
Ο Έκτορας, αρχηγός των Τρώων, πηγαίνει στο ανάκτορο για να συναντήσει τη γυναίκα του και το παιδί του, λίγο πριν φύγει για τη μάχη εναντίων των Ελλήνων. Το ίδιο κάνει και η γυναίκα του, η Ανδρομάχη, η οποία τον αναζητεί με αγωνία στα τείχη. Οι δύο ήρωες ακολουθούν αντίθετες πορείες και η συνάντηση τους καθυστερεί. Στο τέλος όμως συναντιούνται στις Σκαιές πύλες, σε ένα σημείο, όπου ο χώρος του μάχιμου στρατιώτη και ο χώρος του άμαχου πληθυσμού ενώνονται. Η σκηνή της συνάντησης χαρακτηρίζεται από τη λιτότητα και τη διακριτικότητα των κινήσεων και των εκφράσεων. Ένα χαμόγελο από τον Έκτορα και ένα άγγιγμα στο χέρι από τη δακρυσμένη Ανδρομάχη. Ο διάλογός τους είναι ένας «αγώνας λόγων», όπου κάθε ομιλητής προσπαθεί με επιχειρήματα να πείσει τον άλλο για την άποψή του. Η Ανδρομάχη θέλει ο σύζυγος της να μη λάβει μέρος στον πόλεμο αντίθετα ο Έκτορας υποστηρίζει ότι πρέπει να συμμετέχει, γιατί αυτό επιβάλλει ο κώδικας της ηρωικής συμπεριφοράς αλλά και η εσωτερική του ανάγκη για συμμετοχή, η οποία θα του εξασφαλίσει παράλληλα τιμή και αθάνατη δόξα. Η βαριά ατμόσφαιρα ξεχνιέται, όταν ο Έκτορας στρέφει την προσοχή του στο μικρό γιο του, τον Εκτορίδη. Το παιδί, ο συνδετικός κρίκος του αγαπημένου ζευγαριού, δημιουργεί μια αίσθηση αισιοδοξίας και ελπίδας. Ο ήρωας παίρνει στα χέρια τον γιο του και κάνει ευχές και όνειρα για το μέλλον. Μετά το αγαπημένο ζευγάρι του ομηρικού κόσμου αποχωρίζεται για πάντα…