Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Πατέρας στο σπίτι.
Λίγα λόγια για το κείμενο…
Ο συγγραφέας του κειμένου, αναφέρεται σε ένα περιστατικό που ο ίδιος ήταν αυτήκοος μάρτυρας. Πιο συγκεκριμένα, πληροφορούμαστε ότι στο μπακάλικο της γειτονιάς, όπου έτυχε παρευρίσκεται και ο ίδιος, εμφανίστηκε ένα παιδί ηλικίας πέντε ετών που ζήταγε απελπισμένα λίγο λάδι. Κατά λάθος αποκαλύπτει την οικογενειακή κατάσταση που επικρατεί στο σπίτι του, λόγο της απουσίας του πατέρα του. Ακόμη, ο Μπακάλης ενημερώνεται πως έχει άλλα δυο αδέρφια και ότι αν και ο πατέρας του μικρού παιδιού ήταν ξυλουργός, ήταν τεμπέλης, πράγμα που είναι εντελώς αντίθετο με τις ενέργειες και τα χαρίσματα της μητέρας του, προκειμένου να προστατέψει την οικογένειά της. Η απουσία του πατέρα δυσχεραίνει συνεχώς την κατάσταση της οικογένειας, ενώ παράλληλα εξελίσσεται ένα υποτιθέμενο σκάνδαλο ανάμεσα στην μητέρα και τον κουμπάρο, που συνήθιζε να πηγαίνει στο σπίτι της οικογένεια προσφέροντας οικονομική βοήθεια αλλά έχοντας και πονηρούς σκοπούς. Η μητέρα παραμένει αθώα όμως οι επισκέψεις και η συμπεριφορά του κουμπάρου παρεξηγήθηκε από τις γειτόνισσες, η ενασχόληση άλλωστε με τις ζωές των άλλων ήταν αγαπημένη συνήθεια εκείνης της εποχής, και μεταφέρθηκε στον πατέρα, ο οποίος λόγο της ζήλιας του εγκατέλειψε οριστικά την οικογένεια. Τέλος η οικογένεια συγκλονίζεται από τον χαμό ενός εκ των πέντε παιδιών της, και αφήνει την μητέρα μόνη με τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά της, χωρίς εργασία και ασφάλεια. Νταούτι Άντζελα
Το διήγημα αυτό πραγματεύεται τον κοινωνικό προβληματισμό του συγγραφέα για την φτώχεια. Ο συγγραφέας βρίσκεται στον μπακάλη της φτωχογειτονιάς και γίνεται παρατηρητής ενός στενάχωρου γεγονότος. Παρατηρεί ένα 5χρονο αγόρι που ζητιανεύει για λίγο λάδι το οποίο ομολογεί την οικογενειακή του κατάσταση δηλαδή ότι ο πατέρας του τους εγκατέλειψε. Ο μπακάλης, ως γνώστης των γεγονότων, ενημερώνει τον συγγραφέα για την κατάσταση του παιδιού αυτού. Ο πατέρας του ήταν ξυλουργός και καθόλου εργατικός σε αντίθεση με την μητέρα του που είναι πολύ εργατική και το στήριγμα της οικογένειας. Ενώ τα οικονομικά προβλήματα μαστίζουν την οικογένεια ξεσπά και ένα σκάνδαλο εξαιτίας των συχνών επισκέψεων του κουμπάρου και της ζήλιας του πατέρα που οδηγεί στην εγκατάλειψη της οικογένειας από τον πατέρα. Έτσι, μετά κι από ένα θάνατο ενός παιδιού η μάνα έμεινε ολομόναχη με τέσσερα παιδιά χωρίς δουλειά γι” αυτό και το παιδί ζητά ελεημοσύνη. Νταούτι Άντζελα
Να καταγράψετε τη θέση της γυναίκας στην αθηναϊκή κοινωνία που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης.
Η θέση της γυναίκας στην αθηναϊκή κοινωνία, όπως προβάλλεται μέσα από το έργο του Παπαδιαμάντη, είναι μειονεκτική. Παρά την εργατικότητα, την τιμιότητα και την ανοχή που διαθέτει, πέφτει θύμα κριτικής από την υπόλοιπη κοινωνία και κακοχαρακτηρίζεται για κάτι που οι άλλοι υπέθεταν ότι έκανε. Επιπλέον, η γυναίκα έχει επωμισθεί το βάρος της ανατροφής των παιδιών της και προσπαθεί να εξασφαλίσει τα βασικά για την επιβίωσή της. Πολλές φορές γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και μπορεί να υποστεί ακόμα και ξυλοδαρμό από τον άντρα που έχει κυρίαρχη θέση στην οικογένεια.
Αληθινή Παύλου
Η γυναίκα κατά τον 19 ο αιώνα δεν ήταν ισότιμη με τον άντρα. Ήταν νοικοκυρά, φρόντιζε τα παιδιά, την υπόλοιπη οικογένεια( ηλικιωμένους συγγενείς που ζούσαν μαζί). Δεν είχε δικαίωμα ψήφου ούτε δικαίωμα στη μόρφωση. Μέχρι τα τέλη του 19 ου αιώνα έκανε δουλειές, οι οποίες ήταν προέκταση των εργασιών του σπιτιού, ενώ απείχε από κάθε είδους μισθωτή εργασία.
Κατερίνα Ασβεστά
Φανερή γίνεται η θέση της γυναίκας της αθηναϊκής κοινωνίας με βάση το κείμενο του Παπαδιαμάντη. Ο συγγραφέας παρακολουθεί με συμπάθεια την ιστορία της Γιαννούλας η οποία κατηγορήθηκε από τον άντρα και τη γειτονιά για ανάρμοστη συμπεριφορά. Στην αθηναϊκή κοινωνία η γυναίκα κατείχε χαμηλή θέση. Εθεωρείτο ανυπόληπτη. Παρά την εργατικότητα. Την ανοχή και την καρτερικότητα που επιδεικνύει σε όσα της συμβαίνουν αλλά και στον ίδιο τον άντρα, εν τούτοις αυτή είναι το «θύμα» της κριτικής του περίγυρου για κάτι που στην πραγματικότητα δεν έκανε. Διατηρεί ανέπαφη την τιμή της αλλά χωρίς να αφήνει περιθώριο δίνει κάποια ελπίδα στον κουμπάρο με απώτερο σκοπό να ταΐσει τα παιδιά της. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για το μεγάλωμα των παιδιών της, πολιτεύει τον κουμπάρο θέλοντας να «εκμεταλλευτεί» την συμπάθειά του χωρίς όμως να είναι διατεθειμένη να χάσει την τιμή της.
Άντζελα Νταούτι
———————————————————————————————————————————————–
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το μοιρολόγι της φώκιας
Λίγα λόγια για το κείμενο…
Η γριά Λούκαινα, μια φτωχή, βασανισμένη και χαροκαμένη χωρική, κατηφορίζει μοιρολογώντας ένα μονοπάτι. Είναι φορτωμένη με ρούχα που πρόκειται να πλύνει στη θάλασσα. Ένας βοσκός ακούγεται να τραγουδά εκεί κοντά. Μέσα στο λιμάνι μια γολέτα κάνει βόλτες, ενώ μια φώκια λικνίζεται στο νερό παρασυρμένη από τραγούδι του βοσκού. Εν το μεταξύ η Ακριβούλα, εγγονή της γριάς Λούκαινας, ψάχνει την γιαγιά της καθώς το σκοτάδι απλώνεται γύρω της, γλιστράει και πέφτει στην θάλασσα. Κανείς δεν άκουσε την κραυγή του άμοιρου κοριτσιού. Μόνο η φώκια, που αντιλήφθηκε το κακό έμεινε να μοιρολογήσει το μικρό κορίτσι. Ένας ψαράς που ήξερε την γλώσσα της φώκιας το έκανε τραγούδι.
Το διήγημα του Παπαδιαμάντη “το μοιρολόγι της φώκιας” πραγματεύεται τη σχέση ζωής και θανάτου καθώς και το πόνο του ανθρώπου. Μια ταλαιπωρημένη ηλικιωμένη ,η γριά-Λούκαινα, καθώς πλένει τα ρούχα της στην ύπαιθρο συλλογιέται τις δυσκολίες της ζωής της, το χαμό των πέντε παιδιών και του άντρα της. Ζει πλέον μόνη με τη κόρη που της απέμεινε και τα εγγόνια της. Ενώ η χαροκαμένη αυτή γυναίκα μοιρολογάει, ακούει το τραγούδι ενός βοσκού. Μια φώκια μαγεμένη από τον αυλό του βοσκού και το μοιρολόγι της γριάς-Λούκαινας πλησιάζει στα ρηχά νερά. Την ίδια στιγμή η μεγαλύτερη εγγονή της υπερήλικης, η Ακριβούλα αναζήτα την γιαγιά της όμως περνώντας από ένα αδιέξοδο σημείο του μονοπατιού, γλιστράει και πέφτει στη θάλασσα. Η γρια-Λούκαινα κατά την επιστροφή της στο σπίτι ακούει το μοιρολόι της φώκιας για το χαμό της Ακριβούλας χωρίς όμως να καταλάβει το τραγικό συμβάν. Άντζελα Νταούτι
Υπάρχουν σήμερα Ακριβούλες;
Η Ακριβούλα δεν υποψιάζεται το θάνατο ως διαρκή παρουσία στη ζωή και γι’αυτό χάνεται με τραγικό τρόπο. Μέσα από το κείμενο καταλαβαίνουμε ότι εκείνη την εποχή δεν πρόσεχαν και προστάτευαν όσο έπρεπε τα παιδιά. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η Ακριβούλα με μεγάλη ευκολία ξέφυγε από τη μαμά της και έσκασε χωρίς να την πάρει κανείς είδηση και χωρίς, βέβαια, να μπει κανείς στη διαδικασία να την ψάξει. Ήταν ένα εννιάχρονο παιδί μόνο του στα σκοτεινά κοντά στη θάλασσα. Όποιος άκουσε το θόρυβο, που έκανε, όταν έπεσε στη θάλασσα, τον αγνόησε και δεν έδωσε σημασία. Αυτό δείχνει μεγάλη αδιαφορία. Στις μέρες μας, κατά τη γνώμη μου, οι γονείς είναι πιο υπεύθυνοι και συνειδητοποιημένοι. Τα προστατεύουν και τα θεωρούν ακριβά και πολύτιμα. Ο όρος «Ακριβούλα» θα δίνονταν στην εποχή μας κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά, διότι τα παιδιά τα θεωρούμε τα πιο σημαντικά πρόσωπα στη ζωή μας. Επομένως στις μέρες μας ο όρος «Ακριβούλα» θα ερμηνεύονταν διαφορετικά από ότι στο κείμενο.
Άντζελα Νταούτι
Υπάρχουν σήμερα Ακριβούλες;
Ο Παπαδιαμάντης ήδη από το 19ο αιώνα αν και ο ίδιος δεν είχε αποκτήσει παιδιά και δεν είχε νιώσει την πατρική αγάπη αποδεικνύεται μέσα από το έργο του ιδιαίτερα στοργικός απέναντι σε όλα εκείνα τα παραμελημένα παιδιά ή τα παιδιά που οι συνθήκες τα καθιστούν αντικείμενο εκμετάλλευσης ή προκαλούν πόνο, ανέχεια και συναισθηματική στέρηση στην καθημερινότητά τους. Σήμερα δυστυχώς υπάρχουν Ακριβούλες. Υπάρχουν παιδιά στοιβαγμένα σε ιδρύματα που δεν γνώρισαν ποτέ το χάδι των γονιών, παιδιά που εργάζονται χάνοντας ουσιαστικά την παιδική τους ηλικία, παιδιά που κακοποιούνται με κάθε τρόπο αλλά και παιδιά που ακριβώς σαν την Ακριβούλα που δεν ήταν τελικά «ακριβή¨για κανέναν χάνονται στη θάλασσα, παιδιά μεταναστών που για αυτά η καθημερινότητα δεν είναι το παιχνίδι και η ανεμελιά αλλά η φουρτουνιασμένη θάλασσα και τα αγριεμένα κύματα. Η Ακριβούλα του Παπαδιαμάντη είναι ο Αιλάν, Ο Ταχίρ, η Αίσα και τόσα άλλα παιδιά που ανώνυμα χάνονται καθημερινά ανά τον κόσμο.
Παύλου Αληθινή
Στο διήγημα του Παπαδιαμάντη η πρωταγωνίστρια, η Ακριβούλα, παρουσιάζεται ως μια δραματική προσωπικότητα η οποία μέσα από μια σειρά από δραματικά γεγονότα βρίσκει οδυνηρό θάνατο. Το όνομα της Ακριβούλα, εκφράζει την αξία, το ποσό πολύτιμος είναι ο άνθρωπος που φέρει το όνομα αυτό όμως διαβάζοντας το κείμενο αντιλαμβανόμαστε την ειρωνεία της ύπαρξης της Ακριβούλας. Η μικρούλα δεν είναι η πολύτιμη κόρη, το παιδί που αξίζει όλη την προσοχή και το ενδιαφέρον των γονιών, ένα ακριβό και σπάνιο λουλούδι. Αντιθέτως πέρνα απαρατήρητη καθώς φεύγει κρυφά από το σπίτι, μακριά από την στοργική μητρική αγκαλιά, ένα παιδί ακόμα μέσα στα πολλά της οικογένειας, σε μια εποχή μάλιστα που η απόκτηση αγοριών ήταν πολύ πιο σημαντική από την απόκτηση κοριτσιού. Η μοίρα της προοικονομείται ήδη από τη γέννησή της, μια μέσα σε πολλές, κορίτσι σε μια κοινωνία που η γυναίκα ήταν υποβαθμισμένη, χωρίς γάμο, χωρίς προίκα, χωρίς όλα αυτά που οι γυναίκες της εποχής της θεωρούσαν το μέλλον τους. Ένας υγρός τάφος γίνεται το νυφικό κρεβάτι της μικρούλας, τα φύκια πλέκουν γύρω από το παιδικό κεφαλάκι το στεφάνι του γάμου.
Δυστυχώς όμως οι Ακριβούλες δεν έπαψαν να υπάρχουν, δεν αποτέλεσε θλιβερό προνόμιο της παπαδιαμαντικής Σκιάθου. Βρίσκονται ακόμα γύρω μας και μερικές φορές παραμένουν απαρατήρητες για όλη τους τη ζωή. Η χαρά, η παιδικότητα, η αφέλεια της νιότης δεν είναι δεδομένα για όλα τα κορίτσια. Συχνά οδηγούνται σε αδιέξοδα, ζουν πνευματικά χαμένες, γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, γυρίζουν μόνες τους σε έναν κόσμο σκληρό που σημαδεύει το κορμί και την ψυχή τους. Βρίσκονται γύρω μας, στο Σχολείο μας, στον εργασιακό χώρο, στην στάση του λεωφορείου, στις βάρκες που φέρνουν δυστυχισμένους ανθρώπους από άλλες χώρες. Πνίγονται στο Αιγαίο, πετιούνται από το μπαλκόνι ενός διαμερίσματος σε μια συνοικία της Αθήνας, κακοποιούνται σωματικά ή συναισθηματικά. Είναι κάθε κορίτσι, κάθε γυναίκα που είναι μόνη, πολλές φορές πνευματικά και ψυχικά απομακρυσμένη από τους ανθρώπους γύρω της, χαμένη στις σκέψεις της και ανίκανη να αντιδράσει στην αδιαφορία και τη σκληράδα του κόσμου τούτου. Υπάρχουν λοιπόν Ακριβούλες δυστυχώς και θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο η ανθρώπινη ύπαρξη δε είναι Όχι μόνο Ακριβή αλλά Πολύτιμη. Μυρτώ Μουστακάκη
«Έρωτας στα χιόνια»
Αλ. Παπαδιαμάντης
Λίγα λόγια για το απόσπασμα…
Το διήγημα αναφέρεται στον μπάρμπα-Γιαννιό, έναν άνθρωπο έρημο και μόνο, χωρίς χρήματα και οικογένεια. Κάθε βράδυ, αφού κατέβαζε μερικά ποτήρια για να ξεχάσει τον πόνο του ή να ζεσταθεί, ξαναγύριζε στο μισογκρεμισμένο παλιόσπιτό του και τραγουδούσε τον πόνο του για τη γειτόνισσα του, την πολυλογού, η οποία όμως δεν του έδινε σημασία.
Σώμα βασανισμένο, φθαρμένο, δεν έβρισκε παρηγοριά ούτε και τις μέρες των Χριστουγέννων. Ένα βράδυ, που το χιόνι έπεφτε ακατάπαυστα, άσπρισε όλος και αποκοιμήθηκε για πάντα κάτω από το χιόνι.
Η χρονική στιγμή (μέρες Χριστουγέννων) θα επηρέαζε την αντίδραση της σημερινής οικογένειας βλέποντας έναν αντίστοιχο μπάρμπα Γιαννιό να χτυπά την πόρτα του σπιτιού της;
Στις μέρες μας, την περίοδο των γιορτών οι άνθρωποι ευαισθητοποιούνται περισσότερο και έχουν πιο έντονο το αίσθημα της αλληλεγγύης και της προσφοράς απέναντι στους ανθρώπους που βρίσκονται σε δυσμενή. Ωστόσο, αυτό είναι πλαστό, καθώς δημιουργείται από την τηλεόραση και τις διάφορες διαφημίσεις, που προβάλλουν καταστάσεις σε τριτοκοσμικές χώρες ή ενημερώνουν για τις κακές συνθήκες ζωής των απόρων. Γι’ αυτό το λόγο οι άνθρωποι αισθάνονται περισσότερο ανάγκη να προσφέρουν αλλά μόνο προσωρινά.
Όσο ο πληθυσμός των πόλεων αυξάνεται, τόσο δυσκολότερο είναι να δημιουργήσει κάποιες φιλίες και γνωριμίες με τους γείτονές τους, οι οποίοι συχνά αλλάζουν. Έτσι, όλοι είναι άγνωστοι μεταξύ τους και δεν εμπιστεύεται ο ένας τον άλλο.
Συνεπώς, όταν κάποιος άγνωστος, σε κακή κατάσταση, βρίσκεται στην πόρτα μας, πιθανότητα, δεν του ανοίγουμε, καθώς δε γνωρίζουμε ούτε ποιος είναι ούτε τις προθέσεις του.
Κατερίνα Ασβεστά
Η αντίδραση κάθε μιας οικογένειας, αν κάποιος είναι μεθυσμένος χτύπαγε την πόρτα τους , θα άλλαζε. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τη γνώμη μου, τα Χριστούγεννα είναι μια περίοδος χαράς, προσφοράς και ευγνωμοσύνης για όσα έχουμε. Έτσι, αν κάποιος μεθυσμένος, σαν τον μπάρμπα Γιαννιό, χτύπαγε την πόρτα του σπιτιού μου, θα άνοιγα καθώς είναι ωραίο να βοηθάμε τους άλλους όλο το χρόνο και ειδικά αυτές τις άγιες μέρες. Ο μπάρμπα-Γιαννός ήταν μόνος του και δεν είχε κανένα για να περάσει τις γιορτές και να νιώσει την οικογενειακή θαλπωρή. Έτσι, ευχαρίστως, θα τον βοηθούσαμε μεταδίδοντάς του το πνεύμα των Χριστουγέννων.
Γενικότερα, πιστεύω ότι σε οι άνθρωποι σε μια άλλη στιγμή δε θα άνοιγαν την πόρτα τους σε ένα μεθυσμένο γείτονά τους. Οι ρυθμοί της καθημερινότητας και το άγχος, που κατακλύζει τους πολίτες, δεν προάγουν τη συνεισφορά και την αγάπη. Οι άνθρωποι δεν έχουν καθημερινά τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο καθώς ασχολούνται με τις οικογένειές τους και τις υποχρεώσουν, που έχουν.
Βέρα Ζαννίκου
Είναι γεγονός ότι τα Χριστούγεννα, ανέκαθεν, εθεωρούντο περίοδος αγάπης. Είναι μια γιορτή, η οποία φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Το συναίσθημα της αλληλεγγύης και της προσφοράς έχει την πρωτοκαθεδρία στις καρδιές των ανθρώπων. Οι άνθρωποι προσφέρουν αλλά και παίρνουν αγάπη. Ανταλλάσσουν δώρα και νιώθουν χαρούμενοι.
Ένα συγκεκριμένο περιστατικό, όπως αυτό του μπάρμπα-Γιαννιού, κατά την άποψή μου, ίσως επηρέαζε μια οικογένεια αλλά όχι σε σημαντικό βαθμό. Να θεωρούσαν δηλαδή ότι μια τέτοια περίοδος κανείς δεν πρέπει να μένει μόνος , να τον καλωσορίσουν στο σπιτικό τους και να τον αγκαλιάσουν χαρίζοντάς του όμορφες στιγμές.
Δήμητρα Ελέζι
Οι ημέρες των Χριστουγέννων είναι μέρες γιορτινές και χαρούμενες. Είναι μέρες όπου πρέπει να δείχνουμε αγάπη προς τους συνανθρώπους μας χωρίς να περιμένουμε ανταπόδοση. Ωστόσο σε μια αντίστοιχη περίπτωση, όπως του μπάρμπα-Γιαννιού πόσες σημερινές οικογένειες θα άνοιγαν την πόρτα τους να φιλοξενήσουν έναν συνάνθρωπό τους, ο οποίος δεν έχει κανέναν στον κόσμο; Λίγες έως και καμία είναι η απάντηση.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους μια σημερινή οικογένεια θα είχε μείνει ανεπηρέαστη σε μια τέτοια κατάσταση. Ένας πολύ σημαντικός λόγος είναι ο τρόπος ζωής, ειδικά στις πόλεις όπου η ζωή εξελίσσεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην γνωρίζει κανείς τους γείτονές του για να τους φιλοξενήσει έστω και λίγη ώρα.
Επίσης οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων έχουν γίνει απρόσωπες και δε βελτιώνονται ακόμη και την περίοδο των Χριστουγέννων. Επομένως με τα δεδομένα της σημερινής εποχής, εάν κάποιος μεθυσμένος κτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού μας αναζητώντας λίγη παρέα και ζεστασιά λόγω γιορτών, πολύ πιθανόν να τον θεωρήσουμε επικίνδυνο, κάποιος δηλαδή που θέλει να μας κάνει κακό και όχι από ανάγκη.
Είναι πραγματικά άσχημο αυτού του είδους οι συμπεριφορές αλλά οι συνθήκες της ζωής μας έχουν φέρει πολλές φορές σε κατάσταση αναισθησίας και απανθρωπιάς.
Κων/νος Βασιλάκης
Κατά τη γνώμη μου η χρονική στιγμή δε θα επηρέαζε την αντίδραση μιας σημερινής οικογένειας. Αν έβλεπε έναν μεθυσμένο άντρα να κτυπά την πόρτα του σπιτιού της θα τον αντιμετώπιζε με καχυποψία, φόβο, απάθεια και αδιαφορία. Δεν θα έμπαινε καθόλου στη διαδικασία να σιγουρευτεί, αν είναι καλά. Ίσως καλούσε και την αστυνομία.
Τη σημερινή εποχή οι άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί μεταξύ τους , επικρατεί η αδιαφορία και η αρετές της προσφοράς και της αλληλεγγύης έχουν εκλείψει.
Δεν ενδιαφερόμαστε για τον συνάνθρωπό μας , έχουμε γίνει απαθείς και δε θέλουμε να αναλαμβάνουμε ευθύνες πέρα και έξω από τις δικές μας. Έχουμε καταντήσει εγωκεντρικά άτομα ακόμη και με τους συγγενείς και φίλους μας. Προτάσσουμε το ατομικό μας συμφέρον, κλεινόμαστε στους εαυτούς και άνθρωποι , όπως ο μπάρμπα-Γιαννός , μας αφήνουν παγερά αδιάφορους.
Φάνης Ζηκόπουλος