Παντελής Χορν
Ο Παντελής Χορν, γιος του Αυστριακού Δημητρίου Χορν και της Ματίνας Κουντουριώτη, εγγονής του Λάζαρου Κουντουριώτη, γεννήθηκε στην Τεργέστη στα 1881. Ήταν παιδί 7-8 ετών όταν η οικογένεια του εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα. Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση της μητέρας του έγινε ναυτικός παρ’ όλο που ποτέ του δεν αγάπησε τη θάλασσα. Το 1899 αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων ως σημαιοφόρος και υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό μέχρι το 1919, οπότε μετετάγη στο Λιμενικό Σώμα. Αποστρατεύθηκε το 1926 με το βαθμό του υποναυάρχου. Σημαντικότερες στιγμές της καριέρας του ως αξιωματικού: η συνυπογραφή του πρωτοκόλλου για τη σύσταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου (4 Ιουλίου 1909), η κατάληψη της νήσου Ίμβρου (1912) και η προσχώρηση στο κίνημα του Βενιζέλου (1916).
Το φιντανάκι
Η υπόθεση του έργου
Σε μια πλακιώτικη αυλή λίγο καιρό πριν από την Μικρασιατική καταστροφή, η Τούλα, (το νεαρό φιντανάκι), φτωχή μοδίστρα, κόρη του ταχυδρόμου κυρ- Αντώνη, θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο του Γιάγκου, ενός νέου άνεργου μάγκα (κουτσαβάκης). Ο Γιάγκος θα προδώσει τον έρωτά της για χάρη της Εύας, που εκτός από όμορφη έχει και πολλές γνωριμίες που ίσως φανούν χρήσιμες στον Γιάγκο. Η Τούλα όμως, περιμένει το παιδί του. Μπροστά στο σκάνδαλο και με προτροπή της κυρά-Κατίνας, μιας γυναίκας ελαφρών ηθών- ο κυρ-Αντώνης θα καταχραστεί χρήματα της υπηρεσίας του και θα κινδυνέψει να οδηγηθεί στη φυλακή. Στο τέλος του έργου, ο κυρ-Αντώνης πεθαίνει, πληγωμένος βαθιά στην αξιοπρέπειά του, και η Τούλα ακολουθεί τον ηλικιωμένο αλλά εύπορο Γιαβρούση προκειμένου να φύγει από την φτώχεια.
Η απλή καθημερινή ιστορία της Τούλας και του κυρ-Αντώνη στη γραφική γειτονιά, μοιάζει να περιγράφει ένα μικρόκοσμο, συνηθισμένα περιστατικά με τύπους λαϊκούς από τη σκοπιά μιας φωτογραφικής απεικόνισης των ηθών. Μοιάζει επίσης να ρέπει προς το μελόδραμα, στοιχείο κληροδοτημένο από τον 19ο αιώνα, με τους καλούς και κακούς σε θεμελιακή αντιπαράθεση, με την ατιμασμένη κόρη και τον πικραμένο πατέρα, τη φτώχεια, την πορνεία, τον προδωμένο έρωτα. Όμως ο Π. Χορν ούτε στη φολκλορική επιφάνεια της αυλής στέκεται, ούτε την ηθικοπλαστική έκβαση του μελοδράματος υπηρετεί. Δε λειτουργεί με την επιθυμία του κοινού αισθήματος δικαίου και την ψευδαίσθηση ότι η διασαλεμένη τάξη τελικά θα αποκατασταθεί υπέρ των αθώων και τιμίων, του αδικημένου και του θύματος. Το έργο είναι βαθύτερα ρεαλιστικό στον βαθμό που, ξεκινώντας από μια κλειστή ανθρωπογεωγραφία, ξανοίγεται χωρίς προκαταλήψεις προς τα κοινωνικά προβλήματα, τις συγκρούσεις συμφερόντων και τις διαπροσωπικές αντιθέσεις, οι οποίες όχι απλώς δεν είναι εποχιακές ή πρόσκαιρες, αλλά βρίσκονται σταθερά στη βάση της αστικής κοινωνίας και ιδεολογίας.
Κεντρικό σημείο του συγκεκριμένου δράματος αποτελεί η ηθική καταρράκωση των πρωταγωνιστών, που αποτελούν θύματα του κοινωνικού και οικονομικού μαρασμού. «Δε βαριέσαι, ο μισθός τιποτένιος. Τα τυχερά πότε είναι και πότε δεν είναι … τι τα θες δεν είμαστε τυχεροί», είναι τα λόγια του κυρ- Αντώνη για την κακοτυχία που κατατρέχει τους μεροκαματιάρηδες της αυλής, λόγια που ο Χορν χρησιμοποιεί για να τονίσει την οικονομική ανέχεια που τους διακρίνει. «Τόσες χιλιάδες περνάνε από τα χέρια σου. Ποιος έχει το μέλι στα δάκτυλά του και δεν το γλύφει;». Αυτά είναι τα λόγια της Φρόσως, από την άλλη πλευρά, λόγια που αποτελούν χαρακτηριστική εικόνα, της χαμένης ηθικής, της παρακμής των αξιών, από πεινασμένους -υλικά και πνευματικά- ταλαίπωρους ανθρώπους. Ανθρώπους που έχουν παραμερίσει τις ατομικές -κάθε είδους- αναστολές, προκειμένου να ζήσουν το ελάχιστα ευτυχέστερο, πέρα από την καθημερινή αθλιότητα που τους σκοτώνει.
Δεν ωραιοποιεί ο Π. Χορν τα γεγονότα. Αντίθετα, τα παρουσιάζει με ιδιαίτερο ρεαλισμό, παρουσιάζει συναισθηματικές εξάρσεις που προβάλλουν την οδύνη με έντονο τρόπο, καθώς οι πρωταγωνιστές του αργά ή γρήγορα, θα ακολουθήσουν την άτυχη κατά τα λόγια του κυρ-Αντώνη μοίρα τους.
Χρησιμοποιεί στα έργα του τη δημοτική με χαρακτηριστικό τρόπο. Αναφέρεται με λαϊκές εκφράσεις, όπως η φράση του Γιάγκου: «Σιλάνς, μωρή» και η απάντηση της Φρόσως: «Σιλάνσης είσαι και φένεσαι!». Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει την δια του λόγου καταγραφή της πνευματικής καλλιέργειας, όπως και την προβολή της κοινωνικής και αισθητικής συμπεριφοράς της εποχής. Η γραφή του βρέθηκε, αρκετές φορές, σε αντιπαράθεση με το πνεύμα άλλων θεατρικών συγγραφέων της εποχής. Η τάση που επικρατούσε ήταν να γράφονται έργα με πιο απλά λόγια όσο και πιο ανάλαφρη θεματολογία, εστιάζοντας στην παράδοση και την αναφορά στα ελληνικά ήθη και έθιμα. Αν και λογοτέχνης με ιδιαίτερη καλλιέργεια, ο Χορν είχε επιλέξει -όπως ανέφερε και ο ίδιος- μια κατάσταση γλωσσικής ελευθερίας ή αναρχίας, χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα για την κοινωνική κριτική. Διαφαίνεται ότι με τον λόγο του, τις φράσεις που χρησιμοποιούσε, επιθυμούσε την προβολή των χαρακτήρων των έργων του με αυθεντικό τρόπο, χωρίς ηθικούς φραγμούς και καλλιτεχνικές αναστολές. Η πραγματικότητα και η γνήσια καταγραφή της είναι το ζητούμενο και εκεί είχε στραμμένο προφανώς το ενδιαφέρον του ο Χορν.
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.