Στο χωριό μου παλαιότερα η αρχιτεκτονική ενός σπιτιού έπαιζε σημαντικό ρόλο, καθώς έπρεπε να εξυπηρετεί συγκεκριμένες ανάγκες του τότε ανθρώπου, δηλαδή τις ανάγκες των ζώων του με τη δημιουργία στάβλου στο διπλανό ή πίσω μέρος του σπιτιού, τις ανάγκες του ίδιου για την ετοιμασία-μαγείρεμα του φαγητού με την κατασκευή εξωτερικού πέτρινου φούρνου, και τέλος την ανάγκη του για θέρμανση και για αποθήκευση καρπών με τις αποθήκες ξύλων και τροφίμων.
Το τότε σπίτι θα έπρεπε να είναι ζεστό τον χειμώνα, δροσερό το καλοκαίρι. Το ισόγειο-κελάρι του έπρεπε να είναι πάντα δροσερό, χωρίς υγρασία, ώστε να διατηρούν οι άνθρωποι για αρκετό χρονικό διάστημα τα τρόφιμά τους: τα σιτηρά και τα δημητριακά (σιτάρι, καλαμπόκι, αλεύρι, κ.α. ), τους καρπούς (φρούτα, λαχανικά, ξηροί καρποί, κ.α.), το κρέας, όπως επίσης και το κρασί.
Τα υλικά που συγκέντρωναν οι άνθρωποι, προτού ξεκινήσουν την κατασκευή του νέου τους σπιτιού, ήταν κυρίως η πέτρα, η λάσπη, το άχυρο και τα κεραμίδια. Αφού τα συγκέντρωναν, καλούσαν τους μαστόρους και η διαδικασία χτισίματος του νέου σπιτιού ξεκινούσε.
Οι χτίστες χτίζανε γύρω-γύρω τα θεμέλια με βάση ένα προκαθορισμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο, στο βαθμό που ο εργοδότης τους διέθετε. Μόλις ολοκληρωνόταν το σχήμα της βάσης του σπιτιού και τα θεμέλια ήταν πλέον έτοιμα, ο οικοδεσπότης του σπιτιού έσφαζε έναν δικό του κόκορα, στοιχείο που δήλωνε τη θυσία με το αίμα ενός ιερού ζώου για ένα καινούργιο και επιτυχημένο ξεκίνημα. Έπειτα, κρατώντας με το δεξί χέρι τον κόκορα, πήγαινε από θεμέλιο σε θεμέλιο, πράξη που συμβόλιζε το καλό και δυνατό στερέωμα του νέου οικοδομήματος. Κατόπιν, ο οικοδεσπότης έψηνε τον κόκορα και με τη συνοδεία ενός συμπληρώματος φίλευε τους εργάτες.
Στη συνέχεια, ο οικοδεσπότης του σπιτιού, φώναζε τον ιερέα της τοπικής ενορίας και όταν αυτός ερχόταν στο νέο κτίσμα, διάβαζε έναν ψαλμό, ο οποίος θα ευλογούσε τα θεμέλιά του για το στερέωμα ενός καλού και σωστού νοικοκυριού.
Όλες οι παραπάνω διαδικασίες γίνονταν με την παρουσία καλεσμένων, στοιχείο που συμβόλιζε ότι το νέο σπίτι θα ήταν ανοιχτό για να υποδέχεται κόσμο σε γιορτές και χαρές.
Έπειτα από αρκετές ημέρες, όταν στο σπίτι ήταν πλέον έτοιμη να τοποθετηθεί η σκεπή, ο ιδιοκτήτης φώναζε κόσμο, τον οποίο κερνούσε γλυκά του κουταλιού και άλλα παραδοσιακά σιροπιαστά γλυκά, όπως κανταΐφι, ραβανί, σαραγλί κ.α.
Αφού τοποθετούνταν και η σκεπή, ο σπιτονοικοκύρης ετοίμαζε ένα πλουσιοπάροχο γεύμα και τραπέζωνε τους μαστόρους, στοιχείο που έδειχνε την ευγνωμοσύνη του απέναντί τους. Τέλος, πρόσφερε δώρα στους χτίστες, όπως κουβέρτες, πετσέτες, μαξιλαροθήκες, βαμβακερές κάλτσες κ.α., στοιχείο που φανέρωνε και εξέφραζε την χαρά και την ευτυχία του προς τα πρόσωπά τους. Δυστυχώς, όμως, στις μέρες μας το έθιμο αυτό έχει εκλείψει συστηματικά, διότι πλέον δεν κατασκευάζονται τόσο συχνά καινούργια σπίτια λόγω των οικονομικών δυσκολιών. Επιπλέον, όμως, ο σύγχρονος και απόμακρος τρόπος ζωής έχει αποξενώσει και έχει κάνει τους ανθρώπους πιο εσωστρεφείς, με αποτέλεσμα να μην επιθυμούν αυτοί τον κόσμο στις χαρές τους. Έτσι, λοιπόν, η εγκαρδιότητα, κοινωνικότητα και η χαρά των ανθρώπων κατά τη συμμετοχή τους σε τέτοιες εκδηλώσεις έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Έτσι, πολλά πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα χάνονται με την πάροδο των χρόνων.
Ευχαριστώ και εκτιμώ την προγιαγιά μου Θεοδώρα Παπαδηλέρη-Γρεβενήτη, που με βοήθησε να συγκεντρώσω τις παραπάνω πληροφορίες και, αν μήτε άλλο, την ευχαριστώ που μου πρόσφερε την ευκαιρία να διευρύνω τους ορίζοντες μου και να μάθω κι άλλα πράγματα για την τοπική ιστορία του χωριού μου και τα πολλά έθιμά του που δυστυχώς ολοένα εκλείπουν. Ευχαριστώ και επαινώ επίσης, την προσπάθεια του ηλεκτρονικού περιοδικού του Γυμνασίου «Γραφίς Γαλατινής και Εράτυρας Γραφές», που μας φιλοξενεί στη δική του μοναδική στήλη και προσφέρει σε όλους τους μαθητές τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους.
Πηγή: Θεοδώρα Παπαδηλέρη
Νάσια Τσιτσιγάνη
Αφήστε το σχόλιο σας στο "Ένα πατροπαράδοτο έθιμο"