Στο σιδηροδρομικό σταθμό του Πειραιά επικρατεί συνωστισμός. Άνθρωποι κολλημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο περιμένουν στα παγκάκια του χώρου αναμονής για επιβίβαση. Άλλοι στέκονται υπομονετικά, άλλοι βιαστικοί και αγχωμένοι κοιτούν γεμάτοι αγωνία τον αχανή ορίζοντα και περιμένουν νά ΄ρθει επιτέλους το τρένο… Άλλοι πάλι εύχονται να αργήσει κι άλλο, κι ακόμη λίγο. Δε θέλουν φαίνεται να απομακρυνθούν από τα πρόσωπα που αγαπούν… Κι είναι και κάποιοι ακόμη που θέλουν τόσο πολύ να χωθούν στα σιδερένια βαγόνια και να ανοίξουν νέα πλώρη, δίχως επιστροφή. Κάπου εκεί, ανάμεσά τους είμαι κι εγώ. Κοιτώ δεξιά-αριστερά, περιεργάζομαι τον χώρο. Σηκώνομαι επιτέλους από το στασίδι μου και πλησιάζω αργά τις γραμμές. Κοιτώ τη σιδερένια φιδίσια σιδηροδρομική γραμμή που όλο και απλώνεται μπροστά μου και πιάνω το βλέμμα μου να χάνεται στην ατελείωτη διαδρομή της…, ώσπου ακούω πίσω μου χορδές κιθάρας κι έπειτα μια φωνή να τις ακολουθεί. Κρατώντας τη βαλίτσα στο δεξί μου χέρι, γυρνώ πίσω μου και βλέπω λίγο πιο μακριά, μια ψιλόλιγνη αντρική φιγούρα με έντονο βυσσινοκόκκινο μπλουζάκι και καστανά σγουρά μαλλιά να στέκεται όρθια και έχοντας πλάι της ένα ταξιδιωτικό σακίδιο, να κρατά μια παλιά γνώριμη κιθάρα. Κάτι μου θυμίζει, είναι γνωστή φυσιογνωμία. Την πλησιάζω λίγο ακόμη, η μορφή της πλέον έχει ξεδιαλύνει. Σαστίζω κι ύστερα με έκπληξη και συγκίνηση φωνάζω:
«Κωστή, εσύ είσαι;».
[…]Ο Κωστής, σηκώνει το μισοκατεβασμένο κεφάλι του, με κοιτά κι έπειτα βγάζοντας από το λαιμό του την κιθάρα με μάτια γεμάτα δάκρυα χαράς, πέφτει πάνω μου, μ’ αγκαλιάζει και μου λέει:
«Νάσια, εσύ; Έλα Χριστέ και Παναγιά! Χρόνια και ζαμάνια είχαμε ν’ ανταμώσουμε…».
«Ναι, όντως!» του απαντώ εγώ.
[…] Κι έπειτα πιάνουμε την κουβέντα.
Ξαφνικά σταματάμε. Κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον ξαναμμένοι από την καυτή ιουλιάτικη μέρα, κι ακούγεται από πίσω μας το δυνατό σφύριγμα του τρένου…
Ο Κωστής θα πήγαινε Πελοπόννησο για περιοδεία με αφετηρία το Ναύπλιο, κι εγώ Ναύπλιο για διακοπές. Επιβιβαστήκαμε, λοιπόν, μαζί στο ίδιο τρένο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, δε σταματήσαμε να μιλάμε!
Μου είχε πει πως είχε τελειώσει τη Σχολή Υποκριτικής Αθηνών και πως χρόνια τώρα ασχολιόταν με τη μουσική επαγγελματικά. Εργάζονταν σε ένα ωδείο στην Κηφισιά και τα καλοκαίρια έπαιρνε τους φίλους του και πήγαινε περιοδεία σε διάφορα ελληνικά νησιά. Ήταν ακόμη εργένης και η μεγάλη του λατρεία παρέμεναν τα ταξίδια.
Με ρώτησε πώς τα πήγαινα με τη δική μου ζωή και τι δουλειά έκανα. Του εξήγησα λεπτομερώς ότι εργάζομαι ως φυσικός σε δύο Γυμνάσια στην Κεφαλονιά και πως φέτος πήρα μετάθεση και απ’ τον Σεπτέμβριο ξεκινάω μαθήματα σε Λύκειο στο Ρέθυμνο.
Ήμουν πραγματικά χαρούμενη γι’ αυτόν κι αυτός ήταν εξίσου χαρούμενος για εμένα!
Είπαμε κι άλλα πολλά, ώσπου το τρένο έφτασε τελικά στον προορισμό του. Με τις βαλίτσες στα χέρια, χαρούμενοι και ξαναμμένοι από το βαγόνι, περάσαμε την έξοδο του σιδηροδρομικού σταθμού. Κι ύστερα έπεσα πάνω του, τον αγκάλιασα, άφησα ένα δάκρυ να κυλήσει από το μάγουλό μου, είπαμε ένα θερμό αντίο, δυο-τρία άλλα λόγια και χαθήκαμε… Σκορπίσαμε ξανά…
Ο Κωστής ήταν παλιός συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο και πολύ καλός μου φίλος. Ήταν, ακόμη, η πρώτη μου παιδική αγάπη…
Όλοι μου οι συμμαθητές μου λείπουν πολύ από τότε, μα φέρνω πάντα μαζί μου τις ωραίες αναμνήσεις κι εκείνα τα υπέροχα μαθητικά χρόνια που έζησα μαζί τους σε δυο-τρεις παλιές φωτογραφίες και σε ένα τεράστιο μπαούλο στην καρδιά μου.
Λαχταρώ να τους δω, έστω και για λίγο, για μια μόνο φορά, έπειτα από τόσα χρόνια…!
Ν.Τ.
Νάσια Τσιτσιγάνη
Πηγή εικόνας: https://www.anapnoes.gr
Αφήστε το σχόλιο σας στο "Η συνάντηση μου μ΄ έναν παλιό συμμαθητή"