Ο Τύρναβος ή «Τούρναβος», όπως παλαιότερα και κυρίως κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν η πόλη, είναι σήμερα ευρέως γνωστός για τα προϊόντα τα οποία παράγει και ιδίως για το κρασί, το ούζο και φυσικά το ξακουστό τσίπουρο. Όμως η θεσσαλική αυτή πόλη δεν έχει να επιδείξει ως προτέρημα μόνο τον κατάλογο των οινοποιητικών της προϊόντων, αλλά και την πλούσια μακραίωνη ιστορία της σε όλους τους τομείς της ζωής των ανθρώπων. Ένας εξ αυτών των τομέων είναι και η τέχνη επεξεργασίας του μεταξωτού υφάσματος και δημιουργίας του «σταμπωτού», η οποία για τον Τύρναβο αριθμεί δεκαετίες (ίσως και εκατονταετίες) παράδοσης.
Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες που έχουμε σχετικά με τα «σταμπωτά» του Τυρνάβου χρονολογούνται στην εποχή αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, το 1881, όμως η προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα (πιθανότατα και παλαιότερα) την ύπαρξη εντός της πόλης εργαστηρίων επεξεργασίας μεταξωτών υφασμάτων και αποτύπωσης σφραγίδας («στάμπας») σε αυτά. Όπως είναι φυσικό, λόγω της καθημερινής χρήσης τέτοιων υφασμάτων προκλήθηκαν φθορές σε αυτά ή και καταστροφές, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σήμερα κάποια απόδειξη για την ύπαρξη τους σε προγενέστερο χρόνο και για το λόγο αυτό αρκούμαστε στα στοιχεία που μας δίνονται από άλλες πηγές. Όμως πότε ξεκινά η ιστορία των σταμπωτών στη χώρα μας;
Οι ρίζες της σταμπωτικής τέχνης στην Ελλάδα χάνονται στα βάθη των αιώνων, όταν η τέχνη αυτή ήταν ακόμα προνόμιο των περιοχών των Ινδιών, της Κίνας και της Αιγύπτου. Μάλιστα, υπάρχουν αναφορές για εύρεση πήλινων σταμπωτών του 8ου αιώνα στον μικρασιατικό χώρο, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν οι πρόδρομοι των αντίστοιχων μεταγενέστερων ξύλινων και εντέλει υφασμάτινων δημιουργιών. Φτάνουμε έτσι στον 16ο αιώνα, κατά τον οποίο η λαϊκή αυτή τεχνική γίνεται τέχνη και τα περίφημα εργαστήρια της Πόλης και του Βοσπόρου ξεκινούν τη μαζική παραγωγή σταμπωτών.
Απαιτούμενο εργαλείο του τεχνίτη είναι οι στάμπες (ή καλούπια, όπως αλλιώς ονομάζονταν), καθεμιά από τις οποίες ήταν μοναδικό έργο τέχνης, το οποίο χρειάζονταν αρκετό χρόνο για να γίνει και να είναι έτοιμο για χρήση. Σκαλιστές ήταν, τις περισσότερες φορές, οι ίδιοι οι σταμπωτές, όμως υπήρχαν και ειδικοί τεχνίτες για την εργασία αυτή, οι οποίοι και παρέμεναν ανώνυμοι, ενώ η διαδικασία ήταν αρκετά περίπλοκη. Πρώτα έπρεπε να γίνει η λείανση της επιφάνειας του ξύλου, έπειτα η σχεδίαση του μοτίβου πάνω σε αυτό και τέλος το αντίστοιχο σκάλισμα με το κοπίδι. Και όλη αυτή η διαδικασία όχι μία φορά, αλλά περισσότερες, ανάλογα και με τον αριθμό των διαφορετικών χρωμάτων που θα χρησιμοποιούνταν για το ίδιο δημιούργημα. Από τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, γνωρίζουμε πως οι στάμπες με τα μοτίβα για τα εργαστήρια της Μικράς Ασίας γίνονταν αποκλειστικά σε μαλακά ξύλα, ενώ αντίθετα για τα εργαστήρια του Τυρνάβου χρησιμοποιούνταν τόσο μαλακά ξύλα (π.χ. φλαμούρι), όσο και σκληρά (π.χ. αγριογκορτσιά) για να μην καταστρέφονται γρήγορα από τη χρήση.
Ως προς την θεματολογία, τα εργαστήρια της Πόλης, του Βοσπόρου, αλλά και αυτά της Ελλάδας και συγκεκριμένα του Τυρνάβου ταυτίζονται, αποτυπώνοντας στα υφάσματα σχέδια εμπνευσμένα κυρίως από τον φυσικό κόσμο και το ζωικό βασίλειο, χωρίς να λείπουν από τις αποτυπώσεις και τα γεωμετρικά ή άλλα σχέδια. Στη χώρα μας όμως γίνεται και κάτι διαφορετικό! Λόγω της ιδιαίτερης αγάπης των Ελλήνων για την Αρχαία Ιστορία και τον πολιτισμό, δεν είναι καθόλου παράξενο το γεγονός πως πολλές φορές η θεματολογία ήταν επηρεασμένη και από μεγάλα πρόσωπα της Ιστορίας (π.χ. Μέγας Αλέξανδρος) ή λοιπά σημαντικά ιστορικά γεγονότα (π.χ. ηρωικές μάχες στη διάρκεια πολέμων). Φυσικά, η ανθρώπινη μορφή δεσπόζει σε κάθε έργο και αποτυπώνεται με λαμπερά χρώματα, φτιαγμένα από φυτικά υλικά, με το κάθε εργαστήριο να διαθέτει τις δικές του προσωπικές συνταγές για την επίτευξη του ομορφότερου και πιο εντυπωσιακού σταμπωτού.
Η μεγάλη ακμή της σταμπωτικής τέχνης υπήρξε κυρίως κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έως και τη δεκαετία του 1930. Τότε ήταν που δεν υπήρχε κανένα σπίτι στον Τύρναβο που να μην διαθέτει ένα σταμπωτό, ενώ σε όλο αυτό το διάστημα στα εργαστήρια παραγωγής τους απασχολούνταν πολλοί τεχνίτες και κυρίως γυναίκες, στις οποίες μοιράζονταν οι εργασίες ανάλογα με τις διαφορετικές φάσεις της παραγωγής. Έπειτα, όσον αφορά την προώθηση των προϊόντων αυτών στην αγορά, το κομμάτι αυτό αναλάμβαναν είτε οι ίδιοι οι σταμπωτές, είτε οι διάφοροι μικροπωλητές και γυρολόγοι. Από εκεί και πέρα, χρωματιστά υφάσματα, «πάντες» και άλλα μοναδικά και ανεκτίμητης στη σημερινή εποχή αξίας έργα σταμπωτικής τέχνης στόλιζαν τα σπίτια των Τυρναβιτών και όχι μόνο.
Κλείνοντας, θα πρέπει να αναφέρουμε πως τα σταμπωτά αποτελούν ένα είδος τέχνης το οποίο έχει πλέον ξεχαστεί και κανείς δεν του δίνει σημασία, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης του Τυρνάβου να έχει βυθιστεί στη λήθη. Ας αναδείξουμε, λοιπόν, αυτό το σημαντικότατο κομμάτι της ιστορίας της πόλης μας και ας μην ξεχνάμε πως τα σταμπωτά έχουν δικαίως ταυτιστεί με τον Τύρναβο, ο οποίος πάντοτε ήταν, είναι και θα είναι μια κοιτίδα πολιτισμού.
Πηγές:
Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» (odysseus.culture.gr)
Ιστοσελίδα Επιμελητηρίου Λάρισας (www.larissa-chamber.gr)
Ιστοσελίδα ΕΡΤ (www.ert.gr)
Ιστοσελίδα εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» (www.eleftheria.gr)
Ιστοσελίδα «Τυρναβίτικα Νέα» (www.tirnavitikanea.com)
Ιστοσελίδα «Paidis» (https://paidis.com)
Βικιπαίδεια (https://el.wikipedia.org)
Μακαγιός Γεώργιος, B 3