του Νικολάου Αγγελή, (Γ1, Λύκειο)
Η νύχτα σκέπαζε το αποπνικτικό από την αιθαλομίχλη λεκανοπέδιο της Αττικής όπως σκεπάζει στοργικά μια μάνα το παιδί της. Εκείνο το βράδυ, το μοιραίο βράδυ δεν ήταν το κρύο , δεν ήταν η υγρασία που έκρυβε το φεγγάρι μήτε ο δυνατός αέρας που κατά διαστήματα διέκοπτε την σιγή του σκοταδιού αλλά ήταν ο φόβος εκείνος που έκανε το φυλλοκάρδι να τρέμει μες τα στήθη του Πέτρου. Ο Πέτρος είναι ένα ορφανό 15χρονο παιδί που μένει με τον μεγάλο αδερφό του Λάμπρο στην Αθήνα. Ο ξαφνικός θάνατος των γονιών τους σε τροχαίο στην Χειμάρα της Αλβανίας τους ανάγκασε να μετοικίσουν στην πόλη της Αθήνας πριν 7 χρόνια. Ο Πέτρος δυστυχώς είχε παρασυρθεί από κυκλώματα εγκλήματος, συμμορίες ανηλίκων δηλαδή που δρούσαν στην περιοχή των Δυτικών προαστίων πουλώντας μικροποσότητες ναρκωτικών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο αδερφός του Λάμπρος χειροδίκησε εναντίον του με σκοπό να το συνετίσει και να τον βάλει στον ίσιο δρόμο. Μάταια όμως. Ας επιστρέψουμε όμως σε κείνο το βράδυ που έμελλε να αλλάξει τόσο την ζωή του Πέτρου όσο και αυτή του Λάμπρου. Το θρόισμα των φύλλων από τον δυνατό αέρα και μερικές γάτες που κάπου κάπου έβγαζαν ανατριχιαστικές κραυγές πάγωναν το αίμα του κατά τ’άλλα ατρόμητου μικρού Πέτρου. Το βήμα του γοργό σαν να ήθελε να αποφύγει την άσχημη για αυτόν μοίρα έκανε τα πλακάκια που θορυβούσαν να προσθέτουν κι εκείνα έναν δραματικό τόνο σ’αυτή τη νύχτα. Φτάνοντας κοντά στην εξώπορτα του σπιτιού του κοντοστάθηκε ρίχνοντας μερικές ματιές γύρω του κι έπειτα έσπρωξε την πόρτα που οδηγούσε στην πιλοτή . Η τσιρίδα της εξώπορτας προοικονομούσε την συμφορά που ερχόταν ενώ ειδοποιούσε και τον ξάγρυπνο Λάμπρο (που βρισκόταν στον 3ο όροφο για την επιστροφή του ασώτου αδερφού μες τα μαύρα μεσάνυχτα έπειτα από μια οργιώδη ντόλτσε βίτα στα στενά των Αθηνών με την αλητοπαρέα όλη την ημέρα.
Στην πιλοτή του κτίσματος επικρατούσε μια μακρά, στενόχωρη σιωπή που νόμιζες ότι θα κρατούσε για πάντα. Ο Πέτρος άρχισε να αισθάνεται πολύ ανήσυχος και βάλθηκε να ψάχνει τα κλειδιά του στην τσέπη του μπουφάν. Ξαφνικά άκουσε έναν θόρυβο σαν μουρμούρισμα. Ένα σύγκρυο διαπέρασε το κορμί του, ενώ στεκόταν εκεί καθηλωμένος και αβοήθητος. Υπό την εξουσία του φόβου ο Πέτρος αδυνατούσε ακόμη και να περπατήσει. Ο τρόμος που τον διακατείχε ήταν απερίγραπτος, όταν από εκεί που δεν το περίμενε αιφνιδιασμένος δέχτηκε μια μανιώδη επίθεση με γκλομπς,στιλέτα και σιδερογροθιές από άγνωστους που του είχαν στήσει καρτέρι. Η επίθεση τελείωσε ξαφνικά και γρήγορα, όπως είχε ξεκινήσει. Οι στιγμές που ακολούθησαν ήταν δραματικές. Ο Λάμπρος σαν να έχει αντιληφθεί το τι έχει συμβεί κατεβαίνει ανήσυχος την σκάλα ενώ μόλις φτάνει στο ισόγειο αντικρίζει τον αδερφό του αιμόφυρτο με χαμένες τις αισθήσεις του. Ο ίδιος άρχισε να νιώθει ναυτία και να χάνει τις αισθήσεις του βλέποντας το τι συνέβη στον μονάκριβο αδερφό του. Οι σειρήνες του ασθενοφόρου και ο μικρός πανικός στην γειτονιά που ακολούθησαν ήρθαν να ταράξουν την ησυχία που επικρατούσε εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ.
Ο Πέτρος κατάφερε και επέζησε. Όμως ,τα χτυπήματα που δέχτηκε , έμελλε να το καθηλώσουν στο αναπηρικό καροτσάκι για την υπόλοιπη ζωή του. Και ήταν μόνο 15 ετών… Ο Λάμπρος ένιωθε πιο αγανακτισμένος και θυμωμένος από ποτέ. Η θλιβερή κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο αδερφός του , του δημιουργούσε απόγνωση. Τα βράδια όταν είχε φροντίσει τον ανάπηρο πια αδερφό του και τον είχε βάλει στο κρεβάτι του, έβγαινε στην βεράντα του διαμερίσματος και κοίταζε τα άστρα. Θυμόταν, αναπολούσε και προπαντός δεν λησμονούσε τις αναμνήσεις που είχε χαραγμένες στην ψυχή του. Θυμόταν τους γονείς του μόλις είχε γεννηθεί ο αδερφός του πόσο χαρούμενοι ήταν . Είχαν οργανώσει γλέντι μεγάλο τότε. Ο ήχος του κλαρίνου και ο σκοπός του μοιρολογιού τον έκαναν πάντα να ξεσπά σε λυγμούς αναλογιζόμενος το βαρύ φορτίου που του έλαχε να κουβαλήσει αφενός μένοντας ορφανός και αφετέρου έχοντας να φροντίσει τον ψυχολογικά και σωματικά κατεστραμμένο αδερφό του. Νοσταλγούσε ακόμα τα ατελείωτα παιχνίδια που έπαιζε με τον αδερφό του το καλοκαίρι στις παραλίες της Χειμάρας και τον χειμώνα στο χιονισμένο Τεπελένι. Έπειτα τον έπιανε ένας καημός τον Λάμπρο μα ένας καημός… Αναρωτιόταν γιατί. Γιατί να πειράξουν τον ανήλικο αδερφό του; Τι τους είχε φταίξει ο άμοιρος; Γιατί τόσο μένος εναντίον του; Το μίσος είχε πια κυριεύσει την ψυχή του Λάμπρου.
Άλλα βράδια όταν ο Λάμπρος έπεφτε για ύπνο ονειρευόταν πως είχε βρει τους υπαίτιους για την ανεπανόρθωτη κατάσταση του αδερφού του και τους κυνηγούσε. Τους κυνηγούσε με λύσσα κρατώντας κάποιο όπλο στο χέρι και ευφραινόταν ακούγοντας το σφύριγμα των σφαιρών και το κουδούνισμα των καλύκων καθώς έπεφταν στην άσφαλτο. Έπειτα πλησίαζε τα θύματα με σκοπό να τους δώσει την χαριστική βολή . Μα αυτό που αντίκριζε ήταν κάτι το φρικιαστικό. Έβλεπε στους δράστες-θύματα τις μορφές των γονιών του και την δικιά του ! Σε αυτό το σημείο ο Λάμπρος πεταγόταν καταϊδρωμένος και λαχανιασμένος απ το κρεβάτι του. Το όνειρο αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές.
Ήταν πλέον φανερό. Ο Λάμπρος είχε μεταμορφωθεί σε μια σκοτεινή και δυστυχισμένη προσωπικότητα που διψούσε για εκδίκηση. Ένιωθε απερίγραπτο φθόνο για τις κάθε λογής συμμορίες που υπήρχαν και παρέσυραν τους εφήβους σε έναν φαύλο κύκλο εγκλήματος και βίας. Είχε καρφωθεί στο μυαλό του η σκέψη του να ηγηθεί ενός θεόπνευστου έργου. Αισθανόταν πως είναι ένα έκπτωτο θηρίο και ήθελε να γίνει ο τιμωρός του κακού. Αυτή την παράλογη σκέψη ήρθε να την ενισχύσει ένα γράμμα που βρήκε ο Λάμπρος ένα πρωινό στην πόρτα του σπιτιού του. Ο άγνωστος αποστολέας έγραφε πως ξέρει αυτούς που ευθύνονται για το καρτέρι που στήθηκε στον αδερφό και παρακαλούσε τον Λάμπρο να έρθει να τον συναντήσει σε ένα κοντινό καφέ. Έχοντας την επιθυμία να του δοθούν εξηγήσεις ο Λάμπρος κατηφόρισε χωρίς κανέναν δισταγμό προς την καφετέρια.
Εκεί προς μεγάλη του έκπληξη συνάντησε έναν νεαρό που δεν ξεπερνούσε τα 20 χρόνια ο οποίος του εξομολογήθηκε πως ήταν και αυτός ένα από τα άτομα που βρισκόντουσαν στην πιλοτή εκείνο το βράδυ. Φυλούσε τσίλιες και είχε μετανιώσει για την συμμετοχή του στην αποτρόπαια βίαια αυτή πράξη, γι’ αυτό ένιωσε την ανάγκη να καταμαρτυρήσει ποιοι ήταν οι δράστες. Οι δράστες ήταν μέλη αντίπαλων συμμοριών που είχαν δυσαρεστηθεί με μερικές κινήσεις του μικρού Πέτρου και είχαν αποφασίσει πως έπρεπε να τον βγάλουν απ την μέση.
Δεν είχε τελειώσει ακόμα τα λόγια του, ο μυστήριος εκείνος νέος, όταν ο Λάμπρος όρμηξε καταπάνω του με μένος αρπάζοντάς τον απ τον λαιμό , εκτοξεύοντας εναντίον του βρισιές και αναθέματα. Ο νέος δεν αντιδρούσε καθώς ήξερε πως του άξιζε αυτή η μεταχείριση και ευτυχώς υπήρχαν κάποιοι θαμώνες που έσπευσαν να αποσοβήσουν περαιτέρω δυσάρεστα γεγονότα.
Οι δράστες δεν ήταν και πολύ μεγάλοι σε ηλικία. Ο μεγαλύτερος δεν θα ήταν πάνω από 25 ετών. Όσο και περίεργο αν φαίνεται ο Λάμπρος και τους γνώριζε φατσικά. Το ίδιο και αυτοί. Μάλιστα ο ένας απ αυτούς ήταν και παλιός φίλος του Πέτρου , ο οποίος μπαινόβγαινε τακτικά στο σπίτι. Φαίνεται όμως πως άνηκαν σε διαφορετικό στρατόπεδο και ήταν αναγκαίο να συγκρουστούν στο όνομα της ασυδοσίας και της αλητείας που διείπε τις συμμορίες.
Ο Λάμπρος ήταν αναστατωμένος και αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση γι αυτό που έκαναν στον αδερφό του. Πήγε και αγόρασε ένα αυτόματο και μερικές σφαίρες. Μονόδρομος γι αυτόν ήταν οι δράστες ‘’να πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα’’. Το μακελειό ήταν αναπόφευκτο όταν ξαφνικά καθώς γυρίζοντας στο σπίτι του , το βλέμμα του καρφώθηκε σε ένα φυλλάδιο που ήταν κάτω στον δρόμο. Το μάζεψε και διάβασε τις παρακάτω λέξεις : ΚΥΡΙΟΙ ΙΛΑΣΘΗΤΙ ΤΑΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΗΜΩΝ.ΣΥΓΧΩΡΕΣΟΝ ΤΑΣ ΑΝΟΜΙΑΣ ΗΜΩΝ ΔΕΣΠΟΤΑ . Τότε ένα ρίγος πλημμύρισε το κορμί του και ζεστά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα του. Αυτές οι λιγοστές λέξεις τον έκαναν να μετανοήσει. Διαβάζοντάς τις κατάλαβε ότι το μίσος τον είχε τυφλώσει. Συνειδητοποίησε ότι μόλις είχε γνωρίσει την αλήθεια. Η αγάπη και η συγχώρεση ήταν η αλήθεια. Πλέον ένιωθε δίπλα του, αν όχι μέσα του, τον Θεό.
Η απόφασή του, λοιπόν, για εκδίκηση είχε πια αλλάξει άρδην. Την επόμενη κιόλας μέρα πήγε στο καφέ όπου συνάντησε όλους τους δράστες. Μόλις τον είδαν, ένας τρόμος όμοιος με εκείνον που ένιωθε ο Πέτρος το μοιραίο εκείνο χειμωνιάτικο βράδυ τους κατέκλυσε. Ήταν όλοι συγκεντρωμένοι πίνοντας τους φραπέδες τους και ξεφυλλίζοντας αθλητικές εφημερίδες. Μόλις αντίκρισαν τον Λάμπρο να κατευθύνεται προς σ’αυτούς τα έχασαν. Ο Λάμπρος εκτός απ τον φόβο , διέκρινε στα πρόσωπά τους την μετάνοια. Πήγε κοντά τους και τους εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου επίθεση, ισχυρότερη και κοφτερότερη από λεπίδες και σφαίρες. Τους αγκάλιασε έναν έναν και τους ψιθύρισε στο αυτί ότι ‘’ξέρει’’. Την ζεστασιά εκείνης της στιγμής ήρθε να αναπληρώσει η συγκίνηση όλων των παρευρισκομένων. Το κλάμα και οι δηλώσεις μετανοίας έπαιζαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο δράμα αυτών των ανθρώπων. Ύστερα επισκέφτηκαν όλοι μαζί τον παράλυτο Πέτρο , στον οποίο ορκίστηκαν αιώνια αγάπη και χρέος για συμπαράσταση. Ο Λάμπρος είχε καταφέρει να διώξει τον θυμό του και να συγχωρήσει απ τα βάθη της καρδιάς του, τους δράστες της εφιαλτικής νύχτας που στοίχισε ακριβά στην υγεία του αδερφού του. Ο Λάμπρος πλέον ήταν ευτυχής όπως και ο Πέτρος.
Τι είναι λοιπόν ευτυχία για τον Λάμπρο;
Ευτυχία είναι όπως έγραψε κάποτε ο ποιητής Γκιμπράν και όπως πρόσθεσε σ’αυτήν την έννοια μερικά σημαντικά στοιχεία-γι αυτόν- ο Λάμπρος η εξής :
Να ξυπνάς νωρίς το χάραγμα καλημερίζοντας το πούσι έχοντας την καρδιά σου έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις γενναιόδωρα θερμές ευχαριστίες στον Δημιουργό για μια ακόμα μέρα αγάπης που αρχίζει να φωτίζει την πλάση.
Να αναπαύεσαι το απομεσήμερο και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης.
Να επιστρέφεις στο σπιτικό σου το σούρουπο με ευγνωμοσύνη στην καρδιά
Και ύστερα να παραδίδεις το ταλαιπωρημένο σώμα σου στις αγκάλες του Μορφέα με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην ψυχή σου και μ’ έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.