Τα παλιά επαγγέλματα της Θεσσαλονίκης
Υπήρχαν αρκετά επαγγέλματα την παλαιότερη εποχή ξεχωριστά και μοναδικά τα οποία έχουν πιά εκλείψει. Πολλοί από τους παππούδες και γονείς μας έχουν ζήσει εμπειρίες , θυμούνται κάποια πράγματα, έχουν δει με ποιον τρόπο δούλευαν τότε. Έτσι και εγώ επέλεξα να αντλήσω πληροφορίες από έναν ηλικιωμένο άνθρωπο που γνωρίζω και είναι στην γειτονιά μου, τον κύριο Αστέριο Κουφουνάκη. Ας δούμε κάποια από αυτά τα επαγγέλματα που σήμερα δεν υπάρχουν πιά :
ΓΑΛΑΤΑΣ: Ήταν επάγγελμα πλανόδιου μικροπωλητή παλαιότερων εποχών, που σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν τελείως. Ο γαλατάς ήταν στα προάστια της Θεσσαλονίκης αλλά εργαζόταν και στο κέντρο της πόλης. Ακολουθούσε μία διαδικασία , όπου η εκτροφή των ζώων ( προβάτων, αγελάδων ) γινότανε στους στάβλους και έπειτα υπήρχε το άρμεγμα που γινότανε δύο φορές , πρώτα το βράδυ και μετά το πρωΐ στις 4-5 η ώρα. Τέλος, το μεταφορικό του μέσο , όπου εκεί φόρτωνε σε μεγάλα δοχεία το γάλα, ήταν ένα υποζύγιο ( γάιδαρος, μουλάρι ή άλογο ). Και βέβαια, σαν πλανόδιος μικροπωλητής που ήταν , πήγαινε στο κέντρο της πόλης , σε σπίτια , κάνοντας την πώληση .
ΠΑΓΩΤΑΤΖΗΣ: Πουλούσε παγωτό , το οποίο ήταν χύμα και το εμπορευόταν από βιοτεχνίες ή ζαχαροπλαστεία , στεκόμενος σε πολυσύχναστα σημεία ή περιφερόμενος στις γειτονιές, καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν καταψύκτες. Όμως, υπήρχαν μεγάλα ,ειδικά ,δοχεία που διατηρούσαν μία θερμοκρασία , ώστε να μην χάνεται η ψύξη. Ακόμη, είχε ένα τρίκυκλο ποδήλατο, με δύο ρόδες μπροστά και μία πίσω πηγαίνοντας με αυτό σε γειτονιές και φωνάζοντας «ο παγωτατζής», για να το ακούσουν μικροί και μεγάλοι. Τέλος, όταν οι άνθρωποι δεν είχαν χρήματα- μετρητά ,έδιναν διάφορα είδη , όπως αυγά.
ΠΑΓΟΠΩΛΗΣ: Πουλούσε τον πάγο περιφερόμενος στις γειτονιές, καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα ηλεκτρικά ψυγεία για την συντήρηση των τροφίμων. Τροφοδοτούσε πολλά σπίτια αλλά και μικρά μαγαζιά. Μοίραζε τις παγοκολώνες με το μέτρο και οι νοικοκυρές βάζανε χαρακτηριστικά τους πάγους στην ποδιά. Τέλος, το μεταφορικό του μέσο ήταν ένα τρίκυκλο ποδήλατο.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΜΑΝΑΒΗΣ: Ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε μία φιλική σχέση που τη διέκρινε η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Βέβαια , σε αυτό συντελούσε η εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων την οικογένεια του χωρικού. Ήταν κυρίως από τα προάστια της Θεσσαλονίκης . Οι πλανόδιοι μανάβηδες καλλιεργούσαν φρούτα , λαχανικά ( κάθε εποχής) και έπειτα τα φορτώνανε στα κάρα με τα άλογα και έτσι περιφερόμενοι στους δρόμους διαλαλούσαν και πωλούσαν τα εμπορεύματά τους.
ΓΑΝΩΤΖΗΣ ( Ή ΓΑΝΩΤΗΣ Ή ΓΑΝΟΜΑΤΗΣ ):
Ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει τα χάλκινα σκεύη με κασσίτερο. Ο γανωματής είναι ένα από τα πιο παλιά επαγγέλματα. Παλαιότερα, τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους δουλειές και ιδιαίτερα για τη μαγειρική ήταν χάλκινα (μπακιρένια). Αυτά με τον καιρό και με τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γίνονταν επικίνδυνα για δηλητηριάσεις. Έτσι λοιπόν, έπρεπε να γανωθούν, να καλυφθεί δηλαδή η επιφάνειά τους για προστασία με ένα ειδικό μέταλλο. Μπορούσε να δώσει μία νέα μορφή στα μαγειρικά σκεύη , φτιάχνοντάς τα καλύτερα. Βέβαια, είχε την δυνατότητα και να κατασκευάσει πράγματα. Πήγαινε σε διάφορες γειτονιές, χωριά αλλά και στο κέντρο της πόλης, φωνάζοντας «ο γανωτζής» και κουβαλώντας στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία.
ΜΑΡΑΓΚΟΣ: Κατασκεύαζε όλα τα είδη ( αντικείμενα , έπιπλα ) του σπιτιού (καρέκλες , τραπέζια, ντουλάπες, βιβλιοθήκες). Για έναν μαραγκό , έπρεπε να υπάρχει παραγγελία τουλάχιστον 2 μήνες πιο πριν , ώστε να μπορέσει να τα υλοποιήσει-κατασκευάσει. Ήταν λοιπόν, ένας δεξιοτέχνης, ιδιαίτερα ικανός για να φτιάξει πολλά πράγματα χρησιμοποιώντας υλικά μέσα.
ΣΙΔΕΡΑΣ: Ονομάζεται ο τεχνίτης που κατασκεύαζε στο αμόνι σιδερένια εργαλεία όπως, τσάπες , τσεκούρια, φτυάρια , δρεπάνια αλλά και διάφορα σιδερένια εξαρτήματα όπως, καρφιά, μεντεσέδες. Το αμόνι ήταν μία μεγάλη σιδερένια βάση πάνω στην οποία έβαζαν τα σίδερα που θα επεξεργάζονταν. Σίγουρα, ένα τέτοιο επάγγελμα είναι πάρα πολύ δύσκολο και σκληρό, αφού απαιτούσε μεγάλη δύναμη , δουλεύοντας με σίδερα που ήταν βαριά. Βέβαια, και σήμερα το επάγγελμα αυτό υπάρχει , αν και τα πράγματα είναι πιο ήπια ,αφού η δουλειά τους είναι λιγότερο δύσκολη και απαιτητική.
ΚΑΡΟΠΟΙΟΣ: Το επάγγελμα του καροποιού ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο και ειδικά πριν εμφανιστούν τα φορτηγά αυτοκίνητα. Στα χωριά ήταν το μοναδικό μέσο για μεταφορές ανθρώπων, εμπορευμάτων, εργαλείων και άλλων αντικειμένων. Τα κάρα ήταν φτιαγμένα με ξύλα και σίδερα και γινόταν από ειδικούς τεχνικούς , τους καροποιούς. Ήταν δίτροχα ή τετράτροχα , που τότε τα έσερναν τα γαϊδουράκια, τα μουλάρια, τα άλογα ή τα βόδια. Τα κάρα έπρεπε να είναι γερά κατασκευασμένα, γιατί έπρεπε να αντέχουν στη σκληρή χρήση, αλλά και στους κακοτράχαλους δρόμους, που ήταν χωματόδρομοι και γεμάτοι με πέτρες και λακκούβες. Έτσι, καταλαβαίνουμε πόσο πολύ δουλειά υπήρχε τότε και πόσο σκληρό ήταν το επάγγελμα του καροποιού.
ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ: Ονομάζεται ο τεχνίτης που επιδιορθώνει τα φθαρμένα παπούτσια. Περιφερόταν σε διάφορες γειτονιές, με σκοπό να μαζέψει παπούτσια για επιδιόρθωση. Είχε , μάλιστα, και ένα δικό του εργαστήριο, το τσαγκαράδικο , έναν χώρο , όπου εκεί ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα του τα σύνεργα. Σκυμμένος λοιπόν, πάνω από τον πάγκο του , δούλευε ώρες ατελείωτες , φορώντας και την χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Ακόμη, στο χώρο αυτό , δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του. Τέλος, τσαγκαράδικα υπήρχαν πολλά στο κέντρο της πόλης, βέβαια έχουν μείνει κάποια στην πλατεία Άθωνος.
ΛΟΥΣΤΡΟΣ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ: Πήγαινε σε διάφορα μέρη του κέντρου της Θεσσαλονίκης ( πλατεία Αριστοτέλους , Αγίας Σοφίας), περιμένοντας εκεί υπομονετικά για να έρθει ο κόσμος. Παλιότερα λοιπόν, που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Είχε ένα ξύλινο κουτί- κασελάκι , όπου εκεί είχε όλες του τις μπογιές, τις βούρτσες και τα βελούδινα πανιά. Για να προσελκύσει τους πελάτες γινόταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο.
ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΣ: Είναι ένα χειρωνακτικό επάγγελμα, όπου γίνεται το κούρεμα( με ψαλίδι ) και το ξύρισμα στο μούσι , το μουστάκι και τις φαβορίτες. Ο μπαρμπέρης ήταν μόνο για τους άνδρες, αφού μάλιστα ,τον καλούσαν στους γάμους για να ξυρίσει τον γαμπρό, την Κυριακή το πρωΐ. Είχε και ένα δικό του μαγαζί , όπου εκεί δεχόταν τους πελάτες.
ΜΟΔΙΣΤΡΑ, ΡΑΦΤΗΣ: Η μοδίστρα ασχολιόταν με τη γυναικεία ενδυμασία ενώ ο ράφτης με τα αντρικά ρούχα. Είχαν μαγαζιά σε διάφορα μέρη της πόλης και πηγαίνανε οι πελάτες , ζητώντας ένα καινούργιο ρούχο. Τους παίρνανε τα μέτρα και έτσι μπορούσαν να φτιάξουν το ρούχο. Ο ράφτης έραβε κουστούμια, γιλέκα, πουκάμισα, παντελόνια, ενώ αντίθετα η μοδίστρα φούστες, φουστάνια, μπλούζες. Βέβαια, έκαναν και επιδιορθώσεις , αν υπήρχε κάποιο πρόβλημα. Κάποιοι από αυτούς ‘έκαναν’ και παραδοσιακές στολές. Σίγουρα η προετοιμασία και η διαδικασία για να φτιαχτεί ένα ρούχο δεν ήταν εύκολη εκείνη την εποχή, διότι δεν υπήρχαν πολλά μηχανήματα όπως τώρα. Σχεδόν ένα μήνα έπρεπε να περιμένουν οι πελάτες. Σήμερα απομένουν ελάχιστοι ράφτες που ράβουν κατά παραγελία .
Δήμητρα Γάτση