Ζιώγα Εύη, Α2
Το βιβλίο «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» της Harper Lee εκδόθηκε το 1960 και αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρισμένα βιβλία της σύγχρονης λογοτεχνίας. Η συγγραφέας με τον δικό της μοναδικό τρόπο στέλνει ένα μήνυμα αλληλεγγύης, συμπόνοιας και ανθρωπιάς και ταυτόχρονα υψώνει μια φωνή διαμαρτυρίας για την εξάλειψη των προκαταλήψεων αλλά και των στερεότυπων που μαστίζουν την κοινωνία.
Η ιστορία διαδραματίζεται τη δεκαετία του 30 σε μια «κουρασμένη παλιά πόλη» του αμερικανικού Νότου, το Μέικομπ. Η οκτάχρονη πρωταγωνίστρια Ζαν Λουίζ (Σκάουτ) Φιντς μαζί με τον αδελφό της Τζεμ προσπαθούν με την παιδική τους αθωότητα να εξερευνήσουν και να κατανοήσουν τον κόσμο των ενηλίκων. Ο χήρος πατέρας τους και δικηγόρος Άτικους Φιντς στην προσπάθειά του να διαπαιδαγωγήσει σωστά τα παιδιά του τα συμβουλεύει:
«Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις κοτσύφια.[…] Τα κοτσύφια δεν μας βλάπτουν σε τίποτα, κελαηδάνε μονάχα για να τ’ ακούμε εμείς και να χαιρόμαστε. Δε χαλάνε τους κήπους μας, δεν τρώνε τα σπαρτά μας, μόνο ομορφαίνουν τη ζωή μας με το τραγούδι τους χωρίς να ζητούν τίποτε. Γι’ αυτό είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια.»
Στο βιβλίο, λοιπόν, τα «κοτσύφια» είναι οι ήσυχοι άνθρωποι που η κοινωνία δεν μπόρεσε να αποδεχτεί και να ενσωματώσει. Όπως ο Μπου Ράντλεϊ, ο μοναχικός γείτονας της οικογένειας που παρέμενε εσώκλειστος στο σπίτι του και μετατράπηκε σε έναν θρύλο στον οποίο αποδίδονταν οι φόβοι και οι δεισιδαιμονίες της μικρής κοινωνίας του Μέικομπ. Τα αδέλφια και ο καλοκαιρινός τους φίλος Ντιλ, συναρπασμένα από την ιστορία του και παρά τον φόβο τους για τον «δίμετρο αυτό άνθρωπο που τρεφόταν με σκίουρους και γατιά» επιχειρούν με διάφορα παιχνίδια να τον κάνουν να φανερωθεί. Η αποτυχία των ενεργειών τους θα εξασθενίσει σιγά σιγά την περιέργειά τους και μόνο στο τέλος του βιβλίου, όταν η Σκάουτ συναντήσει και βρεθεί στη θέση του Μπου θα συνειδητοποιήσει την καλοσύνη του. Τότε θα θυμηθεί και τα λόγια του πατέρα της.
«Δε θα καταλάβεις πραγματικά έναν άνθρωπο μέχρι να σκεφτείς τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία- μέχρι να βάλεις τα παπούτσια του και να περπατήσεις με αυτά».
Το άλλο «κοτσύφι» της ιστορίας είναι ο Τομ Ρόμπινσον, ένα μαύρος εργάτης που κατηγορείται για τον βιασμό μιας λευκής γυναίκας. Ο ευυπόληπτος Άτικους Φιντς αναλαμβάνει την υπεράσπιση του αθώου ανθρώπου και ξεσηκώνει τις έντονες αντιδράσεις των συμπολιτών του. Αρνείται να εγκαταλείψει την υπόθεση και αποκαλύπτει στη δίκη τα ψέματα της γυναίκας- ¨θύματος» για να καλύψει τον εαυτό της και τον αλκοολικό πατέρα της. Η ετυμηγορία ωστόσο είναι ένοχος. Ένας μαύρος δεν μπορεί να είναι αθώος και γι’ αυτό καταδικάζεται σε θάνατο για ένα έγκλημα που δε διέπραξε. Και πεθαίνει, προσπαθώντας να δραπετεύσει από τη φυλακή για να αναζητήσει την ελευθερία του μακριά από τον παραλογισμό των λευκών.
Κατά την ανάγνωση του μυθιστορήματος η αφηγήτρια Σκάουτ μετατρέπεται σταδιακά από ένα αθώο μικρό κοριτσάκι σε μία ώριμη κοπέλα. Έρχεται αντιμέτωπη για πρώτη φορά με το κακό με τη μορφή των φυλετικών και κοινωνικών διακρίσεων αλλά χάρη στην επιθυμία του πατέρα της να μεταλαμπαδεύσει στα παιδιά του αξίες, όπως ο σεβασμός και η αξιοπρέπεια, οδηγείται σύντομα στην παρατήρηση:
«υπάρχει μόνο ένα είδος ανθρώπων: Άνθρωποι».
Η Σκάουτ αντιλαμβάνεται, επίσης, τη στερεότυπη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και αρνείται πεισματικά να φορέσει φουστάνια. Ο πατέρας της Άτικους γίνεται η φωνή της συνείδησής της και η προστασία που της προσφέρει από την υποκρισία και την κοινωνική πίεση της εποχής συμβάλλει στη διατήρηση της αθωότητάς της. Παρακολουθεί τη δίκη του Τομ μαζί με τον αδελφό της και αναρωτιέται:
«Και την άκουσα να λέει πως είναι καιρός να τους δώσει (στους νέγρους) κάποιος ένα καλό μάθημα, ότι έχουν παραπάρει τα μυαλά τους αέρα, και σε λιγάκι θ’ αρχίσουν να νομίζουν ότι μπορούν να μας παντρεύονται κιόλας. Τζεμ, πως γίνεται να μισούν τον Χίτλερ και από την άλλη να είναι τόσο κακοί με τους δικούς μας ανθρώπους;»
Η συγγραφέας Harper Lee κατορθώνει μέσα από τα παιδικά μάτια της Σκάουτ και του Τζεμ να πετύχει ένα γερό πλήγμα στον ρατσισμό και στο μίσος. Με την παιδική ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα καταδικάζει στερεότυπα και προκαταλήψεις και εξαίρει την εκδήλωση συμπόνιας και ανθρωπιάς σε όλους όσους το χρειάζονται. Το έργο της με την απλότητα του λόγου μεταδίδει με μοναδική ευκολία ουσιαστικά μηνύματα για κοινωνικά θέματα που βασανίζουν, δυστυχώς, ακόμη την ανθρωπότητα.