
Κουγιαγκάς Γιώργος, Β2
Η ακύρωση κάθε καρναβαλικής εκδήλωσης ενόψει της υγειονομικής απειλής του κορονοϊού προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, μεγάλη αναστάτωση στις άμεσα ενδιαφερόμενες περιοχές. Στην πόλη μας, για πρώτη φορά μετά από τρεις και πλέον δεκαετίες, δε θα πραγματοποιηθεί η καθιερωμένη αποκριάτικη παρέλαση, ενώ και το μοναδικό στον κόσμο έθιμο του είδους του, το μπουρανί, έχει και αυτό ματαιωθεί.
Η καρναβαλική παρέλαση της Κυριακής της Τυρινής, έχει πλέον θεσμοθετηθεί, αρχής γενομένης από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 (1979), επί δημαρχίας Δ. Κουγιώνη. Λίγο πριν, το 1976, είχε πραγματοποιηθεί η αναβίωση του εθίμου του μπουρανιού, που είχε απαγορευτεί την περίοδο της Στρατιωτικής Δικτατορίας. Το τελευταίο έχει μια μακρά και ενδιαφέρουσα ιστορία, της οποίας η αρχή μπορεί να αναζητηθεί χιλιετίες πριν…
Από την αρχαιότητα οι Έλληνες ανέπτυξαν ιδιαίτερη αγάπη για τα αποκριάτικα δρώμενα. Οι ελληνικές Απόκριες έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα και συνδέονται άμεσα µε τη λατρεία του Θεού Διονύσου. Η αγγλική λέξη «carnival», που όλοι μας γνωρίζουμε, προέρχεται από το λατινικό «carnem levare» ή «carnis levamen», που σημαίνει τη «διακοπή της βρώσης κρέατος». Στα ελληνικά το λατινογενές Καρναβάλι ταυτίζεται με τη λέξη «απόκρεω ή αποκριά» και έχει ακριβώς την ίδια ερμηνεία. Αυτή η δημοφιλής παράδοση προέρχεται από τις παγανιστικές τελετουργίες των αρχαίων Ελλήνων και τις γιορτές προς τιμή του Διονύσου, θεού του κρασιού και της ευθυμίας. Οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν σε σατύρους ή φορούσαν διάφορες μάσκες και ξεχύνονταν στους δρόμους. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των τελετουργιών ήταν η «προκλητική» συμπεριφορά με τους συμμετέχοντες να επιδίδονται σε τολμηρές πράξεις και να εκφράζονται με βωμολοχίες. Έτσι, στις Διονυσιακές γιορτές οι «σάτυροι» έκρυβαν την αληθινή τους ταυτότητα πίσω από τις μάσκες και εξέφραζαν ελεύθερα τις κρυφές ερωτικές τους σκέψεις.
«…θιασεύεται ψυχάν, ἐν ὄρεσι βακχεύων ὁσίοις καθαρμοῖσιν» (Βάκχες, 75). Ο Διόνυσος σκοπεύει στην «κάθαρσιν» με την ψυχολογική σημασία και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να την πετύχει είναι το κρασί κι ο χορός. Η μανία του χορού κι η ομαδική υστερία οδηγεί κατευθείαν στην «κάθαρσιν», στην απελευθέρωση του ανθρώπου, με τον Διόνυσο να έχει το ρόλο του “Ελευθέριου” και του «Λύσιου» θεού (του Απελευθερωτή θεού), που οδηγεί τον άνθρωπο να παύει για λίγο να είναι ο εαυτός του και να απολυτρώνεται.
Αυτή η παράδοση εξαπλώθηκε και σε άλλα μέρη του κόσμου µέσω της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου. Όμως, οι παγανιστικές πρακτικές έμειναν βαθιά ριζωμένες στο αίμα του Έλληνα και δεν καταργήθηκαν τελείως. Αν και οι άνθρωποι σταμάτησαν να λατρεύουν τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου και ασπάστηκαν τον χριστιανισμό, οι συνήθειες και τα «χούγια» παρέμειναν. Μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να μεταμφιέζονται και να ξεχύνονται μασκαρεμένοι στον δρόμο!
Βέβαια, αυτό που όλοι ονομάζουμε «Απόκριες», στη γλώσσα της Εκκλησίας μας ονομάζεται «Τριώδιο». Το «Τριώδιο» έχει λάβει την ονομασία αυτή από το ομώνυμο εκκλησιαστικό βιβλίο, το Τριώδιο, το οποίο περιλαμβάνει τους ύμνους που ψάλλονται στις εκκλησίες κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Οι ύμνοι αυτοί έχουν τρεις ωδές σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ύμνους τις εκκλησίας, οι οποίοι έχουν εννέα ωδές. Ξεκινά την πρώτη Κυριακή, που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του «Τελώνη και Φαρισαίου». Τη δεύτερη Κυριακή γίνεται αναφορά στο Ευαγγέλιο του «Ασώτου Υιού», ενώ την τρίτη είναι της «Απόκρεω». Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, κατά την οποία οι εορτασμοί και οι εκδηλώσεις φτάνουν στο απόγειο τους, είναι η «Τυρινή» (τυροφάγου). Το τέλος της αποκριάς γίνεται την Καθαρά Δευτέρα, την πρώτη μέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Οι Απόκριες αποτελούν ουσιαστικά την εισαγωγή μας στην περίοδο της νηστείας και προετοιμασίας για τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης, το Πάσχα.
Οι εκδηλώσεις του Τριωδίου συνεχίστηκαν μέχρι τη σύγχρονη εποχή και επιβίωσαν κάθε πουριτανικής αντίληψης, απαγορεύσεις δικτατοριών, ζυγούς κατακτητών και ενστάσεις της Εκκλησίας. Τη δεκαετία του 1930, το ενδιαφέρον φέρεται να αυξήθηκε και τολμηροί Τυρναβίτες της εποχής καθιέρωσαν τα δρώμενα που τηρούνται σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα. Από ανθρώπους της εποχής μνημονεύονται οι «μπαρμπαριές», μεγάλες φωτιές που αναβόταν σε κάθε γειτονιά, γύρω από τις οποίες γινόταν γλέντι και χορός, με την συμμετοχή αντρών αλλά και γυναικών. Την Καθαρά Δευτέρα, παρέες γυρνούσαν στους δρόμους με μουσικά όργανα, τραγουδώντας άσεμνα τραγούδια, τα οποία, παραδόξως, ήταν αποδεκτά από την κοινωνία της τότε εποχής.
Στον Προφήτη Ηλία μαγειρευόταν το «μπουρανί» από τους «μπουρανίτες», τελετουργικά ντυμένους άντρες. Μετά το 1976, έκαναν την εμφάνιση τους τα πήλινα φαλλικά ομοιώματα και το έθιμο εμπορευματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Η τελετουργία του μπουρανιού μεταφέρθηκε για ευκολία στην κεντρική πλατεία, αφήνοντας τον όμορφο φυσικού κάλλους χώρο στον Αι-Λιά για το γαϊτανάκι ως απλό συμπλήρωμα το πρωί της Καθαράς Δευτέρας, πριν από την κεντρική «ατραξιόν». Το κύριο βάρος δόθηκε στα άσεμνα πειράγματα, που κρίθηκε -και πράγματι είναι- ως ένα εμπορικό όχημα για την προσέλκυση τουριστών.
Ο Τύρναβος κατόρθωσε, χάρη στο μπουρανί να συγκεντρώσει πανελλήνιο ενδιαφέρον. Είναι σημαντικό να διατηρηθεί σαν σεβασμός και αγάπη για την παράδοση χωρίς να χάσει τον προσανατολισμό του.
Ευχαριστούμε το site: www.maxmag.gr