(bullying)
Ο σχολικός εκφοβισμός (bullying) ανάμεσα στους μαθητές είναι αναμφισβήτητα ένα πολύ παλιό φαινόμενο. Το γεγονός ότι πολλά παιδιά συχνά και συστηματικά παρενοχλούνται και εκφοβίζονται έχει περιγραφεί σε λογοτεχνικά έργα και πολλοί ενήλικες έχουν προσωπική εμπειρία από τα δικά τους σχολικά χρόνια.
Γενικά ως σχολικός εκφοβισμός ορίζεται η χρήση βίας μεταξύ μαθητών ή παιδιών παρόμοιας ηλικίας, με σκοπό να προκληθεί πόνος ή αναστάτωση.
Ο σχολικός εκφοβισμός δεν ταυτίζεται με την επιθετικότητα. Η διαφορά ανάμεσα στο σχολικό εκφοβισμό και στην επιθετικότητα έγκειται ακριβώς στα δύο τελευταία κριτήρια: Στην ανισότητα δύναμης και στην επανάληψη. Πρόκειται, λοιπόν, για σκόπιμη και επαναλαμβανόμενη κατάχρηση βίας από ένα ή περισσότερα άτομα προς ένα άτομο, το οποίο αδυνατεί να αμυνθεί είτε επειδή είναι μικρότερο ηλικιακά ή σωματικά πιο αδύναμο, είτε γιατί είναι μόνο του εναντίον πολλών, είτε γιατί δεν έχει το ψυχικό σθένος να υπερασπίσει τον εαυτό του.
Ο σχολικός εκφοβισμός, διακρίνεται α) στις άμεσες μορφές βίας και θυματοποίησης και β) στις έμμεσες και πιο εκλεπτυσμένες μορφές. Η άμεση- ανοικτή βία και θυματοποίηση παραπέμπει στη φυσική-σωματική κακοποίηση (σπρωξίματα, κλωτσιές, χαστούκια, τράβηγμα μαλλιών κλπ.) και στη λεκτική κακοποίηση. Η λεκτική κακοποίηση περιλαμβάνει βρισιές, σαρκασμό και ειρωνεία, καθώς και άσχημα σχόλια για την εθνική προέλευση ή την οικονομική κατάσταση ενός παιδιού και της οικογένειάς του.
Συναφής με τη λεκτική είναι η ηλεκτρονική βία, που εκδηλώνεται με τη χρήση προσβλητικών και με απειλητικό περιεχόμενο μηνυμάτων στο Internet, στα chat rooms και σε κινητά τηλέφωνα, όπως και με τη χρήση κάμερας με σκοπό την απειλή και ταπείνωση του παιδιού.
Ο έμμεσος εκφοβισμός σχετίζεται με την εκμετάλλευση και χειραγώγηση που εκδηλώνεται μέσα στο δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων των συνομηλίκων . Ο στόχος πάντα είναι να διαταραχθούν οι διαπροσωπικές σχέσεις του θύματος και να πληγεί το προσωπικό του status.
Σύμφωνα με τους ερευνητές οι έμμεσες μορφές σχολικού εκφοβισμού είναι πιο προσφιλείς στα κορίτσια παρά στα αγόρια, γι’ αυτό και σε επεισόδια θυματοποίησης, όπου διακυβεύεται το συναισθηματικό δέσιμο και το αίσθημα του «ανήκειν» στην ομάδα, πρωταγωνιστούν κυρίως κορίτσια ,ενώ συχνότερα φαίνεται τα αγόρια να προκαλούν φαινόμενα άμεσης σωματικής βίας, γεγονός που πιθανά σχετίζεται με τις κοινωνικές διαφορές των δύο φύλων, καθώς και τις προσδοκίες και τα στερεότυπα που έχουν διαμορφωθεί για τη συμπεριφορά τους.
Συνέπειες του σχολικού εκφοβισμού:
Όταν ένα παιδί γίνεται θύμα σχολικού εκφοβισμού με οποιαδήποτε από τις μορφές που αναφέρθηκαν, νιώθει σε πρώτη φάση φόβο. Αισθάνεται ότι απειλείται, τρομάζει, αποφεύγει να περπατά μόνο του στο σχολείο, αλλάζει διαδρομή για το σχολείο ή ζητά επίμονα από τους γονείς του να το συνοδεύουν εκείνοι στο σχολείο, φοβάται να χρησιμοποιήσει το κινητό / ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, δε θέλει να πάει σχολείο, αρνείται να πάει, κάνει απουσίες/ κοπάνες και μπορεί να παρουσιάσει συμπτώματα σχολικής φοβίας. Ακόμα σταματά να τρώει, γίνεται απότομο και επιθετικό, έχει νευρικότητα και τρομάζει εύκολα. Πολλά παιδιά που γίνονται θύματα σχολικού εκφοβισμού μπορεί να γίνουν τόσο επιθετικά, ώστε και τα ίδια να θυματοποιούν άλλα παιδιά ή τα αδέρφια τους στο σπίτι. Άλλωστε είναι γνωστό ότι «η βία γεννά τη βία». Πολλά παιδιά θύματα φοβούνται τόσο, ώστε κλαίνε, δε μπορούν το βράδυ να κοιμηθούν και έχουν εφιάλτες. Ακόμα μερικά αρχίζουν να τραυλίζουν, χάνουν τα πράγματά τους συχνά, τους λείπουν βιβλία και τετράδια ή πολλά από τα προσωπικά τους αντικείμενα είναι σκισμένα και κατεστραμμένα. Σε πιο προχωρημένες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί να έχουν μελανιές και χτυπήματα ή σκισμένα ρούχα, όταν επιστρέφουν στο σχολείο.
Οι καταστροφικές συνέπειες του εκφοβισμού επηρεάζουν καταλυτικά την ποιότητα ζωής των θυμάτων και των θυτών. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τους θύτες διαπιστώνονται μακροχρόνιες συνέπειες στο βαθμό που η εμπλοκή τους σε επεισόδια εκφοβισμού αποτελεί συχνά πρόδρομο παραβατικών ή και εγκληματικών συμπεριφορών στην πορεία της ζωής τους.
Όσον αφορά τα θύματα, ο αντίκτυπος του σχολικού εκφοβισμού είναι ολέθριος για τη σωματική τους υγεία, την ψυχική τους ευεξία και την κοινωνική τους ανάπτυξη. Συναισθηματικά, τα παιδιά που υφίστανται επαναλαμβανόμενη βία νιώθουν διαρκή αγωνία, ένταση, τρόμο εξαιτίας της απειλής βίας αλλά και του εξευτελισμού που βιώνουν . Παρόμοια ερευνητικά δεδομένα κάνουν λόγο για χαμηλή αυτοεκτίμηση , συναισθήματα ντροπής και ενοχής, ακόμη και για σοβαρότερες επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία, οι οποίες σχετίζονται με την εμφάνιση καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, γενικευμένης διαταραχής άγχους, διαταραχής πανικού και φοβίες .
Ως προς τις διαπροσωπικές μεταβλητές, η θυματοποίηση συνδέεται είτε με ανεπαρκή κοινωνική ζωή, μοναξιά, απόρριψη είτε με υποτακτικότητα.
Έκδηλα είναι τα προβλήματα σχολικής προσαρμογής και υποεπίδοσης και για τα θύματα και για τους θύτες. Για τα θύματα ο λόγος που οι απουσίες είναι συχνό φαινόμενο είναι γιατί το σχολείο καταντά μαρτύριο .
Οι συνέπειες της θυματοποίησης στην παιδική και εφηβική ηλικία εμφανίζονται και στην ενήλικη ζωή. Υποστηρίζεται ερευνητικά ότι η χαμηλή αυτοεικόνα, το αίσθημα προσωπικής αποτυχίας και η κατάθλιψη στους ενήλικες συνδέεται και με εμπειρίες θυματοποίησης στην παιδική και εφηβική ηλικία .
Τρόποι αντιμετώπισης.
Α. Τι να κάνουν οι γονείς του θύματος.
Πρώτα απ’ όλα, βασικό ρόλο στην αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού έχουν οι γονείς. Αυτοί, λοιπόν, πρέπει να είναι υποψιασμένοι στην εμφάνιση οποιουδήποτε συμπτώματος θυματοποίησης. Αν, λοιπόν, το παιδί παρουσιάζει διαταραχές συμπεριφοράς και ψυχολογικά ή ψυχοσωματικά προβλήματα, όπως πονοκεφάλους, κοιλιακά άλγη, ενούρηση, διαταραχές ύπνου, άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, φοβίες ή δε μπορεί να μείνει μόνο ή να κοιτάξει κάποιον στα μάτια τότε είναι πολύ πιθανό να έχει πέσει θύμα εκφοβισμού. Σε τέτοια περίπτωση οι γονείς με αγάπη και διάλογο θα πρέπει να προσεγγίσουν το παιδί τους. Αυτό προϋποθέτει ανάπτυξη φιλικής σχέσης.
Συγκεκριμένα οι γονείς που έχουν ενδείξεις ότι το παιδί τους υπήρξε θύμα θα πρέπει να κουβεντιάσουν ήρεμα με αυτό για την εμπειρία του και να καταγράψουν προσεκτικά την μαρτυρία του ιδιαίτερα για το ποιοι εμπλέκονται στο συμβάν, πού και τι ακριβώς συνέβη.
Το θύμα, εξάλλου, είναι ανάγκη να ενθαρρύνεται ότι έκανε καλά που εκμυστηρεύτηκε το περιστατικό. Οι γονείς, λοιπόν, πρέπει να το διαβεβαιώσουν ότι δε φταίει αυτό για το συμβάν και ότι κανείς και για κανένα λόγο δεν επιτρέπεται να υφίσταται συμπεριφορές εκφοβισμού. Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση το παιδί να νιώσει υπεύθυνο γι’ αυτή την κατάσταση.
Χρειάζεται, εξάλλου, οι γονείς να εξηγήσουν στο παιδί πως οτιδήποτε υποπέσει στην αντίληψή του στο μέλλον θα πρέπει να το αναφέρει αμέσως στο δάσκαλο, ενώ οι ίδιοι καλούνται να ενημερώσουν τους εκπαιδευτικούς του σχολείου και τη Διεύθυνση. Είναι απαραίτητο, όμως, όταν ο γονιός συναντηθεί με τον εκπαιδευτικό, να παραμείνει ήρεμος και έχοντας υπόψη ότι ο τελευταίος μπορεί να μη γνωρίζει καθόλου το περιστατικό ή να έχει ακούσει αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις να είναι όσο πιο σαφής για το συμβάν που του περιέγραψε το παιδί του. Καλό είναι, λοιπόν, να δώσει ημερομηνίες, τόπο και ονόματα άλλων παιδιών που εμπλέκονται στο περιστατικό.
Το σχολείο με τη σειρά του θα πρέπει να ενημερώσει το παιδί εκφοβιστή και τους γονείς του και να προβεί σε κατάλληλες ενέργειες, εμπλέκοντας ως ένα βαθμό και τους γονείς και των δύο πλευρών (του θύτη και του θύματος). Επιπλέον, είναι σημαντικό να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία μαζί τους και να τους ενημερώνει σε τακτά διαστήματα αν υπάρχει βελτίωση ή αν συνεχίζονται τα προβλήματα.
Το σχολείο πρέπει να διαμορφώσει μία antibullying policy, αν δεν υπάρχει και να εκπαιδεύσει τα παιδιά πώς να αμύνονται, όταν αντιμετωπίζουν επίδοξους bullies.
Αν, όμως, οι γονείς του θύματος θεωρήσουν ότι το σχολείο δε μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση, θα πρέπει να συζητήσουν το πρόβλημα με άλλους γονείς και με το σύλλογο γονέων και αν ούτε αυτή η κίνηση βοηθήσει καλό είναι να απευθυνθούν σε συμβουλευτικούς σταθμούς, στην Κοινωνική Υπηρεσία του Δήμου όπου διαμένουν ή σε φορείς και κέντρα που είναι στελεχωμένα με ψυχολόγους θεραπευτές, κοινωνικούς λειτουργούς και ειδικούς παιδαγωγούς. Σε περίπτωση μάλιστα τραυματισμού του παιδιού-θύματος συνιστάται να απευθυνθούν στην Αστυνομία για την αποτελεσματικότερη προστασία του θύματος και αποτροπή του θύτη.
Αν και πάλι δεν αλλάξει η κατάσταση, είναι αναγκαίο το παιδί να αλλάξει σχολείο. Στο νέο σχολείο οι γονείς θα πρέπει να ρωτήσουν αν υπάρχουν εκεί εκφοβιστές και πώς αντιμετωπίζει το σχολείο το φαινόμενο. Επίσης να ρωτήσουν αν είναι ανεκτοί εκεί οι εκφοβιστές και να συλλέξουν πληροφορίες από άλλους μαθητές και γονείς και ιδιαίτερα από μαθητές ταλαντούχους, ευαίσθητους και ικανούς, οι οποίοι γίνονται συχνά θύματα εκφοβισμού. Είναι σημαντικό οι γονείς να ζητούν πληροφορίες και να ωθούν έτσι τη σχολική κοινότητα να λάβει θέση στο θέμα αυτό, ενώ ποτέ δεν πρέπει να στέλνουν το παιδί τους στο σχολείο αν υποπτεύονται ότι δε θα είναι εκεί ασφαλές.
Ο πιο ουσιώδης, όμως, στόχος τόσο των γονιών όσο και των εκπαιδευτικών
είναι η ψυχική θωράκιση και στήριξη όσων παιδιών πέφτουν θύματα εκφοβισμού και απειλών, ώστε να αποφευχθούν καταστροφικές συνέπειες για τη μετέπειτα ζωή του. Έτσι είναι σημαντικό να διδάξουμε στα παιδιά να μην είναι παθητικοί δέκτες αλλά να βοηθούν να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα. Να τα διδάξουμε να είναι θαρραλέα, να βρίσκονται σε επαγρύπνηση και να έχουν αυτοπεποίθηση.
Γονείς και εκπαιδευτικοί οφείλουν να καλλιεργήσουν στο παιδί την ιδέα του δικαιώματος στη διαφορετικότητα και στην προσωπική ελευθερία και ότι δεν είναι υποχρεωμένο να υφίσταται την απομόνωση, τον εξευτελισμό, τη βία και την υποτίμησή του από τους άλλους. Όποιος το πιστέψει αυτό για τον εαυτό του θα πείσει και τους άλλους..
Έτσι το εν δυνάμει θύμα θα μάθει να είναι τολμηρό και να μη
δειλιάζει, να κοιτάζει τον εκφοβιστή του στα μάτια και να μην του δίνει σημασία ή να τον πείσει να τον αφήσει ήσυχο.
Επιπλέον θα μάθει να χρησιμοποιεί κατάλληλο λεξιλόγιο για να μπορεί να υπερασπίζεται τον εαυτό του, συνειδητοποιώντας ότι το να αγνοεί τους άλλους δεν είναι πάντα η καλύτερη στάση.
Σημαντικό επίσης προκειμένου να καλλιεργηθεί η αυτοπεποίθηση του παιδιού είναι να συμμετέχει το τελευταίο σε ατομικές ή ομαδικές ενασχολήσεις όπως είναι ο χορός, η μουσική, τα αθλήματα, γιατί
κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσει νέες παρέες και θα διευρύνει τον κύκλο των φίλων του, ξεφεύγοντας έτσι από την απειλή του εκφοβιστή.
Τέλος είναι καλό οι γονείς να συμβουλεύουν τα παιδιά τους να μη δίνουν τηλέφωνα και ηλεκτρονικές διευθύνσεις, ενώ, όταν πραγματοποιείται εκφοβισμός μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή μηνυμάτων στο κινητό, θα πρέπει να κρατηθούν αυτά τα στοιχεία.
Είναι σημαντικό να νιώσει το παιδί ότι δεν είναι μόνο, ότι είναι ασφαλές, ότι έχει στήριγμά του τους γονείς. Έτσι θα διατηρεί την αυτοπεποίθησή του και δε θα χάνει την ψυχραιμία του.
Β. Τι να κάνουν οι γονείς του δράστη.
Οι παραπάνω συστάσεις αντιμετώπισης του bullying αφορούν την πλευρά του θύματος. Όμως για να είναι πιο αποτελεσματική η αντιμετώπιση του φαινομένου είναι ανάγκη να ληφθεί μέριμνα και για τη συμπεριφορά του θύτη. Έτσι αν οι γονείς διαπιστώσουν ότι το παιδί τους παρενοχλεί άλλα παιδιά, πρέπει να του εξηγήσουν ότι αυτό που κάνει είναι απαράδεκτο, ότι ο αντίκτυπος είναι βαρύς και κάνει τα άλλα παιδιά δυστυχισμένα. Επιπλέον καλό θα ήταν να συζητήσουν μαζί του
για το τι μπορεί να του συμβαίνει, μήπως το απασχολεί ή στενοχωρεί κάτι. Επίσης πρέπει να προσέξουν μήπως μιμείται την επιθετική συμπεριφορά μελών του οικογενειακού περιβάλλοντος και αν συμβαίνει κάτι τέτοιο να αποθαρρύνουν άλλα μέλη της οικογένειας να παρουσιάζουν εκφοβιστικές συμπεριφορές.
Σε καμιά περίπτωση πάντως δε θα πρέπει να επιβάλλεται σωματική τιμωρία παρά να εφαρμόζονται σταθερά όρια και ποινές με συνέπεια. Έτσι οι γονείς δεν επιτρέπεται να χτυπούν το παιδί-εκφοβιστή ως τιμωρία για την επιθετική του συμπεριφορά, αλλά είναι προτιμότερη η αφαίρεση προνομίων. Οι γονείς τέτοιων παιδιών αντιμετωπίζουν την πρόκληση να τα διδάξουν τεχνικές χαλάρωσης και τρόπους επίλυσης συγκρούσεων, χωρίς βία: πώς να λένε όχι και πώς να ζητούν αυτό που θέλουν με ευγενικό τρόπο.
Σε περίπτωση που βεβαιωθούν ότι το παιδί τους αναπτύσσει εκφοβιστικήσυμπεριφορά θα πρέπει να απευθυνθούν στους δασκάλους του και να συζητήσουν μαζί τους. Πάνω από όλα, όμως, οι γονείς χρειάζεται να επαινούν το παιδί-θύτη και να το στηρίζουν, όταν βλέπουν ότι καταβάλλει προσπάθειες για να βελτιώσει τη συμπεριφορά του και κάθε φορά που επιδεικνύει συνεργατικές και φιλικές συμπεριφορές προς άλλα παιδιά. Αν το παιδί εκφοβίζει, επειδή είναι απομονωμένο, πρέπει να προσπαθήσουν να το βοηθήσουν να βρει έστω κι ένα φίλο, στον οποίο θα φέρεται με σεβασμό. Εξάλλου καλό είναι οι γονείς να δώσουν πρωτοβουλίες και ευθύνες στο παιδί και να το εντάξουν σε δημιουργικές δραστηριότητες όπως ο εθελοντισμός.
Κυρίως το παιδί είναι αναγκαίο να γνωρίζει ότι οι γονείς του το αγαπούν, ώστε να μην εκδηλώνει επιθετική και παραβατική συμπεριφορά λόγω συναισθηματικού ελλείμματος. Αν, όμως, παρόλα αυτά το παιδί εκφοβίζει επίμονα και καταναγκαστικά, ίσως είναι χρήσιμη η ψυχοθεραπευτική βοήθεια, ενώ αν πάσχει από σύνδρομο υπερκινητικότητας ίσως η συνδρομή του παιδιάτρου βοηθήσει.
Γ. Τι να κάνει το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί.
Ο εκφοβισμός αποτελεί πρόβλημα σχολικής πειθαρχίας. Οι εκπαιδευτικοί, λοιπόν, έχουν ευθύνη για την ασφάλεια των μαθητών και τη δημιουργία ενός πολιτισμένου και ήρεμου κλίματος στο σχολείο. Έτσι κάθε φαινόμενο εκφοβισμού θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα, συνέπεια και υπευθυνότητα και να κόβεται από τη ρίζα του.
Στην πράξη, λοιπόν, ο εκπαιδευτικός οφείλει από την πρώτη μέρα να εξηγήσει στα παιδιά τι είναι ο σχολικός εκφοβισμός και ότι είναι ευθύνη όλων των παιδιών να αναφέρουν όποιο περιστατικό υποπέσει στην αντίληψή τους. Σε σχολεία όπου οι κανόνες θέτονται ξεκάθαρα από την αρχή της χρονιάς και επιβάλλονται ποινές (όχι σωματικές) στους εν δυνάμει θύτες δεν εμφανίζονται ή εμφανίζονται σε περιορισμένη κλίμακα φαινόμενα bullying.
Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να προτείνει ο δάσκαλος στους μαθητές του να κάνουν μία μικρή έρευνα στο σχολείο όσον αφορά τον εκφοβισμό προκειμένου να συλλεχθούν χρήσιμες πληροφορίες και να ευαισθητοποιηθούν τα παιδιά. Επίσης καλό είναι οι εκπαιδευτικοί να διδάσκουν το δικαίωμα όλων στη διαφορετικότητα και την ανάγκη σεβασμού προς κάθε άνθρωπο. Όσον αφορά τα εν δυνάμει θύματα μπορούν να διδαχτούν κάποιες τεχνικές ανάπτυξης της διεκδικητικότητας και της αυτοπεποίθησης, ενώ ακόμη και όσα παιδιά δεν κινδυνεύουν πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν πρέπει να παραμένουν ουδέτεροι παρατηρητές αλλά να αναφέρουν στον εκπαιδευτικό ή το Διευθυντή περιστατικά εκφοβισμού.
Ακόμη, όμως κι αν δεν υπάρχει κάποια επίσημη ή μη καταγγελία από μαθητές ή γονείς ο δάσκαλος πρέπει να έχει τα μάτια του ανοιχτά και να παρατηρεί τα πάντα τόσο μέσα στην τάξη όσο και στον αύλειο χώρο κατά τη διάρκεια της εφημερίας του. Με δεδομένο ότι ο αύλειος χώρος αποτελεί σε μεγάλο βαθμό χώρο θυματοποίησης, η συστηματική επίβλεψή του με τη διαρκή παρουσία των διδασκόντων κατά τα διαλείμματα θα αποτελέσει ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα εκδήλωσης σχετικών φαινομένων. Η σημαντικότητα του ρόλου της εφημερίας έχει τονιστεί από την εκπαιδευτική κοινότητα, αν και σε κάποιες περιπτώσεις δεν υποστηρίζεται ανάλογα από τους εμπλεκόμενους κάθε φορά εκπαιδευτικούς.
Όταν, λοιπόν, ο δάσκαλος είναι πια σίγουρος για την εκδήλωση ενός εκφοβιστικού συμβάντος, πρέπει να συζητήσει με το παιδί-θύμα και τα υπόλοιπα παιδιά ξεχωριστά για να μάθει αν κάτι παρόμοιο έχει ξανασυμβεί. Κρατώντας σημειώσεις για το ζήτημα θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την κατάσταση αποτελεσματικότερα, ενώ σε πρώτη φάση είναι ανάγκη να καθησυχάσει το θύμα λέγοντάς του ότι το πρόβλημα θα αντιμετωπιστεί.
Στη συνέχεια ο εκπαιδευτικός καλό θα ήταν να μιλήσει στο παιδί-θύτη ιδιαιτέρως σχετικά με την ανάρμοστη συμπεριφορά του, καθώς και τις συνέπειες και κυρώσεις που θα υποστεί αν συνεχίσει την εκφοβιστική του δράση. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να δεχτεί ψεύτικες δικαιολογίες, αλλά, αφού καταγράψει τις μαρτυρίες των εμπλεκόμενων παιδιών και των παιδιών-παρατηρητών και φέρει το θέμα στο σύλλογο διδασκόντων με την παρουσία των γονιών του θύτη και του θύματος, να εισηγηθεί και να επιβάλει την κατάλληλη ποινή στον εκφοβιστή χωρίς αυτή να περιλαμβάνει σωματική τιμωρία, ταπεινώσεις κι εξευτελισμούς. Προτείνεται, λοιπόν, η εφαρμογή της μεθόδου «αποφυγή της κατηγορίας» (no blame approach). Η μέθοδος αυτή προτείνει την αποφυγή της εύρεσης των θυτών σε αμυντική θέση, με την έννοια να αποφευχθεί η κατά πρόσωπο αντιπαράθεση μαζί τους και η προσβολή-τιμωρία τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί αν γίνουν κατανοητές οι επιπτώσεις των πράξεών τους που κατευθύνονται προς τους μαθητές-θύματα.
Επιπλέον, μπορεί να ζητηθεί από τους ίδιους τους θύτες να προτείνουν τρόπους που θα οδηγούσαν στην αντιμετώπιση-εξάλειψη φαινόμενων θυματοποίησης/εκφοβισμού. Είναι άλλωστε κοινός τόπος πως η επιβολή ποινών-και ιδιαίτερα η αλόγιστη χρήση της- λειτουργεί αρνητικά στην επιτυχή διαχείριση και αντιμετώπιση συγκρουσιακών/διαταρακτικών συμπεριφορών. Η ετοιμότητα θετικού επαίνου- επιβράβευση του «παραβατικού μαθητή», τη στιγμή που πραγματοποιεί κάποια θετική ενέργεια κατά την ώρα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, συμβάλλει θετικά στην προσπάθεια επίτευξης μιας κοινά αποδεκτής συμπεριφοράς στους σχολικούς χώρους (Fontana, D., 1996).
Η ανάθεση σε έναν εκπαιδευτικό –ο οποίος έχει χτίσει σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και έχει κερδίσει το σεβασμό του μαθητή που υποπίπτει σε παραβατική / διαταρακτική συμπεριφορά- του ρόλου του Συμβούλου / ενισχυτή του, είναι πολύ πιθανό να συμβάλει θετικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
Στην περίπτωση που μας απασχολεί εδώ συνιστάται να ζητήσει ο θύτης ειλικρινή συγγνώμη από το θύμα και να επιστρέψει χρήματα ή πράγματα που τυχόν του έχει αφαιρέσει. Φυσικά η σωστή ενημέρωση των γονιών του εκφοβιστή είναι μέγιστης σημασίας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κατάστασης.
Η προσπάθεια ενεργούς-δημιουργικής εμπλοκής του εν δυνάμει «διαταράκτη» μαθητή στην εκπαιδευτική διαδικασία αποτελεί επιτυχή ενέργεια «αφοπλισμού» του από ενδεχόμενη προσπάθειά του να επιχειρήσει διαταραχή-εκτροχιασμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ενώ επιπρόσθετα συμβάλλει στη θετική του κοινωνικοποίηση και στο «δέσιμό» του με τους συμμαθητές του. Η νηφάλια και ψύχραιμη στάση του εκπαιδευτικού σε κάθε περίπτωση οριοθετεί την προσπάθεια ελέγχου-διαμόρφωσης ενός αδιατάρακτου, δημιουργικού και ευχάριστου κλίματος στην τάξη .
Ο δάσκαλος θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να προσπαθήσει να σπάσει την κλίκα των εκφοβιστών στο σχολείο, αν αυτή υπάρχει. Η κλίκα αυτή συνήθως έχει έναν αρχηγό που κατά παράδοση είναι το πιο επιθετικό παιδί της παρέας. Ο εκπαιδευτικός, λοιπόν, πρέπει να επιτηρεί στενότερα το τελευταίο, αφού τα υπόλοιπα παιδιά το ακολουθούν τις περισσότερες φορές από φόβο. Καλό θα ήταν να προσανατολίζει τα παιδιά αυτά σε άλλες δημιουργικές κι εποικοδομητικές δραστηριότητες, ώστε να ξεφύγουν από τη στενή επιρροή του bully και να αναπτύξουν υποστηρικτική συμπεριφορά προς πιο αδύναμους ή διαφορετικούς συμμαθητές τους.
Ο ρόλος, όμως, του δασκάλου δε σταματά εδώ. Είναι υποχρεωμένος να παρατηρεί προσεκτικά και να παρακολουθεί την πορεία των πραγμάτων κι αν διαπιστώσει ότι τα εκφοβιστικά περιστατικά επαναλαμβάνονται και δε μπορεί να αντιμετωπίσει μόνος του την κατάσταση να συζητήσει το θέμα με το σύλλογο διδασκόντων, στη συνέχεια με την προϊστάμενη αρχή της περιφέρειάς του και να ζητήσει εγγράφως τη συνδρομή τους, καθώς και τη βοήθεια ενός ειδικού. Εννοείται πως αν συμβεί σοβαρός τραυματισμός επιβάλλεται να ειδοποιηθεί η τοπική αστυνομία.
Γενικά ο εκπαιδευτικός είναι απαραίτητο να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση, ώστε να αντιλαμβάνεται οτιδήποτε ύποπτο συμβαίνει τόσο στο σχολείο όσο και κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικών επισκέψεων και εκδρομών, ενώ μπορεί να συμβάλει και στην αποπεριθωριοποίηση και απομόνωση ενός εν δυνάμει θύματος, ανακαλύπτοντας με ποια παιδιά θα μπορούσε να ταιριάξει και ζητώντας από αυτά να το προσεγγίσουν και να το εντάξουν στην παρέα τους. Έτσι τα «αδύναμα» παιδιά θα αναπτύξουν το αίσθημα του ανήκειν και θα είναι περισσότερο ασφαλή κοντά σε φίλους, ενώ παράλληλα θα ενισχυθεί η αυτοπεποίθηση και η κοινωνικότητά τους, κάτι που μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στη συναισθηματική και νοητική τους εξέλιξη ακόμη και κατά την ενήλικη ζωή.
Κομβικό, λοιπόν, σημείο στην αντιμετώπιση του εκφοβισμού αποτελεί η πρόληψη, που μπορεί να λειτουργήσει και με την ενεργό συμμετοχή των μαθητών και τη στενή συνεργασία τους με το δάσκαλο. Έτσι καλό θα ήταν να τοποθετείται στην τάξη ένα κουτί παραπόνων, όπου οι μαθητές θα έχουν την ευκαιρία να καταθέτουν ανώνυμα τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους και να καταγγέλλουν παραβατικές συμπεριφορές των συμμαθητών τους και όσα αρνητικά φαινόμενα συμβαίνουν στο χώρο του σχολείου. Η πρακτική αυτή προάγει την υπευθυνότητα, χωρίς να μειώνει πρόσωπα και χωρίς να δημιουργεί εντάσεις και έχθρες μεταξύ των παιδιών.
Η πρόληψη, λοιπόν, της βίας και η αρμονική και ειρηνική συνύπαρξη θα πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο της εκπαιδευτικής στοχοθεσίας, ενώ η αντιμετώπιση του bullying μπορεί να προωθηθεί στο πλαίσιο όλων των γνωστικών αντικειμένων, άρα είναι υπόθεση όλων των μελών του συλλόγου διδασκόντων αλλά και του ίδιου του Διευθυντή.
Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί εδώ η ανάγκη συνεχούς επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων από ειδικούς σε θέματα σχολικής παραβατικότητας. Έτσι θα επιτευχθεί η ουσιαστική ευαισθητοποίησή τους σε ανάλογα φαινόμενα και η αποτελεσματική από την πλευρά τους διαχείρισή τους.
Στο σημείο αυτό αξίζει να προσεχτεί ο ρόλος της Διεύθυνσης του σχολείου. Θα πρέπει, λοιπόν, να τηρείται ξεκάθαρη και απαρέγκλιτη στάση-αντιμετώπιση σχετικών φαινομένων, στάση η οποία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να στηρίζεται και να ενισχύεται από το Σύλλογο Διδασκόντων του σχολείου. Ο ρόλος του Διευθυντή είναι ιδιαίτερα σημαντικός όχι μόνο στο επίπεδο στήριξης των εμπλεκόμενων εκπαιδευτικών, αλλά και ενημέρωσής τους, αφού αυτός είναι σε θέση να γνωρίζει ευαίσθητες πληροφορίες για την οικογενειακή αλλά και την προσωπική ταυτότητα του «διαταράκτη» μαθητή, πληροφορίες που είναι πολύ πιθανό να σχετίζονται άμεσα με τη διαταρακτική-ανάρμοστη συμπεριφορά του (για παράδειγμα ο αιφνίδιος θάνατος προσώπου του οικογενειακού του περιβάλλοντος).
Επίλογος.
Η εκδήλωση εντάσεων, με τη μορφή παραβατικών συμπεριφορών, εκφοβισμού/ θυματοποίησης και σχολικής βίας αποτελεί σύνηθες πλέον φαινόμενο. Η ίδια η φύση του θεσμού της εκπαίδευσης είναι αυτή που επιτάσσει την εφαρμογή των αναγκαίων και αποτελεσματικών εκείνων μεθόδων-πρακτικών, οι οποίες θα συνδράμουν στη διαχείριση διαταρακτικών-παραβατικών φαινομένων και θα συμβάλουν αποφασιστικά στην αντιμετώπισή τους. Τον κυρίαρχο λόγο και τη μεγάλη ευθύνη στην ενεργοποίηση τέτοιων πρακτικών έχει η εκπαιδευτική κοινότητα, με την έμπρακτη και πολύπλευρη στήριξή της τόσο από την Πολιτεία όσο και από την ευρύτερη κοινωνία. Ο ρόλος των γονέων, εξάλλου, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, ώστε να περιοριστούν τα φαινόμενα εκφοβισμού στο σχολείο με το σωστό χειρισμό του παιδιού-θύτη αλλά και του παιδιού θύματος, στο οποίο οι γονείς πρέπει να διαμορφώσουν μηχανισμούς άμυνας και να του ενισχύσουν την αυτοπεποίθηση. Εξυπακούεται φυσικά η διαρκής και ουσιαστική συνεργασία του γονέα με τους εκπαιδευτικούς της σχολικής κοινότητας και των τελευταίων με τα παιδιά αλλά και κοινωνικούς φορείς που μπορούν να συνδράμουν αποφασιστικά.
Τάσος Τσιόπας
Φυσικός