της Μαρκέλλας Σούτη (Γ3, Γυμνάσιο)
Η «Αιολική Γη» γράφτηκε το 1943 από τον Ηλία Βενέζη. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο μεταφερόμαστε στα βουνά της Μικράς Ασίας, τα Κιμιντένια, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Εκεί ζει ο κεντρικός ήρωας, ο δωδεκάχρονος Πέτρος μαζί με την οικογένειά του. Ο συγγραφέας, μέσω του μικρού του ήρωα, περιγράφει στιγμιότυπα της αγροτικής ζωής και τις απίθανες ομορφιές της φύσης. Είναι συγκινητική η αθωότητα με την οποία οι άνθρωποι εκείνης της εποχής προσέγγιζαν τη φύση, μια αθωότητα που δεν περιορίζεται μόνο στον Πέτρο και στον τρόπο που αυτός βλέπει τα πράγματα αλλά χαρακτηρίζει και όλους του ενήλικες που ζουν μαζί του.
Μεγάλο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει η εξιστόρηση των διακοπών του Πέτρου, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ξεγνοιασιά και την ονειρεμένη ζωή σε έναν επίγειο παράδεισο μαζί με τις τέσσερις αδελφές του, τη μητέρα, τον παππού και τη γιαγιά του. Ο Πέτρος μαζί με την αγαπημένη του αδελφή Άρτεμη ζουν σε έναν δικό τους κόσμο γεμάτο περιπέτεια και γνωρίζουν ιδιαίτερους ανθρώπους όπως τον Αλί που ψάχνει το καμήλι του σε όλη την Ανατολή, τον Στέφανο που ξενυχτάει για να κρατήσει τους ήχους μέσα σε ένα παλιό ρολόι και του λείπει μόνο μια βίδα και την πανέμορφη Ντόρις που είναι γυναίκα και συγχρόνως κυνηγός. Όμως κάποια στιγμή τα παιδιά προσγειώνονται στην πραγματικότητα και γνωρίζουν την αδικία, την κακία και τον πόλεμο. Ο θάνατος και ο έρωτας πληγώνουν τις παιδικές ψυχές τους. Ακόμα αποχωρίζονται τη γη που τόσο αγαπούσαν και είχαν αναπτύξει τόσο στενή σχέση μαζί της και αναγκάζονται να προσαρμοστούν σε έναν άλλο τόπο. Η «Αιολική Γη» είναι ένα βιβλίο που από τη μια μεριά περιγράφει τα ειδυλλιακά τοπία στα Κιμιντένια και από την άλλη φέρνει στο προσκήνιο τη δυστυχία και την απελπισία, ως συνέπειες της προσφυγιάς, καθώς το ίδιο καλοκαίρι ο Πέτρος και η οικογένειά του βιώνουν τον ξεριζωμό. Ο Πέτρος αποχωρίζεται τα Κιμιντένια στα οποία είχε περάσει τόσες όμορφες στιγμές και γίνεται πρόσφυγας. Ένα βράδυ πριν φύγουν από τα Κιμιντένια αυτός και η αδελφή του έμειναν ξάγρυπνοι, δε μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι θα αποχωρίζονταν τον τόπο, τα βουνά, τη σπηλιά, το σπίτι τους.
Ο συγγραφέας περιγράφει με λεπτομέρειες το τοπίο και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Η αφήγηση είναι ζωηρή και γραφική, θυμίζει παραμύθι. Εκτός από την πρωτοπρόσωπη και την τριτοπρόσωπη αφήγηση χρησιμοποιούνται και άλλες αφηγηματικές τεχνικές, όπως ο διάλογος, και ποικίλα εκφραστικά μέσα που δημιουργούν πολύ παραστατικές και λυρικές εικόνες της ξέγνοιαστης εφηβικής ζωής.
Το βασικό κοινωνικό πρόβλημα που προβάλλεται μέσα από το μυθιστόρημα είναι η προσφυγιά. Ο λαός μας έχει αντιμετωπίσει το φαινόμενο της προσφυγιάς πολλές φορές στο παρελθόν. Πρόσφυγες υπάρχουν και σήμερα για πολλούς λόγους σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Στην «Αιολική Γη» κυριαρχεί ο εθνικός ξεριζωμός. Οι μικρασιάτες δεν θέλουν να γίνουν πρόσφυγες αλλά αναγκάζονται, αφού θέλουν να σώσουν τις ζωές και τις οικογένειές τους. Η απογοήτευση, ο φόβος και η αγωνία κατακλύζουν την ψυχή τους από τη στιγμή που επιβιβάζονται στο καράβι της προσφυγιάς.
Το ενδιαφέρον μου συγκέντρωσε επίσης η λειτουργία της πατριαρχικής οικογένειας εκείνης της εποχή και ο ξεχωριστός ο ρόλος των ηλικιωμένων προσώπων, η θέση των οποίων ήταν πολύ σημαντική και όχι όπως σήμερα που τις περισσότερες φορές τα μέλη αυτά ζουν σε διαφορετικό σπίτι, αποκομμένοι από τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Με συγκίνησε ακόμη το ερωτικό συναίσθημα, μέσα από το πρόσωπο του Στέφανου ο οποίος για να είναι με την κοπέλα που αγαπάει έχει παρατήσει το επάγγελμά του και γύριζε από τόπο σε τόπο ψάχνοντας τη «βίδα» που του λείπει για να είναι μαζί με την αγαπημένη του. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ο συγγραφέας έχει βρεθεί στη θέση του Πέτρου, ίσως κάποιες από τις περιπέτειες που περιγράφει τις έχει ζήσει ο ίδιος. Παρατήρησα ότι είναι επίσης κοντά στα λογοτεχνικά του πρόσωπα, τις περισσότερες φορές τα υποστηρίζει και τα δικαιολογεί. Κάποιες φορές όμως είναι επικριτικός απέναντι στην αδελφή του Άρτεμη και απόλυτα εχθρικός προς τον κυνηγό.
Επέλεξα αυτό το βιβλίο, επειδή είχα δει και είχα ακούσει πολύ καλές κριτικές. Έτσι όταν κάποιοι γνωστοί μου αναφέρθηκαν στο θέμα και μου διάβασαν κάποια αποσπάσματα αποφάσισα να το διαβάσω κι εγώ. Επίσης ήθελα να μάθω για τη ζωή στη Μικρά Ασία αφού ασχοληθήκαμε και ασχολούμαστε με αυτήν στο σχολείο, στο μάθημα της τοπικής ιστορίας. Σε αυτό το βιβλίο μου άρεσε ιδιαίτερα η περιγραφή των στενών δεσμών των ανθρώπων με τη φύση. Με εντυπωσίασε η γαλήνη που πηγάζει από αυτήν. Συγχρόνως ο συγγραφέας καταφέρνει να μας μεταφέρει στην εποχή και στο τοπίο όπου διαδραματίζονται οι σκηνές, συμπάσχοντας με τους ήρωες και εκφράζοντας πολλά βαθιά αισθήματα και διαχρονικές αλήθειες. Θα πρότεινα το βιβλίο τόσο σε νέους όσο και σε μεγαλύτερους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν ζήσει την αγροτική ζωή, έχουν αγαπήσει τη φύση αλλά τώρα ζουν περιορισμένοι στις πόλεις. Επίσης θα το πρότεινα και σε ανθρώπους που κατάγονται από τη Μικρά Ασία, γνωρίζουν ή νοσταλγούν εκείνους τους τόπους. Για όλους αυτούς αντιγράφω ένα μικρό απόσπασμα που μου άρεσε πολύ.
Τρέχαμε τότες όλα τα παιδιά και βρίσκαμε τον ξένο, τον περιποιόμαστε, του δίναμε γάλα ή αυγά και αφού έτσι τον καλοπιάναμε, καθόμαστε γύρω του και περιμέναμε. Τότε σιγά σιγά οι σελίδες του βιβλίου γύριζαν. Γύριζαν, για να μάθει ένα παιδί, πέρα από τις εξωτερικές ομοιότητες, πέρα από τη χαρά και τη λύπη, ένα άλλο στοιχείο, δυνατό σα φωτιά, ένωνε όλους τους ανθρώπους κ’ έκανε να μοιάζουν οι μοίρες τους: το κυνηγητό του πάθους, η ανάγκη να βασανίζουνται.