Στα χρόνια τα παλιά κάποιος βασιλιάς αποφάσισε να στείλει το παιδί του, να περάσει μια νύχτα με μια πολύ φτωχή οικογένεια. Σκοπός αυτής του της κίνησης ήταν να αφήσει το νεαρό πριγκιπόπουλο να δει με τα ίδια του τα μάτια τον τρόπο διαβίωσης ενός μέρους των μελλοντικών υπηκόων του, που όχι μόνο δεν είχαν χρήματα να ξοδέψουν, μα δυσκολεύονταν να αντιμετωπίσουν ακόμα και αυτή την απλή καθημερινότητα τους.
Ο βασιλιάς έντυσε σαν απλό χωρικό το παιδί και το συμβούλεψε να μην αποκαλύψει την ταυτότητα του, για να μην νιώθουν άβολα οι οικοδεσπότες του. Το βοήθησε να ανέβει σε μια παλιά άμαξα και πρόσταξε τον οδηγό να το μεταφέρει στην οικογένεια που είχε επιλέξει.
Την επόμενη ημέρα ο βασιλιάς υποδέχτηκε το νεαρό πρίγκιπα και του ζήτησε να του περιγράψει την εμπειρία του. Το παιδί, αφού τον κοίταξε για λίγη ώρα αμίλητο, αποκρίθηκε: “Ήταν μια πολύ καλή εμπειρία πατέρα. Έμαθα πως έχουμε πανέμορφα κάτασπρα άλογα, που, όπως λες, πολλοί θα ζήλευαν, ενώ αυτοί έχουν σκυλιά και κότες και χήνες. Έχουμε ένα μεγάλο πλουμιστό σιντριβάνι και αυτοί έχουν το ποτάμι. Διαθέτουμε μια πελώρια ξεσκέπαστη βεράντα, αλλά αυτοί έχουν τον ουρανό με τα αστέρια και το φεγγάρι. Έχουμε έναν τεράστιο κήπο γεμάτο λουλούδια, μα αυτοί έχουν το δάσος.” Και, ενώ ο βασιλιάς άκουγε αποσβολωμένος τα όσα έλεγε με στόμφο ο γιος του, το παιδί πρόσθεσε : “Σε ευχαριστώ πατέρα, που μου έδειξες πόσο φτωχοί είμαστε!”
Ο βασιλιάς, που μια ημέρα πριν έτριβε τα χέρια του με ικανοποίηση, διαβλέποντας πως το πριγκιπόπουλο, μόλις αντίκριζε την φτώχεια των απλών ανθρώπων, θα αντιλαμβανόταν άμεσα τη διαφορά και θα κατανοούσε επιτέλους την επιμονή του στον πλούτο, καθόταν τώρα σαστισμένος και αμίλητος…
Όταν μετράμε τι είμαστε, το αποτέλεσμα είναι η ίδια η αντίληψή μας για τη ζωή.
Βασιλική Τάχα-Ράπτη / Ιωάννα Τάχα-Ράπτη Α΄5