Μαρίκα Κοτοπούλη
Η Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν σημαντική Ελληνίδα ηθοποιός.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 1887 .
Ήταν κόρη της Ελένης και του Δημητρίου Κοτοπούλη. Και οι δυο γονείς της ήταν ηθοποιοί, ενώ ο πατέρας ήταν και θιασάρχης, επικεφαλής του Δραματικού Θιάσου Πρόοδος.
Εμφανίστηκε στη σκηνή βρέφος σε περιοδεία των γονέων της στο έργo Ο αμαξάς των Άλπεων.Είχε, έτσι κι αλλιώς, γεννηθεί σχεδόν κυριολεκτικά πάνω στο θεατρικό σανίδι, όταν η μητέρα της «καταληφθείσα επί σκηνής από τας ωδίνας του τοκετού», όπως περιέγραφε μια εφημερίδα της εποχής, «μετεφέρθη κακώς έχουσα εις την οικίαν της, ένθα έφερεν εις φως τον τελευταίον γόνον των Κοτοπούληδων».
Ο πρώτος ρόλος της ήταν σε επιθεώρηση, σε ηλικία πέντε ετών, όπου υποδύθηκε μια μαθήτρια. Έως το 1901 εμφανιζόταν στο πλάι των γονιών της σε διάφορα έργα, ακόμη και του κλασικού ρεπερτορίου, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.
Το 1902 προσελήφθη στο Βασιλικό Θέατρο κι αρχίζει να γίνεται γνωστή στο ευρύτερο κοινότης, εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας της. Το ταλέντο της αναγνωρίστηκε γρήγορα από τους κριτικούς κι αυτό ενέτεινε τον ανταγωνισμό με την ευνοούμενη των ανακτόρων ηθοποιό Άννα Φραγκοπούλου.
Το ντεμπούτο της στο Βασιλικό Θέατρο ήταν ο ρόλος του Πουκ στο Όνειρο θερινής νυκτόςκαι συνέχισε με ανάλογες επιλογές από το κλασικό ρεπερτόριο, όπως Δωδεκάτη νύκτα, και άλλα.Σημαντική στιγμή στην καριέρα της νεαρής Κοτοπούλη υπήρξε η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια το 1903, όπου η απαγγελία για πρώτη φορά αρχαίου δράματος στη δημοτική γλώσσαπροκάλεσε σεισμό στα θεατρικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής.
Οι οπαδοί τηςκαθαρεύουσας, που υποκινήθηκαν από τον καθηγητή του ΠανεπιστημίουΓεώργιο Μιστριώτη, αντέδρασαν βίαια, προκλήθηκαν επεισόδια με τραυματίες και έναν νεκρό (τα λεγόμεναΟρεστειακά) και η συνέχεια των παραστάσεων διακόπηκε.
Το 1908, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για περιοδεία, η Κοτοπούλη ερωτεύτηκε τον πολιτικό και στοχαστή Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος υπηρετούσε εκεί ως Πρώτος Γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας και τον οποίο είχε πρωτοσυναντήσει το 1905 στην Αλεξάνδρεια. Η πολύκροτη σχέση τους, που βάσταξε έως τα τέλη του Ιουλίου του 1920, οπότε και δολοφονήθηκε ο αγαπημένος της από υποστηρικτές του Βενιζέλου, υπήρξε σκανδαλώδης για τα δεδομένα της εποχής. Το ζευγάρι από τον Ιούνιο περίπου του 1912 συζούσε, χωρίς την επισημοποίηση ενός γάμου, κάτι που όμως έτσι κι αλλιώς ήταν αδύνατον, λόγω της ταξικής διαφοράς που υπήρχε ανάμεσά τους και της επακόλουθης αντίδρασης της μεγαλοαστικής οικογένειας του Δραγούμη.
Ο Δραγούμης θα καταφέρει να της κόψει τη μορφίνη στα δώδεκα χρόνια που θα κρατήσει η σχέση τους. Μια σχέση δυνατή και παράφορη, που θα τη ζήσουν και οι δύο με ένταση, χωρίς να πάψουν να ομολογούν τις απιστίες τους, ακόμα και την εποχή που ο Δραγούμης ήταν εξόριστος στην Κορσική και τη Σκόπελο. Τότε θα δημιουργηθεί ένα είδος επικοινωνίας με ποιότητα και βάθος, που διαπιστώνεται μέσα από την αλληλογραφία τους, κυρίως από τις επιστολές του Ίωνα προς το “μαύρο του Μαρικάκι”.
Η Κοτοπούλη, λίγο πριν επιστρέψει ο Δραγούμης από την εξορία, αποφεύγει να απαντήσει στα γράμματα του αγαπημένου της, απορροφημένη από τη νέα της σχέση με τον Γιώργο Χέλμη, μελλοντικό οικονομικό σχεδιαστή του θιάσου της αλλά και μελλοντικό της σύζυγο. Οι πολιτικές αντιλήψεις της βασιλόφρονης Κοτοπούλη, την ωθούν να μετατρέψει το σαλόνι της σε πολιτικό στέκι της Βασιλικής μερίδας του Λαού, με τον Δραγούμη να έχει εκεί το γραφείο του, ώστε να δέχεται τους φίλους του και να συνεδριάζει η Ηνωμένη Αντιπολίτευση.
Στις 30 Ιουλίου 1920 γίνεται απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι. Η διάδοση της πληροφορίας αυτής, ήρθε στην Ελλάδα διαστρεβλωμένη, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα, πλήθος βενιζελικών να βγει στους δρόμους εξαγριωμένο και να καταστρέψει γραφεία του αντιπολιτευόμενου Τύπου, θέατρα -ανάμεσά τους και το “Κοτοπούλη”- και σπίτια πολιτικών της αντιπολίτευσης. Τα επεισόδια αυτά ονομάστηκαν Ιουλιάνα και σημαδεύτικαν από τη δολοφονία του Δραγούμη. Κατευθυνόμενος προς τα γραφεία του περιοδικού του με σκοπό να γράψει άρθρο που θα καταδίκαζε την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου, τον σταματούν άνδρες της στρατιωτικής φρουράς του Ελευθερίου Βενιζέλου και τον οδηγούν προς την συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Παπαδιαμαντοπούλου, κοντά στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο Χίλτον. Μετά από λίγο, ακούστηκαν πυροβολισμοί με αποτέλεσμα ο Ίων Δραγούμης να πέσει νεκρός στο έδαφος.
Η Κοτοπούλη το μαθαίνει 23 μέρες αργότερα. Της λένε ότι ο Δραγούμης είναι εξορία, της έκρυβαν τις εφημερίδες και όταν αποφάσισε η ίδια να επισκεφθεί τον Βενιζέλο για να της δώσει εξηγήσεις, της το αποκάλυψαν. Απαρηγόρητη που έχασε τον αγαπημένο της, θα φύγει στην Ιταλία, όπου θα θρηνήσει τον Δραγούμη μακρυά από τα αδιάκριτα βλέμματα.
Όταν επιστρέψει, θα αφοσιωθεί και πάλι στο θέατρο και το 1924, σε ηλικία 37 χρονών, θα παντρευτεί τον Γιώργο Χέλμη. Θα ζήσουν μαζί 33 χρόνια, μέχρι το θάνατό της, το 1957.
Ένας από τους πολλούς σταθμούς της θεατρικής της σταδιοδρομίας, υπήρξε η παράσταση της «Εκάβης» του Ευριπίδη, που δόθηκε στο Παναθηναϊκό Στάδιο στις 18 Σεπτεμβρίου 1927, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη, ο οποίος έγραψε τότε: «Η παράσταση της Εκάβης, οφείλεται αποκλειστικά στο μεγάλο ενθουσιασμό της Μαρίκας Κοτοπούλη και στη θερμή αγάπη της για την αρχαία τραγωδία. Μία τόσο εξαιρετική καλλιτέχνις δεν είναι δυνατό, παρά να νοιώθη βαθειά, πως τελικός προορισμός της είναι να ζωντανεύη τις αρχαίες ηρωίδες».
Το 1929 ίδρυσε την «Ελευθέρα Σκηνή» μαζί με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Σπύρο Μελά και τον γαμπρό της Μήτσο Μυράτ, η οποία παρουσίασε έργα νέας πνοής (Λερνορμάν, Μπατάιγ). Το 1930 σημείωσε μεγάλη επιτυχία με την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους αναχώρησε για μεγάλη περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έδωσε παραστάσεις στη Νέα Υόρκη, τη Βοστώνη, το Ντιτρόιτ, το Σικάγο και το Κλίβελαντ με τα έργα «Ερωτόκριτος», «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», «Ηλέκτρα», «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Στέλλα Βιολάντη» κ.ά.
Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης έγραψαν για την παράσταση της «Ηλέκτρας»: «Μολονότι η κ. Κοτοπούλη, αδράχνει τον ρόλο της με σφοδρότητα, είναι πάντοτε κυρίαρχος όλων των θυελλωδών συγκινήσεών της».
Τον Απρίλιο του 1932 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με την άλλη μεγάλη κυρία του νεοελληνικού θεάτρου, την Κυβέλη. Η συνεργασία τους διάρκεσε με διαλείμματα έως το 1934. Παρουσίασαν, μεταξύ άλλων, το έργο του Μπέρναρ Σο «Το επάγγελμα της κυρίας Ουόρεν», που ήταν η πρώτη απόπειρα της Κοτοπούλη σε κωμικό ρόλο.
Το 1933 εμφανίστηκε για πρώτη και τελευταία φορά στη μεγάλη οθόνη. Πρωταγωνίστησε στην ελληνοτουρκική συμπαραγωγή «Ο κακός δρόμος» («Fena Yol»), που σκηνοθέτησε ο Ερτογρούλ Μουχσίν σε σενάριο Γρηγορίου Ξενόπουλου, με συμπρωταγωνιστές την Κυβέλη, τον Γιώργο Παππά και τον Βασίλη Λογοθετίδη.
Μετά την εγκατάλειψη του «Θεάτρου Κοτοπούλη», η Μαρίκα ίδρυσε το 1937 το νέο θέατρό της, το επιβλητικό «Ρεξ» επί της οδού Πανεπιστημίου, παρουσιάζοντας με μεγάλη επιτυχία το έργο του Αντρέ Ζοζέ «Ελισάβετ». Το 1939 γιορτάστηκε η τριακονταετία της θιασαρχικής της διαδρομής και ο θίασός της έγινε ημικρατικός.
Στις πολιτικές της πεποιθήσεις η Κοτοπούλη ήταν φιλομοναρχική, θεωρώντας πως το παλάτι ήταν θεσμός ιερός. Ωστόσο, οι προσωπικές σχέσεις της δεν καθορίζονταν από αυτήν την επιλογή. Όπως μαρτυρεί, μάλιστα, ο Γιάννης Τσαρούχης, κατά τη διάρκεια της Κατοχής προστάτεψε και βοήθησε όσο μπορούσε τους αριστερούς συναδέλφους της, παρεμβαίνοντας υπέρ αυτών στις αρχές, με το πρόσχημα ότι τους χρειαζόταν κοντά της: «καμουφλάριζε την ανθρωπιά της, με τη δικαιολογία του θεάτρου».
Μετά την απελευθέρωση διορίστηκε πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο μετονομάστηκε σε Βασιλικό, αμέσως μετά την παλινόρθωση της βασιλείας το 1946. Συμμετέχοντας σε κλιμάκιο του Βασιλικού Θεάτρου ερμήνευσε το ρόλο της Κλυταιμνήστρας στις παραστάσεις της «Ορέστειας» του Αισχύλου, που δόθηκαν το 1949 στο Ηρώδειο και τιμήθηκε με το ανώτατο παράσημο της χώρας από τον βασιλιά Παύλο. Την ίδια χρονιά παρέδωσε τα ηνία του θιάσου της στον ανιψιό της Δημήτρη και η ίδια περιορίστηκε σε έκτακτες εμφανίσεις.
Δίπλα της μαθήτευσαν και αναδείχθηκαν σημαντικές προσωπικότητες του νεοελληνικού θεάτρου, όπως ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Μήτσος Μυράτ, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Αλέξης Μινωτής, η Κατίνα Παξινού, ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Γιώργος Παπάς, ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Γιώργος Γληνός, ο Κάρολος Κουν, η Μελίνα Μερκούρη, η Έλλη Λαμπέτη και η Σαπφώ Νοταρά. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το νεοελληνικό έργο και ανέδειξε συγγραφείς της γενιάς της και νεώτερους (Γρηγόριος Ξενόπουλος, Παντελής Χορν, Δημήτρης Μπόγρης, Αλέκος Λιδωρίκης, Δημήτρης Ιωαννόπουλος, Άγγελος Τερζάκης, Δημήτρης Ψαθάς, Σακελλάριος – Γιαννακόπουλος).
Η Μαρίκα Κοτοπούλη πέθανε αιφνιδίως από καρδιακή ανακοπή στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου 1954, σε ηλικία 67 ετών
Τον Οκτώβρη του 1954, ένα μήνα μετά από τον θάνατο της Μαρίκας Κοτοπούλη, η εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» δημοσίευσε ορισμένα άγνωστα περιστατικά από τη ζωή της ηθοποιού.
Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των επεισοδίων ήταν το καυστικό χιούμορ με το οποίο αντιμετώπιζε τους συνομιλητές της.
Η εφημερίδα έγραφε χαρακτηριστικά: «Είχε τις συμπάθειες, τις αδυναμίες της, τις λόξες της, το σπινθηρίζον πείσμα και την δηκτική γλώσσα της. Όλες όμως τις αδυναμίες της, τις περιέβαλε με κάποιο καλλιτεχνικό επίστρωμα, εξωραϊσμένο από την ευφυΐα και την ανοιχτή καρδιά. Δεν χάριζε κάστανα ούτε και στον ίδιο τον εαυτό της».
Όταν η Μαρίκα έδιωξε τον Βενιζέλο από το καμαρίνι της
Σε μία από τις παραστάσεις που έδωσε η Κοτοπούλη στο ομώνυμο θέατρο της Ομόνοιας, παρευρέθηκε ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Ελευθέριος Βενιζέλος.
Εκείνος εκτιμούσε την ηθοποιό, παρά το γεγονός ότι ήταν αντίθετη στην πολιτική του και διατηρούσε σχέση με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, Ίωνα Δραγούμη.
Ο Βενιζέλος είχε φτάσει στο θέατρο αρκετή ώρα πριν την έναρξη της παράστασης για να μιλήσει με την καλλιτέχνιδα που σημείωνε απανωτές επιτυχίες.
Η Κοτοπούλη, προκειμένου να μη φανεί αγενής, δέχτηκε να τον συναντήσει στο καμαρίνι της.
Αφού συνομίλησαν για κάμποση ώρα, η ηθοποιός φώναξε στον ανιψιό της Δημήτρη Μυράτ: «Μήτσο, τρέξε να με γλυτώσεις. Γιατί λίγα λεπτά ακόμη αν μείνει ο πρόεδρος στο καμαρίνι μου, θα γίνω Βενιζελική».
Στο άκουσμα αυτής της φράσης, ο πρωθυπουργός «έσπευσε ν’ απομακρυνθή γελών», όπως έγραφε χαρακτηριστικά η εφημερίδα.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη έκανε φίλους της όσους τολμούσαν να την ειρωνευτούν
Ο συγγραφέας και σατυρικός ποιητής Πωλ Νορ, που το πραγματικό του όνομα ήταν Νίκος Νικολαΐδης, συνάντησε για πρώτη φορά την Κοτοπούλη, όταν ήταν νεαρός.
Της συστήθηκε τότε ως δημοσιογράφος και εκείνη αυθόρμητα του είπε: «Κάτι τρέχει στα γύφτικα».
Η απάντησή του όμως, την αιφνιδίασε.
«Το ίδιο θα ‘λεγα και εγώ για σας την μεγάλη καλλιτέχνιδα».
Ωστόσο, η Κοτοπούλη αντί να εκνευριστεί, ενθουσιάστηκε με το χιούμορ του νεαρού.
Έπεσε στην αγκαλιά του και από τότε έγινε στενή του φίλη.
Δημήτρης Μυράτ, ο ανιψιός της Μαρίκας Κοτοπούλη, που ήταν ηθοποιός και θιασάρχης
Το ίδιο συνέβη και με έναν άγνωστο ηθοποιό της «ελευθέρας θεατρικής πιάτσας», τον Πραξιτέλη.
Ο ηθοποιός θα έπαιζε ένα ρόλο στη «Σαλώμη» του Όσκαρ Ουάιλντ, που κανείς ηθοποιός του θιάσου δεν ήθελε, γιατί ήταν βουβός.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη, του περιέγραψε τη δουλειά που θα αναλάμβανε ως εξής: «Είναι ρόλος, κύριε Πραξιτέλη, από τον οποίον εξαρτάται η τύχη του έργου. Και φυσικά θα αμειφθήτε γενναία. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόση σημασία έχει το παίξιμό σας. Με τη διαφορά ότι δεν θα βγάλετε ούτε γρυ από το στόμα σας».
Στην ειρωνεία της επιτυχημένης ηθοποιού, ο πρωτοεμφανιζόμενος συνάδελφός της απάντησε αναλόγως: «Τότε γιατί δεν βάζετε τον πρωταγωνιστή σας τον Μυράτ, στον σπουδαιότατο αυτόν ρόλο;»
Η Μαρίκα Κοτοπούλη θαύμασε τον Πραξιτέλη για το πνεύμα του και έδωσε διαταγή να τον καλοπληρώσουν για όλες τις παραστάσεις, έστω και αν δεν θα έπαιζε κάποιο σημαντικό ρόλο.
Βίντεο : ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ αφιέρωμα στο ΕΣΤΙΝ ΟΥΝ
Οι μαθήτριες που εργάστηκαν:
Εύη Καρδολάμα
Καλλιόπη Καϊμασίδου
Αναστασία Κιλινκαρίδου
Νικολέτα Καμπουρίδου
Πηγες:
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.