Παραμύθι – Ο μαγικός βοηθός

ΑΠΟ: ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΣΣΗΡΟΥ - Απρ• 06•15

αρχείο λήψης (1)

Μια καλοκαιριάτικη μέρα, κρυμμένος πίσω από το παρτέρι με τις τριανταφυλλιές, δεν έβλεπα την ώρα να έρθει ο ύπνος και να παρασύρει την μικρή Ελίσσα που καθόταν και διάβαζε στον ίσκιο ενός δένδρου. Αλλά εκείνη δεν έλεγε να κλείσει τα ματάκια της κι ας είχε ήδη σουρουπώσει. Πρέπει να την συνεπήρε πραγματικά το βιβλίο.

Είχε τόση ησυχία που άρχισαν τα δικά μου ματάκια να κλείνουν, και τικ – τοκ οι χτύποι του ρολογιού μου, με νανουρίζουν.

Επιτέλους! Το κεφαλάκι της Ελίσσας γέρνει στον έναν ώμο και τα κυματιστά ξανθά μαλλιά της πέφτουν από την άλλη.

Ουφ! Αναστέναξα και χτύπησα τις πατούσες μου στο έδαφος για να τρέξω προς το μέρος της.

Πήρα το χεράκι της στα μικρά μου σαγόνια μα προτού προλάβω να τη σύρω στην πύλη από όπου ήρθα, άνοιξε τα ματάκια της και με κοίταξε έκπληκτη.

Φοβισμένος έτρεξα προς την πύλη, αλλά το έκπληκτο προσωπάκι της Ελίσσας την παρέσυρε  να με ακολουθήσει, και πριν προλάβω να σφραγίσω την πύλη πέρασε και εκείνη. Έβαλα όλη τη δύναμή μου να της ξεφύγω μέσα στα σκοτεινά μονοπάτια, μα εκείνη εξακολουθούσε να βρίσκεται λίγα μόλις μέτρα πίσω μου. Ευτυχώς μπερδέψαμε τα μονοπάτια μας και εγώ εξαντλημένος κάθισα στις ρίζες ενός δένδρου να ξεκουραστώ.

Την άλλη μέρα δεν θυμόμουν απολύτως τίποτα και συνέχισα σιγοσφυρίζοντας τον δρόμο μου. Ξαφνικά, στα φωτεινά αυτή την φορά μονοπάτια, περπατούσα αμέριμνος, όταν μια γλυκιά μυρωδιά μου γαργάλησε τη μύτη. Ακολούθησα τη μυρωδιά η οποία κατέληγε στον κήπο του γειτονικού σπιτιού. Χαιρέτησα τον γείτονα και έκανα να ανοίξω την πόρτα της φωλιάς μου, μα προτού προλάβω να την ανοίξω με κάλεσε να φάμε μαζί. Εγώ, χαρούμενος δέχτηκα.

Καθώς έτρωγα την όγδοη φέτα με μαρμελάδα, ο κύριος Ασβός με ρώτησε πού είχα πάει όλη τη χθεσινή μέρα. Και τότε τα θυμήθηκα όλα και βάλθηκα να  του εξηγήσω: το πώς άνοιξε η πύλη για τον κόσμο της, το πώς περίμενα να αποκοιμηθεί για να γυρίσω πίσω, το πώς κατά λάθος ξύπνησε και μ’ ακολούθησε μέχρι την Παραμυθούπολη και το πώς μπερδεύτηκαν τα μονοπάτια μας κι εκείνη έστριψε προς τα αριστερά.

«Δηλαδή» αναθεώρησε ο Ασβός «Εσύ, ένας από τους μεγαλύτερους μαγικούς βοηθούς της Παραμυθούπολης, κατάφερες να είσαι απρόσεκτος και να βάλεις σε κίνδυνο την ζωή ενός μικρού κοριτσιού που δεν έφταιξε σε τίποτα. Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, πήρε και το μονοπάτι που οδηγεί στα υπόγεια βασιλεία της πιο μοχθηρής και ξιπασμένης βασίλισσας σε ολόκληρη την φαντασία, την Χαρτοπαίκτρα» συνέχισε, και πήρε μια βαθιά ανάσα. Εγώ καθόλη τη διάρκεια του μονόλογου έμεινα με τη μουσούδα κατεβασμένη, να σκέφτομαι τρόπους να εισβάλω στα βασίλεια και να σώσω την Ελίσσα. Αλλά ό, τι και να σκεφτόμουν, ό, τι και να έκανα το βασίλειο της Χαρτοπαίκτρας ήταν τόσο καλά οχυρωμένο που κανείς ποτέ δεν κατάφερε να τα παραβιάσει. Ωστόσο δεν έχασα  την ψυχραιμία και συνέχισα να σκέπτομαι μαζί με τον Ασβό διάφορες  λύσεις. Τέλος καταλήξαμε στο ότι πρέπει να ξεκινήσουμε την ίδια κιόλας μέρα για τα σκοτεινά βασίλεια της χαρτοπαίκτρας.

Δεν χάσαμε χρόνο…

Βάλαμε στους σάκους μας τα απαραίτητα και ξεκινήσαμε φοβισμένοι, σκεπτικοί αλλά και αποφασισμένοι πως ό, τι και να γίνει πρέπει να βοηθήσουμε την Ελίσσα.

Περπατούσαμε αρκετές ώρες…

Σαν συναντήσαμε τα πρώτα τραπουλόδεντρα, τότε καταλάβαμε ότι φτάσαμε στο βασίλειο της Χαρτοπαίκτρας. Αμέσως έβαλα το σχέδιο μου σε εφαρμογή. Αφού βρήκαμε τους φρουρούς της εξωτερικής πύλης έβγαλα το μαγικό μου ραβδί και με μία απλή κίνηση του χεριού μου τους έριξα σε βαθύ ύπνο. Αφού μεταμορφωθήκαμε και εμείς σε φρουρούς, μπήκαμε στο βασίλειο και μαζί με τον Ασβό βάλαμε σε εφαρμογή το δεύτερο μέρος του σχεδίου μας. Ξαφνικά τα μεγάφωνα του βασιλείου ανακοίνωσαν πως σε λίγο θα άρχιζε το πάρτι για τσάι που διοργάνωνε η αυτοκράτειρα Χαρτοπαίκτρα προς τιμήν της νέας της φίλης. Η Χαρτοπαίκτρα όμως είναι πολύ μοχθηρή και κακιά που πραγματικά αυτό το πάρτι δεν ήταν για καλό… Όταν έφτασε η ώρα για να πάμε στο πάρτι, εγώ και ο Ασβός φοβηθήκαμε πολύ αλλά δεν θέλαμε να αφήσουμε την Ελίσσα στα χέρια της Χαρτοπαίκτρας.

Στην πύλη του παλατιού είχε μαζευτεί τώρα αρκετός κόσμος που περίμενε να χτυπήσουν οι καμπάνες για να αρχίσει το πάρτι και όλοι οι παραβρισκόμενοι δε σταμάτησαν να μιλάνε, με αποτέλεσμα τα αυτιά μας να βουίζουν απ” την βαβούρα που επικρατούσε. Ευτυχώς οι πύλες σύντομα άνοιξαν και το πλήθος ησύχασε καθώς έμπαινε στην αίθουσα του τσαγιού. Αφού όλοι τακτοποιηθήκαμε στις θέσεις μας οι δύο υπήκοοι της αυτοκράτειρας φύσηξαν τις σάλπιγγες τους και η Χαρτοπαίκτρα μαζί με την Ελίσσα μπήκαν στην αίθουσα πάνω σε ένα γυαλιστερό μαύρο άλογο… Όλοι χειροκρότησαν την άφιξή τους.

Ξαφνιαστήκαμε όλοι για το πόσο καλή ήταν Χαρτοπαίκτρα κατά τη διάρκεια της βραδιάς.

Όταν το πάρτι έφτασε στο τέλος του καταλάβαμε ότι η Ελίσσα είχε μετατρέψει την Χαρτοπαίχτρα, από μία ξιπασμένη, μοχθηρή και απαίσια μάγισσα, σε μια καλόκαρδη, ευγενική και φιλόξενη αυτοκράτειρα. Βγήκαμε στο εξωτερικό χώρο του βασιλείου και μείναμε όλοι έκπληκτοι… Τα μαραμένα δέντρα του βασιλείου είχαν ανθίσει και είχαν σχεδιάσει ένα μεγάλο τούνελ το οποίο κατέληγε σε ένα μικρό και λιτό σπιτάκι…

Το σπιτάκι αυτό ήταν φτιαγμένο από εμάς τους μαγικούς βοηθούς για την πλέον φιλόξενη αυτοκράτειρά μας, την χαρτοπαίκτρα… Η χαρτοπαίκτρα ήταν ενθουσιασμένη με το καινούργιο της σπίτι αλλά δεν ήξερε ποιος είχε ανθίσει τα μαραμένα δέντρα και ποιος τα είχε σχεδιάσει έτσι ώστε να καταλήγουν σε ένα μεγάλο τούνελ… Απορημένη ρώτησε. Η Ελίσσα απάντησε, ότι όλα αυτά είχαν γίνει χάρη στον χαρακτήρα της χαρτοπαίκτρας και ότι όσο θα άλλαζε προς το καλύτερο, η ανταμοιβή της θα ήταν ανάλογη… Καθώς τα έλεγε όλα αυτά η Ελίσσα είχαμε κιόλας μπει στο σπιτάκι και η Χαρτοπαίκτρα είχε μείνει άφωνη από τη συγκίνηση.

Στα δεξιά του σπιτιού ήταν κρεμασμένο ένα κάδρο το οποίο έδειχνε τη ζωή της Χαρτοπαίκτρας όπως θα είναι σε περίπου είκοσι χρόνια δηλαδή μια ευτυχισμένη και χαρούμενη γριούλα, αντίθετα στην αριστερή μεριά ήταν κρεμασμένο ένα παρόμοιο κάδρο που έδειχνε τη ζωή της Χαρτοπαίκτρας όπως θα ήταν αν συνέχιζε να ήταν η ίδια κακιά και ξιπασμένη μάγισσα. Προχωρώντας στον διάδρομο αντικρίσαμε δύο πόρτες, μια δεξιά και μια αριστερά… Πρώτα αποφασίσαμε να μπούμε στην δεξιά μεριά, στην οποία υπήρχε ένα δωμάτιο που το είχαν για καθιστικό. Προχωρήσαμε στο εσωτερικό του δωματίου το οποίο ήταν λιτό αλλά ευχάριστο, με άνετους καναπέδες, γεμάτους χαμογελαστούς και χαρούμενους φίλους!!! Προχωρήσαμε στα αριστερά του διαδρόμου  το οποίο ήταν επίσης ένα καθιστικό και αυτό άνετο αλλά όχι λιτό, αντίθετα γεμάτο με ασήμαντα αλλά πομπώδη αντικείμενα από πολύτιμα υλικά. Επίσης δεν υπήρχαν φίλοι, μόνο άνθρωποι για να την υπηρετούν.

Το επόμενο δωμάτιο στα δεξιά ήταν μια ευρύχωρη και φωτεινή βιβλιοθήκη η οποία ήταν γεμάτη με μυθιστορήματα αγάπης και ευτυχίας και σκόρπια στο δωμάτιο υπήρχαν άνετα μαξιλάρια για να κάθεται και να διαβάζει. Ενώ στα αριστερά, το δωμάτιο ήταν επίσης ευρύχωρο αλλά σκοτεινό και ήταν γεμάτο βιβλία με ξόρκια και σκοτεινή μαγεία ενώ στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα καζάνι με νερό που σιγόβραζε.

Πριν προχωρήσουμε στον επάνω όροφο μπήγαμε στη δεξιά κουζίνα και αντικρίσαμε ένα μεγάλο στρογγυλό και στολισμένο τραπέζι με χρωματιστά και ανθισμένα λουλούδια. Στη μέση υπήρχαν δύο πιατέλες, η  μία με φρεσκοψημένα, μυρωδάτα κουλουράκια και η άλλη με διάφορα φρούτα της αυλής.

Επίσης γύρω από το τραπέζι κάθονταν όλοι οι φίλοι της Χαρτοπαίκτρας.

Προχωρήσαμε στην αριστερή κουζίνα της οποίας το τραπέζι ήταν γεμάτο με γλυκά που χαλούσαν τα δόντια και οι φίλοι της Χαρτοπαίκτρας στεκόντουσαν στα δεξιά και τα αριστερά της έτοιμοι να την υπηρετήσουν.

Καθώς ανεβαίναμε τις σκάλες συνειδητοποιήσαμε ότι το πάτωμα εξαφανίστηκε και την θέση του πήρε μια καταγάλανη θάλασσα ενώ τις άκρες τις στόλιζαν διάφορα λουλούδια. Και αντί η σκάλα να μας οδηγήσει στον επάνω όροφο του σπιτιού μας οδήγησε σε ένα πουπουλένιο σύννεφο που χωριζόταν σε λευκό στα δεξιά και κόκκινο χρώμα στα αριστερά. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα όλοι γυρίσαμε να κοιτάξουμε την Χαρτοπαίκτρα η οποία είχε μείνει άφωνη. Πρώτη μίλησε η Ελίσσα:

«Λοιπόν» ξεκίνησε διστακτικά «πρέπει να μας πεις σε ποια μεριά θα προτιμούσες να ζήσεις».

Η Χαρτοπαίκτρα φάνηκε διστακτική. Ύστερα μίλησε και μου φάνηκε αρκετά σίγουρη.

«Αν δεν σε είχα γνωρίσει» απευθύνθηκε στην Ελίσσα «είμαι αρκετά σίγουρη ότι θα διάλεγα την αριστερή μεριά, αλλά αφού σε γνώρισα μου έδωσες να καταλάβω ότι το να είσαι κακός είναι πολύ μοναχικό, γι αυτό θα διαλέξω την…» Όλοι την κοιτούσαμε με αγωνία.

«Την δεξιά μεριά!»

Όλοι ανακουφιστήκαμε και της χαμογελάσαμε!!!

Κατεβήκαμε τα σκαλοπάτια.

Ξαφνικά η δεξιά μεριά του σπιτιού εξαφανίστηκε και τη θέση της πήρε ένας μεγάλος ολάνθιστος κήπος. Η Χαρτοπαίκτρα είχε μείνει άφωνη από την συγκίνηση και δάκρυα χαράς έτρεχαν από τα μάτια της.

Προχωρήσαμε ευτυχισμένοι αλλά σιωπηλοί προς το κήπο του σπιτιού θαυμάζοντας τα διάφορα άνθη που τον στόλιζαν. Ακολουθήσαμε την χαρτοπαίκτρα στο βάθος του κήπου ο οποίος κατέληγε σε έναν λόφο από τον οποίο κανονικά θα μπορούσαμε να δούμε ολόκληρο το κάστρο μα εκείνο είχε εξαφανιστεί.

Αμέσως πετάχτηκα αλαφιασμένος και συνειδητοποίησα ότι δεν φορούσα πλέον την πανοπλία μου. Αλλά δεν έχασα την ψυχραιμία μου και είπα:

 «Είμαι ένας μεγάλος μαγικός βοηθός που οδήγησα την Ελίσσα σ’ αυτόν τον κόσμο, στον κόσμο της Παραμυθούπολης. Ήξερα ότι θα γινόταν κάποτε μια από τους μεγαλύτερους μαγικούς βοηθούς και ήθελα να την εκπαιδεύσω ήρεμα χωρίς να με υποπτευθεί. Αλλά πριν προλάβω να την σύρω στον κόσμο μας, ξύπνησε και με ακολούθησε. Επίσης εγώ ήμουνα αυτός που εξαφάνισα το κάστρο γιατί θύμιζε σε όλους τον παλιό εαυτό σου.» Απευθύνθηκα στην Χαρτοπαίκτρα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Η Ελίσσα έκπληκτη έτρεξε, με αγκάλιασε και μας είπε:

«Ευχαριστώ για όλα αυτά αλλά η οικογένεια μου μού έχει λείψει πραγματικά» είπε. Η Χαρτοπαίκτρα άνοιξε τα χέρια της για να την αγκαλιάσει και είπε:

«Είμαι πραγματικά ευγνώμων που μου έδειξες ότι το να είσαι κακός φέρνεις δυστυχία όχι μόνο στον εαυτό σου αλλά και στους γύρο σου.»

Είπε και τα δάκρυα έπεφταν όλο και ποιο πυκνά από τα μάτια της. Το πρόσωπο της Ελίσσας ήταν ευτυχισμένο.

«Τώρα όμως Ελίσσα είναι ώρα να σε γυρίσουμε στον κόσμο σου» Απευθύνθηκε σ`εμένα και στην Ελίσσα.. Εγώ έβγαλα τον ραβδί μου, έπιασα το χέρι της Ελίσσας και του Ασβού τους τράβηξα προς το μέρος μου και με μία κίνηση του χεριού μου εξαφανίστηκε ο κήπος της Χαρτοπαίκτρας και εμφανίστηκε η πύλη για τον κόσμο της Ελίσσας. Την άνοιξα με έναν μαγικό τρόπο και η Ελίσσα μας αποχαιρέτησε και έφυγε με το χαμόγελο και τον ενθουσιασμό στο πρόσωπό της.

Εγώ με τον Ασβό γυρίσαμε στην φωλιά μας χαρούμενοι ότι όλα αυτά που είχαμε ζήσει είχαν αίσιο τέλος..

Εγώ ο Ασβός και η Χαρτοπαίκτρα επισκεπτόμασταν συχνά την Ελίσσα στον κόσμο της και κάθε φορά της φέρναμε από ένα βάζο γεμάτο με κουλουράκια από τον φούρνο της Χαρτοπαίκτρας και καθόμασταν κάτω απ” τον ίσκιο του δέντρου της να τα μοιραστούμε.

Πέρασαν περίπου 2 χρόνια και η μαμά της Ελίσσας έκανε ένα κοριτσάκι. Η Ελίσσα την έπαιρνε μαζί της στην πύλη από όπου συναντιόμασταν και της διαβάζαμε την ιστορία μας. Το κοριτσάκι ήταν μόλις 2 ετών όταν είπε την πρώτη του λέξη: «ΜΑΓΙΚΟΣ ΒΟΗΘΟΣ!!!

ΤΕΛΟΣ

Συγγραφή: Αθανασία  Κουτρώτσιου, Βασιλική Πόνη

Σχολιάστε

Top