Βίκτωρ Ουγκώ, «Το Ελληνόπουλο» (HUGO VICTOR, «L’enfant»)

 

Βίκτωρ Ουγκώ, «Το Ελληνόπουλο»

Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα. Η Χίο, τ’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα, με τα κρασιά, με τα δεντράτ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο, στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο κάθεται, σκύβει θλιβερά το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη μες την αφάνταστη φθορά.

-Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες, για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ’χες για να τα ιδώ τα θαλασσά ματάκια σου ν’αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι με τα μαλλάκια τα χρυσά;

Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω, για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω ριχτά στους ώμους σου πλατιά μαλλάκια, που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη και σαν την κλαίουσα την ιτιά;

Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι; Μήπως το κρίνο απ’ το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει; Μην ο καρπός απ’ το δεντρί που μες στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει, κι έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνει μες απ’ τον ίσκιο του να βγει;

Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα; Τι θες κι απ’ όλα τ’ αγαθά τούτα; Πες. Τ’ άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;

-Διαβάτη, μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι: Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!

HUGO VICTOR, «L’enfant»

Les Turcsont passé là. Tout estruine et deuil.

Chio, l’île des vins, n’est plus qu’unsombreécueil,

Chio, qu’ombrageaient les charmilles,

Chio, qui dans les flotsreflétaitses grands bois,

Sescoteaux, sespalais, et le soirquelquefois

Unchœurdansant de jeunesfilles.

 

Tout estdésert. Maisnon ;seulprès des mursnoircis,

Un enfant aux yeux bleus, un enfant grec, assis,

Courbaitsa tête humiliée.

Ilavait pour asile, ilavait pour appui

Uneblancheaubépine, une fleur, commelui

Dans le grand ravage oubliée.

 

Ah !pauvre enfant, pieds nus sur les rocs anguleux !

Hélas !pouressuyer les pleurs de tesyeux bleus

Comme le cieletcommel’onde,

Pour que dansleurazur, de larmesorageux,

Passe le vif éclair de la joie et des jeux,

Pour relever ta tête blonde,

 

Que veux-tu ? Bel enfant, que tefaut-il donner

Pour rattachergaîmentetgaîmentramener

Enboucles sur ta blancheépaule

Cescheveux, qui du fern’ont pas subil’affront,

Et qui pleurentéparsautour de ton beau front,

Comme les feuilles sur le saule ?

 

Qui pourraitdissipertes chagrins nébuleux ?

Est-ced’avoircelys, bleu commetesyeux bleus,

Qui d’Iranborde le puitssombre ?

Ou le fruit du tuba, de cetarbresi grand,

Qu’un cheval au galop met, toujoursen courant,

Cent ans à sortir de son ombre ?

 

Veux-tu, pour me sourire, un bel oiseau des bois,

Qui chante avec un chant plus doux que le hautbois,

Plus éclatant que les cymbales ?

Que veux-tu ?fleur, beau fruit oul’oiseaumerveilleux ?

– Ami, ditl’enfantgrec, ditl’enfant aux yeux bleus,

Je veux de la poudreet des balles.

 

8-10 juin 1828.