Είχαμε την χαρά να παρακολουθήσουμε την ταινία «Φόνισσα». Πρόκειται για μία συναρπαστική κινηματογραφική αναπαράσταση του ομώνυμου έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που αναδεικνύει με εντυπωσιακό τρόπο την ζωή και το αγώνα της Φραγκογιαννούς – Φόνισσας και το πώς αυτή φτάνει στα κατά συρροή εγκλήματά της.
Παραθέτουμε τις απόψεις μας, τις κριτικές μας…
Σπύρος Αντύπας Β3
«Η πλοκή ακολουθεί την πορεία μιας γυναίκας που αντιμετωπίζει τους κοινωνικά περιορισμένους ρόλους της εποχής της, ενώ τα πλάνα ενισχύουν την ατμόσφαιρα και αναδεικνύουν τον πόνο και τον αγώνα της πρωταγωνίστριας. Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν αρκετά καλές, με την ηρωίδα να αποδίδει τον ρόλο της σε ένα πολύ καλό και αξιοπρεπές πλαίσιο που συνδυάζει δύναμη και ευαισθησία. Η ταινία παραμένει πιστή στην πνευματική ουσία του βιβλίου, ενώ παράλληλα προσφέρει μια φρέσκια αλλά και συναρπαστική ματιά στο θέμα της γυναικείας αυτονομίας. Το έργο συνδυάζει την κινηματογραφική τέχνη με το βαθύτερο μήνυμα του κειμένου προσφέροντας μια συναισθηματικά φορτισμένη εμπειρία. Η <<Φόνισσα>> αναδεικνύεται ως μια ταινία που μπορεί να εφοδιάσει με τροφή για σκέψη και να προκαλέσει αρκετή συζήτηση για τα κοινωνικά ζητήματα, καθώς και την θέση των γυναικών στην κοινωνία διαχρονικά.
Εν κατακλείδι, αν και η πλοκή είναι σχετικά απλή μεν, σε συνδυασμό τόσο με το γλαφυρό ύφος του Παπαδιαμάντη όσο και με τα κοινωνικά μηνύματα που αυτή περνά, μπορεί να σταθεί και εμφανίζει ένα πολύ καλό συνολικό αποτέλεσμα».
Ντεληγιώργης Αρχοντάκης Γιώργος Β2
«Βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Παπαδιαμάντη η ταινία «Η Φόνισσα» παρακολουθεί την συμπεριφορά, το ήθος και τον τρόπο σκέψης της «γραίας-Χαδούλας», της λεγόμενης και «Φραγκογιαννούς», η οποία επηρεάζεται έντονα από την ιδέα της βρεφοκτονίας. Φτάνει, μάλιστα, στο ακραίο σημείο να διαπράξει φόνους μικρών κοριτσιών με τη δικαιολογία ότι απαλλάσσει τα ίδια και τις μητέρες τους από τα βάσανα που πρόκειται να υπομείνουν ζώντας σε μια αυστηρά ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η δράση εξελίσσεται στη Σκιάθο μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού.
Στο ρόλο της πρωταγωνίστριας η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η οποία επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά την φήμη της, με την συγκλονιστική ερμηνεία της διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Η σκηνοθεσία, τα πλάνα και οι λήψεις που πλαισιώνουν το έργο αποδίδουν πλήρως τις περιγραφές του πρωτότυπου κειμένου και συμπληρώνουν ευχάριστα την πλοκή. Εντούτοις, οι παρεμβάσεις στην υπόθεση οι οποίες είναι εμφανείς καθ΄όλη τη διάρκεια της ταινίας, περισσότερα ερωτηματικά προκαλούν στο θεατή πάρα εξυπηρετούν στην εξέλιξη της δράσης. Παράλληλα, με τους νεωτερισμούς, σε αρκετά σημεία της ταινίας για ανεξήγητους λόγους παραλείπονται σημαντικές λεπτομέρειες της αφήγησης του πρωτότυπου κειμένου. Ως προς την σκηνογραφία, ήταν απολύτως εύστοχη, απέδιδε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο ζωής στο χωριό, ενώ ακόμη και η γλώσσα είχε διατηρηθεί ατόφια.
Συνολικά από την ταινία θα μπορούσαμε να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι ήταν μία αξιοπρεπής προσπάθεια μεταφοράς του συγκεκριμένου έργου στην μεγάλη οθόνη, με αρκετές όμως αστοχίες που θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι μία πολύ καλή ευκαιρία να έρθει οποιοσδήποτε σε επαφή με ένα από τα σπουδαιότερα διηγήματα της ελληνικής λογοτεχνίας».
Μαύρη Νίκη Β2
«Η Φόνισσα της Εύας Νάθενα – βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Α. Παπαδιαμάντη – αποτελεί μία από τις πιο αξιόλογες κινηματογραφικές προσπάθειες των τελευταίων ετών. Η ζωή της βρεφοκτόνου, όπως και ολόκληρη η κοινωνία του 19ου και 20ού αιώνα, ζωντανεύει στην μεγάλη οθόνη με συναρπαστικό και, συνάμα, ανατρεπτικό τρόπο. Οι σκηνοθετικές επιλογές καταφέρουν να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα αγωνίας που αρμόζει, με τις βραχώδεις περιοχές και τα μουντά πλάνα να κλιμακώνουν αυτή την αίσθηση. Οι ενδυμασίες ανταποκρίνεται πλήρως στο πνεύμα της εποχής, αποκλίνουν ωστόσο από την νησιωτική εικόνα, θυμίζοντας περισσότερο ηπειρωτική Ελλάδα. Η προσθήκη κοτσίδα στην ενδυμασία αποτελεί μία όμορφη πινελιά και εκτός από την προφανή παραπομπή στην παράδοση, αποτελεί και συμβολισμό (αλυσίδες, δεσμά), προσφέροντας βάθος τα νοήματα που επιθυμεί να περάσει.
Σε κάθε περίπτωση, οι ερμηνείες των ηθοποιών συγκλονίζουν και απογειώνουν το αποτέλεσμα, με αυτή της Κ. Καραμπέτη να ξεχωρίζει. Ως προς το περιεχόμενο, η ταινία δεν παρέμεινε πίστη στην νουβέλα καθ´ όλη την επέκταση της. Αυτό, εν τέλει, δημιουργεί μία σύγχυση στους θεατές: αυτοί που έρχονται πρώτη φορά σε επαφή με την ιστορία δυσκολεύονται να κατανοήσουν με πληρότητα την εξέλιξη της (π.χ. Τα κίνητρα της φόνισσας όταν αυτή επιστρέφει στο σπίτι για το εγγόνι της), ενώ ακόμη και αυτοί που είναι εξοικειωμένοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν σε τι αποσκοπούν τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Προσωπικά, τις θεωρώ περιττές, εφόσον δεν πρόσφεραν ουσία στην ιστορία, παρά μόνο μπέρδεψαν. Γενικά, η ταινία – αν και δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να επισκιάσει το αυθεντικό έργο – αποτελεί μία όμορφη προσθήκη στον ελληνικό κινηματογράφο και μία καλή ευκαιρία γνωριμίας του ελληνικού κοινού με σπουδαία, κλασσικά έργα».
Κοτρώτσιου Δήμητρα Β2
«Η κινηματογραφική μεταφορά της Φόνισσα του Παπαδιαμάντη από την φιλόδοξη και ταλαντούχα σκηνοθέτρια Εύα Νάθενα αποτελεί την πιο πολυσυζητημένη ταινία τις τελευταίες μέρες. Το εγχείρημα αυτό στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, καθώς το αποτέλεσμα ήταν άρτιο, αν παραλείψουμε κάποιες σκηνοθετικές παρεμβάσεις. Σε σενάριο της Εύας Νάθενα και της Κατερίνας Μπέη, οι θεατές παρακολουθούν μία ταινία που διατηρεί μέχρι το τελευταίο λεπτό το σασπένς: Ποιο θα είναι το επόμενο θύμα της οργής της Φραγκογιαννούς και ποιο θα είναι άραγε το τέλος αυτού του τραγικού χαρακτήρα που εκπροσωπεί όλες τις καταπιεσμένες γυναίκες εκείνης της εποχής;
Παράλληλα, οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι εξαιρετικές, με αποτέλεσμα να καλύπτουν και τυχόν αδυναμίες των δεύτερων ρόλων. Η ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη είναι συγκρατημένη και ρεαλιστική ενώ μας καθηλώνει χωρίς υπερβολές. Εξίσου καλές και στιβαρές είναι οι ερμηνείες της Πηνελόπη Τσιλίκα, που υποδύεται την λεχώνα κόρη της πρωταγωνίστριας και της Μαρίας Πρωτόπαππα, που ερμηνεύει την μητέρα της ηρωίδας. Τέλος, η σκηνοθεσία καταφέρνει να αποδώσει τους ομιχλώδεις εφιάλτες και αναμνήσεις της Φραγκογιαννούς, ενώ η μουντή και αποχρωματισμένη φωτογραφία δημιουργεί ένα βαρύ κλίμα που δένει απόλυτα με το βασικό θέμα της ταινίας.
Όπως είναι φυσικό και δικαιολογημένο εν μέρει, όσοι παρακολούθησαν την ταινία έχοντας διαβάσει πριν το βιβλίο, άρχισαν να κάνουν μανιωδώς συγκρίσεις προκειμένου να βρουν τις διαφορές τους. Κάτι τέτοιο, θεωρώ, πως αποτελεί σπατάλη χρόνου, καθώς είναι γενική αλήθεια ότι η ταινία διαφέρει αισθητά από το βιβλίο. Οι διαφορές τους δεν είναι λίγες… Ενδεικτικά αναφέρω μερικές: ο διαφορετικός τρόπος που διαδραματίζεται η υπόθεση (στην ταινία βλέπουμε το τοπίο της Μάνης και όχι της Σκιάθου), η απουσία αφηγητή, η διαφορετική χρονική σειρά των φόνων και κυρίως το τέλος της ηρωίδας.
Αναλογιζόμενος κάνεις όλες αυτές τις διαφορές θα κατέληγε στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η ταινία είναι μέτρια και κατώτερη των προσδοκιών του μέσου θεατή, αφού δεν απέδωσε πίστα το βιβλίο. Αυτό ίσως αποτελεί το συχνότερο λάθος των περισσότερων θεατών. Η ταινία της φόνισσας, όπως έχει δηλώσει ίδια η σκηνοθέτρια αλλά όπως και αναγράφεται στην αφίσα της ταινίας, είναι εμπνευσμένη από την νουβέλα του Παπαδιαμάντη. Αυτό σημαίνει ότι εξαρχής ο σκοπός της Εύας Νάθενα δεν ήταν να ακολουθήσει δουλικά το βιβλίο, αλλά να αποτυπώσει στον κινηματογραφικό φακό την Φόνισσα μέσα από τα δικά της μάτια. Επομένως, είναι ανώφελο να σπεύδουμε να συγκρίνουμε το βιβλίο με την ταινία, καθώς με αυτό τον τρόπο μειώνουμε ένα αξιόλογο αποτέλεσμα και κατ’ επέκταση τον κόπο τόσων ανθρώπων που εργάστηκαν σκληρά για να προβληθεί στην μεγάλη οθόνη μια αριστουργηματική προσέγγιση της «Φόνισσας».
Πανταζής Νίκος Β2
«Πηγαίνοντας πίσω στον 20ό αιώνα και συγκεκριμένα στο νησί της Σκιάθου, η ιστορία αφορά μια εξηντάχρονη γυναίκα, παγιδευμένη στην απόρριψη της μητέρας της. Ενώ προσπαθεί να επιβιώσει στην μικρή πατριαρχική κοινωνία του νησιού, η Φόνισσα βασανίζεται από σκέψεις, ενοχές και εσωτερικευμένο μίσος για τις γυναίκες και διαπράττει σειρά δολοφονιών ερχόμενη αργότερα αντιμέτωπη με την ανθρώπινη και θεία δίκη. Η «Φραγκογιαννού» της συγκλονιστικής Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, έμαθε να κρύβεται πίσω από μία φαινομενικά υποταγμένη και κουραστική ζωή εωσότου η Μαρία Πρωτόπαππα, που υποδύεται την νεκρή μητέρα της, θα της καταλογίσει ευθύνες και θα ταράξει την Φόνισσα.
Αν και η δράμα, η ταινία της Εύας Νάθενα «Φόνισσα», εξελίσσεται περισσότερο ως θρίλερ διατηρώντας πάντα το σασπένς: ποιο θα είναι το επόμενο θύμα της Φραγκογιαννούς; Η ταινία ζωντανεύει με αξέχαστο τρόπο τους ήρωες και τους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους που πραγματεύεται ο Α. Παπαδιαμάντης στο βιβλίο του. Η περίπλοκη ψυχοσύνθεση της φόνισσας ξετυλίγεται με ταχύ ρυθμό στην ταινία και σε συνδυασμό με κάποια πρόσθετα σκηνοθετικά στοιχεία μεταφερόμαστε στην εποχή της ανέχειας όπου διαδραματίζεται η ιστορία».
Λουκίνα Κωνσταντίνα Β2
«Η Φόνισσα βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, μιλά για την ιστορία της Φραγκογιαννούς, η οποία είναι μία δυναμική, ηλικιωμένη γυναίκα που ζει στη Σκιάθο, στα τέλη του 19ου αιώνα. Σημαδεμένη από το παρελθόν της ως υπηρέτρια της οικογένειάς της που την αντιμετώπιζε σκληρά, έχοντας μια μητέρα η οποία δεν της παρείχε μητρική στοργή και μετέπειτα κάνοντας τη σκλάβα του άντρα της, των παιδιών και των εγγονών της, φτάνει να διαπράξει ένα άγριο έγκλημα, τον φόνο δύο μικρών κοριτσιών του χωριού.
Η ταινία έρευνα και ανακαλύπτει τα αίτια που την οδήγησαν στην αυτή πράξη, ξετυλίγοντας τα προβλήματα της πατριαρχικής κοινωνίας και αναδεικνύοντας τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις ανησυχίες μίας βαθιά ταλαιπωρημένης γυναίκας. Κατά τη γνώμη μου, η ταινία καταφέρνει να απεικονίσει εντυπωσιακά την Φόνισσα. Η ερμηνεία της πρωταγωνίστριας ήταν συγκλονιστική, και το συναίσθημα που εκφράζει είναι πραγματικά συγκινητικό. Δυστυχώς όμως, παρά την εξαιρετική ερμηνεία της ηθοποιού, η ταινία δεν ακολουθεί πιστά το βιβλίο με αποτέλεσμα να δημιουργεί ορισμένες συγχύσεις στο κοινό. Συμβαίνουν διαρκώς απότομες αλλαγές σκηνών με αποτέλεσμα να κόβεται γρήγορα η ροή και αρκετές φορές δε γίνεται αντιληπτό ποιοι χαρακτήρες του βιβλίου εμφανίζονται στην εκάστοτε σκηνή. Η αλλαγή του τέλους, επίσης, αλλάζει εντελώς την κατάληξη της φόνισσας και δεν ταίριαζε με την σκληρή προσωπικότητα της και τα κίνητρα της. Το μήνυμα, ωστόσο, που προσπαθεί να περάσει η ταινία για τις γυναίκες στην πατριαρχική κοινωνία είναι αξιοσημίωτο και η σκηνοθέτιδα καταφέρνει να το μεταδώσει με μοναδικό τρόπο».
Παπαδόπουλου Μυρτώ Β2
«Η ταινία «Φόνισσα», βασισμένη στο ότι ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη παρουσιάζει την ιστορία μίας πολύπαθης γυναίκας που οδηγείται στο φόνο νεαρών κοριτσιών. Σε σκηνοθεσία της Εύας Νάθενα, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ερμηνεύει την Φραγκογιαννού, μια ηλικιωμένη γυναίκα, στη Σκιάθο του 20ού αιώνα, που αφού αντικρίζει τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της γέννας θηλυκών βρεφών για τις μητέρες τους αποφασίζει να τις απαλλάξει από αυτές, σκοτώνοντας τα παιδιά αυτά.
Το έργο δεν είναι απόλυτα πιστό στο κείμενο του Παπαδιαμάντη, αφού αλλάζουν τόσο η εστίαση της θεματικής, όσο και η πλοκή της ιστορίας. Η τελευταία εκ των δύο, είναι το κύριο ελάττωμα της ταινίας, η οποία κατασταλάζει και επιμένει σε ορισμένες σκηνές, ενώ προσπερνά άλλες πιο σημαντικές με βιασύνη κάτι που μπερδεύει το θεατή ως προς τα γεγονότα. Ωστόσο, τόσο η νέα θεματική της ενδοοικογενειακής βίας, όσο και η απόφαση της επικέντρωσης στη σχέση της Φραγκογιαννούς με τη μητέρα της εντάσσονται η αβίαστα στην ιστορία και η αναπαράσταση των θεμάτων αυτών μέσω των εικόνων φανερώνει ταλέντο και εμβαθύνει την ανάλυσή τους».