανυπόμονοι. Αν είμαστε σε μια ουρά που αργεί να προχωρήσει, είμαστε ανυπόμονοι. Λες «Η ζωή είναι σύντομη και εγώ τώρα τη χάνω όρθιος σε μια ουρά ή σε ένα γραφείο, δε γίνεται να συνεχιστεί αυτό το πράγμα». Αν δεν υπήρχε αυτό το όριο μπροστά μας, θα ήταν τελείως διαφορετικοί οι ρυθμοί μας, οι επιθυμίες μας, ο τρόπος που θα αντιδρούσαμε. Θα με βόλευε πάρα πολύ να παραταθεί λίγο η ζωή του ανθρώπου καμιά εικοσαριά χρόνια. Δεν ξέρω, παραπάνω ίσως να ήταν βαρετό. Να ζούσαμε μέχρι τα 120. Αλλά να μην ήμασταν γέροι. Όλα να παρατείνονταν λίγο. Η παιδική ηλικία, η νιότη, η ώριμη ηλικία και τα γηρατειά. Μου φαίνεται ότι η στιγμή αυτή της ανθρωπότητας είναι τυχερή για εμάς. Έχει αυξηθεί πολύ το προσδόκιμο της ζωής, αλλά νομίζω ότι σε καμιά πενηνταριά χρόνια, θα είναι ακόμα καλύτερα. Δε θα είμαι όμως εδώ. Εσείς θα είστε. Τυχερά παιδιά!
Χ.Τ.:Στο τελευταίο σας βιβλίο σχετικά με τη φιλοσοφία, αναφέρεστε και εστιάζετε αρκετά στο θέμα της θρησκείας και του Θεού. Γιατί πιστεύετε ότι κλείνεται η πίστη σε ένα καλούπι και ταυτίζεται η θρησκεία με το Θεό;
Σ.Τ. : Είναι μεγάλο το θέμα αυτό. Εγώ δεν πιστεύω στο Θεό, πιστεύω στη φυσική, πιστεύω στην επιστημονική εξήγηση των φαινομένων. Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι που δεν πιστεύουν στο Θεό έχουν έλλειψη πνευματικότητας, πράγμα που δε σημαίνει ότι αυτοί που πιστεύουν στο Θεό έχουν πνευματικότητα. Υπάρχουν δύο τύποι αθεϊας. Οι άνθρωποι που πιστεύουν στην επιστήμη και που καταλαβαίνουν, ωστόσο, ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη να πιστεύει σε κάτι πέραν από αυτό, γιατί ο θάνατος είναι κάτι πολύ βαρύ.
Χ.Τ.: Και η πίστη λειτουργεί σαν παρηγοριά για αυτόν.
Σ.Τ. : Ακριβώς. Τον παρηγορεί και στις καθημερινές δυσκολίες και στη μεγαλύτερη δυσκολία το θάνατο. Υπάρχουν, όμως, και άθεοι ή άθρησκοι, οι οποίοι πιστεύουν ότι η θρησκεία είναι μια βλακεία. Δεν είμαι από αυτούς. Καταλαβαίνω το σύστημα της πίστης και το πώς οργανώθηκε με αυτόν τον τρόπο. Οργανώθηκε με βάση τα κοινωνικά κριτήρια και έχει και κάποια οικονομική σημασία μέσα στον πολιτισμό, διότι υπάρχει χριστιανική οικονομία, ισλαμική οικονομία, είναι μεγάλο το θέμα. Πιστεύω στην απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου να πιστεύει σε κάτι που βρίσκεται πέραν του ορατού και του αισθητού. Από εκεί και πέρα, η οργανωμένη θρησκεία έχει θέσει πολλά εμπόδια στην ελευθερία του ανθρώπου και αυτά τα εμπόδια πρέπει να αρθούν από την κοινωνία και τους νόμους. Πιστεύω ότι η θρησκεία, με λίγα λόγια, πρέπει να είναι ένα ιδιωτικό ζήτημα, το οποίο δεν πρέπει να κοινωνικοποιείται ούτε στο σχολείο, ούτε στην εργασία. Πρέπει να είναι μια σχέση ιδιαίτερη που φτιάχνει ο κάθε άνθρωπος με το δικό του τρόπο και με τις δικές του ανάγκες απέναντι σ’αυτό που θεωρεί υπερφυσικό. Τώρα αν η ζωή είναι πιο εύκολη για τους ανθρώπους που πιστεύουν στο Θεό από εκείνους που δεν πιστεύουν, δεν ξέρω, μακάρι.
Χ.Τ.: Και ιδιαίτερα αν μερικούς η πίστη τους κάνει καλύτερους ανθρώπους, τότε επίσης, μακάρι να πιστεύουν.
Σ.Τ. : Φυσικά, μακάρι. Και πολλούς πιστεύω ότι τους κάνει, ενώ άλλους μπορεί να τους κάνει φανατικούς, μπορεί να τους κάνει προκατειλημμένους, δογματικούς και βέβαια αυτό δεν είναι επιθυμητό. Σε ό,τι με αφορά, ποτέ δεν πέρασα από θρησκευτική φάση, αλλά εδώ που τα λέμε θα μου άρεσε να πιστεύω, θα ήταν για εμένα μια φιλία, μια φιλία υπερφυσική, που θα με βοηθούσε στην καθημερινότητα. Ωστόσο, δεν μπόρεσα ποτέ να την αποκτήσω.
Χ.Τ.: Γιατί νομίζετε ότι κρίνονται τόσο αυστηρά οι άθρησκοι και οι άθεοι και θεωρούνται οι κακοί, τα μαύρα πρόβατα της κοινωνίας μας;
Σ.Τ. : Για πολλούς λόγους. Καταρχάς, επειδή είναι μειονότητα. Δεν ακολουθούν την αγέλη και οι άνθρωποι που ξεχωρίζουν από αυτή την αγέλη, συνήθως, γίνονται δακτυλοδεικτούμενοι. Πολλοί από αυτούς είναι προκλητικοί απέναντι στους θρησκευόμενους. Φταίνε οι ίδιοι, δηλαδή. Στην ουσία, δε σέβονται αυτό που θα ήθελαν για τον εαυτό τους. Όπως, δηλαδή, έχουμε δογματικούς θρησκευόμενους που κάνουν προσηλυτισμό και προσπαθούν να μας πείσουν, έτσι και οι άθεοι κάνουν προσηλυτισμό προσπαθώντας να μας πείσουν. Θα το επαναλάβω. Νομίζω ότι αν η θρησκεία καταφέρει να περάσει στην ιδιωτική σφαίρα, τότε όλα τα προβλήματα θα λυθούν. Θα έχει ο καθένας το δικαίωμα να κάνει μετάνοιες, αλλά στο σπίτι του, όχι στο δρόμο, στο δρόμο η μετάνοια απαγορεύεται. Οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση δημοσίως πρέπει όχι να απαγορεύεται με την απειλή της τημωρίας, αλλά να θεωρείται ένα κοινωνικό ταμπού.
Χ.Τ.: Άλλωστε, όπως είναι τα πράγματα σήμερα, υπάρχει παντού γύρω μας ένα είδος προσηλυτισμού, που ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, από το σχολείο, από την κοινωνία. Παντού θα υπάρχει κάποιος που θα μας επιβάλλει να πιστεύουμε σε μια συγκεκριμένη θρησκεία.
Σ.Τ. : Φυσικά. Αποφασίζουμε ποια πράγματα μας ταιριάζουν και ποια όχι. Δεν μπορούμε να βρισκόμαστε σε κενό ιδεών. Και άλλωστε, δεν υπάρχει το σωστό και το λάθος, υπάρχει αυτό που μας ταιριάζει σαν ψυχοσύνθεση.
Χ.Τ.: Ορμώμενη από τη Μόλλυ, την ηρωίδα του «Άλμπατρος», η οποία είναι ένα άτομο που παλεύει για τα δικαιώματα των γυναικών και για το λόγο όλοι την αντιμετωπίζουν ρατσιστικά, τη μειώνουν, ακόμα και την κοροϊδεύουν, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν έχετε δεχτεί ποτέ ρατσιστικές επιθέσεις, είτε επειδή εκφράζεστε και εσείς ανοιχτά μέσα από τα βιβλία και τα άρθρα σας, είτε απλώς επειδή είστε γυναίκα ή ζείτε σε άλλη χώρα.
Σ.Τ. : Η απάντηση είναι ότι δεν έχω ιδέα! Διότι, πρώτον, δε δίνω κανένα δικαίωμα να με αντιμετωπίσουν ως κάτι κατώτερο και δεύτερον δεν το αντιλαμβάνομαι. Επειδή δεν έχω καμία ευαισθησία σε αυτό το ζήτημα, πιστεύω στον εαυτό μου, σε αυτό που είμαι, και να υπάρχουν μισογυνικά ή ρατσιστικά στοιχεία, δεν τα αντιλαμβάνομαι καθόλου. Επομένως, ούτε απαντώ ούτε δίνω δεκάρα. Πριν από λίγους μήνες, στη Νέα Υόρκη, ήταν μία κυρία με ένα σκυλάκι, λευκή, και πέρασε μία μαύρη κυρία και το σκυλάκι της γάβγισε και ίσως να την πάτησε. Η μαύρη έκανε μια τρελή σκηνή, ενώ η άλλη δεν είχε καμία πρόθεση, άλλωστε δεν υπάρχουν τέτοια προβλήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η συμπεριφορά της μαύρης κοπέλας ήταν μια συμπεριφορά σκλάβου. Εγώ συμπεριφορά σκλάβου δεν έχω. Μπορεί να είμαι σκλάβος και να έχω υπάρξει. Έχω υποστεί τρομερή εκμετάλλευση στο χώρο της εργασίας, αλλά σκλάβος δεν ένιωσα ποτέ. Δεν έδωσα ποτέ, δηλαδή, το δικαίωμα στον άλλον να είναι αφεντικό, με αυτήν την έννοια το λέω. Το ότι ήμουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, οφειλόταν στο ότι ήμουν άπειρη, νέα, πρόθυμη, ήμουν το κατάλληλο άτομο για να δουλεύει περισσότερο από άλλους. Όμως αυτό δεν το απέδωσα ούτε στο ότι ήμουν γυναίκα ούτε σε κάποια άλλη ιδιότητά μου. Και κάπως έτσι διασχίζω τη ζωή μου, χωρίς καμιά προκατάληψη. Αν κάποιος με αντιμετωπίσει άδικα, κακό του κεφαλιού του, δε δίνω δεκάρα.
Χ.Τ.: Πιστεύετε ότι ο ρατσισμός είναι μέσα μας, στη φύση του ανθρώπου ή απλά δημιουργείται από τον κοινωνικό μας περίγυρο, την κοινωνία γενικότερα;
Σ.Τ. : Και τα δύο. Οπωσδήποτε οι άνθρωποι που δε μας μοιάζουν, μας τρομάζουν ή μας προκαλούν αμηχανία. Οι άνθρωποι, γενικά, αναζητούν τους ομοίους τους, για να συνεννοηθούν καλύτερα. Και τίθενται και άλλα ζητήματα. Αν δεν κάνω παρέα με ένα παιδί από την Αλγερία, δε σημαίνει ότι είμαι ρατσιστής, απλά δεν έχουμε κάτι κοινό ή δε μου αρέσει ο χαρακτήρας του. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να τα αποδίδουμε όλα στο ότι είναι από την Αλγερία ούτε μπορεί κανείς να με αναγκάσει να κάνω παρέα με κάποιον αλλοεθνή, για να μη θεωρηθώ ρατσιστής. Στις ώριμες κοινωνίες, τέτοια ζητήματα δεν τίθενται πια, ενώ στην Ελλάδα που έχουμε πιο «φρέσκα» φαινόμενα είναι ακόμα επίκαιρα.
Χ.Τ.: Όσον αφορά το μεταναστευτικό πρόβλημα στην Ελλάδα, ποια είναι η γνώμη σας;
Σ.Τ. : Πιστεύω ότι δεν υπήρξε μεταναστευτική πολιτική για πολλά χρόνια, για πάνω από 20 χρόνια. Είχαμε δύο μετανασταυτικά ρεύματα. Το πρώτο ήταν αρκετά ενδιαφέρον, διότι προερχόταν από τις ευρωπαϊκές χώρες, οι άνθρωποι μας έμοιαζαν πολιτισμικά, βοήθησαν με τη δουλειά τους και αφομοιώθηκαν. Το πιο πρόσφατο μεταναστευτικό ρεύμα είναι εντελώς απαράδεκτο για την Ελλάδα, καταστροφικό και πρέπει να σταματήσει εδώ. Δε λέω ότι πρέπει να απελαθούν οι άνθρωποι αυτοί, παρά μόνον όσοι έχουν διαπράξει εγκλήματα. Πρέπει με κάποιον τρόπο να διοχετευθούν σε αγροτικές εργασίες, γενικότερα σε εργασίες -τον τρόπο δεν τον ξέρω, μιλάμε δηλαδή λίγο έξω από το χορό- και να αντιμετωπιστούν με την κατάλληλη ανθρωπιστική φροντίδα τόσο για την υγεία τους, ώστε να μην μας μεταδώσουν και ασθένειες, όσο και γιατί είναι άνθρωποι και πρέπει να τους συμπεριφερθούμε όπως τους αξίζει. Αλλά ότι δεν πρέπει να μπουν νέοι μετανάστες, αυτό νομίζω ότι το έχουμε καταλάβει όλοι, διότι δεν υπάρχει και προσφορά εργασίας, κυρίως αυτό είναι το θέμα. Και πρέπει, βέβαια, να εφαρμοστούν νόμοι σε σχέση με όλες τις δραστηριότητες των μεταναστών, όπως πρέπει να εφαρμοστούν και σε σχέση με τις δραστηριότητες των ιθαγενών.
Σ.Τ.: Στις πόλεις του εξωτερικού, όπου ζείτε, πώς βλέπετε να αντιμετωπίζουν τους μετανάστες; Έχουν μάθει να τους απορροφούν, να τους εντάσσουν ομαλά στην κοινωνία τους ή τους απορρίπτουν;
Χ.Τ. : Εδώ έχουμε ένα θέμα, διότι αν και έχουν γίνει όλα τα βήματα από την πλευρά της πολιτείας, τόσο στη Γαλλία, όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν κοινότητες μεταναστών που δε θέλουν να αφομοιωθούν. Αυτές οι κοινότητες δεν έχουν, όμως, θέση στις χώρες αυτές. Αν κανείς θέλει να μεταναστεύσει, πρέπει να είναι έτοιμος να υπακούει κατά γράμμα σε όλους τους νόμους και να αγαπάει τη χώρα στην οποία έχει έρθει. Δεν μπορείς να πηγαίνεις σε μια χώρα την οποία μισείς. Και εδώ έχουμε μια πολύ μεγάλη αντίφαση, γιατί υπάρχει μίσος από την πλευρά των μεταναστών προς τους παλαιότερους πολίτες της χώρας. Ρατσισμός αυτός καθ’ αυτός δεν υπάρχει. Ξέρω ότι ακούγεται υπερβολικό, αλλά δεν υπάρχει. Το αν υπάρχουν κάποια κρούσματα, κρούσματα υπάρχουν σε πολλές πλευρές της ζωής.
Χ.Τ.: Απλώς δεν έχουν πάρει τις διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου.
Σ.Τ. : Ναι, σαν φαινόμενο δεν υπάρχει. Άνθρωποι σκοτώνουν, κλέβουν, βρίζουν ο ένας τον άλλον, συμβαίνουν ρατσιστικά επεισόδια, αλλά είναι πάρα πολύ σπάνια και κυρίως μεμονωμένα, δεν αφορούν όλη την κοινωνία. Το ίδιο νομίζω ότι συμβαίνει και στην Ελλάδα, παρά τη μεγάλη άνοδο της «Χρυσής Αυγής».
Χ.Τ.: Κλείνοντας τη συνέντευξη, θα ήθελα να σας ρωτήσω ποιος πιστεύετε ότι είναι εν τέλει ο προορισμός μας στη ζωή;
Σ.Τ. : Νομίζω ότι το στοίχημα είναι να μεγαλώσει κανείς και να μην έχει ενοχές. Ενοχές απέναντι στον εαυτό του και ενοχές απέναντι στους άλλους. Να μην κάνει, δηλαδή, έναν απολογισμό, στον οποίο να λέει ότι δεν έκανα τίποτα από αυτά που θα μπορούσα να είχα κάνει, δεν έγινα αυτό που θα μπορούσα να γίνω ή έβλαψα κάποιον ή κάποιους πάρα πολύ. Να αποφύγεις να βλάψεις τους άλλους, δε γίνεται, αλλά να έχεις στη συνείδησή σου κάτι πάρα πολύ άσχημο, πιστεύω ότι σου καταστρέφει και τη ζωή και το θάνατο. Υπάρχει, δηλαδή, επιτυχημένη γήρανση και επιτυχημένος θάνατος: όταν έχεις ζήσει με τη μεγαλύτερη δυνατή καλοσύνη και τη μεγαλύτερη δυνατή εξυπνάδα.