Στον απόηχο μιας τριήμερης…
Είναι απίστευτο πόσες σκέψεις μπορεί να κάνει κανείς όταν έχει αργήσει… λιγάκι από τη μία, αλλά είναι και αρχηγός εκδρομής από την άλλη. Όταν έστριψα και αντίκρισα το διώροφο λεωφορείο παρκαρισμένο έξω από το σχολείο μας, τους φαντάστηκα όλους μέσα μετρημένους και τακτοποιημένους να με περιμένουν για να φύγουμε. Τους γονείς από έξω με απορημένες φάτσες του τύπου «μα σε ποια εμπιστευόμαστε τα παιδιά μας?» και τον διευθυντή να με αγριοκοιτάζει. Οι συνήθως αργοπορημένοι βρίσκουν τις καλύτερες δικαιολογίες να ξέρετε. Ένα χαζό «για να κάνω εντύπωση» θα πέταγα και θα προσπερνούσα την αργοπορία μου. Μα δεν έγιναν έτσι τα πράγματα…
Τετάρτη μεσημέρι στις 30 του Μάρτη. Όλα ήταν έτοιμα. Οι τελευταίες οδηγίες προς γονείς και μαθητές εκτυπώθηκαν και μοιράστηκαν. Το ίδιο και τα εντυπωσιακά ροζ μπλουζάκια μας. Αναγνωστάκη, Σλαβούδη και Γεωργιάδου να δηλώνουν «Έσο έτοιμος» και εγώ να καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι που θα ηγούμουν μιας τέτοιας ομάδας εκπαιδευτικών και μαθητών. Ραντεβού με το λεωφορείο την επομένη στις 7 το πρωί. Το ίδιο και με την αστυνομία για τον σχετικό έλεγχο. Ώρα προσέλευσης των μαθητών στις 7.15 και προβλεπόμενη αναχώρηση στις 7.30. Άντε να φύγουμε το αργότερο στις 8, είπα αισιόδοξα μέσα μου.
Ήταν 7.25 όταν πάρκαρα έξω από το σχολείο και όπως το περίμενα ήταν σχεδόν όλοι εκεί. Η αστυνομία άφαντη και η πρώτη καθυστέρηση έσκασε μύτη. Άνθρωπος εφευρετικός ο κ. Νταμπαλής, σαν είδε ότι η αστυνομία θα ερχόταν σε 2 – 3 ώρες μας προέτρεψε να κάνουμε τον έλεγχο στα διόδια των Μαλγάρων. Καλή ιδέα σκέφτηκα κι εγώ και μετά από κύκλους μιας ώρας (κάποιος κλειστός δρόμος λόγω ατυχήματος) και αφού επισκεφτήκαμε την τουαλέτα γνωστού βενζινάδικου στα Διαβατά, φτάσαμε επιτέλους στα διόδια των Μαλγάρων! Εντάξει, σκέφτηκα πάλι η αισιόδοξη, μπορεί να αργήσαμε λιγάκι αλλά να, σε 10 λεπτάκια θα φύγουμε. Ναι καλά… Μετά από άλλες 2 ώρες καθυστέρηση ξεκινήσαμε για Γιάννενα στις 10.40. Δε το χάνουμε τόσο εύκολα το κέφι μας εμείς!! Το πρώτο μας ραντεβού είχε ήδη χαθεί αλλά μετά από μερικά τηλεφωνήματα και λίγο επαναπρογραμματισμό των επισκέψεών μας, κατάφερα να αλλάξω μερικά από τα ραντεβού μας για να μη χάσουμε καμία επίσκεψη! Τότε ήταν που ηρέμησα και το άκουσα… Ησυχία… Τι έγινε ρε παιδιά, γιατί τόση ησυχία? Τριήμερη πάμε, που είναι οι μουσικές και οι φωνές? Οκ. Νάτο το επόμενο προβληματάκι. Το λεωφορείο μας δεν έχει μουσική… που σημαίνει δεν έχει και μικρόφωνο… που σημαίνει η επικοινωνία μου με αυτά τα 66 παιδιά.. δύσκολη.. Ε, εντάξει. Θα τα λέω όλα 2 φορές (μία επάνω, μία κάτω –το λεωφορείο διώροφο θυμίζω) δυνατά (αυτό με το δυνατά το ‘χουμε!) και θα τα καταφέρουμε. Λίγο οι βαθιές ανάσες, λίγο οι τονωτικές γουλιές του πικρού καφέ και να τη πάλι η αισιοδοξία και το χαμόγελο! Μετά από μικρή στάση στα 2/3 της διαδρομής φτάσαμε στο Πέραμα. Στόχος μας η επίσκεψη του σπηλαίου Περάματος. Κάτω χαμηλά στις όχθες της λίμνης μας υποδέχθηκε ο υπεύθυνος μιας αίθουσας, όπου γίνεται μία ενημερωτική και εκπαιδευτική παρουσίαση, πριν την επίσκεψη στο σπήλαιο. Ειλικρινά έμεινα έκπληκτη από την αίθουσα γιατί δεν περίμενα έναν μικρό κινηματογράφο σε μια περιοχή σαν το Πέραμα. Εδώ δεν έχουμε στο Ωραιόκαστρο σκέφτηκα. Δεν έχουμε και σπήλαιο βέβαια, είπα και ηρέμησα μέσα μου καθώς το βρήκα δίκαιο τελικά. Έξω από την αίθουσα υπήρχε μια μικρή πλατεία που θύμιζε πραγματικά την πλατεία ενός μικρού χωριού με το καφενεδάκι και το παντοπωλείο να την περικυκλώνουν. Σε δύο ομάδες χωριστήκαμε και ένα μικρό τρενάκι, σαν αυτό που κάνει βόλτες στο Λευκό Πύργο το καλοκαίρι, μας γλύτωσε από την απότομη ανηφόρα και μας άφησε ξεκούραστους σχεδόν έξω από την είσοδο του σπηλαίου. Κάτι ξέρανε και μας ανέβασαν με το τρενάκι σκέφτηκα στα μισά του σπηλαίου. Μας ήθελαν ξεκούραστους για να αντέξουμε στο σπήλαιο. Το σπήλαιο άκρως εντυπωσιακό αλλά πολύ κουραστικό. Σχεδόν μια ώρα περπατούσαμε. Άξιζε όμως τον κόπο. Και κάτι άλλο που μας δικαίωσε για τον κόπο μας ήταν η θέα της λίμνης καθώς βγήκαμε αρκετά ψηλά. Λίγες φωτογραφίες για να μείνουν οι στιγμές τυπωμένες και στο χαρτί και φύγαμε για Μώλο! Μπήκαμε μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων και από τον μώλο πήραμε πριβέ ένα από τα καραβάκια και περάσαμε απέναντι στο νησάκι. Να σας πω την αλήθεια δε το περίμενα. Δε το περίμενα να είναι και να μοιάζει με νησί. Και όμως δε του έλλειπε τίποτα. Είχε τα μαγαζάκια του στην παραλία, τα γραφικά στενάκια του με ακόμη περισσότερα μαγαζάκια που πουλούσαν ότι και στα υπόλοιπα νησιά σουβενίρ και χαζούδια αλλά και αξιόλογα ασημικά σε πολύ συμφέρουσες τιμές. Πουλούσαν βέβαια και πυροτεχνήματα, κάτι που το έμαθα λίγο πριν φύγουμε όπου τις ανάψαμε τις φωτιές μας στο λιμανάκι, αλλά ας όψεται… δεν κάψαμε και κανέναν. Άλλωστε αυτοί μας τα πούλησαν. Δε φταίγαμε εμείς. Α, να μην το ξεχάσω! Σπεσιαλιτέ του νησιού τα βατραχοπόδαρα, τα οποία δοκιμάσαμε εγώ με άλλα 7 – 8 κορίτσια και την αποκτήσαμε κι αυτήν την εμπειρία! Καλά δεν έγινε και τίποτα. Σαν κοτόπουλο έμοιαζε.
Το απογευματάκι ήταν ώριμο πια όταν πλέαμε για την απέναντι όχθη. Μια μικρή βόλτα στην παραλία και αναχώρηση για το ξενοδοχείο μας. Και τώρα εσείς νομίζετε ότι θα χαλαρώναμε… όμως τα προβληματάκια και οι «αναποδιές» έσκαγαν μύτη τακτικά, έτσι για να μας κρατάν σε φόρμα. Άλλη ώρα μας περιμένανε είπαν, άλλη ώρα θα τρώγαμε είπαν, αλλά είχαμε συνεννοηθεί για το βραδινό μας γλέντι είπαν… Ε, όταν με απείλησαν και στο τηλέφωνο φούντωσα. Είδαν 4 γυναίκες συνοδούς και νομίζανε ότι θα μας απειλήσουν κιόλας. Βγήκε ο νταλικέρης από μέσα μου και δεν πέρασε εύκολα το δικό τους. Αλλά εμείς το κέφι μας δεν το χάσαμε. Στην τελική κάναμε ένα γλέντι τρικούβερτο. Ένα γλέντι που θύμιζε το ξεφάντωμα στο γάμο του αδερφού σου και την τρέλα στο πανηγύρι του χωριού. Ας είναι καλά τα παιδιά και η ορχήστρα. Τα βρήκανε μεταξύ τους και το έδωσαν και κατάλαβε. Κι αν σας είπαν πως ξεφύγαμε και τα σπάσαμε όλα, μην τους πιστεύετε. Λίγα ποτήρια σπάσανε οι λεβέντες μας ενόψει πετυχημένης και παλικαρίσιας ζεμπεκιάς. Με το ζόρι τους σταμάτησα στις 4 το πρωί. Και μετά το γλέντι, εκεί να δεις ομορφιές. Ούτε φασαρίες ούτε πόρτες να χτυπάνε μέχρι το πρωί. Τα παιδιά ηρέμησαν και ξεκουράστηκαν. 5 με 8.30 κοιμήθηκα κι εγώ. Πράγμα απίθανο στην 1η βραδιά μιας τριήμερης.
Η δεύτερη μέρα ξεκίνησε με ένα ενισχυμένο πρωινό. Συγνώμη κιόλας αλλά δίαιτες και διατροφές δε χωράνε σε μια τριήμερη με 15χρονα. Από πλευράς ξενοδοχείου όλοι πιο ήρεμοι και ευγενικοί. Κάτι ανοιχτούς λογαριασμούς που είχαμε από το προηγούμενο βράδυ, ούτε λόγος για να τους κλείσουμε. Έκανα την πάπια κι εγώ και άφησα τον διευθυντή μας να «καθαρίσει», τον οποίο βέβαια είχα εντέχνως ξυπνήσει τα ξημερώματα της προηγούμενης. Τώρα τι τους είπε και όλοι ήταν ευγενικοί, μόνο αυτός το ξέρει. Πρώτη επίσκεψη σήμερα το μουσείο κέρινων ομοιωμάτων του Παύλου Βρέλλη. Ανατριχίλα, δέος και εθνική φούντωση μέσα από μία βιωματική ξενάγηση που αποκάλυπτε την αγάπη και την λατρεία που είχε ο κ. Βρέλλης, στους ήρωες της προεπανάστασης και της επανάστασης του 1821, σ’ όλους αυτούς που σφάχτηκαν, κρεμάστηκαν, γδάρθηκαν, ταπεινώθηκαν…, για να κερδίσουμε εμείς σήμερα τον τόπο τούτο ελεύθερο, χωρίς σκλαβιά. Σύντομο αλλά περιεκτικό το μονοπάτι μέσα στο μουσείο μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις ακόμη και σ’ αυτούς που δε το έβλεπαν για πρώτη φορά.
Μια βαθιά ανάσα και επιβίβαση στο διώροφο που το είχαμε συνηθίσει πια. Χαμηλοτάβανο, στενό και όλο εξοχές και γωνίες νόμιζε πως θα μας κρατάει σε εγρήγορση και τις 3 μέρες αλλά εμείς σαν σουπερ κομάντο σε πεδίο μάχης ούτε μια μελανιά δεν μαζέψαμε την δεύτερη κιόλας μέρα. Καλά ίσως μια μικρούλα μόνο. Ξεκινήσαμε το λοιπόν για το ιστορικό Καλπάκι. Είχαμε να επισκεφτούμε ένα μουσείο ελληνοϊταλικού πολέμου κι ούτε που πήγαινε ο νους μας ότι αυτό το μικρό κτίσμα των μόλις 30 τετραγωνικών θα μας προσέφερε τέτοια εμπειρία. Χωριστήκαμε πάλι στα δύο και η πρώτη ομάδα μπήκε μέσα. Ένας φαντάρος, σπουδαγμένος και άψογα καταρτισμένος μας έκανε μια ξενάγηση που θα μου μείνει αξέχαστη. Σε μόλις 30 λεπτά και με τα ελάχιστα εκθέματα που χωρούσαν στο μικρούλι αυτό μουσείο ένιωθα ρίγος και περηφάνια που ήμουν ελληνίδα. Όταν βγήκαμε έξω νόμισα ότι ήμουν μέρος κι εγώ αυτής της ιστορίας κι ότι άφηνα μέσα ένα κομμάτι μου που ακόμη πολεμούσε τους ιταλούς. Το πρώτο γκρουπ βγήκαμε στον προαύλιο χώρο και όσο περιμέναμε τους υπόλοιπους γνωρίσαμε τυχαία έναν ντόπιο που προσφέρθηκε να μας οδηγήσει σε μια όαση ξεκούρασης, μόλις ήμασταν έτοιμοι. Ναι, εκεί κάπου έξω από το Καλπάκι, στη μέση του πουθενά, ένα υπέροχο και δροσερό μέρος, φροντισμένο με τόσο μεράκι, μας πρόσφερε στιγμές για χαλάρωση και τόνωση. Ήπιαμε το καφεδάκι μας, φάγαμε το γλυκάκι μας, βγάλαμε και τις φωτογραφίες μας και αναχωρήσαμε για τα Ζαγαροχώρια. Καλά μην τρελαθούμε κιόλας, δεν είχαμε σκοπό να τα επισκεφτούμε όλα. Στο πρώτο θα σταματούσαμε, ονόματι Μονοδένδρι που δικαιολογημένα περιφανεύονταν για τη χαράδρα του Βίκου. Πράγματι, σου κόβει την ανάσα!! Περπατήσαμε λιγάκι στα πετρόκτιστα μονοπάτια κι ανακαλύψαμε μια όμορφη πλατειούλα και μαγαζάκια, που εκτός των άλλων προσφέρανε τις ξακουστές χειροποίητες πίτες τους. Δε τσιγγουνευτήκαμε τα 6 ευρώ την μερίδα και τις γευτήκαμε! Έτσι, για να έχουμε άποψη. Παμψηφεί η κοτόπιτα υπερείχε των υπολοίπων. Α, για να μην νομίζετε ότι χαλαρώσαμε τελείως είχαμε τον Κωνσταντίνο και τον Γιώργη άρρωστους με πυρετό.
Κι όπως όλα τα ωραία κάποια στιγμή τελειώνουν έτσι τέλειωσε και ο χρόνος μας στο όμορφο Ζαγοροχώρι! Λίγες στροφούλες και επιστροφή στο ξενοδοχείο. Δείπνο και ετοιμασία για βόλτα! Η κ. Γεωργιάδου με δυο τρεις άρρωστους έμεινε στα μετόπισθεν να κάνει τη νοσοκόμα (μη τη λυπάστε, γούσταρε πολύ νομίζω). Το βράδυ μας έδειχνε να είναι πιο ήρεμο. Το «υπέροχο» πρακτορείο μας, μας την έφερε και πάλι. Αρκεστήκαμε σε μια βόλτα μέσα στα Γιάννενα. Είδαμε το night life της πόλης, δε το γευτήκαμε ιδιαίτερα, αλλά σίγουρα πήραμε μια ιδέα και καταλήξαμε να πίνουμε ποτάκι (ποιητική αδεία το ποτάκι, μη ξεσηκώνεστε) με θέα τη λίμνη. Νωρίς σχετικά καταλήξαμε στο ξενοδοχείο, όπου και πάλι τα παιδιά μας έκαναν να τρίβουμε τα μάτια μας με την καλή τους συμπεριφορά. Οι οδηγίες ήταν ξεκάθαρες και τις ακολούθησαν με ευλάβεια όλοι. Μέχρι τις 4 όποιος δε νύσταζε βρισκόταν στο λόμπυ όπου με την παρέα του περνούσε την ώρα του με παιχνίδια και κουβεντούλα. Η αποθέωση της βραδιάς ήταν ο Νίκος που μιμήθηκε με επιτυχία μία από τις αγαπημένες στάσεις της κ. Μπίσκα μέσα στην τάξη. Τον ευχαριστώ θερμά! Καιρός ήταν να με βάλει κάποιος στη θέση μου! Μετά τις 4 κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Δε θα ξεχάσω την περιπολία της κ. Αναγνωστάκη κατά τις 4.30 που έληξε άδοξα μέσα σε 2 λεπτά. Αρχικά νόμιζα πως μετάνιωσε και τον παράτησε τον έλεγχο. Αλλά πως μου πέρασε αυτό από το μυαλό; Δεν είναι άνθρωπος που τα παρατάει. Τις τελειώνει τις δουλειές της. Έρχεται λοιπόν πίσω με ύφος περίλυπο, και μου λέει πως κανείς δεν κυκλοφορεί στους διαδρόμους και τίποτα δεν ακούγεται από τα δωμάτια… Τι έγινε ρε παιδιά? Οι πιστοί θα το ονόμαζαν θαύμα, οι επιστήμονες στατιστικό λάθος, εμείς απλά επαινέσαμε για ακόμα μια φορά τα καλά μας τα παιδιά. Δεν αργήσαμε να αποχωρήσουμε κι εμείς στα δωμάτιά μας.
Κι έρχεται η τρίτη μέρα και όπως αποδείχτηκε αργότερα και η φαρμακερή. Ενισχυμένο πρωινό όπως επιβάλλεται (ε, μη τα ξαναλέμε), check out και επιβίβαση στο διώροφο. Στόχος μας η επίσκεψη στο Δημοτικό Εθνογραφικό Μουσείο Ιωαννίνων το οποίο βρίσκεται μέσα στο κάστρο και στεγάζεται στο τζαμί του Ασλάν πασά. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν υπήρχε ξεναγός και έπρεπε εμείς να πούμε δυο κουβέντες για τον χώρο που επισκεπτόμασταν στα παιδιά. Τι χαρά που πήρα όταν οι φιλολογίνες με άφησαν να πω εγώ αυτές τις δυο κουβεντούλες. Με δασκάλεψε λίγο η υπεύθυνη, είχα και την κ. Αναγνωστάκη δίπλα μου σαν σκονάκι – υποβολέα και έκανα για λίγα λεπτά την ξεναγό. Πολύ μου άρεσε και ευχαριστώ τις συναδέλφισσες που μου έδειξαν εμπιστοσύνη. Δύο ομαδούλες, δύο φορές τα είπα. Ε, ναι, την δεύτερη καλύτερα. Αφού τέλειωσε κι αυτό είχαμε πια τον ελεύθερο χρόνο που όλοι περιμέναμε για βόλτα στην πόλη, καφεδάκι και shopping. Ας μην ξεχνιόμαστε, αφήσαμε και οικογένειες πίσω μας, κάτι έπρεπε να τους πάρουμε. Οι οδηγίες σαφείς προς όλους. Μην τρώτε, θα φάμε παϊδάκια στο Μέτσοβο!! Ένα βουνό θα παραγγείλουμε και θα πέσουμε με τα μούτρα, τους έλεγα και μου έτρεχαν τα σάλια.
Έτσι λοιπόν στις 2.20 αναχωρούμε από την όμορφη πόλη και κατευθυνόμαστε ολοταχώς για Μέτσοβο. Ακόμη τα ονειρεύομαι εκείνα τα παϊδάκια… Με τα τρεχούμενα σάλια μείναμε… Στις 3.15 κάπου έξω από τα Γιάννενα, στην Εγνατία οδό, ο διώροφος γίγαντας σιώπησε. Ούτε γκουκ ούτε μουκ… Εκεί αρχίζει το δράμα. Ευτυχώς τα παιδιά δε το βίωσαν σαν δράμα και ευχαριστώ πολύ τις αξιέπαινες συναδέλφισσες που τα κατάφεραν τόσο μα τόσο καλά. Το σκηνικό έχει ως εξής. Και οι 70 είμαστε πεινασμένοι και διψασμένοι. Το διώροφο από λεωφορείο μετατράπηκε σε θερμοκήπιο με αποτέλεσμα να βγάλουμε τα παιδιά έξω και να κείτονται στην άκρη της ταχείας οδού, ντάλα στον ήλιο χωρίς φαγητό και χωρίς νερό για περίπου πέντε ώρες. Εντάξει, είχαμε νερό… 1 μπουκαλάκι μικρό για κάθε 3 άτομα. Οι οδηγίες μου απλές… Θα βρέχετε λίγο τα χείλια σας. Δεν έχουμε άλλο. Ωραία το έθεσε ο Βίκτωρ. Κυρία, σα να παίζουμε στο survivor! Κάπως έτσι ήταν… Ανάμεσα στη θύελλα τηλεφωνημάτων με τον κ. Νταμπαλή, τους γονείς, την Εγνατία Οδό και την αστυνομία, τις συνομιλίες με τους οδηγούς που πάσχιζαν να κάνουν κάτι, τους μηχανικούς αργότερα που κι αυτοί έδιναν τον δικό τους αγώνα, είναι κάποιες εικόνες που δύσκολα θα σβήσουν από το μυαλό. Την κ. Γεωργιάδου να έχει αναπτύξει μία καινούρια μέθοδο «ούρησης σε δημόσιο χώρο χωρίς να σε δει κανείς» την οποία εφάρμοσε με επιτυχία για τις περισσότερες μαθήτριες. Την κ. Σλαβούδη να ενθαρρύνει τους μαθητές να παίζουν χαρτιά στην άκρη εκεί του δρόμου για να ξεχνιούνται. Την κ. Αναγνωστάκη να προσπαθεί να βρει κενό ανάμεσα στα τηλεφωνήματα για τους παρασύρει όλους στο τραγούδι… Αξέχαστες εικόνες. Μπράβο σε όλους. Ιδίως στα παιδιά. Δε γκρίνιαξαν, δε διαμαρτυρήθηκαν, ήταν υπέροχοι. Υπέροχοι και οι γονείς για την κατανόησή τους. Τελικά φύγαμε γύρω στις 8. Η ειρωνεία ήταν ότι 3 χιλιόμετρα πιο κάτω είχε οργανωμένο χώρο ξεκούρασης με εστιατόριο. Εκεί σταματήσαμε. Ανεφοδιασμός, ξεκούραση και αναχώρηση για τα πάτρια εδάφη. Η επιστροφή ομαλή χωρίς άλλα απρόοπτα. Τα παιδιά επιδόθηκαν σε εκπαιδευτικές συζητήσεις ζουμερών θεμάτων. Τυχαίος ακροατής η κ. Σλαβούδη. Η μεταφορά και διήγηση των όσων άκουσε ήταν το καλύτερο σημείο της επιστροφής. Γύρω στις 12 το διώροφο πάρκαρε έξω από το αγαπημένο μας πέτρινο. Τέλος καλό όλα καλά είπαμε. Αφού έφυγαν όλοι ήρθε ο Ιάσων (αγαπημένος μου σύζυγος) και πήρε εμένα και την κ. Αναγνωστάκη να μας κεράσει ένα ποτάκι. Το είχαμε πραγματικά ανάγκη. Εκεί η Μαρία είπε το πετυχημένο «Νιώθω σαν να κατέβηκα από μια αεροπειρατεία».
Λίτσα Μπίσκα ( πληροφορικός )