Λευτέρης Βογιατζής

Ο Λευτέρης Βογιατζής (1944-2013) ήταν ένας μεγάλος Έλληνας ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου, γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου 1944. Αδερφός του σημαντικού λυρικού τραγουδιστή Σταμάτη Βογιατζή. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παρακολούθησε για δύο χρόνια το Reinhard Seminar στη Βιέννη και τελείωσε τη σχολή Κ. Μιχαηλίδη στην Αθήνα.

Για αρκετά χρόνια δίδαξε στην ιδιωτική εκπαίδευση ως καθηγητής Αγγλικών.

Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973. Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, και αργότερα με την Έλλη Λαμπέτη. Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου.

Το 1981 ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου «Η ΣΚΗΝΗ» με τον Βασίλη Παπαβασιλέιου, τη Σμαράγδα Σμυρναίου, την Άννα Κοκκίνου το Δημήτρη Καταλειφό και τον Τάσο Μπαντή, και μετά την αποχώρησή τους το 1988, τη «νέα ΣΚΗΝΗ».

Ο Λευτέρης Βογιατζής στον ρόλο του πελάτη και ο Δημήτρης Ημελλος ως κουρέας στο έργο του

Σκηνοθέτησε και έπαιξε σε πολλές παραστάσεις, ενώ το 1989 ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος με τον Σπύρο Σακκά, τον φιλόλογο Γ. Λεντάκη και τον ζωγράφο Αλέκο Λεβίδη, στην αρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα, σκηνοθετώντας την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε μετάφραση του ποιητή Νίκου Παναγιωτόπουλου..

Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς, το 1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη – Ελένης Χαβιαρά Με δύναμη από την Κηφισιά. Ακολουθούν επιτυχημένες παραστάσεις όπως: Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου (1996), Ελένη του Ευριπίδη (1996) σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, η πολυβραβευμένη Νύχτα της κουκουβάγιας του Γιώργου Διαλεγμένου (1998), Οι Πέρσες του Αισχύλου (1999) και Τέφρα και σκιά του Χάρολντ Πίντερ (2000).

Το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέην, το Καθαροί πια, όπου κρατά τον ρόλο του Τίνκερ.

Το 2003, σκηνοθετεί το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη Σ” εσάς που με ακούτε και για δεύτερη φορά έργο της Σάρα Κέην, το Crave (Λαχταρώ).

Ακολουθεί το 2004 ένας δεύτερος Μολιέρος  και τον επόμενο σκηνοθετεί και παίζει σ’ ένα ακόμα έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το Bella Venezia, για το οποίο αποσπά το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής Κάρολος Κουν. Το 2006 κλείνει το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την Αντιγόνη του Σοφοκλή σε νέο ανέβασμα, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η ίδια παράσταση ανοίγει το Φεστιβάλ Επιδαύρου.

Το 2007 ανεβάζει και πρωταγωνιστεί στην Ήμερη του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ακολουθούν τρία θεατρικά έργα: το Ύστατο σήμερα του Χάουαρντ Μπάρκερ, το Θερμοκήπιο του Χάρολντ Πίντερ και Ο Τόκος του Δημήτρη Δημητριάδη, τα οποία σκηνοθετεί και ανεβάζει ο ίδιος στο ανακαινισμένο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, που αποτελεί τη θεατρική του στέγη.

Τον Αύγουστο του 2012 αποθεώνεται στην Επίδαυρο μετά το τέλος της πρεμιέρας του Μολιερικού Αμφιτρύωνα, που έμελλε να είναι και το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε. Τον Απρίλιο του 2013 θα επανερχόταν στη σκηνή του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων με το Θερμοκήπιο του Χάρολντ Πίντερ, με ανανεωμένο καστ και τον ίδιο να ερμηνεύει τον ρόλο του Ρουτ. Η πρεμιέρα είχε προγραμματιστεί για τις 8 Απριλίου, αλλά λόγω αδιαθεσίας του οι παραστάσεις ακυρώθηκαν.

 

Οι εμφανίσεις του στον κινηματογράφο υπήρξαν λιγοστές. Συμμετείχε σχεδόν αποκλειστικά σε ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τον οποίο τον συνέδεε μεγάλη φιλία (Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Αθήνα-Κωνσταντινούπολη, Beautiful people, Ονειρεύομαι τους φίλους μου, Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα, Βαριετέ, Μελόδραμα). Έπαιξε, επίσης, στις ταινίες Ανατολική Περιφέρεια του Βασίλη Βαφέα, Ρόζα του Χριστόφορου Χριστοφή και Ακροπόλ του Παντελή Βούλγαρη.

Ο Λευτέρης Βογιατζής έφυγε από τη ζωή στις 2 Μαΐου 2013, χτυπημένος από την επάρατο νόσο. Αφοσιωμένος στην τέχνη του, γνωστός για την πειθαρχία και τις κοπιαστικές πρόβες που αφιέρωνε στην κάθε παράσταση.

Το κάθε ένα από τα έργα που σκηνοθετούσε ήταν δουλεμένο στην εντέλεια και αποτελούσε θεατρικό γεγονός. Καλλιτέχνης που επέλεγε πάντοτε τον δύσκολο δρόμο για να κάνει θέατρο, για τον Λευτέρη Βογιατζή ο κάθε συγγραφέας, κάθε έργο, ήταν άλλη μια συνάντηση, άλλος ένας κόσμος, άλλη μια απόπειρα να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. «Λειτουργεί μια περίεργη συμμαχία κάθε φορά, γίνεται μια αλληλεπίδραση. Ο συγγραφέας σε κάνει να ανακαλύψεις πράγματα για τον εαυτό σου και μετά περπατάς πάνω στα δικά σου χνάρια, τα οποία όπως παραδέχθηκες χάρη σ’ αυτόν. Τα έργα που κάνω είναι σαν να έχουν τελειώσει. Δεν έχω και καλή μνήμη» ανέφερε σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Το Βήμα.

 

Η μεγάλη αυτοβιογραφική συνέντευξη του Λευτέρη Βογιατζή στη lifo, 21/3/2012

Γεννήθηκα στην Καλλιθέα, όπου έμεινα μέχρι την Ε’ Δημοτικού. Δεν πολυέβγαινα απ’ το σπίτι. Αν πήγαινα δυο τετράγωνα παρακάτω, νόμιζα ότι πήγαινα δεν ξέρω κι εγώ πού. Κινδύνευα πολλές φορές να μη βρω το σπίτι μου, ενώ ήμουνα στον ίδιο δρόμο. Έχω κάτι περίεργες αναμνήσεις από αυτό το μέρος. Ανέβαινα σ’ ένα βουναλάκι, πίσω από το Πάντειο, και, κοιτώντας κάτω, νόμιζα ότι ήμουν σε μια μεγάλη κορυφή βουνού. Πριν από μερικά χρόνια, που είδα αυτή την ανηφορίτσα, μου φάνηκε ένα τίποτα. Έμενε εκεί η δασκάλα μουσικής του αδερφού μου – όχι δική μου, δυστυχώς. Εγώ ήμουν πολύ δειλός. Αν είχα αρχίσει μαθήματα μουσικής σε εκείνη την ηλικία, θα είχα σωθεί. Δεν θα είχα όλα αυτά τα προβλήματα αργότερα. Πολύ μυστήρια φύση είμαι. Μικρός τραγούδαγα τα πάντα. Επειδή ο αδερφός μου ασχολιόταν με την όπερα, ήξερα ατελείωτα κομμάτια απέξω. Μετά έπαψα.

 

Επιφανειακά ήμουν ένα παιδί με αρχές, φόβους και ανατροφή. Αλλά διαφορετικό από κάτω. Όταν το κατάλαβα, ήταν λίγο αργά, αφού αυτή η ανατροφή είχε επικρατήσει. Η ανατροφή οριζόταν στα αγόρια ως ένα είδος συνετής συμπεριφοράς, καλών βαθμών στο σχολείο, να μην αργείς πάρα πολύ το βράδυ. Όλα αυτά τα έκανα χωρίς ν’ αναρωτιέμαι, αυτόματα, με αποτέλεσμα στην τελευταία τάξη του γυμνασίου από πρώτος μαθητής να γίνω τελευταίος. Απότομα. Σκέψου πόσο έντονα το ζούσα αυτό, ώστε να πάρω αυτή την απόφαση: να κάνω σκασιαρχεία, να μπλέξω με παρέες, ξενύχτια και τέτοια. Ένα απότομο ξέσπασμα. Τότε μπήκε σε σειρά ακόμα και αυτή η ώρα του ύπνου, που είναι πρωινή.

 

Το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέην, (Cleansed) Καθαροί πια, μια μεγάλη επιτυχία, όπου παίζει τον Τίνκερ.

Παρόλη την επαναστατική διάθεση της δεκαετίας του ’60, εγώ χαρακτηριζόμουν από έναν συγκρατημό. Η πλευρά της «ανατροφής» επικρατούσε στο βάθος. Δεν έδινα διέξοδο σε πράγματα πολύ τολμηρά. Γι’ αυτό και τώρα αντιλαμβάνομαι τα πολύ τολμηρά πράγματα κάθετα. Έχει ενδιαφέρον να αντιμετωπίζεις επιφανειακά την αίσθηση του κινδύνου. Τώρα την ξέρω την αίσθηση του κινδύνου από τη δουλειά μου. Παρόλο που επικράτησε η πλευρά του καλού παιδιού στη δουλειά, πρέπει συνεχώς να επαληθεύω ότι κινδυνεύω. Αλλιώς δεν μπορώ να προχωρήσω. Είναι πολύ περίεργοι οι τρόποι που βρίσκει κανείς, ώστε να εφευρίσκει πράγματα και να τα συνθέτει. Δεν κατάλαβα ποτέ πώς έφτασα στη δουλειά που κάνω. Δεν ήταν κάτι που επιδίωκα φανερά. Αν το ήξερα πως αυτό ήθελα να κάνω, θα με χάλαγε. Οτιδήποτε, αν το ήξερα από πριν, με χάλαγε. Έπρεπε να πηγαίνω κάπου επειδή κάτι με οδηγεί. Πρώτη φορά έπαιξα μετά τον στρατό. Δεν ήταν κάτι που ήθελα. Με σπρώξανε. Ίσως φοβόμουνα την απόρριψη και την αποτυχία

 

Η πρώτη παράσταση που έπαιξα ήταν στο Ανοιχτό Θέατρο, που ήταν τότε εκεί που βρίσκεται τώρα το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Ήταν η κατά Γιώργο Μιχαηλίδη ιστορία του Βόιτσεκ, που ονομαζόταν Τα οράματα του Μπίχνερ». Μετά δούλεψα με το Αμφιθέατρο, ενώ ήταν να πάω στο Τέχνης. Λάτρευα τον Κουν και με λάτρευε, αλλά δεν συνεργαστήκαμε ποτέ. Τώρα, άμα κάτσω και το σκεφτώ, μπορώ να καταλάβω γιατί το έκανα. Μετά, έμεινα στο Αμφιθέατρο, στη συνέχεια στην επιθεώρηση με τα παιδιά του Ελεύθερου Θεάτρου, μετά στη Λαμπέτη και μετά έγινε η Σκηνή. Τέλος, έγινε Η νέα Σκηνή, όπως νέα ζωή.

Ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Δημήτρης Καταλειφός στη «Σπασμένη στάμνα»

 

Δεν είχα κανέναν λόγο να σκηνοθετήσω. Έγινε εκ των ενόντων. Είχαμε σκεφτεί κάποιον άλλον για τη Σκηνή. Μετά είπαμε, όμως, πώς θα μας σκηνοθετήσει κάποιος που δεν μας ξέρει; Κάπως έτσι έγινε κι έπεσα στα βαθιά. Αναγκάστηκα, δηλαδή, να δεχτώ κάτι που συνέβαινε. Από τότε είχα τον εαυτό μου ως ηθοποιό σε δεύτερη μοίρα, παρότι υπήρχαν στιγμές που απελευθερωνόταν ο ηθοποιός κι είχε κάποιες καλές στιγμές. Αφού βέβαια είχαν προχωρήσει οι πρόβες και η παράσταση. Αυτό έκανα ανελλιπώς μέχρι τώρα. Μόλις πρόσφατα βρήκα έναν τρόπο να χαλαρώσω και να φέρω τα πράγματα σε μια ισορροπία. Αυτό είναι άσχετο με τις επιτυχίες που είχα στο παρελθόν. Ακόμα και σήμερα δεν διατείνομαι ότι είμαι σκηνοθέτης. Δεν έχω σπουδάσει καν σκηνοθεσία. Βέβαια, βλέπουμε και τους σπουδαγμένους τι κάνουνε… Είμαι καθαρά εμπειρικός, δεν μπορώ να «μάθω» να σκηνοθετώ. Δεν μπορώ να πω ότι κάτι που έκανα σ’ ένα έργο μπορώ να το κάνω και στο επόμενο. Βρήκα ένα χαρτί μια μέρα, όπου έγραφα πώς πρέπει να γίνει μια βουβή σκηνή. Αυτό μπορούσε να οδηγήσει στη «μέθοδο Βογιατζή», πλην όμως δεν έγινε ποτέ.

 

Έχω τεράστια ανάγκη την επαλήθευση για να προχωρήσω. Μην το εκλάβεις ως κάτι ορθολογικό. Η επαλήθευση είναι απαραίτητη τόσο στην επιστήμη όσο και στην τέχνη. Μιλάω καθαρά για την καλλιτεχνική δημιουργία. Επαληθεύεις ότι σωστά ανταποκρίνεται μέσα σου αυτό που κάνεις. Δεν μου αρέσουν οι μέθοδοι και η διδασκαλία. Δεν πιστεύω ότι μπορώ να σε μάθω κάτι. Μπορώ μόνο με πλάγιο τρόπο να δω αν εσύ σκαμπάζεις. Παλιότερα δεν το ήξερα, ήμουν πολύ επίμονος και μανιακός. Τότε, από την ανάγκη ν’ αποκτούν οι παραστάσεις μια ροή, μια αισθητική και μια υπόγεια μουσικότητα, μπορούσα να σου πω «κάνε αυτό ακριβώς».

 

Μου αρέσουν περισσότερο οι πρόβες από την παράσταση. Όλη αυτή η διαδικασία της ανακάλυψης. Σε ενδιαφέρει να δεις πού βρίσκεσαι, τι κάνεις, τι κάνουν οι άλλοι. Να αποκτήσεις αυτή την ευχαρίστηση που είναι μια πολύ μυστήρια έννοια, εφόσον μπορεί να τη νιώθουν και οι ατάλαντοι. Τι σημαίνει, όμως, ευχαρίστηση; Το ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε; Όμως όχι, δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε – και τότε ακριβώς είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Αλλιώς, είμαστε ασύδοτοι.

 

Βεβαίως, θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένο να σου πω να κάνεις αυτό ακριβώς. Στη χώρα μας και στον χώρο μας υπάρχει αυτή η υποκειμενική δυσκολία τού να ξέρεις ότι χρειάζεται να δουλέψεις. Δουλεύω σημαίνει μπαίνω σε περιοχές που δεν τις κατέχω. Βλέπω κάποιους ηθοποιούς στην τηλεόραση, που υποτίθεται ότι έχουν ταλέντο, και παραμένουν αναλλοίωτοι. Εντάξει, στην τηλεόραση δεν σου ζητάνε και τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά έτσι αρχίζεις και συνηθίζεις το να μη σου ζητάνε. Είναι όπως λέγανε παλιά για μια γνωστή ηθοποιό: «Μην κοιτάς που παίζει έτσι στην παράσταση, στις πρόβες είναι εκπληκτική. Αλλά στην παράσταση αναγκάζεται να προσαρμοστεί σε αυτό που θέλει το κοινό». Δεν μπορεί να ισχύει αυτό το πράγμα. Αν αποφασίσεις να είσαι καλός, δεν μπορείς να κάνεις ύστερα εκπτώσεις.

 

από την Αντιγόνη του Σοφοκλή στην επίδαυρο το 2007

Δεν είμαι κανένας βαρεμένος που διατείνεται συνέχεια ότι τα πράγματα πρέπει να είναι υψηλού επιπέδου. Η έννοια αυτή δεν περιέχεται στη γλώσσα που χρησιμοποιώ. Για υψηλό επίπεδο και πνευματικότητα μιλά ο πάσα ένας. Έχουν χάσει το νόημά τους οι λέξεις. Ο καθένας έχει το δικό του μέτρο, το οποίο μπορεί να είναι αποδεκτό, μπορεί και όχι. Όμως κάπου υπάρχει μια περίεργη, υπόγεια αίσθηση μιας πιο αναλλοίωτης πραγματικότητας. Θα μπορούσα να τη συγκρίνω με αυτό που νιώθω για τους θεατές, όταν απογοητεύομαι από αυτούς. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι έχει μεγάλη σημασία να παίρνεις δύναμη απευθυνόμενος στον ιδανικό σου θεατή: σε αυτόν που με κατραπακιάζει μεν, όχι όμως όπως οι κριτικοί…

 

Δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα σε αυτήν τη χώρα. Είναι συνηθισμένος ο πυρήνας των ανθρώπων σε λειτουργίες συμφεροντολογικές. Είναι διχασμένοι οι άνθρωποι. Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί ένας κριτικός θεάτρου να γράψει τα καλύτερα για τους φίλους του, χωρίς να το πιστεύει. Να το υποστηρίζει, χωρίς να το πιστεύει. Με την ίδια ευκολία που απογειώνει μετριότητες, καταβαραθρώνει αυτούς που αξίζουν. Έτσι οι άνθρωποι χάνουν το γούστο τους. Δεν έχουν πια γούστο κι αυτό γίνεται συνήθεια. Αποκτάς μια σιγουριά και γίνεσαι πρόχειρος. Δεν μπορείς να γράφεις ψέματα ότι σου αρέσει κάτι που στην πραγματικότητα δεν αξίζει. Για να μπορέσω να σε πείσω για κάτι που δεν αξίζει, μπαίνω στην ίδια διαδικασία που μπαίνει ένας ηθοποιός. Άμα το κάνω εκατό φορές, γίνομαι στο τέλος αυτό που παριστάνω. Έτσι, εγώ μεν πιστεύω αυτό που γράφεις, αλλά η τιμωρία σου είναι ότι γίνεσαι κακόγουστος. Αυτό είναι μέσα στην κοινωνία. Θέλαμε να σπουδάσουμε όλοι και να τι έγινε. Δεν είναι κακό αυτό, κακό είναι το να θες να γίνεις αγρότης και η μάνα σου να λέει «όχι κι αγρότης το παιδί μου!». Έμαθα ότι μια μητέρα ζήτησε ν’ αλλάξει το έργο που θα παιζόταν στο σχολείο, επειδή ο γιος της δεν είχε μεγάλο ρόλο. Αυτό πώς θα γίνει ν’ αλλάξει; Αλλάζουν οι γονείς; Προσωπικά π.χ. είχα πρόβλημα με τη μητέρα μου, δεν την άφηνα να έρθει να με δει. Μου έλεγε «στο Ηρώδειο, όμως, θα έρθω. Δεν θα με καταλάβεις σε τόσο κόσμο». «Κανείς λάθος», της απαντούσα, «εγώ έχω εθιστεί στο να ψάχνω να δω αν είσαι από κάτω ή όχι. Θα σε βρω και θα διακόψω την παράσταση». Με τον πατέρα μου δεν είχα πρόβλημα.

 

Το vertigo του Αρθουρ Μίλερ.

 

Η τελειομανία είναι συχνά κάτι στείρο. Γι’ αυτό δεν είναι σωστή λέξη γι’ ανθρώπους που πραγματικά επιθυμούν να προχωρήσουν. Αλλά έχει όντως αρχίσει να καταντάει κάτι αρνητικό, ενώ είναι θετικότατο. Επειδή το αναφέρουν αρκετές φορές για μένα, σημασία έχει να σκέφτεσαι ποιοι είναι αυτοί που το γράφουν και γιατί. Δεν έχει σημασία να σκέφτεσαι αυτό που λένε. Αυτό είναι μια ευκολία. Παλιά με ενοχλούσαν αυτά που έγραφαν. Επειδή ήμουν πιο ανασφαλής. Τώρα δεν με νοιάζει, γιατί δεν θα με βάλει σε μια τέτοια ιστορία κάποιος που είναι τόσο μακριά από τα πράγματα.

 

Μπορώ με κάποιον να προσπαθώ να συνεργαστώ για τρεις μήνες. Ε, όταν μπει ο τέταρτος, χάνεται η δυνατότητα. Έτσι γίνονται και οι πολλές παρεξηγήσεις. Αρρώστησα από αυτό το πράγμα και κατάλαβα ότι δεν γίνεται να ζητάς από τον άλλον κάτι που δεν μπορεί να κάνει. Εμένα η ανάγκη μου ήταν πάντα να συνεργάζομαι με ανθρώπους που να βρισκόμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο, οπότε «ίδιο μήκος» σημαίνει κάτι άλλο πια. Δεν μπορώ να δουλεύω εγώ είκοσι ώρες κι εσύ δύο και να πιστεύουμε ότι είμαστε στο ίδιο μήκος. Ομαδικό σημαίνει να μπορεί να είναι ο καθένας αυτό που είναι. Δεν γίνεται με το ζόρι. Ομαδικό είναι να δέχομαι ότι εγώ δουλεύω είκοσι ώρες κι εσύ δύο. Η δουλειά είναι από τη φύση της ομαδική. Μη βλέπεις ότι είναι μοδάτο να μαζεύονται δέκα νέοι και να δουλεύουν. Από τη μεγάλη ανάγκη για ομαδικότητα έφτασα σήμερα να κάνω το αντίθετο… Ομαδικότητα είναι η αποδοχή τού τι ανήκει στον καθένα.

 

Όσο περνούν τα χρόνια, θέλω η παράσταση ν’ ανεβαίνει όσο πιο σύντομα γίνεται. Ακόμα κι ανέτοιμη. Από Ελληνες θεατρικούς συγγραφείς μού αρέσουν πάντα ο Διαλεγμένος και η Λούλα. Επίσης, ο Κεχαΐδης ο συγχωρεμένος. Υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες φωνές τα τελευταία χρόνια, όπως ο Μιχάλης ο Βιρβιδάκης, που θα ανεβάσω έργο του του χρόνου. Θυμάμαι πως όταν έκανα το Σε φιλώ στη μούρη του Διαλεγμένου, διάβαζα το έργο κι έλεγα ότι αυτή είναι η γλώσσα μου. Δεν το καταλάβαινα. Αυτήν τη λέξη τη χρησιμοποιώ, την ακούω, τη λέω, στο θέατρο, όμως, μου είναι κάτι άγνωστο. Ξεκίνησα τη σχέση μου με τα ελληνικά έργα, διαπιστώνοντας ότι η γλώσσα μού είναι κάτι το άγνωστο. Και δεν ήταν λάθος, γιατί αν τη θεωρούσα γνωστή, θα έβγαινε κάτι πολύ κοινότοπο.

το θερμοκήπιο του χάρολντ πίντερ

 

Δεν με συγκινούν τα ωραία. Με συγκινεί η χώρα μου γιατί την έχω συνηθίσει. Παρόλο που μου αρέσει πάρα πολύ η Ζυρίχη. Έχει απίστευτα πράγματα αυτή η χώρα. Αθέατες οντότητες κρατούν κάτι. Γιατί οι γνωστές είναι καταβαραθρωτικές. Έχουν επικρατήσει ένας ζαμανφουτισμός και η καλλιέργεια αυτού του εγωιστικού και συμφεροντολογικού αισθήματος που δημιουργεί άλυτες καταστάσεις. Είχα κάθε ευκαιρία, και πολύ καλές καλλιτεχνικά, να φύγω εξωτερικό. Σχεδόν δεν θέλησα. Έβρισκα τρόπους να μην πηγαίνω. Θα ήταν ενδιαφέρον να πήγαινα, αλλά δεν ένιωσα ποτέ ότι έχω λύσει κάτι βασικό εδώ. Μια φορά, ένα πολύ μεγάλο θέατρο μου έκανε μια πρόταση και μου έστειλε ηθοποιούς να διαλέξω. Όταν τους είδα, έκανα την πολύ ηλίθια σκέψη ότι με αυτούς θα έχω τελειώσει την παράσταση σε δεκαπέντε μέρες. Μα, είναι δυνατόν να κάνω εγώ παράσταση σε δεκαπέντε μέρες;

 

Φιλμογραφία

Η Λιμουζίνα: Κωμωδία παρεξηγήσεων (2013)

  • Τα οπωροφόρα της Αθήνας (2010)
  • Αθήνα – Κωνσταντινούπολη (2008)
  • Ονειρεύομαι τους φίλους μου (1993)
  • Η γυναίκα που έβλεπε όνειρα (1989)
  • Βαριετέ (1985)
  • Μελόδραμα (1980)
  • Ανατολική περιφέρεια (1979)
  • Περιπλάνηση (2979)
  • Acropolis Express (1973)
  • Ο επισκέπτης (1973)
  • Σ” αγαπώ (1971)

Θέατρο

  • Bella Venezia (2005) Βραβείο Κάρολος Κουν Σκηνοθεσίας Ελληνικού Έργου 2006 :
  • Βραβείο Σκηνοθεσίας Ελληνικού Έργου
  • Οι δούλες (2005)
  • Λαχταρώ (2003)
  • Η νύχτα της κουκουβάγιας (1998) (βραβείο Κάρολος Κουν)
  • Ο θείος Βάνιας (1989)
  • Σε φιλώ στη μούρη (1987)
  • Συμφορά απ” το πολύ μυαλό (1985)
  • Ψυχοστασία (1979)
  • Καμπαρέ (1978)
  • Βάτραχοι (1977)
  • Ωραία μου κυρία (1977)
  • Οδύσσεια (1976)
  • Ερωτόκριτος (1975)

Τηλεοπτικές σειρές

  • Παράξενα ελληνικά διηγήματα (1981) ΕΡΤ
  • Η θεατρίνα (1977) ΑΝΤ1

Τηλεοπτικό θέατρο

  • Ο μισάνθρωπος (1997)
  • Πλούτος (1979) ΕΡΤ
  • Δεσποινής Τζούλια (1979) ΕΡΤ
  • Οι βάτραχοι (1977) ΕΡΤ

 

Βίντεο από την παράσταση Πέρσες, Εθνικό 1999, σκηνοθεσία Βογιατζή

 

Αμφιτρύων του Μολιέρου

 

 

Οι μαθήτριες που δούλεψαν

Ελένη  Ρέκλου

Κατερίνα  Παρασκευοπούλου

Ξενια Πουριδου

Κορνηλια Παρτου

 

Πηγές

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82_%CE%92%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%AE%CF%82

https://www.sansimera.gr/biographies/649

http://www.lifo.gr/mag/features/3126

Σχολιάστε

Top