Όλα ξεκίνησαν από μία υπέροχη μέρα, που τελικά κατέληξε δραματική, όταν οι γονείς μού ανακοίνωσαν ότι θα πρέπει να μετακομίσουμε στην Κρήτη. Θυμάμαι την πρώτη φορά που έγινε αυτό, τότε που αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την όμορφη Λέσβο και να έρθω με την οικογένειά μου στη Γερμανία .Τώρα το ίδιο σκηνικό. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κοιμήθηκα.
Την επόμενη μέρα, μάζεψα όλο το κουράγιό μου και πήγα σχολείο. Ήταν η τελευταία μέρα, η οποία πέρασε δύσκολα. Προσπάθησα να το πω στις φίλες μου αλλά δεν τα κατάφερα. Μετά το σχολείο γύρισα στο σπίτι και το συζήτησα με την μητέρα μου. Έπειτα από σαράντα λεπτά πήρα την τσάντα μου και έτρεξα στο πάρκο. Πηγαίναμε συχνά με τις φίλες μου εκεί, ήταν πάλι στο ίδιο μέρος. Αρχίσαμε να κλαίμε με λυγμούς, ασταμάτητα. Αγκαλιαστήκαμε και μου χάρισαν ένα βραχιόλι η κάθε μία για να τις θυμάμαι. Στον γυρισμό σκεφτόμουν όλες τις εμπειρίες, με τι δυσκολία άφησα το νησί μου και τώρα με πόσο μεγαλύτερη δυσκολία θα αφήσω την καθημερινότητά μου. Όταν γύρισα ήταν όλα κανονισμένα. Θα νοικιάζαμε ένα διαμέρισμα επιπλωμένο, η μαμά είχε ήδη μιλήσει με τον διευθυντή του σχολείου και της είπε ότι από την Δευτέρα θα με περιμένουν με μεγάλη χαρά. Το βράδυ στο κρεβάτι δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου και κοιμήθηκα με δυσκολία. Το πρωί ετοίμασα τη βαλίτσα μου με πόνο και ξεκινήσαμε. Η ώρα κυλούσε αργά και βασανιστικά… Όταν φτάσαμε στο Ρέθυμνο, η ομορφιά του σου έκοβε την ανάσα αλλά δεν ήταν όπως η Λέσβος.
Το καινούργιο μας σπίτι ήταν μικρό, ίσα που μας χωρούσε, αλλά δεν παραπονιέμαι. Το δωμάτιό μου ήταν καλό, είχε ένα ψηλό κρεβάτι, γκρι τοίχους, ένα γραφείο και μία μαύρη αναπαυτική πολυθρόνα. Η ώρα ήταν εφτά το απόγευμα, φάγαμε και ξάπλωσα, γιατί αύριο είχα σχολείο. Το πρωί ξύπνησα, έπλυνα το πρόσωπό μου, ντύθηκα και ξεκίνησα για το νέο μου σχολείο. Οι γονείς μού ευχήθηκαν καλή αρχή! Τους ευχαρίστησα και ξεκίνησα αλλά κάτι με σταμάτησε. Γύρισα πίσω πριν κλείσω την πόρτα και ρώτησα τον μπαμπά μου γιατί φύγαμε από την Γερμανία. Ο μπαμπάς έκανε ένα νόημα στην μαμά, με έβαλε να καθίσω στο τραπέζι και μου είπε:
—Μικρή μου Σοφία, ξέρεις τι δουλειά κάνω, έτσι; Είμαι γιατρός! Έπρεπε λοιπόν να έρθω εδώ, γιατί με χρειάζονται οι κάτοικοι του Ρεθύμνου. Η δουλειά μου είναι να είμαι εκεί όπου με έχουν ανάγκη. Μη φοβάσαι, κοριτσάκι μου, όλα θα πάνε καλά! μου είπε και με φίλησε στο μέτωπο.
—Εντάξει μπαμπά, σε καταλαβαίνω, του απάντησα και ευχήθηκα μέσα μου να του έδωσα κουράγιο. Αμέσως έφυγα για το σχολείο.
Το σχολείο ήταν μεγάλο. Μπήκα μέσα και ρώτησα την πρώτη παρέα που είδα μπροστά μου, πού ήταν η έκτη τάξη. Ένα κορίτσι με πλησίασε και μου είπε:
—Στον επάνω όροφο.
—Ευχαριστώ, της είπα και προχώρησα, αλλά με έσπρωξε και έπεσα κάτω, σκίζοντας το καλύτερό μου τζίν. Εκείνη γύρισε στην παρέα της, γέλασαν και έφυγαν. Σκέφτηκα πως με περιμένει μία δύσκολη χρονιά .
—Γεια σου, τι κάνες; με ρώτησε ένα άλλο κορίτσι.
—Γεια, καλά! Εσύ;
—Μια χαρά, είδα τι έγινε και ήρθα να σε βοηθήσω, με λένε Μιράντα.
—Μιράντα; Πολύ ωραίο όνομα, εμένα Σοφία.
—Ωωω τέλεια έλα, μου είπε και μου έδωσε το χέρι της για να σηκωθώ.
Το σχολείο πήγε καλά, τουλάχιστον όχι τόσο άσχημα όσο φανταζόμουν. Στο σπίτι με περίμενε μία υπέροχη έκπληξη. Η μαμά βρήκε μία σχολή μπαλέτου… Θα πηγαίνω εκεί κάθε μέρα και στις 30 του μηνός θα γίνει ένας διαγωνισμός χορού, σκεφτήκαμε πως θα ήθελα να συμμετέχω. Την αγκάλιασα σφιχτά και πήγα να ετοιμαστώ. Η αλήθεια είναι ότι είχα πολύ άγχος. Όταν πήγα άνοιξα την πόρτα και είδα τη Μιράντα. Δεν το πίστευα ότι είχαμε κάτι τόσο κοινό! Η χαρά και ο ενθουσιασμός χάθηκαν μόλις η κυρία ανακοίνωσε τις ομάδες του διαγωνισμού. Ήμουν με την παρέα που πρωτογνώρισα στο σχολείο την Αμέλια, την Μαριάνα, την Ευριδίκη, την Ίριδα, την Όλγα και ευτυχώς και την Μιράντα. Σκέφτηκα θετικά και αρχίσαμε το ζέσταμα. Ξεκινήσαμε να χορεύουμε και ένας κόμπος ήταν στον λαιμό μου. Η Μιράντα για να με ενθαρρύνει μου έκανε ένα νόημα και φοβήθηκα μην την απογοητεύσω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησα κάνοντας ένα μεγάλο άλμα στον αέρα αλλά ξαφνικά έπεσα κάτω. Ήμουν τόσο απογοητευμένη με τον εαυτό μου. Η δασκάλα μας έδειξε την χορογραφία…
Όταν γύρισα σπίτι, έκανα τα μαθήματά μου, ξάπλωσα και πήρα το ημερολόγιο στα χέρια μου. Είδα πως ήταν 30 Σεπτεμβρίου. Είχα ακριβώς ένα μήνα για να γίνω τέλεια. Έβαλα το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις έξι για να κάνω προπόνηση και κοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα ένιωθα ακόμα κουρασμένη, αλλά βγήκα στην αυλή και προσπάθησα να κάνω εκείνο το άλμα. Όμως δεν τα κατάφερα και πάλι. Εκείνη την στιγμή που έπεσα με είδε η Αμέλια που περνούσε τυχαία και άρχισε να γελάει. Γύρισα και την κοίταξα στα μάτια. Αυτό το βλέμμα της, γεμάτο περιφρόνηση δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω και ξαφνικά είδα μπροστά μου τη Μιράντα. Ήρθε για να με συνοδέψει στο σχολείο. Της εξήγησα τι είχε συμβεί και με συμβούλεψε να μην είμαι τόσο σκληρή με τον εαυτό μου.
—Πήγαινε να ετοιμαστείς και έλα να πάμε σχολείο, είπε.
Οι μέρες περνούσαν δύσκολα και σκληρά. Έφτασε η 28η του μηνός και ακόμα δεν κατάφερα να κάνω αυτό το άλμα. Ένιωσα καλύτερα μόνο όταν ήρθαν τα ρούχα του διαγωνισμού. Ήταν κόκκινες πουέντ, με χρυσό μπλουζάκι και φούστα.
Μετά από έναν μήνα αγωνίας και προσπάθειας, έφτασε η 30η που ήταν Σάββατο καταστράφηκαν όλα. Η κυρία μας ζήτησε να είμαστε εκεί στις 7, αφού στις 8 θα άρχιζε ο διαγωνισμός. Όταν άνοιξα το πακέτο με τα ρούχα μου για να κάνουμε μία τελευταία πρόβα, ήταν όλα σκισμένα και οι πουέντ εξαφανισμένες. Άρχισα να κλαίω γοερά, τότε η Μιράντα με πλησίασε και μου ψιθύρισε:
—Έχω μία ιδέα, ενώ η πεντάδα άρχισε να γελάει. Η Μιράντα ζήτησε την άδεια της δασκάλας του χορού και πήγαμε σπίτι της.
Μου έδωσε ένα υπέροχο φουστανάκι ριγέ άσπρο και μπλέ και ένα ζευγάρι βυσσινί γοβάκια. Ήταν καταπληκτικά!
—Στα χαρίζω άλλωστε εμένα τώρα πια δεν μου κάνουν και σου πάνε υπέροχα!!! Με πουέντ ή γοβάκια είναι το ίδιο πράγμα!
—Σε ευχαριστώ πολύ Μιράντα, είσαι η καλύτερη!
—Δεν κάνει τίποτα! Πάμε;;
Πριν μπούμε στην σκηνή μου είπε:
—Σοφία, μη σκέφτεσαι τι λέει ο κόσμος για εσένα, σκέψου τι λέει η καρδιά σου!
Σκέφτηκα λοιπόν τα λόγια της και αυτό έκανα. Ήταν υπέροχα!!! Έκανα επιτέλους το μεγάλο άλμα! Όταν τελειώσαμε ήρθε η πεντάδα και μου ευχήθηκε συγχαρητήρια και μου ζήτησε συγνώμη για όλα! Δεν πίστευα στα αυτιά μου…
Έτσι λοιπόν πέρασε ένας υπέροχος μήνας με πολλές δυσκολίες, με περιπέτειες, παθήματα, γνώσεις αλλά και φιλίες. Έμαθα κάτι πολύ σημαντικό, να κάνω αυτό που θέλω και να ακούω πάντα την καρδιά μου. Αυτό το οφείλω στην καλύτερή μου φίλη τη Μιράντα!
Στέλλα Τσιτσιγάνη
Φωτογραφία: pinterest
Αφήστε το σχόλιο σας στο "Σταμάτα να σκέφτεσαι και… προχώρα μπροστά"