Αν μιλούσε ο Σωκράτης σ’ αυτό το Συνέδριο για τη Λογοτεχνία και το ρόλο της, θα έθετε, κατά τη μέθοδό του, το πρωταρχικό ερώτημα του «τι εστίν». Τι εστίν «Λογοτεχνία», τι εστίν «λόγος», τι εστίν «τέχνη», τι εστίν φυσικά «τέχνη του λόγου» και διατί; Οι ερωτήσεις αλιεύουν απαντήσεις, ή για να το πούμε διαφορετικά, οι σωστές ερωτήσεις εμπεριέχουν και τις σωστές απαντήσεις. Οφείλουμε να μάθουμε να ερωτούμε σωστά. Η απορία δεν είναι σχήμα λόγου, είναι μέρος της ουσίας και της όλης πνευματικής διαδικασίας, που φέρνει από το βάθος της θαλάσσης στον αφρό της επιφάνειας ναυαγισμένα ερωτήματα. Έχουμε ξεχάσει τα ερωτήματα, έχουμε μάλλον ειδικευτεί στις έτοιμες απαντήσεις, που τίθενται, δυστυχώς, πριν από τα ερωτήματα. Χρειάζεται λοιπόν από καιρού εις καιρόν να επαναπροσδιορίζουμε το ρόλο μας και την τέχνη μας μέσα από την επαναδιατύπωση κι αναπροσαρμογή των απαντήσεων και κυρίως των ερωτήσεων. Θα τολμούσα μάλιστα να πω, των αυτοδημιούργητων ερωτήσεων, αυτών που πηγάζουν από τη φυσιολογία της ψυχής και την πνευματική αγωνία, όχι περί του τι εστίν ο κόσμος γύρω μας, αλλά ως προς το τι τελικά είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αυτοπροσδιοριζόμαστε λοιπόν με βάση τα ερωτήματά μας, με βάση τη δίψα μας για το άλλο —το πέραν από εμάς. Το ζήτημα είναι ν’ αποκτήσουμε τη σωστή αγωγή που θα μας οδηγήσει στη λαλέουσα πηγή των ζωτικών ερωτημάτων. Για παράδειγμα ο Κάφκα μάς δίνει ένα ρυθμιστικό υπόδειγμα, όταν λέει: «Διαβάζω για να μπορώ να θέτω τα σωστά ερωτήματα». Η μελέτη διαμορφώνει τον χαρακτήρα και κυρίως ενδυναμώνει την κριτική οξυδέρκεια. Εξάλλου ο ιδιοφυής ποιητής —ή γενικά ο συγγραφέας— προϋποθέτει, και απαιτεί εξ ανάγκης, τον ιδιοφυή αναγνώστη. Χρειάζεται ισοδύναμος ή, έστω, εμπνευσμένος δέκτης. Πώς να ξεκλειδωθεί ένα κείμενο, εάν ο αναγνώστης δεν διαθέτει το κατάλληλο κλειδί; Φυσικά οι αναγνώστες και οι ιδεώδεις κριτικοί έχουν διπλό το χρέος: αφενός να ερμηνεύσουν το έργο κατά την αξία του και αφετέρου να γίνονται διαμεσολαβητές, ώστε οι δεύτερης, ας πούμε, κατηγορίας αναγνώστες να μπορούν να αρθούν στο ύψος του κειμένου. Κάθε αναγνώστης φυσικά αντλεί αυτό που χρειάζεται από ένα έργο —αυτό που του ταιριάζει, αυτό που μπορεί να ερμηνεύει ή, ατυχώς, αυτό που παρερμηνεύει. Το φαινόμενο παρουσιάζεται συχνότερα στην ποιητική περιοχή, γιατί από τη φύση της η ποίηση αποδρά —και οφείλει ν’ αποδρά— από τον καθιερωμένο φορμαλισμό. Υπάρχουν βέβαια και πολλά πεζά κείμενα που κάνουν το ίδιο, γιατί ακριβώς οι συγγραφείς τους διαπνέονται από μιαν αύρα ποιητική.
Όπως κι αν έχει, οι ποιητές που διεμβολίζουν τη λογοτεχνική ιστορία λειτουργούν συνήθως υπό λοξήν γωνίαν, και προχωρούν σύμφωνα και με τον σεφερικό λόγο, ωσάν τους ήρωες στα σκοτεινά. Διερευνούν το άγνωστο που είναι μέσα τους ή, καταπώς περίπου το είπε ο Άλμπρεχτ Ντύρερ, ζητούν να εκφράσουν, και ουσιαστικά ν’ ανακαλύψουν, αυτό που δεν γνωρίζουν. Στο ίδιο πνεύμα, πλην όμως δραστικότερα, το διατυπώνει επιγραμματικά ο Πωλ Βαλερύ: «Είμαι αυτό που δεν είμαι». Παραμένει συνεπώς το χρέος να γνωρίσουμε την αθέατη πλευρά του εαυτού μας με τη συνέργια των Μουσών. Ο Ντύρερ (εικαστικός) και ο Βαλερύ (ποιητής) κι ένας τρίτος, ο Μάλερ (μουσικός) συναντώνται επί τω αυτώ. Τι λέει ο Μάλερ; «Η σπουδαιότερη μουσική βρίσκεται πέρα από τις νότες. Μια συμφωνία ισοδυναμεί με την κατασκευή ενός κόσμου. Το αιώνιο και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιεχόμενο καθορίζει το ίδιο τη μορφή που θα λάβει». Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ποίηση είναι μια καθολική ιδιότητα που υπερβαίνει τη συγκεκριμένη μορφή τέχνης. Θα μπορούσαμε να πούμε, διευρύνοντας τα όρια της σκέψης, ότι ποιητής είναι αυτός που νομοθετεί για τα πέραν της εμπειρίας, αυτός που ακροάται ή διαισθάνεται νέες πνευματικές περιοχές, και που γνωρίζει εντέλει και θεσπίζει λέξεις και εικόνες που δεν υπάρχουν. Υπό αυτή την έννοια, η έκρηξη του υπερρεαλισμού είχε οπωσδήποτε οργανική σημασία για την εξέλιξη του γένους των ανθρώπων προς την κατεύθυνση παρθένων ευαισθησιών. Μπορεί πολλά να ξενίζουν ή και να σκανδαλίζουν, αλλά η τέχνη, ως μυστήριον, συχνότατα «ξένον», το έχει μες στη φύση της να ξενίζει, για να ερεθίζει το πνεύμα και να κεντρίζει την ψυχή. Καθήκον του καλλιτέχνη είναι να ξεπερνά τις υλικές δυσκολίες και να «πνευματοποιείται», καταπώς έγραψε ο δικός μας αρχιμουσικός Δημήτριος Μητρόπουλος, «σε βαθμό που να εξουθενώνει κάθε υλική εντύπωση». Αυτό ασφαλώς δεν κατορθώνεται χωρίς ασκητική αφοσίωση στην τέχνη, και ιδιαίτερα στην Ποίηση, τη Μεγάλη Κερά, όπως την αποκάλεσε ο Καβάφης, η οποία καταδέχεται να μας ανοίξει μονάχα σαν ριχτούμε ζητιάνοι στην πόρτα της. Το χρέος είναι διαχρονικό· έχει να κάνει με τον ποιητή απέναντι στον εαυτό του, στην κάθοδό του στα βαθύτερα υποστασιακά του στοιχεία μέσω της τέχνης του. Η εποχή μας, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις επιμέρους εξελίξεις και τη γενικότερη παθογένεια της, δεν μπορεί να παραλύσει τη δημιουργική αρετή. Η τέχνη είναι ο αέρας που φυσάει ανάμεσα στα χαλάσματα· δεν περιορίζεται και δεν αναστέλλεται. Συχνά η φθορά των πραγμάτων μπορεί να λειτουργεί ως λίπασμα — είναι η κοπριά που θρέφει ένα λουλούδι. Μέσα από τον πόλεμο, τη φτώχεια, τον κατατρεγμό, τη γενική απορρύθμιση, μπορούν ν’ αναπτυχθούν μεγάλες και γενναίες πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις του πνεύματος. Η τέχνη του λόγου, αφού αναφερόμαστε σ’ αυτόν, είναι ζήτημα ψυχής — κάνουμε τέχνη με την ψυχή μας, εφόσον διαθέτουμε τέτοια. Δεν αμφισβητώ πως ανάμεσά μας κινούνται πολλοί «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα». Η σχέση ωστόσο του καθενός με την τέχνη δεν είναι παρά σχέση προσωπικής μαρτυρίας της δικής του αρετής. Λέγοντας «αρετή» εννοώ τη στάση του στη ζωή, που είναι απόλυτα συναρτημένη με τη στάση του στην τέχνη ή και αντίστροφα. Το ουσιώδες πάντως παραμένει· αφορά την κατάδυση της ποίησης «στα βάθη του συγκεκριμένου για να βρει το ανεξάντλητο». Η τελευταία φράση ανήκει στον Ρίτσαρτς, μεγάλο θεωρητικό της λογοτεχνίας. Εν πάση περιπτώσει, αυτό μας βοηθά ν’ αντιληφθούμε πως η ποίηση, πέρα από τις «ελευθερώτριες λέξεις», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό που τους δίνει ο Βιτγκενστάιν, είναι και μια αντίσταση στο εύκολο και το επιφανειακό. «Τι πιο ταπεινωτικό από το να σε απλουστεύουν;» παρατηρεί ο Βαλερύ, που έκανε την τέχνη του επιστήμη, προσπαθώντας να συγκροτήσει ακέραιο τον άνθρωπο μέσα από το ασύλληπτο βάθος της ποίησης. Το ζητούμενο είναι να βρίσκουμε τον τρόπο για να συσχετίζουμε τον λόγο με τον πολίτη και το συγκεκριμένο ήθος του στο πλαίσιο του ψυχικού του συντάγματος. Να εξετάσουμε πως επενεργεί, θέλω να πω, ηθικά η ποίηση στη σχέση μας με τη ζωή και τον κόσμο. Μπορεί αυτός ο κόσμος να είναι «της διαλύσεως», αλλά ο Καβάφης φρόντισε έγκαιρα να μας δώσει τον τρόπο της λογοτεχνικής σωτηρίας:
Στις κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω
το πνεύμα μου σαν πριν ασκητικό.
Είναι παρήγορο να βλέπουμε την ποίηση ως αντίδοτο στην «αντιποίηση αρχής», στην εσωτερική κατοχή και την υφαρπαγή της νόμιμης αξίας του ανθρώπου. Η ποίηση είναι ένας ευαγγελισμός, μια ευφροσύνη, μια σολωμική διάχυση χαράς και καλοσύνης, και από τούτη την άποψη είναι απολύτως αναγκαία για την κατακύρωση του προσώπου μας. Εάν λοιπόν αναρωτιόμαστε κατά πόσο αξίζει να μιλάμε σήμερα για τη λογοτεχνία, είναι σαν να θέτουμε στον εαυτό μας το θεμελιώδες ερώτημα: αξίζει να ζεις και να υπάρχεις σήμερα; Αξίζει να υπάρχεις και να σηκώνεις το βάρος των σαπρών ημερών μας; Το ερώτημα βέβαια είναι θεωρητικό και για τούτο συγχωρητέο, αλλά η απάντηση υπάρχει εν σπέρματι μέσα στην ερώτηση. Γιατί όλοι ξέρουμε πως αξίζει να μιλάμε — ο άνθρωπος άλλωστε γεννήθηκε για να συνομιλεί και να κοινωνεί με τους άλλους. Ο άνθρωπος (ο άνω θρώσκων) είναι έλλογον ον, και αυτό προσδιορίζει την ποιότητα του είδους, εφόσον ο ενδιάθετος λόγος του αποζητεί ν’ αναπτυχθεί προς τα έξω. Μόνο που οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, σε μια εποχή τόσο ανάλγητη κι ωφελιμιστική, έχουν απολέσει την ανθρώπινη —και για τούτο μεταφυσική— αξία τους. Αυτό που ανεβάζει τον άνθρωπο στην οικουμενική του αξία υφίσταται στις μέρες μας μεγάλη πίεση, ακόμα και από αυτούς που θα έπρεπε να υπηρετούν την πρόοδο και την εκλεπτυσμένη εξέλιξη. Όταν οι εφημερίδες και τα άλλα μέσα μαζικής κυκλοφορίας δεν δίνουν σημασία στην ποίηση, ή τελοσπάντων τη θεωρούν φτωχό αδερφό, όταν η ίδιοι οι εκδότες καθορίζουν τις επιλογές τους με βάση το προσδοκώμενο οικονομικό κέρδος, όταν τα παιδιά στα σχολεία αναρωτιούνται γιατί θα πρέπει να διαβάζουν λογοτεχνία, εφόσον δεν θα τους εξασφαλίσει εργασία, όταν… όταν… Για να συντομεύω, ας τελειώσω την πρώτη μου αυτή τοποθέτηση με κάτι εξόχως αληθινό που διάβασα πρόσφατα: Στις ταυρομαχίες, λένε, ο ταύρος είναι πάντα ο ηττημένος για ένα βασικό λόγο: δεν έχει το υλικό κίνητρο.
Εκφωνήθηκε στις 28/11/13 στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, στο επιστημονικό συνέδριο «Η Νεοελληνική Λογοτεχνία σήμερα — Κοινωνία και Εκπαίδευση», που διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τομέας Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας — ΕΚΠΑ).