Στρατής Μυριβήλης

Στρατής Μυριβήλης

 

Μυστική παπαρούνα

                        Στρ. Μυριβήλης

Λίγα λόγια για το απόσπασμα

    Ο αφηγητής μέσα στη φρίκη του πολέμου ανακαλύπτει μια πανέμορφη παπαρούνα. Η απρόσμενη αυτή αποκάλυψη τον γέμισε με χαρά, γιατί μέσα σε ένα τοπίο, που κυριαρχούσε ο θάνατος, είδε τη ζωή να προβάλλει. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και θέλησε να την προστατέψει τοποθετώντας μπροστά της ένα γερό τσουβάλι. Τη χάιδεψε έχοντας την ψευδαίσθηση μιας ανθρώπινης παρουσίας και γύρισε στο αμπρί του χωρίς να μπορέσει να συγκρατήσει τη χαρά, που τον πλημμύρισε.

Να δώσετε ένα δικό σας τίτλο στην 3η ενότητα του αποσπάσματος

«Γύρισα….λαμπρό»

     Γύρισα γρήγορα στο αμπρί. Ξάπλωσα και κοίταζα το ταβάνι και σκεπτόμουνα συνεχώς αυτή την παπαρούνα. Ήταν ένα βλαστάρι ζωής μέσα στο παρτέρι του θανάτου. Τίποτα δεν είχε μείνει πια, όλη η περιοχή είχε ερημωθεί. Όλοι σχεδόν είχαν πεθάνει είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, δεν τους είχε μείνει κανένα ίχνος ανθρωπιάς. Παρ’ όλα αυτά, όμως, εγώ συνέχιζα να ελπίζω. Σηκώθηκα πάλι με μεγάλη προσπάθεια, το πόδι μου πονούσε πολύ. Κουτσαίνοντας βγήκα πάλι έξω να χαζέψω την ομορφιά αυτού του αγριολούλουδου. Έμεινα ώρες εκεί και σκεπτόμουν πως ήταν η ζωή μου πριν από τον πόλεμο και πως θα είναι μετά, αν ζήσω τελικά. Ενώ μονολογούσα, ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω σε ένα σακί με άμμο και έκλεισα τα μάτια μου για να κοιμηθώ ψιθυρίζοντας στο λιβάδι: καληνύχτα παπαρούνα

                                                                                                                                                                                                                                                                                                Ναστίνα Γερακάρη

     Ξεκίνησα για το αμπρί αλλά στη συνέχεια το μετάνιωσα. Ξαναγύρισα πίσω στην παπαρούνα συλλογιζόμενος ότι δε θα άντεχε για πολύ καιρό σε τέτοιες συνθήκες και ότι θα πέθαινε και αυτή γρήγορα. Ήθελα να φωνάξω από τη χαρά μου αλλά αυτό ήταν αδύνατον. Μέσα στο αμπρί είχαν μείνει ελάχιστοι και δεν ήθελα να τους ξυπνήσω. Έτσι αποφάσισα να μείνω λίγο ακόμα μαζί της. Την κοίταζα πολύ ώρα και αποφάσισα να την ξαναγγίξω. Μια τελευταία φορά και θα έφευγα. Σηκώθηκα προσεκτικά από εκεί που καθόμουνα και έσκυψα προς το μέρος της. Την ακούμπησα. Ένας περίεργος θόρυβος ακούστηκε. Πονάω. Πέφτω κάτω. Πέφτω δίπλα της. Παραλίγο πάνω της.  Δεν μπορώ μήτε να φωνάξω. Νιώθω το αίμα να τρέχει. Μια σφαίρα με χτύπησε. Σκέπτομαι τελευταία φορά τη ζωή και το θάνατο. Κλείνω τα μάτια μου και για τελευταία φορά την αγγίζω μέχρι που δεν νιώθω τίποτα.

                                                                                                                                Βέρα Ζαννίκου

Top